Οι τρεις Ιεράρχες ως πρότυπα αγωνιστών
http://www.augoustinos-kantiotis.gr
Κῆπος, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας.
Μέσα σ᾿ αὐτὸν ὑπάρχουν λουλούδια μὲ εὐωδία ἀθάνατη.
Λουλούδια πνευματικὰ εἶνε καὶ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα· Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο.
Σήμερα θὰ δοῦμε τοὺς ἁγίους αὐτοὺς ὡς ἀγωνιστάς. Διότι ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶνε μάχη καὶ πόλεμος. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὑπῆρξαν πρότυπα ἀγωνιστῶν.
Μέσα σ᾿ αὐτὸν ὑπάρχουν λουλούδια μὲ εὐωδία ἀθάνατη.
Λουλούδια πνευματικὰ εἶνε καὶ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα· Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο.
Σήμερα θὰ δοῦμε τοὺς ἁγίους αὐτοὺς ὡς ἀγωνιστάς. Διότι ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶνε μάχη καὶ πόλεμος. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὑπῆρξαν πρότυπα ἀγωνιστῶν.
Παρουσίαζε καὶ ἡ ἐποχή τους ἐλαττώματα, κακίες, πάθη, ἐγκλήματα, σκάνδαλα, πλάνες, αἱρέσεις…
Δὲν παρασύρθηκαν ὅμως. Ἀντιστάθηκαν, πολέμησαν. Γι᾿ αὐτὸ ἔγιναν πρότυπα ἀγωνιστῶν τῆς χριστιανικῆς παρατάξεως.
Ὁ Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στὴν Καισάρεια τῆς
Καππαδοκίας. Ἦταν εὐφυέστατος. Εἴκοσι ἐτῶν πῆγε γιὰ σπουδὲς στὴν Ἀθήνα.
Ἐκεῖ βρῆκε φίλο ἀνεκτίμητο τὸν Γρηγόριο, καὶ ἡ φιλία αὐτὴ τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τὴ διαφθορὰ τῆς πόλεως. Στὴν Ἀθήνα εἶχαν μαζευτῆ ὅλα τὰ πλουσιόπαιδα· οἱ γονεῖς τοὺς ἔστελναν χρήματα, κι αὐτοὶ τὰ ξώδευαν. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν καὶ διεφθαρμένα γύναια. Ἀλλὰ οἱ δύο φίλοι ἔμειναν ὡς κρίνα ἐν μέσῳ ἀκανθῶν.
Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁ Βασίλειος γύρισε στὴν Καισάρεια. Τότε ἐπικρατοῦσε ὁ ἀρειανισμός. Ὁ αὐτοκράτωρ ἔστειλε τὸ Μόδεστο νὰ πιέσῃ τοὺς ἐπισκόπους νὰ ὑπογράψουν. Ὅλοι ὑπέγραφαν τὴ δήλωσι, ὅτι εἶνε ἀρειανοί. Ἔφθασε καὶ στὴν Καισάρεια.
–Τί ζητᾷς; ρωτάει ὁ Μέγας Βασίλειος.
–Μιὰ ὑπογραφή.
–Δὲν γίνεται. Ὁ δικός μου βασιλεὺς τὸ ἀπαγορεύει νὰ βάλω τέτοια ὑπογραφή.
–Δὲν φοβᾶσαι τὸν αὐτοκράτορα;
–Τί θὰ μοῦ κάνῃ;
–Θὰ σοῦ δημεύσῃ τὴν περιουσία, ἢ θὰ σὲ στείλῃ ἐξορία, ἢ καὶ στὸ θάνατο! Γέλασε ὁ Μέγας Βασίλειος.
–Ἔχεις τίποτε ἄλλο χειρότερο; Δήμευση περιουσίας; δὲν ἔχω παρὰ ἕνα ῥάσο καὶ λίγα βιβλία. Ἐξορία; «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23,1)· ὅπου νὰ πάω, ἐξόριστος εἶμαι. Θάνατος; γιὰ μένα ὁ θάνατος εἶνε μία εὐεργεσία. Δὲν ὑποχωρῶ… Ἄκουγε ὁ Μόδεστος καὶ παραξενευόταν.
Ἀντίστασι στὴν Ἀθήνα ὡς φοιτητής, ἀντίστασι καὶ στὴν Καισάρεια ὡς ἐπίσκοπος ἐμπρὸς στὸ Μόδεστο καὶ στὸν αὐτοκράτορα.
