Ο όσιος Παΐσιος καταγόταν από την Αίγυπτο και γεννήθηκε το έτος 300 μ.Χ.
από γονείς πολύ πλούσιους, αλλά και ευσεβείς.
Ήταν επτά αδέλφια και ο μικρότερος ήταν ο Παΐσιος.
Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και η στοργική μητέρα του τον ανέθρεψε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου.
Σε νεαρή ηλικία ο Παΐσιος, πήγε στην έρημο κοντά στον διάσημο, για την αρετή του αββά Παμβώ. Με οδηγό αυτόν τον έμπειρο πνευματικό πατέρα, ο Παΐσιος απέκτησε πολλές θείες αρετές.
Όταν πέθανε ο Παμβώ, ο Παΐσιος αναχώρησε στο δυτικό μέρος της ερήμου και εκεί έστησε τη διαμονή του, όπου πλήθος ανθρώπων πήγαιναν προς αυτόν, για να ζητήσουν το δρόμο της σωτηρίας και ν' ακούσουν από το στόμα του λόγια πνευματικά και ψυχωφελή.
Όταν ο Παΐσιος έφτασε σε βαθιά γεράματα, τον παρεκάλεσαν πολλοί αδελφοί, ν' αφήσει την έρημο και να κατεβεί στην κοντινότερη πόλη, για να μπορέσουν πολλοί άνθρωποι να ωφεληθούν από τους άγιους λόγους του. Πράγμα που έγινε και έτσι δόθηκε σε πολλούς η ευκαιρία να γνωρίσουν τον δρόμο της σωτηρίας, από τα θεόπνευστα λόγια του Παϊσίου. Μαθητής του Οσίου, υπήρξε και ο Όσιος Παύλος.
Αφού ωφέλησε πολλούς συνανθρώπους του, πέθανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία και τον έθαψαν στην έρημο όπου ασκήτευε. Μετά από χρόνια, ο πατήρ Ισίδωρος, ανακόμισε τα άγια λείψανα του και τα μετέφερε στην Πισιδία, όπου τα εναπόθεσε στο εκεί Μοναστήρι του.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Μοναστῶν κορωνίς, ὁ ἄσαρκος ἄνθρωπος, τῶν οὐρανῶν οἰκιστής, ὁ θεῖος Παΐσιος, χαίρει τὴ αὐτοῦ μνήμη, σὺν ἠμὶν ἑορτάζων, νέμει τοὶς κοπιώσι, δι' αὐτὸν θεῖον χάριν διὸ ἐν προθυμίᾳ πολλὴ τοῦτον τιμήσωμεν.
http://www.saint.gr
Μία
ἐξ’ αὐτῶν, ἐνῶ προσευχόταν ὁ θεῖος Παΐσιος στὸ κελί του, παρουσιάσθηκε ὁ
Χριστὸς μὲ δύο Ἀγγέλους, καὶ τοῦ λέει: «Χαίροις Παΐσιε, σήμερα πρέπει
νὰ μᾶς φιλοξενήσεις»! Ὁ Παΐσιος, μιμούμενος τὸν Πατριάρχη Ἀβραάμ, τοὺς
δεξιώθηκε μὲ προθυμία, ὄχι ὅμως ἐτοιμάζοντας φαγητὰ καὶ ποτά, ἀλλὰ
φιλοξένησε τὸν πανταχοῦ παρόντα μὲ γνώμη καθαρά. Ἔπειτα ἔχυσε νερὸ μέσα
στὸν νιπτήρα, ἔνιψε μὲ τὴν ἄκρα συγκατάβαση τοῦ Κυρίου τοὺς ἀχράντους
πόδας Του, καὶ ἐνῶ ὁ Παΐσιος ἐπιμελώταν προθύμως τὴν φιλοξενία, ὁ Σωτὴρ
ἔδειχνε σ’ αὐτὸν φιλανθρώπως τὴν μεγάλη ἀγάπη Του. Ἐπειδὴ ἀπὸ τὰ καλά
της φιλοξενίας δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο πιὸ καταδεκτικότερο ἀπὸ τὸ νὰ
πλύνει κανεὶς τὰ πόδια ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἔρχονται πρὸς αὐτόν, γι’ αὐτὸ
ἔπραξε αὐτὸ καὶ ὁ Παΐσιος. Ὁ Κύριος λέγων πρὸς αὐτὸν «εἰρήνη σοὶ τῷ
ἐκλεκτῶ μου θεράποντι», ἔγινε ἄφαντος.
