Κυριακὴ Δ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 8,4-15)
«Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια…» (Λουκ. 8,10)
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ποὺ ἀκούσαμε, ἀγαπητοί μου, εἶνε μία παραβολὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παρμένη ἀπ᾽ τὴν ἀγροτικὴ ζωή.
«Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια…» (Λουκ. 8,10)
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ποὺ ἀκούσαμε, ἀγαπητοί μου, εἶνε μία παραβολὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παρμένη ἀπ᾽ τὴν ἀγροτικὴ ζωή.
Ὁ γεωργὸς πῆρε τὸ δισάκκι μὲ σπόρο, βγῆκε στὸ χωράφι καὶ
ἔσπειρε παντοῦ.
Τὸ ἀποτέλεσμα· ἕνα μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε στὸ δρόμο, ποὺ περνοῦν ἁμάξια καὶ διαβάτες, ἦρθαν τὰ πουλιὰ καὶ τὸν πῆραν.
Τὸ δεύτερο μέρος ἔπεσε σὲ χωράφι μὲ πέτρες καὶ δὲν μπόρεσε νὰ καρποφορήσῃ.
Τὸ τρίτο μέρος ἔπεσε σὲ ἀγκάθια, ποὺ φύτρωσαν καὶ τό ᾽πνιξαν.
Καὶ τὸ τέταρτο μέρος ἔπεσε σὲ χωράφι καθαρὸ καὶ γόνιμο, ἔπιασε καὶ τὸ ἕνα σπυρὶ ἔγινε ἑκατό.
Αὐτὴ ἦταν ἡ παραβολή. Τὴν ἄκουσαν ὅλοι. Ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο; δὲν τοὺς ἔκανε ἐντύπωσι, δὲν τοὺς γέννησε περιέργεια.
Μόνο οἱ δώδεκα μαθηταί, ὅταν τελείωσε ἡ διδασκαλία, πλησίασαν τὸ Χριστὸ καὶ τὸν ρωτοῦν· Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ παραβολή;
Κ᾽ ἐκεῖνος τότε εἶπε· «Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς» (Λουκ. 8,10).
Θὰ πάρω ἀφορμὴ μόνο ἀπὸ αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ· «Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια…».
Τί σημαίνει αὐτό· Σ᾽ ἐσᾶς τοὺς μαθητάς μου, ὄχι σὲ ἄλλους, δόθηκε τὸ προνόμιο, ἡ χάρις, νὰ γνωρίσετε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Περὶ μυστηρίων λοιπὸν ὁ λόγος.
Τὸ ἀποτέλεσμα· ἕνα μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε στὸ δρόμο, ποὺ περνοῦν ἁμάξια καὶ διαβάτες, ἦρθαν τὰ πουλιὰ καὶ τὸν πῆραν.
Τὸ δεύτερο μέρος ἔπεσε σὲ χωράφι μὲ πέτρες καὶ δὲν μπόρεσε νὰ καρποφορήσῃ.
Τὸ τρίτο μέρος ἔπεσε σὲ ἀγκάθια, ποὺ φύτρωσαν καὶ τό ᾽πνιξαν.
Καὶ τὸ τέταρτο μέρος ἔπεσε σὲ χωράφι καθαρὸ καὶ γόνιμο, ἔπιασε καὶ τὸ ἕνα σπυρὶ ἔγινε ἑκατό.
Αὐτὴ ἦταν ἡ παραβολή. Τὴν ἄκουσαν ὅλοι. Ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο; δὲν τοὺς ἔκανε ἐντύπωσι, δὲν τοὺς γέννησε περιέργεια.
Μόνο οἱ δώδεκα μαθηταί, ὅταν τελείωσε ἡ διδασκαλία, πλησίασαν τὸ Χριστὸ καὶ τὸν ρωτοῦν· Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ παραβολή;
Κ᾽ ἐκεῖνος τότε εἶπε· «Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς» (Λουκ. 8,10).
Θὰ πάρω ἀφορμὴ μόνο ἀπὸ αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ· «Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια…».
Τί σημαίνει αὐτό· Σ᾽ ἐσᾶς τοὺς μαθητάς μου, ὄχι σὲ ἄλλους, δόθηκε τὸ προνόμιο, ἡ χάρις, νὰ γνωρίσετε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Περὶ μυστηρίων λοιπὸν ὁ λόγος.