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Τὸ πνεῦμα καὶ τῆς δικῆς του ἀντιστάσεως τὸ βλέπουμε μέσα στὴν Ἀθήνα. Δὲν τὸν ἐπηρέασε τὸ κακὸ περιβάλλον.
Συμμαθητὴ εἶχε τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη, τὸν μετέπειτα εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα. Δὲν παρασύρθηκε ἀπ᾿ αὐτόν. Πολέμησε ἐναντίον τῶν ἰδεῶν τοῦ Ἰουλιανοῦ.
Κατόπιν πῆγε στὸ χωριό του, στὴν Ἀριανζό, ὅπου ἔγινε κληρικὸς καὶ κατόπιν ἐπίσκοπος. Τὸν κάλεσαν στὴν Κωσταντινούπολι ὅταν ἐπικρατοῦσε ὁ ἀρειανισμός. Οἱ ἀρειανοὶ εἶχαν πάρει ὅλες τὶς ἐκκλησίες ἐκτὸς ἀπὸ μία πολὺ μικρή, τὴν Ἁγία Ἀναστασία.
Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τοὺς περιφήμους θεολογικοὺς λόγους του περὶ ἁγίας Τριάδος καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ πῆρε τὸ ὄνομα Θεολόγος. Κατ᾿ ἀρχὰς δὲν τοῦ ᾿διναν σημασία, ἀλλὰ κατόπιν ἄρχισε νὰ σείῃ μὲ τὰ κηρύγματα ὅλη τὴν πόλι.
Οἱ ἀρειανοὶ ἐφρύαξαν, λύσσαξαν ἐναντίον του. Καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα μπήκαν μὲ ξύλα καὶ λιθάρια κι ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὸ ἐκκλησίασμα. Τραυματίστηκε καὶ ὁ Γρηγόριος. Σχεδὸν ἡμιθανὴς βγῆκε ἀπὸ τὸ δρᾶμα ἐκεῖνο γιὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι.
Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ, ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν, ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς του.
Ἀλλὰ ἂς ἔλθουμε στὸ Χρυσόστομο.
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὅλη ἡ ζωή του εἶνε μία μάχη. Στὰ συγγράμματα καὶ στὶς ὁμιλίες του χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις μάχη, πόλεμος, ὅπλα, ἀγών.
Λέει κάπου· Ἔρχομαι ἀπὸ μάχη! Κι ὅταν τὸν ἀκούει κανείς, νομίζει ὅτι εἶνε σὲ πόλεμο, πόλεμο πνευματικὸ ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Ἀγωνίστηκε ὁ Χρυσόστομος.
Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρικῶν τελετῶν καὶ διασκεδάσεων, τῶν θεάτρων, τῶν ἱπποδρομιῶν, τῶν πορνικῶν χορῶν, τῶν ἀσπλάχνων πλουσίων καὶ τῆς πολυτελείας.
Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τοῦ Εὐτροπίου.
Τί ἦταν ὁ Εὐτρόπιος; Ἦταν ὁ εὐνοούμενος τῆς βασιλίσσης Εὐδοξίας. Μόλις ἔγινε πρωθυπουργός, ἄρχισε τὶς ἁρπαγές. Δὲν ἄφησε σπιτάκι χήρας καὶ ὀρφανοῦ. Τοῦ φώναξε ὁ Χρυσόστομος·
Ὁ δρόμος ποὺ πῆρες εἶνε καταστρεπτικός!… Αὐτὸς δὲν ὑπολόγιζε τίποτε. Ἕνας ἱερὸς νόμος ἀπὸ τὸν Μέγα Κωσταντῖνο ὥριζε τὸ ἄσυλο τῶν ἐκκλησιῶν· ὅποιος, δηλαδή, καταδιώκεται καὶ προφθάσῃ νὰ μπῇ μέσα σὲ ἐκκλησία, κανείς νὰ μὴ τὸν πειράζῃ.
Ὁ Εὐτρόπιος εἶχε ἐχθροὺς καὶ τοὺς κυνηγοῦσε, ἀλλ᾿ αὐτοὶ κατέφευγαν στὴν ἐκκλησία. Πῆγε τότε στὸ Χρυσόστομο καὶ τοῦ λέει·
–Θὰ καταργήσῃς τὸ ἄσυλο τῶν ἐκκλησιῶν (γιὰ νά ᾿χῃ τὸ δικαίωμα νὰ μπαίνῃ μέσα καὶ σὰν γεράκι ν᾿ ἁρπάζῃ τὰ ὀρνίθια).