Ὁ
θεῖος Παΐσιος, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα τῆς συνομιλίας του καὶ
μιμούμενος τὸν Κλεώπα, ἔχοντας ὅπως ἐκεῖνος καιομένη τὴν καρδιὰ καὶ
δυσκολοκράτητη, ἔδραμε στὸ νερὸ ἐκεῖνο τὸ ἀπονιμμα τῶν ποδῶν Του ποὺ
ἄφησε ὁ Σωτήρ, καὶ ἔπινε αὐτὸ προθύμως μὲ μεγάλη ἐπιθυμία, ἀφήνοντας
λίγο γιὰ τὸν μαθητή του, ὁ ὁποῖος ἔλειπε στὴν Αἴγυπτο. Ὅταν ὁ μαθητὴς
τοῦ ἐπέστρεψε κατάκοπος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία, τοῦ εἶπε ὁ Ὅσιος: «πήγαινε
τέκνον, στὸν νιπτήρα καὶ πιὲς τὸ νερὸ ποὺ ἔχει μέσα γιὰ νὰ σβήσεις τὴν
δίψα ποὺ ἔχεις ἀπὸ τὸ καῦμα τοῦ ἥλιου». Ὁ μαθητὴς λέγοντας ὅτι θὰ κάνει
τὴν προσταγή του, ἔλεγε ἀπὸ μέσα του: ‘‘ἀντὶ νὰ μὲ στείλει στὴ βρύση νὰ
πιῶ νερὸ καθαρὸ καὶ δροσερό, μὲ προστάζει ἀδιακρίτως νὰ πιῶ τὸ νερὸ τοῦ
νιπτήρα, ποῦ εἶναι ἀπονιμμα’’; Ἐνῶ αὐτὰ συλλογιζόταν ὁ μαθητής, ὁ Ὅσιος
του εἶπε πάλι: «πήγαινε τέκνον, στὸ νιπτήρα καὶ πιές». Ὁ μαθητὴς εἶπε θὰ
πάω, ἀλλὰ δὲν πῆγε. Γιὰ τρίτη φορὰ τοῦ εἶπε ὁ Ὅσιος νὰ πιεῖ, ἀλλὰ δὲν
ὑπάκουσε. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ὅσιος: «ἀπέλαβες ὢ τέκνον, τὴν πληρωμὴ τῆς
παρακοῆς σου, διότι στερήθης τὰ θεία χαρίσματα». Αὐτὰ ἀκούγοντας ὁ
μαθητὴς λυπήθηκε πολύ, καὶ πηγαίνοντας στὸν νιπτήρα δὲν βρῆκε τίποτα καὶ
εἶπε στὸ Γέροντα: «δὲν βρίσκω πάτερ νερὸ στὸν νιπτήρα γιὰ νὰ πιῶ». Καὶ ὁ
θεῖος Παΐσιος εἶπε σ’ αὐτόν: «πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ βρεῖς, ἀφοῦ ἔκαμες
ἀνάξιο τὸν ἑαυτό σου; διότι ἡ παρακοὴ ἀποδιώκει ἀπὸ τὸν παρήκοο τὸ
χάρισμα, καθὼς ἡ ὑπακοὴ τὸ προξενεῖ στὸν ὑπάκουο».
Λυπούμενος
ὁ μαθητὴς γιὰ αὐτὰ ποὺ ἄκουσε, ρώτησε ποιὸ ἦταν τὸ μέγα χάρισμα τὸ
ὁποῖο στερήθηκε καὶ πὼς ἐξαφανίσθηκε τὸ νερὸ ἀπὸ τὸν νιπτήρα. Τότε ὁ
Ὅσιος διηγήθηκε σ’ αὐτὸν ὅλα τα γενόμενα, λέγοντας καὶ τοῦτο: «ἐπειδὴ
ἔμεινες στὴν παρακοὴ καὶ δὲν κατεδέχθης νὰ πιεὶς ἐκεῖνο τὸ νερό, τὸ
ὁποῖο ἐπροστάχθης τρεῖς φορές, γιὰ αὐτὸ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ Ἄγγελος
Κυρίου, ὁ ὁποῖος λαβῶν μὲ κάθε εὐλάβεια στὰ χέρια τοῦ τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο
ἀπονιμμα, ἀνέβηκε πάλι στὸν οὐρανό. Ἀκούγοντας ὁ μαθητὴς αὐτὰ ἔφριξε καὶ
τρόμαξε στὸ διήγημα, καὶ ἔμεινε ὥρα πολλὴ ἄφωνος. Ἔπειτα ἐρχόμενος στὸν
ἑαυτὸ τοῦ ἔκλαιε καὶ ὀδυρόταν γιὰ τὴν συμφορὰ τοῦ φωνάζοντας θρηνωδῶς:
«Ἀλλοίμονο σ’ ἐμένα τὸ πανάθλιο! πόσο μέγα ἀγαθὸ ἔχασα! ποιὸς φθονερὸς
δαίμονας δὲν μὲ ἄφησε νὰ τὸ ἀπολαύσω»! Ἀφοῦ μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους
ἔκλαυσε τὸν ἑαυτό του καὶ μετανόησε, ζητοῦσε μὲ δάκρυα νὰ βρεῖ ἔλεος.
Εὐσπλαχνισθεῖς αὐτὸν ὁ Ὅσιος του εἶπε: «Ὁ Ἀδάμ, τέκνον μου, γιὰ τὴν
παρακοὴ τοῦ ἐξέπεσε ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ ἀντὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς ἀπέκτησε
τὸν θάνατο, ὡς ἀνάξιος της δόξης ἐκείνης καὶ τῶν ἀγαθῶν ἐκείνου ἔγινε
ἐξόριστος. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ σύ, διότι παράκουσες τὴν ἐντολή μου,
ἐξέπεσες ἀπὸ τὴν χάρη τὴν ὁποία ἔμελλες νὰ ἀπολαύσεις. Ἐπειδὴ ὅμως
λυπᾶσαι πικρῶς καὶ μετανοεῖς, σήκω ἀπὸ τὸ πτῶμα τῆς παρακοῆς καὶ κάμε
ὑπακοή, ἐξιλέωσε θερμῶς τὸν Θεὸ καὶ ζήτησε παρ’ αὐτοῦ τὴν συγχώρησή σου,
διότι ὁ Θεὸς εὐσπλαχνίζεται τοὺς μετανοοῦντας καὶ ἐλεεῖ ἐκείνους οἱ
ὁποῖοι τὸν παρακαλοῦν». Ἔτσι παρηγορήθηκε ὁ μαθητὴς ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ
γέροντός του καὶ ὑπέμεινε.