* * *
Τὰ μυστήρια εἶνε δύο εἰδῶν· μυστήρια τῆς ὕλης, καὶ μυστήρια τοῦ πνεύματος.
Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς ὕλης.
⃝ Τί εἶνε ἡ ὕλη, τὸ χῶμα ποὺ πατοῦμε; Μὴ ζοῦμε σὰν ζῷα.
Μερικοί, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, μάτια ἔχουν καὶ δὲ βλέπουν, αὐτιὰ ἔχουν καὶ δὲν ἀκοῦνε (πρβλ. Μᾶρκ. 8,18), ἔτσι ζοῦν.
Πάρτε μιὰ χούφτα χῶμα. Κάποτε δὲν ὑπῆρχε. Πῶς ἔγινε; Μὲ ὅση εὐκολία ὁ ἀρτοποιὸς παίρνει τὸ ἀλεύρι καὶ φτειάχνει διάφορα σκευάσματα (φρατζόλες, κουλουράκια κ.λπ.), ἔτσι κάποιο χέρι ἀόρατο πῆρε τὴν ὕλη καὶ τί ἔκανε· φεγγάρια, ἀστέρια, πλανῆτες, σφαῖρες μικρὲς – μεγάλες, ποὺ εἶνε ὄγκοι τεράστιοι.
Ἐρωτῶ τοὺς ἐπιστήμονες· τί εἶνε ἡ ὕλη; Στύβουν τὰ κεφάλια τους· καμμία οὐσιαστικὴ ἀπάντησι δὲν δίνουν.
Μυστήριο.
⃝ Καὶ μόνο αὐτό; Οἱ σφαῖρες αὐτὲς πῶς στέκονται; Μία δύναμις, λένε, ἡ παγκόσμιος ἕλξις, κάνει τὸ ἕνα ἀστέρι νὰ τραβάῃ τὸ ἄλλο. Ἂν ῥωτήσῃς ὅμως τί εἶνε ἡ παγκόσμιος ἕλξις; δὲν παίρνεις πλήρη ἀπάντησι. Μυστήριο κι αὐτό.
⃝ Θέλεις ἄλλο; Κρατᾷς ἕνα μαγνήτη. Τὸν πλησιάζεις σὲ βελόνες, καρφίτσες, καρφιά, καὶ τὰ ἕλκει· φεύγουν ἀπὸ τὴ θέσι τους καὶ τρέχουν νὰ κολλήσουν πάνω του. Τί εἶνε ὁ μαγνητισμός; Καμμία οὐσιαστικὴ ἀπάντησι· μυστήριο.
⃝ Θέλεις ἄλλο; Ὁ ἠλεκτρισμός· στρίβεις ἕνα διακόπτη κι ἀνάβουν φῶτα. Τί εἶνε ἠλεκτρισμός; Οὐδεμία ἀπάντησις· μυστήριο κι αὐτό.
⃝ Θέλεις ἄλλο; Βρῆκαν μιὰ νέα ἐνέργεια ἰσχυρότερη, τὴν πυρηνικὴ ἢ ἀτομικὴ ἐνέργεια. Τί εἶνε ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια; Μυστήριο κι αὐτό.
⃝ Μὴν πᾶμε μακριά· πᾶμε στὴ σημερινὴ παραβολή. Τί λέει; Μιλάει γιὰ σπόρο, ποὺ ἔσπειρε ὁ γεωργός.
Τί εἶνε ὁ σπόρος; Ἕνα μικρούτσικο πραγματάκι.
Τὸ ῥίχνεις μέσ᾽ στὸ χῶμα καὶ βγαίνει ἕνα ὡραῖο λουλούδι, ἕνα πελώριο δέντρο. Πῶς; τί ὑπάρχει μέσ᾽ στὸ σπόρο;
Φτειάξε λοιπὸν ἕνα σπόρο!
Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, ἕνα σπόρο δὲν μποροῦν νὰ φτειάξουν.
Φτάνει ἕνας σπόρος ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός.
Ὅλα λοιπὸν τ᾽ ἀναρίθμητα ὑλικὰ πράγματα κρύβουν μυστήρια.