–Αὐτὸ δὲν γίνεται, ἀπαντᾷ ὁ Ἰωάννης.
–Θὰ σὲ ἐξορίσω.
–Κάνε ὅ,τι θέλεις· τὸ ἄσυλο δὲν καταργεῖται… Μιὰ μέρα λοιπόν, ἐνῷ ὁ Χρυσόστομος κήρυττε, ἀκούστηκε μεγάλη ὀχλοβοή.
Σὲ μιὰ στιγμὴ κάποιος, ἱδρωμένος καὶ ἐλεεινός, μπαίνει τρέχοντας στὴν ἐκκλησία καὶ ἀγκαλιάζει τὶς κολῶνες. Ποιός ἦταν;
Ὁ Εὐτρόπιος! Αὐτός, ποὺ ἤθελε νὰ καταργηθῇ τὸ ἄσυλο, τώρα ἔγινε κίνημα, τὸν ἔρριξαν ἀπὸ τὸ ἀξίωμα, καὶ γιὰ νὰ σωθῇ ἔτρεξε στὸ ναό.
Ἀπ᾿ ἔξω φώναζαν· Νὰ μᾶς τὸν παραδώσῃς, μᾶς κατέστρεψε!…
Ἀνέβηκε τότε ὁ Χρυσόστομος στὸν ἄμβωνα καὶ ἐξεφώνησε τὸν περίφημο λόγον εἰς Εὐτρόπιον, ὅπου λέει· «“Ματαιότης ματαιοτήτων…” (Ἐκ. 1,2).
Ἐλᾶτε νὰ δῆτε αὐτόν· ποῦ ἦταν μέχρι χθές, ποῦ ἦταν πρὸ μιᾶς ὥρας, καὶ ποῦ βρίσκεται τώρα…». Δὲν τοὺς τὸν παρέδωσε.
Ἀγωνίστηκε μὲ τὸν Εὐτρόπιο, ἀλλὰ ἀγωνίστηκε καὶ μὲ τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία. Κατὰ κόσμον φαίνεται ὅτι νίκησε ἡ αὐτοκράτειρα, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅμως νίκησε ὁ Χρυσόστομος.
Τί συνέβη· οἱ κυρίες τῶν τιμῶν κολάκευαν τὴ βασίλισσα γιὰ τὸ κάλλος της. Τῆς ἔφτειαξαν ἄγαλμα, τὸ ἔστησαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ ὥρισαν ἡμέρα γιὰ τελετή. Ὁ Χρυσόστομος ἐξηγέρθη. Ὅταν τὸ ἔμαθαν στὰ ἀνάκτορα ταράχθηκαν καὶ ἄρχισε ὁ μακρὸς ἀγών, στὸν ὁποῖον ὄργανα ἦταν καὶ ἀνάξιοι ἐπίσκοποι.
Τὸν ἐξώρισαν πέρα στὴν Ἀρμενία. Τέλος, κατάκοπος, ἐξηντλημένος, πονεμένος, διωγμένος, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἔτσι παρέδωκε τὴν ἁγία του ψυχή, τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἔπεσε πάνω στὸ καθῆκον.
Δὲν παρασύρθηκαν ὅμως. Ἀντιστάθηκαν, πολέμησαν. Γι᾿ αὐτὸ ἔγιναν πρότυπα ἀγωνιστῶν τῆς χριστιανικῆς παρατάξεως.
Ὁ Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στὴν Καισάρεια τῆς
Καππαδοκίας. Ἦταν εὐφυέστατος. Εἴκοσι ἐτῶν πῆγε γιὰ σπουδὲς στὴν Ἀθήνα.
Ἐκεῖ βρῆκε φίλο ἀνεκτίμητο τὸν Γρηγόριο, καὶ ἡ φιλία αὐτὴ τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τὴ διαφθορὰ τῆς πόλεως. Στὴν Ἀθήνα εἶχαν μαζευτῆ ὅλα τὰ πλουσιόπαιδα· οἱ γονεῖς τοὺς ἔστελναν χρήματα, κι αὐτοὶ τὰ ξώδευαν. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν καὶ διεφθαρμένα γύναια. Ἀλλὰ οἱ δύο φίλοι ἔμειναν ὡς κρίνα ἐν μέσῳ ἀκανθῶν.
Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁ Βασίλειος γύρισε στὴν Καισάρεια. Τότε ἐπικρατοῦσε ὁ ἀρειανισμός. Ὁ αὐτοκράτωρ ἔστειλε τὸ Μόδεστο νὰ πιέσῃ τοὺς ἐπισκόπους νὰ ὑπογράψουν. Ὅλοι ὑπέγραφαν τὴ δήλωσι, ὅτι εἶνε ἀρειανοί. Ἔφθασε καὶ στὴν Καισάρεια.
–Τί ζητᾷς; ρωτάει ὁ Μέγας Βασίλειος.
–Μιὰ ὑπογραφή.
–Δὲν γίνεται. Ὁ δικός μου βασιλεὺς τὸ ἀπαγορεύει νὰ βάλω τέτοια ὑπογραφή.
–Δὲν φοβᾶσαι τὸν αὐτοκράτορα;
–Τί θὰ μοῦ κάνῃ;
–Θὰ σοῦ δημεύσῃ τὴν περιουσία, ἢ θὰ σὲ στείλῃ ἐξορία, ἢ καὶ στὸ θάνατο! Γέλασε ὁ Μέγας Βασίλειος.
–Ἔχεις τίποτε ἄλλο χειρότερο; Δήμευση περιουσίας; δὲν ἔχω παρὰ ἕνα ῥάσο καὶ λίγα βιβλία. Ἐξορία; «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23,1)· ὅπου νὰ πάω, ἐξόριστος εἶμαι. Θάνατος; γιὰ μένα ὁ θάνατος εἶνε μία εὐεργεσία. Δὲν ὑποχωρῶ… Ἄκουγε ὁ Μόδεστος καὶ παραξενευόταν.
Ἀντίστασι στὴν Ἀθήνα ὡς φοιτητής, ἀντίστασι καὶ στὴν Καισάρεια ὡς ἐπίσκοπος ἐμπρὸς στὸ Μόδεστο καὶ στὸν αὐτοκράτορα.
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Τὸ πνεῦμα καὶ τῆς δικῆς του ἀντιστάσεως τὸ βλέπουμε μέσα στὴν Ἀθήνα. Δὲν τὸν ἐπηρέασε τὸ κακὸ περιβάλλον.
Συμμαθητὴ εἶχε τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη, τὸν μετέπειτα εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα. Δὲν παρασύρθηκε ἀπ᾿ αὐτόν. Πολέμησε ἐναντίον τῶν ἰδεῶν τοῦ Ἰουλιανοῦ.
Κατόπιν πῆγε στὸ χωριό του, στὴν Ἀριανζό, ὅπου ἔγινε κληρικὸς καὶ κατόπιν ἐπίσκοπος. Τὸν κάλεσαν στὴν Κωσταντινούπολι ὅταν ἐπικρατοῦσε ὁ ἀρειανισμός. Οἱ ἀρειανοὶ εἶχαν πάρει ὅλες τὶς ἐκκλησίες ἐκτὸς ἀπὸ μία πολὺ μικρή, τὴν Ἁγία Ἀναστασία.
Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τοὺς περιφήμους θεολογικοὺς λόγους του περὶ ἁγίας Τριάδος καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ πῆρε τὸ ὄνομα Θεολόγος. Κατ᾿ ἀρχὰς δὲν τοῦ ᾿διναν σημασία, ἀλλὰ κατόπιν ἄρχισε νὰ σείῃ μὲ τὰ κηρύγματα ὅλη τὴν πόλι.
Οἱ ἀρειανοὶ ἐφρύαξαν, λύσσαξαν ἐναντίον του. Καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα μπήκαν μὲ ξύλα καὶ λιθάρια κι ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὸ ἐκκλησίασμα. Τραυματίστηκε καὶ ὁ Γρηγόριος. Σχεδὸν ἡμιθανὴς βγῆκε ἀπὸ τὸ δρᾶμα ἐκεῖνο γιὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι.
Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ, ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν, ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς του.
Ἀλλὰ ἂς ἔλθουμε στὸ Χρυσόστομο.