Ήταν επτά αδέλφια και ο μικρότερος ήταν ο Παΐσιος.
Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και η στοργική μητέρα του τον ανέθρεψε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου.
Σε νεαρή ηλικία ο Παΐσιος, πήγε στην έρημο κοντά στον διάσημο, για την αρετή του αββά Παμβώ. Με οδηγό αυτόν τον έμπειρο πνευματικό πατέρα, ο Παΐσιος απέκτησε πολλές θείες αρετές.
Όταν πέθανε ο Παμβώ, ο Παΐσιος αναχώρησε στο δυτικό μέρος της ερήμου και εκεί έστησε τη διαμονή του, όπου πλήθος ανθρώπων πήγαιναν προς αυτόν, για να ζητήσουν το δρόμο της σωτηρίας και ν' ακούσουν από το στόμα του λόγια πνευματικά και ψυχωφελή.
Όταν ο Παΐσιος έφτασε σε βαθιά γεράματα, τον παρεκάλεσαν πολλοί αδελφοί, ν' αφήσει την έρημο και να κατεβεί στην κοντινότερη πόλη, για να μπορέσουν πολλοί άνθρωποι να ωφεληθούν από τους άγιους λόγους του. Πράγμα που έγινε και έτσι δόθηκε σε πολλούς η ευκαιρία να γνωρίσουν τον δρόμο της σωτηρίας, από τα θεόπνευστα λόγια του Παϊσίου. Μαθητής του Οσίου, υπήρξε και ο Όσιος Παύλος.
Αφού ωφέλησε πολλούς συνανθρώπους του, πέθανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία και τον έθαψαν στην έρημο όπου ασκήτευε. Μετά από χρόνια, ο πατήρ Ισίδωρος, ανακόμισε τα άγια λείψανα του και τα μετέφερε στην Πισιδία, όπου τα εναπόθεσε στο εκεί Μοναστήρι του.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Μοναστῶν κορωνίς, ὁ ἄσαρκος ἄνθρωπος, τῶν οὐρανῶν οἰκιστής, ὁ θεῖος Παΐσιος, χαίρει τὴ αὐτοῦ μνήμη, σὺν ἠμὶν ἑορτάζων, νέμει τοὶς κοπιώσι, δι' αὐτὸν θεῖον χάριν διὸ ἐν προθυμίᾳ πολλὴ τοῦτον τιμήσωμεν.
http://www.saint.gr
Βίος Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Μεγάλου
Εὐσεβεῖς οἱ γονεῖς του
Ὁ
Ὅσιος Παΐσιος ὁ ἀσκητής, καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Γεννήθηκε περὶ τὸ
ἔτος 300 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς ἐνάρετους, εὐσεβεῖς καὶ προικισμένους ἀπὸ καλὰ
καὶ χριστιανικὰ ἤθη. Εἴχαν επτα τέκνα, ὁλόιδια μὲ αὐτοὺς κατὰ τὰ ἤθη καὶ
τὶς ἀρετές. Τὰ πλούτη τοὺς ἤσαν ἱκανά, καὶ ἐπαρκοῦσαν, ὄχι μόνον γιὰ
τὶς δικές τους ἀνάγκες, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ βοηθοῦν αὐτούς, που χρειάζονταν
βοήθεια. Διότι, ὅσον αὐτοὶ μοίραζαν στοὺς φτωχούς τα ὑπάρχοντά των, τόσο
περισσότερά τους ἔδιδε ὁ Θεὸς καὶ πλήθυνε τὰ ὑπάρχοντά τους. Ὅταν
ἀπέθανεν ὀ πατέρας του, ἔμεινεν ὅλη ἡ φροντίδα καὶ τῶν παιδιῶν καὶ τῆς
περιουσίας στὴν μητέρα. Μάλιστα τὴν μεγαλύτερή της φροντίδα τὴν εἶχε
στὸν Παΐσιο, διότι ἦταν τὸ μικρότερο ἀπό ὅλα τὰ τέκνα της.
Ἡ μητέρα τοῦ τὸν ἀφιερώνει στὸ Θεὸ
Ἡ
φροντίδα τῶν τέκνων της, ἔφερνε συχνὰ λύπη καὶ στενοχώρια στὴ μητέρα
τοῦ Παϊσίου, ἕως ὅτου μιὰ νύκτα φάνηκε σ’ αὐτὴν Ἄγγελος Κυρίου καὶ τῆς
εἶπε:
–
Ὁ Θεός, ὁ πατέρας τῶν ὀρφανῶν, μὲ ἔστειλε νὰ σοῦ εἰπῶ: Γιατί λυπᾶσαι
τόσο γιὰ τὴ φροντίδα τῶν παιδιῶν σου, σὰν νὰ ἔχεις τὴ φροντίδα τοὺς σὺ
καὶ μόνη καὶ ὄχι ὁ Θεός;
Μὴ
λυπᾶσαι λοιπόν, ἀλλὰ ἀφιέρωσε εἰς τὸν Θεὸ ἕνα ἀπὸ τοὺς υἱούς σου, μὲ
τὸν ὁποῖον θὰ δοξασθεῖ τὸ Πανάγιόν Του ὄνομα, τὸ πάντοτε δοξασμένον.