Ἡ ἐπιστήμη προσπαθεῖ νὰ τὰ λύσῃ. Ἀλλὰ μόλις λύνει ἕνα, βρίσκει πίσω του ἄλλο, ἄλλο, ἄλλο.
Ἀπέραντη ἁλυσίδα, ἕνας ὠκεανὸς μυστηρίων ὑπάρχει. Ἀπὸ τὰ χίλια οὔτε τὸ ἕνα δὲ μπόρεσε νὰ ἐξιχνιάσῃ ἡ ἐπιστήμη.
Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς ὕλης.
⃝ Τί εἶνε ἡ ὕλη, τὸ χῶμα ποὺ πατοῦμε; Μὴ ζοῦμε σὰν ζῷα.
Μερικοί, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, μάτια ἔχουν καὶ δὲ βλέπουν, αὐτιὰ ἔχουν καὶ δὲν ἀκοῦνε (πρβλ. Μᾶρκ. 8,18), ἔτσι ζοῦν.
Πάρτε μιὰ χούφτα χῶμα. Κάποτε δὲν ὑπῆρχε. Πῶς ἔγινε; Μὲ ὅση εὐκολία ὁ ἀρτοποιὸς παίρνει τὸ ἀλεύρι καὶ φτειάχνει διάφορα σκευάσματα (φρατζόλες, κουλουράκια κ.λπ.), ἔτσι κάποιο χέρι ἀόρατο πῆρε τὴν ὕλη καὶ τί ἔκανε· φεγγάρια, ἀστέρια, πλανῆτες, σφαῖρες μικρὲς – μεγάλες, ποὺ εἶνε ὄγκοι τεράστιοι.
Ἐρωτῶ τοὺς ἐπιστήμονες· τί εἶνε ἡ ὕλη; Στύβουν τὰ κεφάλια τους· καμμία οὐσιαστικὴ ἀπάντησι δὲν δίνουν.
Μυστήριο.
⃝ Καὶ μόνο αὐτό; Οἱ σφαῖρες αὐτὲς πῶς στέκονται; Μία δύναμις, λένε, ἡ παγκόσμιος ἕλξις, κάνει τὸ ἕνα ἀστέρι νὰ τραβάῃ τὸ ἄλλο. Ἂν ῥωτήσῃς ὅμως τί εἶνε ἡ παγκόσμιος ἕλξις; δὲν παίρνεις πλήρη ἀπάντησι. Μυστήριο κι αὐτό.
⃝ Θέλεις ἄλλο; Κρατᾷς ἕνα μαγνήτη. Τὸν πλησιάζεις σὲ βελόνες, καρφίτσες, καρφιά, καὶ τὰ ἕλκει· φεύγουν ἀπὸ τὴ θέσι τους καὶ τρέχουν νὰ κολλήσουν πάνω του. Τί εἶνε ὁ μαγνητισμός; Καμμία οὐσιαστικὴ ἀπάντησι· μυστήριο.
⃝ Θέλεις ἄλλο; Ὁ ἠλεκτρισμός· στρίβεις ἕνα διακόπτη κι ἀνάβουν φῶτα. Τί εἶνε ἠλεκτρισμός; Οὐδεμία ἀπάντησις· μυστήριο κι αὐτό.
⃝ Θέλεις ἄλλο; Βρῆκαν μιὰ νέα ἐνέργεια ἰσχυρότερη, τὴν πυρηνικὴ ἢ ἀτομικὴ ἐνέργεια. Τί εἶνε ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια; Μυστήριο κι αὐτό.
⃝ Μὴν πᾶμε μακριά· πᾶμε στὴ σημερινὴ παραβολή. Τί λέει; Μιλάει γιὰ σπόρο, ποὺ ἔσπειρε ὁ γεωργός.
Τί εἶνε ὁ σπόρος; Ἕνα μικρούτσικο πραγματάκι.
Τὸ ῥίχνεις μέσ᾽ στὸ χῶμα καὶ βγαίνει ἕνα ὡραῖο λουλούδι, ἕνα πελώριο δέντρο. Πῶς; τί ὑπάρχει μέσ᾽ στὸ σπόρο;
Φτειάξε λοιπὸν ἕνα σπόρο!
Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, ἕνα σπόρο δὲν μποροῦν νὰ φτειάξουν.
Φτάνει ἕνας σπόρος ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός.
