Οι
αυτάδελφοι μάρτυρες Ευλάμπιος και η Ευλαμπία, καταγόταν από τη
μεγαλούπολη Νικομήδεια. Ήσαν και οι δύο νέοι και ωραίοι, σωματικά και
ψυχικά. Ευσεβέστατοι Χριστιανοί παρ' ότι ήσαν νέοι. Από τούς γονείς τους
είχαν βαθειά την επίδραση της καλής αγωγής. Η ζωή τους και η άθληση
τους συνέπεσε σε ειδωλολατρικούς χρόνους. Βασιλεύς τότε ήταν ο
Μαξιμιλιανός και εις την Νικομήδεια ηγεμόνας ο Μάξιμος.
Ο Ευλάμπιος δεν υπέφερε να βλέπει κάθε μέρα να βρίζεται το όνομα του Θεού. Γι αυτό έφυγε από τη Νικομήδεια και κατοικούσε σε τόπον έρημο. Εκεί ζούσε με μεγάλη εγκράτεια. Απέφευγε κάθε αμάρτημα. Ύστερα όμως από ολίγον καιρόν
γέμισε από θειο ζήλο. Είδε ότι και εκεί η ζωή του ήταν χωρίς δράση και αγώνα όπως την ήθελε εκείνος.
Σαν άλλος ζηλωτής Ηλίας, άφησε τότε την έρημο πρόθυμος, και πήγε στην Πόλη να παρουσιασθεί στους εθνικούς ειδωλολάτρες. Ήθελε να κηρύξει την ευσέβεια. Ήθελε να μαρτυρήσει, για να λάβει τον φωτοστέφανο της αθλήσεως.
Μπαίνοντας στην πόλη έμαθε για τα Αντίχριστα βασιλικά προστάγματα, και επίτηδες κορόιδεψε και είπε λόγια περιφρονητικά γι αυτά. Όσοι ήσαν εκεί κατάλαβαν, ότι ήταν Χριστιανός. Αμέσως τον έδεσαν και τον φυλάκισαν, έως ότου τον φέρουν σαν νέο κυνήγι στον ηγεμόνα.
Ο Άγιος βασανίζεται
Ο ηγεμόνας αφού πρώτα προσπάθησε να αλλάξει τον Ευλάμπιο έδωσε διαταγή να τον βασανίσουν. Προστάζει να απλώσουν κατά γης γυμνό και να τον δέρνουν τον Άγιο αλύπητα. Ο Μακάριος Ευλάμπιος υπέμενε ανδρείως τούς ραβδισμούς και δεν δείλιασε καθόλου! Αφού έβλεπε ότι δεν λυγίζει διάταξε νέο χειρότερο βασανιστήριο όπου του κατέσχισαν τις σάρκες του. Ο Δεσπότης Χριστός όμως τον γέμιζε ευχαρίστηση και του έστελλε εξ ύψους βοήθεια.
Έβλεπε με οργή ο τύραννος, ότι ούτε με υποσχέσεις, ούτε με βασανιστήρια μπορούσε να κερδίσει ή και να ταπεινώσει τον Άγιο. Διέταξε νέο χειρότερο βασανιστήριο. Του γύρισαν όλα τα δάκτυλα, του στρέβλωσαν και τα χέρια και τούς αγκώνες και τα πόδια και τα γόνατα και τόσον πόνο του έδωσαν, ώστε όλοι θαύμαζαν, πού δεν ξεψύχησε. Όμως ο Κύριος πάλι τον σκέπασε με την βοήθεια του.
Τον καίνε στο πυρακτωμένο κρεβάτι.
Αυτά παρόργισαν πάλιν τον άσεβη και διατάζει να πυρώσουν σιδερένιο κρεβάτι, να κάψουν τα σίδερα και τα σύρματά του, μέχρι να κοκκινίσουν σαν τα κάρβουνα τα αναμμένα, και να ξαπλώσουν επάνω του τον Μάρτυρα.