Ἐκείνη, ὅταν ἄκουσε αὐτὰ τοῦ εἶπε:
– Ὅλα τα παιδιά μου εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ἃς πάρει ὁποῖο θέλει.
Ὁ Ἄγγελος ὅμως τότε, ἀφοῦ ἐπίασε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν Παΐσιο εἶπε:
– Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἀρέσει στὸν Κύριο.
–
Δὲν εἶναι αὐτὸς ἱκανός, εἶπε στὸν Ἄγγελο, γιὰ νὰ δουλέψει καὶ λατρέψει
τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ πάρε ἕνα ἀπὸ τοὺς μεγάλους, ποὺ θὰ εἶναι ἱκανός.
–
Σὺ μέν, εἶπε ὁ Ἄγγελος, λὲς ὅτι δὲν εἶναι ἱκανὸς γιὰ τὴν ὑπηρεσία τοῦ
Θεοῦ ὁ Παΐσιος, ἐπειδὴ εἶναι ἀνήλικος. Μάθε ὅμως, ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ,
στοὺς ἀδύνατους συνηθίζει να δείχνεται. Διότι αὐτὸς ὁ μικρότερος ἀπὸ
τοὺς ἄλλους, εἶναι ὁ ἐκλεκτός του Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν εὐχαριστήσει.
Ὅταν εἶπε αὐτὰ ὁ Ἄγγελος ἔφυγε. Ἡ γυναίκα πετάχθηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο, θαύμασε γιὰ τὴ θεία παραγγελία καὶ δόξασε τὸ Θεό, λέγοντας:
– Ἃς γίνει, Κύριε, τὸ ἔλεος σὲ μᾶς καὶ στὸ δοῦλο σου Παΐσιο.
Αὐτὰ
καὶ ἄλλα ὅμοια εἶπε προσευχομένη στὸ Θεὸ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη νύκτα. Ὅταν
ἐξημέρωσε ἐπῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἀφιέρωσε στὸ Θεό, μὲ χαρὰ καὶ
εὐγνωμοσύνη, γιὰ τὴν τιμή, ποὺ τῆς ἔκαμε.
Κοντὰ στὸν Ἀββᾶ Παμβῶ
Ὅταν,
λοιπόν, ἔφθασε σὲ ἡλικία ἱκανή, γιὰ νὰ ἐργάζεται τὶς ἐντολὲς τοῦ
Κυρίου, ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὴ θεία χάρι, σὰν τὸ ἄκακο ἀρνὶ στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ
ἦταν τότε ἕνας ποιμένας των λογικῶν προβάτων, ὁ σπουδαῖος Παμβῶ. Ὁ πατὴρ
αὐτὸς εἶχε τὸ προορατικὸ χάρισμα. Προεγνώρισε τί ἔμελλε νὰ γίνει ὁ
Παΐσιος καὶ τὸν δέχθηκε μὲ μεγάλη χαρά. Ἀμέσως τον έντυσε τὸ ἅγιο σχῆμα
τῶν Μοναχῶν. Ἐπειδὴ ἦταν ὁ Παΐσιος καὶ ἐκλεκτός της θείας Χάριτος, τὸν
ὁδηγοῦσε αὐτὴ ἡ Χάρις σὲ κάθε ἀρετή. Ὁ Γέρων Παμβῶ, βλέποντας τὸν τόσο
προθυμον στὴν πνευματικὴ ἄσκηση καὶ στὶς ἀρετές, τὸν μεταχειριζόταν
πατρικά. Τὸν ὁδηγοῦσε προσεκτικὰ σὲ κεῖνα, ποὺ ἀρέσουν στὸ Θεό. Ἔτσι
ὀδηγώντας τὸν μὲ καλοσύνη καὶ εὐσέβεια, τὸν ἀνέδειξε ἔμπειρο καὶ δόκιμο
καὶ στὴν πράξη καὶ στὴ θεωρία.
Ἔφθασε
ὅμως τὸ τέλος τοῦ γέροντα Παμβῶ. Καὶ ὁ ἴδιος βιαζόταν πλέον νὰ πάει στὰ
οὐράνια ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἀπὸ πολὺν καιρὸν ποθοῦσε νὰ ἀπόλαυση. Ἀφοῦ
εὐχήθηκε τον Παΐσιον πολλὲς φορὲς καὶ τοῦ εἶπε καὶ πολλὲς προφητεῖες γιὰ
τὸ μέλλον του, ἔφυγε γαλήνιος καὶ χαρούμενος γιὰ τὰ οὐράνια.
Σὲ ὑψηλότερη ἄσκηση
Δὲν
πέρασε πολὺς καιρός, ὅπου ὁ Παΐσιος αἰσθάνθηκε ἐντονότερη τὴ θέρμη τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἄρχισε νὰ ἀγωνίζεται, γιὰ ὑψηλότερη ζωή. Νήστευε ὅλη
τὴν ἑβδομάδα.