Ὅλα λοιπὸν τ᾽ ἀναρίθμητα ὑλικὰ πράγματα κρύβουν μυστήρια.
Ἡ ἐπιστήμη προσπαθεῖ νὰ τὰ λύσῃ. Ἀλλὰ μόλις λύνει ἕνα, βρίσκει πίσω του ἄλλο, ἄλλο, ἄλλο.
Ἀπέραντη ἁλυσίδα, ἕνας ὠκεανὸς μυστηρίων ὑπάρχει. Ἀπὸ τὰ χίλια οὔτε τὸ ἕνα δὲ μπόρεσε νὰ ἐξιχνιάσῃ ἡ ἐπιστήμη.
* * *
Καὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ὁ
ὑπερήφανος καὶ ἰταμός, ἐνῷ δὲν μπορεῖ νὰ λύσῃ τὰ μυστήρια τοῦ φυσικοῦ
κόσμου, ζητάει νὰ λύσῃ τὰ μυστήρια τοῦ πνευματικοῦ κόσμου.
Διότι ὅπως ὑπάρχουν μυστήρια τῆς ὕλης, ὑπάρχουν καὶ μυστήρια τοῦ πνεύματος, δηλαδὴ μυστήρια τῆς πίστεώς μας.
Νά μερικὰ ἀπὸ αὐτά.
⃝ Ἀκοῦς καὶ λένε· Πῶς μπορεῖ μία παρθένος νὰ γεννήσῃ;
Δυσπιστεῖς;
Κ᾽ ἐγὼ σὲ ρωτῶ· πῶς γεννήθηκε ἡ ὕλη; Ἐκεῖνος ποὺ ἐκ τοῦ μηδενὸς ἔφτειαξε τὴν ὕλη, αὐτὸς εἶπε νὰ γεννηθῇ ἐκ Παρθένου ὁ Υἱός.
Ποιό εἶνε δυσκολώτερο, νὰ βγῇ ὕλη ἐκ τοῦ μηδενὸς ἢ νὰ βγῇ παιδὶ ἀπὸ μία παρθένο;
Ὁ τοκετὸς αὐτὸς εἶνε μυστήριο.
⃝ Ἄλλο σχετικό. Πῶς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος;
Ἀσύλληπτο μυστήριο. Ἐκεῖνος ποὺ κάνει ἕνα τὴ φωτιὰ καὶ τὸ πυρωμένο σίδερο, ὁ ἴδιος ἕνωσε τὶς δύο φύσεις στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
⃝ Πῶς τὸ νερὸ ἔγινε κρασὶ στὴν Κανᾶ; Μυστήριο.
Ζητᾷς ἐξήγησι; Κ᾽ ἐγὼ σοῦ λέω κάτι ἄλλο.
Περπατοῦσα κάποτε σ᾽ ἕνα χωριὸ καὶ βρῆκα ἕναν ὑπερήφανο γεωπόνο, ποὺ δὲν τὰ πίστευε αὐτά.
Καθὼς προχωρούσαμε, μπήκαμε σ᾽ ἕνα περιβόλι μὲ διάφορα δέντρα.
―Ὅλ᾽ αὐτά, τοῦ λέω, ἔχουν ῥίζα, κι ὅλες αὐτὲς οἱ ῥίζες ῥουφᾶνε τὸ ἴδιο νερό.
Πῶς τὸ νερὸ γίνεται στὴ λεμονιὰ λεμόνι, στὴν πορτοκαλιὰ πορτοκάλι, στὴ μηλιὰ μῆλο, στὴν ἐλιὰ λάδι;…
―Δὲν ξέρω, λέει.
―Μὴν ἀμφισβητεῖς λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο.
⃝ Ἄλλο μυστήριο τῆς πίστεως.
Ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, μὴν πηγαίνεις στὴν ἐκκλησία.