Όταν ετοιμάστηκαν όλα, ο Άγιος έκαμε τον Σταυρό του και ξαπλώθηκε επάνω στα πυρακτωμένα εκείνα φοβερά σίδερα. Τί φρικτό μαρτύριο! Ενώ οι σάρκες καιγόταν και διαλυόταν, αυτός φαινόταν σαν να ήταν σε μαλακό στρώμα και ευχαριστούσε τον Θεό. Περισσότερο λυπόταν και στενοχωριόταν ο Άγιος, γιατί έβλεπε, ότι παρ’ όλα τα βασανιστήρια, πού του έκαναν, οι ειδωλολάτρες δεν πίστευαν στον αληθινό Θεό.
Ηθέλησε λοιπόν να τούς δείξει πόσο ψεύτικοι και αδύνατοι ήσαν οι θεοί τους, και λέγει στο τύραννο, να τον οδηγήσουν στον ναό των ειδώλων. Χαρά μεγάλη στους ασεβείς. Νόμισαν, ότι θα προσκυνήσει τα είδωλα. Όταν όμως έφθασαν εις τον βωμό, ο Άγιος άγγιξε λίγο με το δεξιό χέρι το σπουδαιότερο και το μεγαλύτερο είδωλο λέγοντας:
- Με τη δύναμη του Θεού, σε διατάζω να πέσεις κατά γης και να γίνεις χώμα λεπτότατο.
Παρευθύς έγινε ο λόγος του. Όσοι ήσαν εκεί θαύμασαν και επειδή είδαν την αδυναμία των ειδώλων, επίστεψαν αναρίθμητοι εις τον αληθινό Θεό, και προσκυνούσαν τον Άγιο.
Η αδελφή τον Ευλαμπία ομολογεί φανερά την πίστη της στον Χριστό.
Την ίδια ώρα φάνηκε ανάμεσα στο πλήθος, μία νέα ωραιότατη κόρη, η οποία επήρε από το χέρι τον Άγιο, και τού λέγει:
- Εγώ όπως ξέρεις είμαι η αδελφή σου Ευλαμπία. Μας γέννησε και μας ανάθρεψε μία μητέρα. Γι' αυτό πρέπει και μαζί να αποθάνομε, για την αγάπη του αληθινού μας Θεού.
Συγχρόνως, συμβούλευε εκείνους πού παρευρίσκονταν εκεί, να μιμηθούν το δικό της παράδειγμα, να γνωρίσουν την αλήθεια, να πιστευόσουν εις τον ένα Θεό, για να σωθούν.
Αρχίζουν τα βασανιστήρια της Αγίας.
Όπως ήταν επόμενο, από ένα σκληρόκαρδο τύραννο η τιμωρία ήλθε αμέσως. Διέταξε να την δέρνουν δυνατά στο πρόσωπο. Τόσο όμως δυνατά και βίαια την έδερναν, ώστε αλλοιώθηκε το κάλλος της μορφής της. Έγινε αγνώριστη και η φωνή της έσβησε. Ο Ευλάμπιος την ενθάρρυνε να στέκεται ανδρεία και να μη δειλιάσει. Και έτσι υπέμεινε η αείμνηστη γενναία το μαρτύριο.
Έπειτα σκέφθηκε ο τύραννος άλλο μαρτύριο.
Σε καζάνι με βραστό νερό και άλλα βασανιστήρια.
Διέταξε να βράσουν ένα μεγάλο καζάνι νερό, και να τούς βάλουν μέσα και να τούς αφήσουν εκεί έως ότου μείνουν τα κόκκαλα. Έτσι και έγινε αλλά ο καλοκάγαθος Θεός προστάτεψε τους δύο Αγίους. Ο τύραννος διατάζει τώρα να τον τυφλώσουν. Ήθελε με αυτό, να κάμει την αδελφή του να δειλιάσει μήπως την μεταστρέψει. Αλλά ματαίως κοπίαζε ο άθλιος και ασυνείδητος.