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὅλη ἡ ζωή του εἶνε μία μάχη. Στὰ συγγράμματα καὶ στὶς ὁμιλίες του χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις μάχη, πόλεμος, ὅπλα, ἀγών.
Λέει κάπου· Ἔρχομαι ἀπὸ μάχη! Κι ὅταν τὸν ἀκούει κανείς, νομίζει ὅτι εἶνε σὲ πόλεμο, πόλεμο πνευματικὸ ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Ἀγωνίστηκε ὁ Χρυσόστομος.
Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρικῶν τελετῶν καὶ διασκεδάσεων, τῶν θεάτρων, τῶν ἱπποδρομιῶν, τῶν πορνικῶν χορῶν, τῶν ἀσπλάχνων πλουσίων καὶ τῆς πολυτελείας.
Ἀγωνίστηκε ἐναντίον τοῦ Εὐτροπίου.
Τί ἦταν ὁ Εὐτρόπιος; Ἦταν ὁ εὐνοούμενος τῆς βασιλίσσης Εὐδοξίας. Μόλις ἔγινε πρωθυπουργός, ἄρχισε τὶς ἁρπαγές. Δὲν ἄφησε σπιτάκι χήρας καὶ ὀρφανοῦ. Τοῦ φώναξε ὁ Χρυσόστομος·
Ὁ δρόμος ποὺ πῆρες εἶνε καταστρεπτικός!… Αὐτὸς δὲν ὑπολόγιζε τίποτε. Ἕνας ἱερὸς νόμος ἀπὸ τὸν Μέγα Κωσταντῖνο ὥριζε τὸ ἄσυλο τῶν ἐκκλησιῶν· ὅποιος, δηλαδή, καταδιώκεται καὶ προφθάσῃ νὰ μπῇ μέσα σὲ ἐκκλησία, κανείς νὰ μὴ τὸν πειράζῃ.
Ὁ Εὐτρόπιος εἶχε ἐχθροὺς καὶ τοὺς κυνηγοῦσε, ἀλλ᾿ αὐτοὶ κατέφευγαν στὴν ἐκκλησία. Πῆγε τότε στὸ Χρυσόστομο καὶ τοῦ λέει·
–Θὰ καταργήσῃς τὸ ἄσυλο τῶν ἐκκλησιῶν (γιὰ νά ᾿χῃ τὸ δικαίωμα νὰ μπαίνῃ μέσα καὶ σὰν γεράκι ν᾿ ἁρπάζῃ τὰ ὀρνίθια).
–Αὐτὸ δὲν γίνεται, ἀπαντᾷ ὁ Ἰωάννης.
–Θὰ σὲ ἐξορίσω.
–Κάνε ὅ,τι θέλεις· τὸ ἄσυλο δὲν καταργεῖται… Μιὰ μέρα λοιπόν, ἐνῷ ὁ Χρυσόστομος κήρυττε, ἀκούστηκε μεγάλη ὀχλοβοή.
Σὲ μιὰ στιγμὴ κάποιος, ἱδρωμένος καὶ ἐλεεινός, μπαίνει τρέχοντας στὴν ἐκκλησία καὶ ἀγκαλιάζει τὶς κολῶνες. Ποιός ἦταν;
Ὁ Εὐτρόπιος! Αὐτός, ποὺ ἤθελε νὰ καταργηθῇ τὸ ἄσυλο, τώρα ἔγινε κίνημα, τὸν ἔρριξαν ἀπὸ τὸ ἀξίωμα, καὶ γιὰ νὰ σωθῇ ἔτρεξε στὸ ναό.
Ἀπ᾿ ἔξω φώναζαν· Νὰ μᾶς τὸν παραδώσῃς, μᾶς κατέστρεψε!…
Ἀνέβηκε τότε ὁ Χρυσόστομος στὸν ἄμβωνα καὶ ἐξεφώνησε τὸν περίφημο λόγον εἰς Εὐτρόπιον, ὅπου λέει· «“Ματαιότης ματαιοτήτων…” (Ἐκ. 1,2).
Ἐλᾶτε νὰ δῆτε αὐτόν· ποῦ ἦταν μέχρι χθές, ποῦ ἦταν πρὸ μιᾶς ὥρας, καὶ ποῦ βρίσκεται τώρα…». Δὲν τοὺς τὸν παρέδωσε.