Ἐκεῖ, πάνω στὴν ἁγία τράπεζα, στὴ θεία λειτουργία τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ γίνονται σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἂν ἀμφισβητῇς αὐτό, σὲ ρωτῶ· δὲ βλέπεις τόσες ἄλλες μεταβολὲς ποὺ γίνονται στὸν ὑλικὸ κόσμο;
Πῶς π.χ. τὸ χορτάρι καὶ τὸ νερὸ στὸ πρόβατο γίνονται γάλα; Αὐτὰ ποὺ εἶνε μπροστά σου δὲ μπορεῖς νὰ ἐξηγήσῃς, καὶ ζητᾷς νὰ ἐξηγήσῃς τὰ ἄλλα τὰ μεγάλα;
⃝ Τί νὰ ποῦμε τώρα γιὰ τὸ ἄλλο, τὸ ὕψιστο μυστήριο τῆς πίστεώς μας;
Ποιό εἶνε;
Τὸ Τριαδικὸ δόγμα, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε ἕνας ἀλλὰ τρία πρόσωπα· Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα – ἁγία Τριάς, σῶσον τὸν κόσμον!
Αὐτὸ πλέον εἶνε τὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων.
Ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος καὶ ῥωτάει πῶς τὸ ἕνα εἶνε τρία καὶ πῶς τὰ τρία εἶνε ἕνα;
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ὡς βοηθητικὸ παράδειγμα φέρνει τὸν ἥλιο· «Ὁ ἥλιος εἶνε ἕνας, μὰ εἶνε καὶ τρία μαζί· ἔχει ἀκτῖνας, ὁποὺ ἔρχονται εἰς τὰ ὄμματά μας ὡσὰν γραμμαί, ὡσὰν κλωσταί· ἔχει καὶ φῶς, ὁποὺ ἐξαπλώνεται εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Μὲ τὸν ἥλιον ὁμοιάζομεν τὸν ἄναρχον Πατέρα, μὲ τὰς ἀκτῖνας τὸν συνάναρχον Υἱόν, καὶ μὲ τὸ φῶς τὸ ὁμοούσιον Πνεῦμα» (ἡμ. ἔργ. σ. 107).
Ἔλα νὰ μοῦ ἐξηγήσῃς τὰ μυστήρια ποὺ ἔχει ὁ ἥλιος, καὶ μετὰ νὰ ζητᾷς νὰ σοῦ ἐξηγήσω τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, ἕνας φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς ἦρθε στὸ χωριὸ καὶ κορόϊδευε τὴν πίστι.
―Ποιός εἶδε τὸ Θεό; ἔλεγε. Τότε ἕνας παπᾶς ἀγράμματος, ὁ παπα-Νικόλας, τοῦ λέει·
―Ἔλα ᾽δῶ, Γιῶργο παιδί μου, ποὺ σὲ εἶχα μικρὸ στὴν ἐκκλησιὰ καὶ κρατοῦσες τὴ λαμπάδα.
Ποιός σοῦ ξερρίζωσε τὴν πίστι;
Τὸ Θεὸ θέ’ς νὰ δῇς;
Πολὺ καλά (ἦταν Ἰούλιος μήνας, μεσημέρι κι ὁ ἥλιος ἔκαιγε).
Ἀνέβα ἐδῶ. (Τὸν ἀνεβάζει πάνω σὲ μιὰ πεζούλα).
Δὲς τὸν ἥλιο.
―Δὲ μπορῶ, λέει, θὰ στραβωθῶ.
―Ἔ, κακομοίρη· τὸν ἥλιο δὲ μπορεῖς νὰ τὸ δῇς, τὸ Θεὸ θέ᾽ς νὰ δῇς;
Διότι ὅπως ὑπάρχουν μυστήρια τῆς ὕλης, ὑπάρχουν καὶ μυστήρια τοῦ πνεύματος, δηλαδὴ μυστήρια τῆς πίστεώς μας.
Νά μερικὰ ἀπὸ αὐτά.
⃝ Ἀκοῦς καὶ λένε· Πῶς μπορεῖ μία παρθένος νὰ γεννήσῃ;
Δυσπιστεῖς;
Κ᾽ ἐγὼ σὲ ρωτῶ· πῶς γεννήθηκε ἡ ὕλη; Ἐκεῖνος ποὺ ἐκ τοῦ μηδενὸς ἔφτειαξε τὴν ὕλη, αὐτὸς εἶπε νὰ γεννηθῇ ἐκ Παρθένου ὁ Υἱός.
Ποιό εἶνε δυσκολώτερο, νὰ βγῇ ὕλη ἐκ τοῦ μηδενὸς ἢ νὰ βγῇ παιδὶ ἀπὸ μία παρθένο;
Ὁ τοκετὸς αὐτὸς εἶνε μυστήριο.