Τότε πάλι διατάζει ο τύραννος, να κάψουν δυνατό καμίνι όπως το Βαβυλώνιο. Όταν το έκαψαν έριξαν μέσα τους Αγίους αλλά ο Κύριος τους προστάτεψες και έκανε την φωτιά δροσιά. Βλέποντας αυτά πολλοί ειδωλολάτρες πίστεψαν στον αληθινό Θεό. Ο τύραννος επειδή δεν εύρισκε άλλο μαρτύριο να τούς επιβάλει, βαρέθηκε να πολεμά με τον Παντοδύναμο ο αδύνατος. Δεν είχε πλέον καμιά Ελπίδα να τούς συντρίψει. Όλα είχαν αποτύχει και είχε γίνει γελοίος στα μάτια των υπηκόων του καίτοι δεν τολμούσαν να του το πουν.
Το τέλος των Αγίων.
Υπολείπετο μόνον ο αποκεφαλισμός. Διέταξε, λοιπόν, να κόψουν τα κεφάλια των Αγίων. Και ο μεν Άγιος αποκεφαλίσθηκε αμέσως, σύμφωνα με τη διαταγή του τυράννου. Η Ευλαμπία όμως παρέδωσε την αγία της ψυχή στα χέρια του Δεσπότου Χριστού. Τούτο δε έγινε εις την αγία κόρη κατ’ οικονομία Κυρίου, διά να μην αγγίσουν τα ακάθαρτα χέρια των δημίων, αλλά να φυλαχθεί αμίαντος. Ακόμη και για να διαψευσθεί ο τύραννος, ότι αυτός νίκησε. Όχι! Νίκησε ο Θεός, ο οποίος εξουσιάζει την ζωή και τον θάνατον. Όταν Αυτός θέλησε, τότε και την ψυχή της Μάρτυρος παρέλαβε ατάραχα και χωρίς σπαθί, για να μη γίνει η διαταγή του τυράννου.
Στίχος
Καὶ προφθάσασα τὴν τομὴν Εὐλαμπία.
Εὐλαμπίῳ τμηθέντι κοινωνεῖ στέφους.
Τμήθησαν δεκάτῃ Εὐλάμπιος ἠδὲ ἀδελφή.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρες σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν• σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον• ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τῆς φύσεως θεσμῶ, συνημμένοι ἐνθέως, ὁμόψυχοι στερρῶς, ὡς ὀμαίμονες θεῖοι, αὐτάδελφοι Μάρτυρες, ἐν ἀθλήσει ὠράθητε, ὦ Εὐλάμπιε, σὺν τὴ σεμνὴ Εὐλαμπία, ὅθεν στέφανον, νικητικὸν δεδεγμένοι, ἠμᾶς διασῴζετε.
Κοντάκιον Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοὺς γενναίους Μάρτυρας, καὶ ἀδελφοὺς κατὰ σάρκα, τὸν σοφὸν Εὐλάμπιον, καὶ Εὐλαμπίαν τιμῶμεν, οὗτοι γὰρ τῶν τυραννούντων μηχανουργίας, ᾔσχυναν τῇ δυναστείᾳ τοῦ σταυρωθέντος• ἀνεδείχθησαν διόπερ, Μαρτύρων δόξα, ὁμοῦ καὶ καύχημα.
Ὁ Οἶκος
Τὴν δυάδα πιστοὶ τῶν Ἀθλοφόρων σήμερον, ἐν ᾠδαῖς ἱεραῖς καὶ ὕμνοις εὐφημήσωμεν, ὅτι τῶν εἰδώλων καθεῖλον τὴν πλάνην, πολυθεΐας τὸ πῦρ κατασβέσαντες, καὶ δαίμονας ᾔσχυναν, τῶν δὲ τυράννων τὸν θυμὸν οὐκ ἔπτηξαν ξίφη τε καὶ πῦρ μὴ δειλιάσαντες, οὔτε θηρίων ὁρμὰς ἀγρίων, ἀγωνισάμενοι καλῶς, Εὐλάμπιος ὁ εὐκλεής, σὺν τῇ σεπτῇ Εὐλαμπίᾳ, ἀδελφοὶ σύναθλοι δειχθέντες, Μαρτύρων δόξα, ὁμοῦ καὶ καύχημα.
Μεγαλυνάριον.