Ἔτρωγε
μόνον τὸ Σάββατο, ἡ δὲ τροφὴ τοῦ ἦταν μόνον λίγο ψωμὶ καὶ ἁλάτι. Τὶς
ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, ἀντὶ νὰ τρέφεται μὲ ψωμὶ πραγματικό,
εὐχαριστιόταν μὲ τὸ νοητά ψωμι δηλαδὴ μὲ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Σιγὰ σιγὰ
αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκην τῆς ἡσυχίας. Ἐκεῖνο μόνον ζητοῦσε: νὰ προσεύχεται
καὶ νὰ συνομιλεῖ πάντοτε μόνος, μόνω Θεώ•
«Κατάλαβα,
λοιπόν, ἐγώ, λέγει ὁ συνασκητὴς τοῦ Ἰωάννης, ὅτι ὁ Παΐσιος εἶχε
τέτοιους λογισμούς, γιὰ νὰ μείνει μόνος καὶ νὰ ἡσυχάσει. Ἂν καὶ ὁ
χωρισμός του γιὰ μένα ἤταν πραγμα ἀνυπόφορο, μὲ ὅλον τοῦτο ἔκαμα δοκιμή,
γιὰ νὰ μάθω τὸν τρόπον τῆς ἡσυχίας ἐκείνης καὶ ἀπὸ ποῦ ἦταν; Ἀπὸ Θεοῦ
ὁδηγία, ἢ ἀπὸ μόνην τὴν θέλησή του. Γὶ αὐτὸ του είπα:
–
Ἀδελφὲ Παΐσιε, σὲ βλέπω, ὅτι κυριεύεσαι ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐπιθυμία
τῆς ἡσυχίας. Μάθε, ὅτι καὶ ἐγὼ τὸν ἴδιο πόθο ἔχω. Δὲν ἠξεύρω ὅμως ἀπὸ
ποὺ ἦλθε σὲ μᾶς αὐτὴ ἠ σκέψις. Ἔλα, λοιπόν, νὰ παρακαλέσωμε τὸν Θεό, νὰ
μᾶς φανερώσει τὸ θέλημά του τὸ ἅγιον, καὶ σύμφωνα μὲ τὴ θέλησή Του νὰ
κάμωμε. Ή καὶ οἱ δυὸ μαζὶ νὰ ἡσυχάσουμε, ἢ να χωριστοῦμε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν
ἄλλον.
Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Παΐσιος ἀπάντησε:
–
Καλὰ λέγεις, ἀγαπημένε μου, Ἰωάννη. Ἔτσι νὰ κάμωμε, γιὰ νὰ εἶναι δεκτὴ
εἰς τὸν Θεὸν ἡ προθυμία τῆς ἡσυχίας μας, καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ κάθε
ἀμφιβολία.
Ἀφοῦ
εἴπαμε αὐτά, λέγει ὁ Ἰωάννης, περάσαμε ὅλη τὴ νύκτα μὲ ἀγρυπνία.
Παρακαλούσαμε τὸν Θεό, νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸ θέλημά Του. Σὰν ἀγαθὸς καὶ
εὔσπλαχνος ὁ Θεος εισάκουσε τὴν δέησή μας, καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ Ὄρθρου,
θεῖος Ἄγγελος, ἐφάνη σὲ μᾶς καὶ μᾶς εἶπεν:
–
Ὁ Θεὸς διατάζει νὰ χωρισθῆτε. Νὰ ἔχη καθένας σᾶς χωριστῆ κατοικία. Σὺ
μέν, Ἰωάννη, μεῖνε σὲ τοῦτον τὸν τόπο, καὶ νὰ γίνης σὲ πολλοὺς ὁδηγός,
γιὰ νὰ σωθοῦν.
Σὺ
δέ, Παΐσιε, ἀναχώρησε ἀπὸ δῶ καὶ πήγαινε στὸ δυτικὸ μέρος τῆς ἐρήμου.
Ἐκεῖ θὰ μαζευθῆ λαὸς ἀναρίθμητος, λέγει ὁ Κύριος, θὰ οἰκοδομηθῆ ἐκεῖ
Μοναστήρι καὶ θὰ δοξασθή στον τόπον αὐτὸν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἀφοῦ εἶπε
αὐτὰ ὁ Ἄγγελος, ἔγινε ἄφαντος.
Ἐμεῖς
ὅμως ἀκούσαμε τὴν προσταγή του καὶ ἀποχωριστήκαμε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο.
Ἐγὼ ἔμεινα στὸν ἴδιο τόπο καὶ ὁ Παΐσιος ἔφυγε γιὰ τὸ δυτικὸ μέρος.
Ὅταν
ἔφθασε στὴν ἔρημο ὁ Παΐσιος, βρῆκε ἕνα βράχο. Τὸν ἔσκαψε, τὸν λάξευσε
καὶ τὸν ἔκαμε σπηλιά. Ἐκεῖ καὶ κατοίκησε, μέσα σ’ αὐτήν. Τόσο δὲ
οἰκειώθηκε καὶ φιλιώθηκε μὲ τον Θεόν, γιὰ τὴν ὑπερβολική του καθαρότητα
καὶ τὴν ὑψηλή του ὀρθοφροσύνη, ὥστε καὶ ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος πολλὲς φορὲς
φανερώθηκε σ’ αὐτὸν καὶ τὸν ὁδηγοῦσε στὶς ἀρετές του.