⃝ Ἄλλο σχετικό. Πῶς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος;
Ἀσύλληπτο μυστήριο. Ἐκεῖνος ποὺ κάνει ἕνα τὴ φωτιὰ καὶ τὸ πυρωμένο σίδερο, ὁ ἴδιος ἕνωσε τὶς δύο φύσεις στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
⃝ Πῶς τὸ νερὸ ἔγινε κρασὶ στὴν Κανᾶ; Μυστήριο.
Ζητᾷς ἐξήγησι; Κ᾽ ἐγὼ σοῦ λέω κάτι ἄλλο.
Περπατοῦσα κάποτε σ᾽ ἕνα χωριὸ καὶ βρῆκα ἕναν ὑπερήφανο γεωπόνο, ποὺ δὲν τὰ πίστευε αὐτά.
Καθὼς προχωρούσαμε, μπήκαμε σ᾽ ἕνα περιβόλι μὲ διάφορα δέντρα.
―Ὅλ᾽ αὐτά, τοῦ λέω, ἔχουν ῥίζα, κι ὅλες αὐτὲς οἱ ῥίζες ῥουφᾶνε τὸ ἴδιο νερό.
Πῶς τὸ νερὸ γίνεται στὴ λεμονιὰ λεμόνι, στὴν πορτοκαλιὰ πορτοκάλι, στὴ μηλιὰ μῆλο, στὴν ἐλιὰ λάδι;…
―Δὲν ξέρω, λέει.
―Μὴν ἀμφισβητεῖς λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο.
⃝ Ἄλλο μυστήριο τῆς πίστεως.
Ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, μὴν πηγαίνεις στὴν ἐκκλησία.
Ἐκεῖ, πάνω στὴν ἁγία τράπεζα, στὴ θεία λειτουργία τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ γίνονται σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἂν ἀμφισβητῇς αὐτό, σὲ ρωτῶ· δὲ βλέπεις τόσες ἄλλες μεταβολὲς ποὺ γίνονται στὸν ὑλικὸ κόσμο;
Πῶς π.χ. τὸ χορτάρι καὶ τὸ νερὸ στὸ πρόβατο γίνονται γάλα; Αὐτὰ ποὺ εἶνε μπροστά σου δὲ μπορεῖς νὰ ἐξηγήσῃς, καὶ ζητᾷς νὰ ἐξηγήσῃς τὰ ἄλλα τὰ μεγάλα;
⃝ Τί νὰ ποῦμε τώρα γιὰ τὸ ἄλλο, τὸ ὕψιστο μυστήριο τῆς πίστεώς μας;
Ποιό εἶνε;
Τὸ Τριαδικὸ δόγμα, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε ἕνας ἀλλὰ τρία πρόσωπα· Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα – ἁγία Τριάς, σῶσον τὸν κόσμον!
Αὐτὸ πλέον εἶνε τὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων.
Ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος καὶ ῥωτάει πῶς τὸ ἕνα εἶνε τρία καὶ πῶς τὰ τρία εἶνε ἕνα;
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ὡς βοηθητικὸ παράδειγμα φέρνει τὸν ἥλιο· «Ὁ ἥλιος εἶνε ἕνας, μὰ εἶνε καὶ τρία μαζί· ἔχει ἀκτῖνας, ὁποὺ ἔρχονται εἰς τὰ ὄμματά μας ὡσὰν γραμμαί, ὡσὰν κλωσταί· ἔχει καὶ φῶς, ὁποὺ ἐξαπλώνεται εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Μὲ τὸν ἥλιον ὁμοιάζομεν τὸν ἄναρχον Πατέρα, μὲ τὰς ἀκτῖνας τὸν συνάναρχον Υἱόν, καὶ μὲ τὸ φῶς τὸ ὁμοούσιον Πνεῦμα» (ἡμ. ἔργ. σ. 107).
Ἔλα νὰ μοῦ ἐξηγήσῃς τὰ μυστήρια ποὺ ἔχει ὁ ἥλιος, καὶ μετὰ νὰ ζητᾷς νὰ σοῦ ἐξηγήσω τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, ἕνας φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς ἦρθε στὸ χωριὸ καὶ κορόϊδευε τὴν πίστι.