Ἐκλαμπρὸν ἐν ἄθλοις καὶ θεαυγῆ, Εὐλάμπιε Μάρτυς, Εὐλαμπία ἡ εὐκλεής, σὲ τεθεαμένη, ἐκλάμπρως κοινωνεῖ σοι, τῶν ὑπερλάμπρων πόνων• μεθ’ ἧς τιμῶμέν σε.
http://xristianos.gr
Ο Ευλάμπιος δεν υπέφερε να βλέπει κάθε μέρα να βρίζεται το όνομα του Θεού. Γι αυτό έφυγε από τη Νικομήδεια και κατοικούσε σε τόπον έρημο. Εκεί ζούσε με μεγάλη εγκράτεια. Απέφευγε κάθε αμάρτημα. Ύστερα όμως από ολίγον καιρόν
γέμισε από θειο ζήλο. Είδε ότι και εκεί η ζωή του ήταν χωρίς δράση και αγώνα όπως την ήθελε εκείνος.
Σαν άλλος ζηλωτής Ηλίας, άφησε τότε την έρημο πρόθυμος, και πήγε στην Πόλη να παρουσιασθεί στους εθνικούς ειδωλολάτρες. Ήθελε να κηρύξει την ευσέβεια. Ήθελε να μαρτυρήσει, για να λάβει τον φωτοστέφανο της αθλήσεως.
Μπαίνοντας στην πόλη έμαθε για τα Αντίχριστα βασιλικά προστάγματα, και επίτηδες κορόιδεψε και είπε λόγια περιφρονητικά γι αυτά. Όσοι ήσαν εκεί κατάλαβαν, ότι ήταν Χριστιανός. Αμέσως τον έδεσαν και τον φυλάκισαν, έως ότου τον φέρουν σαν νέο κυνήγι στον ηγεμόνα.
Ο Άγιος βασανίζεται
Ο ηγεμόνας αφού πρώτα προσπάθησε να αλλάξει τον Ευλάμπιο έδωσε διαταγή να τον βασανίσουν. Προστάζει να απλώσουν κατά γης γυμνό και να τον δέρνουν τον Άγιο αλύπητα. Ο Μακάριος Ευλάμπιος υπέμενε ανδρείως τούς ραβδισμούς και δεν δείλιασε καθόλου! Αφού έβλεπε ότι δεν λυγίζει διάταξε νέο χειρότερο βασανιστήριο όπου του κατέσχισαν τις σάρκες του. Ο Δεσπότης Χριστός όμως τον γέμιζε ευχαρίστηση και του έστελλε εξ ύψους βοήθεια.
Έβλεπε με οργή ο τύραννος, ότι ούτε με υποσχέσεις, ούτε με βασανιστήρια μπορούσε να κερδίσει ή και να ταπεινώσει τον Άγιο. Διέταξε νέο χειρότερο βασανιστήριο. Του γύρισαν όλα τα δάκτυλα, του στρέβλωσαν και τα χέρια και τούς αγκώνες και τα πόδια και τα γόνατα και τόσον πόνο του έδωσαν, ώστε όλοι θαύμαζαν, πού δεν ξεψύχησε. Όμως ο Κύριος πάλι τον σκέπασε με την βοήθεια του.
Τον καίνε στο πυρακτωμένο κρεβάτι.
Αυτά παρόργισαν πάλιν τον άσεβη και διατάζει να πυρώσουν σιδερένιο κρεβάτι, να κάψουν τα σίδερα και τα σύρματά του, μέχρι να κοκκινίσουν σαν τα κάρβουνα τα αναμμένα, και να ξαπλώσουν επάνω του τον Μάρτυρα.
Όταν ετοιμάστηκαν όλα, ο Άγιος έκαμε τον Σταυρό του και ξαπλώθηκε επάνω στα πυρακτωμένα εκείνα φοβερά σίδερα. Τί φρικτό μαρτύριο! Ενώ οι σάρκες καιγόταν και διαλυόταν, αυτός φαινόταν σαν να ήταν σε μαλακό στρώμα και ευχαριστούσε τον Θεό. Περισσότερο λυπόταν και στενοχωριόταν ο Άγιος, γιατί έβλεπε, ότι παρ’ όλα τα βασανιστήρια, πού του έκαναν, οι ειδωλολάτρες δεν πίστευαν στον αληθινό Θεό.