Ἀγωνίστηκε μὲ τὸν Εὐτρόπιο, ἀλλὰ ἀγωνίστηκε καὶ μὲ τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία. Κατὰ κόσμον φαίνεται ὅτι νίκησε ἡ αὐτοκράτειρα, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅμως νίκησε ὁ Χρυσόστομος.
Τί συνέβη· οἱ κυρίες τῶν τιμῶν κολάκευαν τὴ βασίλισσα γιὰ τὸ κάλλος της. Τῆς ἔφτειαξαν ἄγαλμα, τὸ ἔστησαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ ὥρισαν ἡμέρα γιὰ τελετή. Ὁ Χρυσόστομος ἐξηγέρθη. Ὅταν τὸ ἔμαθαν στὰ ἀνάκτορα ταράχθηκαν καὶ ἄρχισε ὁ μακρὸς ἀγών, στὸν ὁποῖον ὄργανα ἦταν καὶ ἀνάξιοι ἐπίσκοποι.
Τὸν ἐξώρισαν πέρα στὴν Ἀρμενία. Τέλος, κατάκοπος, ἐξηντλημένος, πονεμένος, διωγμένος, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἔτσι παρέδωκε τὴν ἁγία του ψυχή, τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἔπεσε πάνω στὸ καθῆκον.
* * *
Δὲν μᾶς ἔφερε, ἀγαπητοί μου, ὁ Θεὸς ἐδῶ στὴ γῆ γιὰ νὰ ζήσουμε λίγα χρόνια καὶ νὰ κάνουμε τὰ κέφια τοῦ διαβόλου, τῆς σαρκὸς καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μας· μᾶς ἔφερε γιὰ νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός.
Στὴν προσευχή μας λέμε· «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου…» (Ματθ. 6,10)· ὄχι τὸ θέλημα τοῦ ἄλφα βῆτα γάμμα, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, ὅταν παρουσιάζεται περίπτωσις ποὺ τὸ θέλημα τῶν ἀνθρώπων εἶνε ἀντίθετο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς νὰ ἐκλέγουμε ἀσυζητητὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θέλετε παραδείγματα;
Εἶνε μυστήριο ὁ γάμος. Ἡ γυναίκα πρέπει νὰ ὑπακούῃ στὸν ἄντρα· ἀλλὰ μέχρι ἑνὸς σημείου. Ἐὰν ὁ ἄντρας ζητήσῃ πράγματα ἀντίθετα πρὸς τὸ σαφὲς θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ γυναίκα τί θὰ διαλέξῃ;
Θὰ προτιμήσῃ τὴν ἀγάπη τοῦ ἄντρα; τότε ἔπαυσε νὰ εἶνε Χριστιανή. Θὰ προτιμήσῃ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; τότε χίλια στεφάνια πλέκουν οἱ ἄγγελοι. Νὰ πῇ στὸν ἄντρα· Σὲ πῆρα νὰ σ᾿ ἔχω σύντροφο καὶ ἐδῶ στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ στὴν ἄλλη· δὲν σὲ πῆρα νὰ μὲ κολάσῃς… Ἂν πάλι ὁ ἄντρας ἔχῃ γυναῖκα μὲ ἀξιώσεις ἐντελῶς ἀντιχριστιανικές, δὲν πρέπει νὰ ὑποχωρήσῃ στὶς ἐπιθυμίες της· πρέπει ν᾽ ἀντισταθῇ.
Εἶσαι παιδί; ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς. Ἐὰν ὅμως οἱ γονεῖς σοῦ ἐπιβάλλουν πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, τότε νὰ μὴν ὑπακούσῃς.
Εἶσαι στρατιώτης; ὑπακοὴ στὸν ἀξιωματικό. Βλαστήμησε ὅμως μπροστά σου τὰ θεῖα; νὰ ἀντισταθῇς. Εἶσαι ὑπάλληλος; ὑπακοὴ στὸ ἀφεντικό. Θὰ ἀντισταθῇς ὅμως στὸν προϊστάμενό σου, ἂν ζητήσῃ πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Τελειώνω μὲ ἕνα παράδειγμα. Τὰ ψόφια ψάρια τὰ παίρνει τὸ ῥεῦμα, ἐνῷ τὰ ζωντανὰ πᾶνε κόντρα στὸ ῥεῦμα. Τί εἴμαστε, ἀγαπητοί μου, νεκροὶ ἢ ζωντανοὶ Χριστιανοί;
Ἂν εἴμαστε νεκροί, θὰ μᾶς παρασύρῃ στὴν ἄβυσσο τὸ ῥεῦμα τῆς ἁμαρτίας. Ἂν ὅμως εἴμαστε ζωντανοί, θὰ πᾶμε κόντρα μὲ ὅλα τὰ ῥεύματα. Ἀντίστασι στὰ ῥεύματα τῆς ἐποχῆς.