Ὁ Διάβολος τὸν πειράζει
Τί
μηχανεύεται ὅμως τότε ὁ μισάνθρωπος καὶ φθονερὸς ἐχθρός; Βλέποντας τὸν
Παΐσιο νὰ πέρνα ἀσφαλῶς τὶς παγίδες του, καὶ νὰ μὴ τὸν βλάπτουν οἱ
ἐπιβουλές του, ἔτριζε τα δόντια του. Δὲν μποροῦσε ὅμως νὰ τὸν πλησιάσει
ἀπὸ τὴ δύναμη, ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐπεχείρησε, λοιπόν, νὰ τὸν νικήσει
δόλια, μὲ ἄλλο μέσο. Δοκίμασε νὰ τον απογυμνώσει ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῆς
ἀκτημοσύνης καὶ ἀκολούθως ἀπὸ τὴν θείαν χάριν, καὶ ἔτσι νὰ τὸν πλησιάσει
καὶ νὰ τὸν νικήσει. Παρουσιάζεται, λοιπόν, ὁ πολυμήχανος σὲ ἔναπλουσιό
της Αἰγύπτου, μὲ σχῆμα Ἀγγέλου καὶ τοῦ λέγει:
–
Πήγαινε στὴν ἔρημο ὅπου θὰ βρεῖς ἕναν φτωχὸ ἄνθρωπο, τὸν Παΐσιο. Εἶναι
ἄνθρωπος πλουτισμένος καὶ στολισμένος μὲ ἀρετές. Εἶναι σκεῦος ἐκλεκτό
της θείας χάριτος.
Προσκύνησε τὸν, καὶ πρόσφερε τοῦ πολλὰ χρήματα νὰ τὰ μοιράσει στοὺς Μοναχούς, ποὺ ἀσκητεύουν ἐκεῖ.
Ὁ
πλούσιος, ποὺ δὲν ἤξερε τὴν πλάνη, παρέλαβε ἕνα φόρτωμα, σὲ ζῶο, ἀσήμι
καὶ χρυσάφι καὶ ἦλθε στὸν Ἅγιο. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς φανέρωσε στὸ δοῦλο τοῦ τὴν
παγίδα τοῦ δαίμονος που τοῦ ἔστησε. Σηκώνεται ἀμέσως ὁ Ἅγιος καὶ πῆγε νὰ
προϋπαντήσει τὸν ἄρχοντα. Μόλις εἶδε ὁ ἄρχοντας τὸν Παΐσιο, τὸν ρώτησε;
– Ποιὸς εἶναι ὁ Παΐσιος;
– Τί τὸν θέλεις; τοῦ λέγει ὁ Παΐσιος.
– Ἔφερα, τοῦ λέγει ὁ ἄρχοντας, χρήματα νὰ τοῦ δώσω νὰ τὰ μοιράσει στοὺς Μοναχούς.
–
Ὄχι, φιλοχρίστε ἄνθρωπε, τοῦ λέγει ὁ Ὅσιος, γιατί ἐμεῖς δὲν ἔχομε
καμμιὰ ἀνάγκη ἀπὸ χρήματα, ἐφ’ ὅσον θελήσαμε νὰ κατοικήσωμε στὴν ἔρημον
αὐτή. Μόνον πάρε τὰ και πορεύου εἰς εἰρήνην καὶ μὴ στενοχωρεῖσαι. Ὁ Θεὸς
θὰ δεχθῆ τὴν δωρεά σου, ἐὰν αὐτὰ τὰ χρήματα ποὺ ἔφερες γιὰ τοὺς
Μοναχούς, τὰ μοιράσης στοὺς φτωχούς. Στὰ χωριὰ της Αιγύπτου ὑπάρχουν
πολλοὶ φτωχοὶ καὶ χῆρες καὶ ὀρφανά. Ἐὰν φρσντίσεις γι’ αὐτούς, θὰ λάβεις
ἀπὸ τὸν Θεὸ πολλαπλάσιους μισθούς.
Ὅταν ἐπέστρεφε ὁ Παΐσιος στὴ σπηλιά του, φάνηκε σ’ αὐτὸν ὁ διάβολος λέγοντας:
–
Δὲν μπορῶ, Παΐσιε, νὰ σοῦ κάμω τίποτα, διότι συνέτριψες τὶς παγίδες
μου. Φεύγω, λοιπόν, ἀπὸ σένα καὶ πηγαίνω νὰ πολεμήσω ἄλλους. Σὲ σένα δὲν
ξανάρχομαι γιατί νικήθηκα.
– Σώπασε, διάβολε, τοῦ εἶπε ὁ Παΐσιος αὐστηρά, γιατί ἡ κακία σου εἶναι μεγάλη.
Καταντροπιασμένος διώχθηκε ὁ Σατανᾶς καὶ δὲν τολμοῦσε πιὰ νὰ τὸν πλησιάσει.