Ηθέλησε λοιπόν να τούς δείξει πόσο ψεύτικοι και αδύνατοι ήσαν οι θεοί τους, και λέγει στο τύραννο, να τον οδηγήσουν στον ναό των ειδώλων. Χαρά μεγάλη στους ασεβείς. Νόμισαν, ότι θα προσκυνήσει τα είδωλα. Όταν όμως έφθασαν εις τον βωμό, ο Άγιος άγγιξε λίγο με το δεξιό χέρι το σπουδαιότερο και το μεγαλύτερο είδωλο λέγοντας:
- Με τη δύναμη του Θεού, σε διατάζω να πέσεις κατά γης και να γίνεις χώμα λεπτότατο.
Παρευθύς έγινε ο λόγος του. Όσοι ήσαν εκεί θαύμασαν και επειδή είδαν την αδυναμία των ειδώλων, επίστεψαν αναρίθμητοι εις τον αληθινό Θεό, και προσκυνούσαν τον Άγιο.
Η αδελφή τον Ευλαμπία ομολογεί φανερά την πίστη της στον Χριστό.
Την ίδια ώρα φάνηκε ανάμεσα στο πλήθος, μία νέα ωραιότατη κόρη, η οποία επήρε από το χέρι τον Άγιο, και τού λέγει:
- Εγώ όπως ξέρεις είμαι η αδελφή σου Ευλαμπία. Μας γέννησε και μας ανάθρεψε μία μητέρα. Γι' αυτό πρέπει και μαζί να αποθάνομε, για την αγάπη του αληθινού μας Θεού.
Συγχρόνως, συμβούλευε εκείνους πού παρευρίσκονταν εκεί, να μιμηθούν το δικό της παράδειγμα, να γνωρίσουν την αλήθεια, να πιστευόσουν εις τον ένα Θεό, για να σωθούν.
Αρχίζουν τα βασανιστήρια της Αγίας.
Όπως ήταν επόμενο, από ένα σκληρόκαρδο τύραννο η τιμωρία ήλθε αμέσως. Διέταξε να την δέρνουν δυνατά στο πρόσωπο. Τόσο όμως δυνατά και βίαια την έδερναν, ώστε αλλοιώθηκε το κάλλος της μορφής της. Έγινε αγνώριστη και η φωνή της έσβησε. Ο Ευλάμπιος την ενθάρρυνε να στέκεται ανδρεία και να μη δειλιάσει. Και έτσι υπέμεινε η αείμνηστη γενναία το μαρτύριο.
Έπειτα σκέφθηκε ο τύραννος άλλο μαρτύριο.
Σε καζάνι με βραστό νερό και άλλα βασανιστήρια.
Διέταξε να βράσουν ένα μεγάλο καζάνι νερό, και να τούς βάλουν μέσα και να τούς αφήσουν εκεί έως ότου μείνουν τα κόκκαλα. Έτσι και έγινε αλλά ο καλοκάγαθος Θεός προστάτεψε τους δύο Αγίους. Ο τύραννος διατάζει τώρα να τον τυφλώσουν. Ήθελε με αυτό, να κάμει την αδελφή του να δειλιάσει μήπως την μεταστρέψει. Αλλά ματαίως κοπίαζε ο άθλιος και ασυνείδητος.
Τότε πάλι διατάζει ο τύραννος, να κάψουν δυνατό καμίνι όπως το Βαβυλώνιο. Όταν το έκαψαν έριξαν μέσα τους Αγίους αλλά ο Κύριος τους προστάτεψες και έκανε την φωτιά δροσιά. Βλέποντας αυτά πολλοί ειδωλολάτρες πίστεψαν στον αληθινό Θεό. Ο τύραννος επειδή δεν εύρισκε άλλο μαρτύριο να τούς επιβάλει, βαρέθηκε να πολεμά με τον Παντοδύναμο ο αδύνατος. Δεν είχε πλέον καμιά Ελπίδα να τούς συντρίψει. Όλα είχαν αποτύχει και είχε γίνει γελοίος στα μάτια των υπηκόων του καίτοι δεν τολμούσαν να του το πουν.