Οἱ δὲ Τρεῖς Ἱεράρχαι, τὰ πρότυπα τῶν ἀγωνιστῶν, εἴθε νὰ μᾶς εὐλογοῦν στὸν ἀγῶνα αὐτόν· ἀμήν.
Στὴν προσευχή μας λέμε· «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου…» (Ματθ. 6,10)· ὄχι τὸ θέλημα τοῦ ἄλφα βῆτα γάμμα, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, ὅταν παρουσιάζεται περίπτωσις ποὺ τὸ θέλημα τῶν ἀνθρώπων εἶνε ἀντίθετο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς νὰ ἐκλέγουμε ἀσυζητητὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θέλετε παραδείγματα;
Εἶνε μυστήριο ὁ γάμος. Ἡ γυναίκα πρέπει νὰ ὑπακούῃ στὸν ἄντρα· ἀλλὰ μέχρι ἑνὸς σημείου. Ἐὰν ὁ ἄντρας ζητήσῃ πράγματα ἀντίθετα πρὸς τὸ σαφὲς θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ γυναίκα τί θὰ διαλέξῃ;
Θὰ προτιμήσῃ τὴν ἀγάπη τοῦ ἄντρα; τότε ἔπαυσε νὰ εἶνε Χριστιανή. Θὰ προτιμήσῃ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; τότε χίλια στεφάνια πλέκουν οἱ ἄγγελοι. Νὰ πῇ στὸν ἄντρα· Σὲ πῆρα νὰ σ᾿ ἔχω σύντροφο καὶ ἐδῶ στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ στὴν ἄλλη· δὲν σὲ πῆρα νὰ μὲ κολάσῃς… Ἂν πάλι ὁ ἄντρας ἔχῃ γυναῖκα μὲ ἀξιώσεις ἐντελῶς ἀντιχριστιανικές, δὲν πρέπει νὰ ὑποχωρήσῃ στὶς ἐπιθυμίες της· πρέπει ν᾽ ἀντισταθῇ.
Εἶσαι παιδί; ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς. Ἐὰν ὅμως οἱ γονεῖς σοῦ ἐπιβάλλουν πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, τότε νὰ μὴν ὑπακούσῃς.
Εἶσαι στρατιώτης; ὑπακοὴ στὸν ἀξιωματικό. Βλαστήμησε ὅμως μπροστά σου τὰ θεῖα; νὰ ἀντισταθῇς. Εἶσαι ὑπάλληλος; ὑπακοὴ στὸ ἀφεντικό. Θὰ ἀντισταθῇς ὅμως στὸν προϊστάμενό σου, ἂν ζητήσῃ πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Τελειώνω μὲ ἕνα παράδειγμα. Τὰ ψόφια ψάρια τὰ παίρνει τὸ ῥεῦμα, ἐνῷ τὰ ζωντανὰ πᾶνε κόντρα στὸ ῥεῦμα. Τί εἴμαστε, ἀγαπητοί μου, νεκροὶ ἢ ζωντανοὶ Χριστιανοί;
Ἂν εἴμαστε νεκροί, θὰ μᾶς παρασύρῃ στὴν ἄβυσσο τὸ ῥεῦμα τῆς ἁμαρτίας. Ἂν ὅμως εἴμαστε ζωντανοί, θὰ πᾶμε κόντρα μὲ ὅλα τὰ ῥεύματα. Ἀντίστασι στὰ ῥεύματα τῆς ἐποχῆς.
Οἱ δὲ Τρεῖς Ἱεράρχαι, τὰ πρότυπα τῶν ἀγωνιστῶν, εἴθε νὰ μᾶς εὐλογοῦν στὸν ἀγῶνα αὐτόν· ἀμήν.
(αἴθουσα «Τρεῖς Ἱεράρχαι» Ἀθηνῶν 31-1-1960)