Τὸ χάρισμα τῆς ἀσιτίας
Ὁ
Παΐσιος ἔφυγε κατόπιν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πῆγε πιὸ βαθειὰ στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ
κατὰ μὲν τὸ σῶμα ζοῦσε ζωὴ ἄσαρκη σχεδόν, ἀλλὰ κατὰ τὸ πνεῦμα σκεπτόταν
τα. ἐπουράνια και συνομιλοῦσε μὲ τὸν Δεσπότη Χρίστο. Γι’ αὐτὰ τὸ ἅγιον
Πνεῦμα, ποὺ κατοικοῦσε στὸν Παΐσιο, εὐδόκησε νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ βλέπει
τοὺς οὐράνιους θησαυρούς, καὶ νὰ αἰσθάνεται την ἀγαλλίαση, ποὺ
ἀπολαμβάνουν οἱ δίκαιοι. Καθώς, λοιπόν, ἔπαιρνε τὴν ἄυλη ἐκείνη
εὐχαρίστηση καὶ ἀπόλαυση, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ πάρει τὸ χάρισμα τῆς
ἐγκράτειας και της ἀσιτίας, τὸ ὁποῖον ἐδόθη σὲ ἐλάχιστους. Κοινωνοῦσε
κάθε Κυριακή τα Ἄχραντα Μυστήρια ἀναφέρει ὁ βιογράφος του καὶ συνασκητὴς
τοῦ Ἰωάννης, καὶ ἔμενε νηστικὸς ὅλην τηνεβδομάδα, ἕως τὴν ἄλλη Κυριακή,
ποὺ ξανακοινωνοῦσε.
Μὲ
τὴν Ἁγία Μετάληψη καὶ μόνον περνοῦσε, χωρὶς καμία ἄλλη τροφή! Αὐτὸ
φαίνεται ἀπίστευτο, ἀλλὰ ἃς μὴ ἀμφιβάλλει κανεις γιὰ τὴν ἀλήθειαν τῶν
λεγομένων, διότι ὅλα ὑποτάσσονται στὸ θεῖο Πνεῦμα καὶ θέλημα. Διὰ τοῦτο
γράφει πάλιν ὁ συνασκητής του, δὲν θὰ κρύψω τὴν ἀλήθειαν, ὅτι μὲ την
μετάληψη τῶν θείων Μυστηρίων, πέρασε νηστικός, χωρὶς σωματικὴ τροφή,
δεκαετίες ὁλόκληρες! Τοῦτο δὲν εἶναι θαυμαστὸν οὔτε ἀδύνατον στὴν
παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Τα σωματικὰ φαγητὰ τὰ ζητεῖ ἡ φύσις γιὰ τὴν
σύσταση καὶ συγκράτηση τῶν σωμάτων. Ἡ δημιουργικὴ ὅμως δύναμής του Θεοῦ,
ἡ ὁποία εἶναι ἀνενδεὴς καὶ εἰς νόμον τῆς φύσεως καθολου δὲν
ὑποτάσσεται, δίδει αὐτὸ τὸ χάρισμα στοὺς ὑψηλοτέρους καὶ ἀνωτέρους ἀπὸ
τὴν φύση, ὅπως ἦταν καὶ ὁ θεῖος Παΐσιος. Αὐτὸ τὸ χάρισμα εἶναι ὑπεράνω
ἀπὸ τηνανθρώπινη δύναμη καὶ φύση. Εἶναι θαῦμα αὐτὸ καὶ χάρισμα τοῦ Θεοῦ.
Φροντίζει γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων
Ὁ
πατὴρ Παΐσιος ξέχασε τὰ περασμένα, ὅπως ὁ θεῖος Παῦλος καὶ κοίταζε, πὼς
θὰ προοδεύσει στὰ μέλλοντα. Ἄρχισε σκληρότερους ἀγῶνος, καὶ γύριζε τὴν
ἄνυδρη ἔρημο. Ἤθελε να ἀποφεύγει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ μὴ βλέπουν τοὺς
ἀγώνας του, καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὸ μέλι τῆς ἡσυχίας.
Ἀλλὰ
ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε στὴν ἔρημο τέτοιον φωτεινὸ λύχνο. Ἤθελε νὰ φωτίσει καὶ
ἄλλους μὲ τὰ φῶς τῆς διδασκαλίας του καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει πρὸς τὴ
σωτηρία τους. Τὸν διέταξε λοιπον, ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει στὴν ἔξω ἔρημο καὶ νὰ
στηρίξει τοὺς ἀδελφούς, ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Ἤθελε μὲ τὴ διδασκαλία του
νὰ μιμηθοῦν τὶς ἀρετές του καὶ νὰ γίνουν φίλοι της αγγελικὴς πολιτείας
του. Ὁ Ὅσιος εἶπε:
–
Καὶ ποῖον κέρδος θὰ ἔχω ἐγώ, Κύριέ μου, ἐὰν ἀφήσω τὴν ἔρημο, ὅπου
ἀπολαμβάνω τὴ δική σου ἐπίσκεψη, καὶ πάω νὰ ἐπισκεφθῶ ἄλλους, τοὺς
ὁποίους δὲν ἔγινα ἄξιος ἀκόμη να ἐπιστατῶ; Φοβοῦμαι, Δέσποτά μου, μήπως
καθὼς θὰ καταγίνομαι μὲ τὴν φροντίδα, ἐκείνων, δὲν μπορέσω νὰ κάμω τὰ
ἰδικά σου προστάγματα, καὶ θὰ κατακριθῶ ὀ ταλαίπωρος γιὰ τὴν ἀμέλειά
μου.
–
Ὄχι, τοῦ ἀπάντησε σ’ αὐτὰ ὁ Σωτήρ. Δὲν θὰ ἔχεις τὸν ἴδιο μισθό, γιὰ τὸν
κόπο ποὺ θὰ κάμεις γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων μὲ τὸν κόπο, ποὺ κάνεις
ἐδῶ στὴν ἔρημο. Γιὰ ἐκείνον τον κόπο θὰ λάβεις διπλάσιους καὶ
τριπλάσιους μισθοὺς καὶ λαμπρὲς ἀντιπληρωμὲς στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Τότε
ὁ θεῖος Παΐσιος κατέβηκε στὴν ἔξω ἔρημο, σύμφωνα μὲ τὴ θεϊκὴ προσταγή.