―Ποιός εἶδε τὸ Θεό; ἔλεγε. Τότε ἕνας παπᾶς ἀγράμματος, ὁ παπα-Νικόλας, τοῦ λέει·
―Ἔλα ᾽δῶ, Γιῶργο παιδί μου, ποὺ σὲ εἶχα μικρὸ στὴν ἐκκλησιὰ καὶ κρατοῦσες τὴ λαμπάδα.
Ποιός σοῦ ξερρίζωσε τὴν πίστι;
Τὸ Θεὸ θέ’ς νὰ δῇς;
Πολὺ καλά (ἦταν Ἰούλιος μήνας, μεσημέρι κι ὁ ἥλιος ἔκαιγε).
Ἀνέβα ἐδῶ. (Τὸν ἀνεβάζει πάνω σὲ μιὰ πεζούλα).
Δὲς τὸν ἥλιο.
―Δὲ μπορῶ, λέει, θὰ στραβωθῶ.
―Ἔ, κακομοίρη· τὸν ἥλιο δὲ μπορεῖς νὰ τὸ δῇς, τὸ Θεὸ θέ᾽ς νὰ δῇς;
* * *
Ὅπως εἶνε ἀλήθεια, ἀγαπητοί
μου, τὰ ὑλικὰ μυστήρια, ἔτσι εἶνε ἀλήθεια καὶ τὰ ἀσύλληπτα μυστήρια τῆς
πίστεως.
Αὐτὰ ὅμως τὰ ἀπρόσιτα γίνονται προσιτὰ – σὲ ποιούς· σ᾽ ἐκείνους πιστεύουν καὶ δείχνουν ζῆλο.
«Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια», λέει ὁ Χριστός· σεῖς ἔχετε τὸ προνόμιο νὰ γνωρίσετε τὰ μυστήρια.
Πῆγα σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ κοντὰ στὸ Βίτσι. Μοῦ ἀρέσει νὰ κουβεντιάζω μὲ τοὺς ταπεινοὺς καὶ μίλησα μ᾽ ἕνα τσοπανάκο. ―Ἦρθε, μοῦ εἶπε, στὴν καλύβα μου ἕνας φοιτητὴς ἀπ᾽ τὴ Θεσσαλονίκη. Τοῦ ᾽βαλα νὰ φάῃ ψωμὶ – τυρί, ἀλλ᾽ ὅταν ἔκανα τὸ σταυρό μου μὲ κορόϊδευε.
Ἤξερε μερικὰ χωρία ἀπ᾽ τὴ Γραφὴ ―ἐγὼ δὲν τά ᾽ξερα― καὶ μοῦ ᾽κανε τὸν ἔξυπνο.
Ἄ, λέω, πρέπει νὰ μάθω κ᾽ ἐγώ.
Κατεβαίνω στὸ Ἀμύνταιο, ἀγοράζω μιὰ ἁγία Γραφή, καὶ ἄρχισα νὰ τὴ διαβάζω μία, δύο, τρεῖς, τέσσερις φορές.
Τώρα κατάλαβα!
Ἂς ἔρθῃ τώρα ὅποιος ἄπιστος θέλει νὰ κουβεντιάσουμε…
Νά λοιπόν· ἕνας ταπεινὸς διαβάζει Γραφὴ καὶ καταλαβαίνει, διαβάζει ὁ ἄλλος ὁ ὑπερήφανος καὶ δὲν καταλαβαίνει.
Πῶς νὰ τὸ παραστήσω;
Πέρασα ἀπ᾽ τὸν Ἁλιάκμονα δύο φορές, χειμῶνα καὶ καλοκαίρι.
Τὸ χειμῶνα πολλὰ τὰ νερά, ἀλλὰ θολά, δὲ βλέπεις τίποτα· τὸ καλοκαίρι τὰ βλέπεις κάτω ὅλα, τὸν πυθμένα, τὶς πέτρες ἄσπρες – μαῦρες – κόκκινες, τὰ ψαράκια.
Καὶ τὰ μυαλὰ τῶν ἀνθρώπων σήμερα εἶνε θολά, δὲ βλέπουν τίποτα.
Δῶστε μου καθαρὲς καρδιές.
Ἐκεῖ φανερώνεται ὁ Θεός. «Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια».