Το τέλος των Αγίων.
Υπολείπετο μόνον ο αποκεφαλισμός. Διέταξε, λοιπόν, να κόψουν τα κεφάλια των Αγίων. Και ο μεν Άγιος αποκεφαλίσθηκε αμέσως, σύμφωνα με τη διαταγή του τυράννου. Η Ευλαμπία όμως παρέδωσε την αγία της ψυχή στα χέρια του Δεσπότου Χριστού. Τούτο δε έγινε εις την αγία κόρη κατ’ οικονομία Κυρίου, διά να μην αγγίσουν τα ακάθαρτα χέρια των δημίων, αλλά να φυλαχθεί αμίαντος. Ακόμη και για να διαψευσθεί ο τύραννος, ότι αυτός νίκησε. Όχι! Νίκησε ο Θεός, ο οποίος εξουσιάζει την ζωή και τον θάνατον. Όταν Αυτός θέλησε, τότε και την ψυχή της Μάρτυρος παρέλαβε ατάραχα και χωρίς σπαθί, για να μη γίνει η διαταγή του τυράννου.
Στίχος
Καὶ προφθάσασα τὴν τομὴν Εὐλαμπία.
Εὐλαμπίῳ τμηθέντι κοινωνεῖ στέφους.
Τμήθησαν δεκάτῃ Εὐλάμπιος ἠδὲ ἀδελφή.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρες σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν• σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον• ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τῆς φύσεως θεσμῶ, συνημμένοι ἐνθέως, ὁμόψυχοι στερρῶς, ὡς ὀμαίμονες θεῖοι, αὐτάδελφοι Μάρτυρες, ἐν ἀθλήσει ὠράθητε, ὦ Εὐλάμπιε, σὺν τὴ σεμνὴ Εὐλαμπία, ὅθεν στέφανον, νικητικὸν δεδεγμένοι, ἠμᾶς διασῴζετε.
Κοντάκιον Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοὺς γενναίους Μάρτυρας, καὶ ἀδελφοὺς κατὰ σάρκα, τὸν σοφὸν Εὐλάμπιον, καὶ Εὐλαμπίαν τιμῶμεν, οὗτοι γὰρ τῶν τυραννούντων μηχανουργίας, ᾔσχυναν τῇ δυναστείᾳ τοῦ σταυρωθέντος• ἀνεδείχθησαν διόπερ, Μαρτύρων δόξα, ὁμοῦ καὶ καύχημα.
Ὁ Οἶκος
Τὴν δυάδα πιστοὶ τῶν Ἀθλοφόρων σήμερον, ἐν ᾠδαῖς ἱεραῖς καὶ ὕμνοις εὐφημήσωμεν, ὅτι τῶν εἰδώλων καθεῖλον τὴν πλάνην, πολυθεΐας τὸ πῦρ κατασβέσαντες, καὶ δαίμονας ᾔσχυναν, τῶν δὲ τυράννων τὸν θυμὸν οὐκ ἔπτηξαν ξίφη τε καὶ πῦρ μὴ δειλιάσαντες, οὔτε θηρίων ὁρμὰς ἀγρίων, ἀγωνισάμενοι καλῶς, Εὐλάμπιος ὁ εὐκλεής, σὺν τῇ σεπτῇ Εὐλαμπίᾳ, ἀδελφοὶ σύναθλοι δειχθέντες, Μαρτύρων δόξα, ὁμοῦ καὶ καύχημα.
Μεγαλυνάριον.
Ἐκλαμπρὸν ἐν ἄθλοις καὶ θεαυγῆ, Εὐλάμπιε Μάρτυς, Εὐλαμπία ἡ εὐκλεής, σὲ τεθεαμένη, ἐκλάμπρως κοινωνεῖ σοι, τῶν ὑπερλάμπρων πόνων• μεθ’ ἧς τιμῶμέν σε.
http://xristianos.gr