Οἱ ἄλλοι; ἂς ξέρουν γράμματα, ἂς πῆγαν στὸ ἐξωτερικό, ἀπὸ Ἐκκλησία δὲν καταλαβαίνουν γρῦ, κινέζικα τοὺς φαίνονται.
Συμπέρασμα.
Πιστεύεις στὸ Θεό; νὰ προσεύχεσαι, νὰ μελετᾷς, νὰ ἐκκλησιάζεσαι, νὰ κοινωνῇς.
Τότε θ᾽ ἀνοίξουν τὰ οὐράνια, θὰ γίνῃς ἀστροναύτης, θὰ πετάξῃς ὣς τὰ ἄστρα καὶ θὰ ψάλλῃς·«Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Αὐτὰ ὅμως τὰ ἀπρόσιτα γίνονται προσιτὰ – σὲ ποιούς· σ᾽ ἐκείνους πιστεύουν καὶ δείχνουν ζῆλο.
«Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια», λέει ὁ Χριστός· σεῖς ἔχετε τὸ προνόμιο νὰ γνωρίσετε τὰ μυστήρια.
Πῆγα σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ κοντὰ στὸ Βίτσι. Μοῦ ἀρέσει νὰ κουβεντιάζω μὲ τοὺς ταπεινοὺς καὶ μίλησα μ᾽ ἕνα τσοπανάκο. ―Ἦρθε, μοῦ εἶπε, στὴν καλύβα μου ἕνας φοιτητὴς ἀπ᾽ τὴ Θεσσαλονίκη. Τοῦ ᾽βαλα νὰ φάῃ ψωμὶ – τυρί, ἀλλ᾽ ὅταν ἔκανα τὸ σταυρό μου μὲ κορόϊδευε.
Ἤξερε μερικὰ χωρία ἀπ᾽ τὴ Γραφὴ ―ἐγὼ δὲν τά ᾽ξερα― καὶ μοῦ ᾽κανε τὸν ἔξυπνο.
Ἄ, λέω, πρέπει νὰ μάθω κ᾽ ἐγώ.
Κατεβαίνω στὸ Ἀμύνταιο, ἀγοράζω μιὰ ἁγία Γραφή, καὶ ἄρχισα νὰ τὴ διαβάζω μία, δύο, τρεῖς, τέσσερις φορές.
Τώρα κατάλαβα!
Ἂς ἔρθῃ τώρα ὅποιος ἄπιστος θέλει νὰ κουβεντιάσουμε…
Νά λοιπόν· ἕνας ταπεινὸς διαβάζει Γραφὴ καὶ καταλαβαίνει, διαβάζει ὁ ἄλλος ὁ ὑπερήφανος καὶ δὲν καταλαβαίνει.
Πῶς νὰ τὸ παραστήσω;
Πέρασα ἀπ᾽ τὸν Ἁλιάκμονα δύο φορές, χειμῶνα καὶ καλοκαίρι.
Τὸ χειμῶνα πολλὰ τὰ νερά, ἀλλὰ θολά, δὲ βλέπεις τίποτα· τὸ καλοκαίρι τὰ βλέπεις κάτω ὅλα, τὸν πυθμένα, τὶς πέτρες ἄσπρες – μαῦρες – κόκκινες, τὰ ψαράκια.
Καὶ τὰ μυαλὰ τῶν ἀνθρώπων σήμερα εἶνε θολά, δὲ βλέπουν τίποτα.
Δῶστε μου καθαρὲς καρδιές.
Ἐκεῖ φανερώνεται ὁ Θεός. «Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια».
Οἱ ἄλλοι; ἂς ξέρουν γράμματα, ἂς πῆγαν στὸ ἐξωτερικό, ἀπὸ Ἐκκλησία δὲν καταλαβαίνουν γρῦ, κινέζικα τοὺς φαίνονται.
Συμπέρασμα.
Πιστεύεις στὸ Θεό; νὰ προσεύχεσαι, νὰ μελετᾷς, νὰ ἐκκλησιάζεσαι, νὰ κοινωνῇς.
Τότε θ᾽ ἀνοίξουν τὰ οὐράνια, θὰ γίνῃς ἀστροναύτης, θὰ πετάξῃς ὣς τὰ ἄστρα καὶ θὰ ψάλλῃς·«Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Ἀνδρέου Ἄνω Πατησίων – Ἀθηνῶν 11-10-1970)