Ὅταν ἔμαθαν οἱ ἀδελφοὶ τὸν ἐρχομό του, ἔτρεχαν σ’ αὐτὸν πλῆθος πολὺ καὶ
ἄκουαν τὴ γλυκύτατη διδασκαλιά του. Πραγματικὰ βρύση ἀσταμάτητη ἦταν ἡ
διδασκαλία ποὺ ἔβγαζε ἐκεῖ, νερὰ ἀθανασίας…
Τὸ διορατικό του χάρισμα
Διηγεῖται
ὁ πατὴρ Ἰωάννης καὶ τὰ ἑξῆς: Κατὰ τὴν ἐποχή, ποὺ πῆγα ἐγὼ νὰ ἐπισκεφθῶ
τὸν μέγα Παΐσιο γιὰ νὰ ὠφεληθῶ, ἦλθαν σ’ αὐτὸν μερικοὶ Μοναχοί, γιὰ νὰ
ἀκούσουν τὰ θεία λογια του, καὶ τοῦ εἶπαν:
– Εἶπε μας, Πάτερ, λόγια γιὰ νὰ σωθοῦμε.
– Φυλάξετε, τοὺς εἶπε, τὴν παράδοση τῶν Πατέρων, καὶ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ διέταξαν μὴ κάνετε.
Ἐκεῖνοι
ζήτησαν ἀκόμη νὰ τοὺς εἰπεῖ τί ἁρμόζει νὰ κάνουν οἱ Μοναχοί. Ὁ δὲ
Παΐσιος βλέποντας μὲ τοὺς διορατικούς του ὀφθαλμοὺς καὶ γνωρίζοντας τὰ
διανοήματά τους καὶ τους λογισμοὺς ἔλεγε στὸν καθένα τί διαλογιζόταν,
καὶ ποιὰ ἀπὸ αὐτὰ ἦταν καλὰ καὶ ποιὰ ἦταν κακά, καθὼς καὶ ἀπὸ ποία αἰτία
τοὺς ἦλθαν αὐτὲς οἱ σκέψεις.
Τότε οἱ Μοναχοὶ θαύμασαν καὶ εἶπαν ἰδιαιτέρως στὸν Ἰωάννη:
–
Ἀλήθεια, Πάτερ Ἰωάννη, ὅλα τα πάθη τῆς καρδιᾶς μας, τὰ ὁποῖα μόνον ὁ
Θεὸς γνωρίζει, μᾶς τὰ φανέρωσε ὅλα, ἕνα πρὸς ἕνα. Ἐγὼ δέ, λέγει ὁ Πατὴρ
Ἰωάννης, ἀπὸ ὅσα εἴχα βεβαιωθει, τοὺς εἶπα:
–
Πιστεύσατε μέ, ἀδελφοί, ὅτι ἐγώ, ὅσα σκέφθηκα μὲ τὸ μυαλό μου, καὶ ὅσα
ἔκαμα μόνος μου, μοῦ τὰ φανέρωσε πολλὲς φορές, ὅταν συναντώμεθα, καὶ μοῦ
τὰ λέγει σὰν νὰ ἤμουν μαζί του.
Οἱ Μοναχοὶ εἶπαν: «θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ», καὶ ἀνεχώρησαν.
Δύο μεγάλοι ἀγωνιστὲς
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἄκουσε, ὅτι μὲ τὶς παρακλήσεις ἑνὸς Παύλου ὁ Θεὸς ἔδειξε πολλὰ πράγματα καὶ ἀμέσως πῆγε σ’ αὐτόν. Ἀφοῦ ἀνταμώθηκαν, ἔγιναν ἀχώριστοι. Μὲ τὴν βοήθεια ὀ ένας τοῦ ἄλλου, ἔγιναν φρούριο καὶ ἀπολάμβαναν μὲ χαρὰ τὰ καλά της ἡσυχίας.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἄκουσε, ὅτι μὲ τὶς παρακλήσεις ἑνὸς Παύλου ὁ Θεὸς ἔδειξε πολλὰ πράγματα καὶ ἀμέσως πῆγε σ’ αὐτόν. Ἀφοῦ ἀνταμώθηκαν, ἔγιναν ἀχώριστοι. Μὲ τὴν βοήθεια ὀ ένας τοῦ ἄλλου, ἔγιναν φρούριο καὶ ἀπολάμβαναν μὲ χαρὰ τὰ καλά της ἡσυχίας.
Κάθε
μέρα ἔβρισκαν νέους τρόπους νὰ ἀσκοῦνται καὶ ἡ ζωὴ τοὺς ἦταν ἁγία. Ἦταν
δὲ τότε ὁ Παΐσιος γηραλέος καὶ συνομήλικος μὲ τὸν Παῦλο. Κατὰ τὴν ψυχὴν
ὅμως ἦταν πολυ πιο πρόθυμος. Ἔλεγε στὸν Παῦλο:
–
Ἃς ἀγωνιζώμεθα πάντοτε καὶ ἃς κοπιάζουμε, ἕως ὅτου ἔχομε καιρό. Διότι
ὄοο ζοῦμε, δὲν εὐχαριστεῖται ὁ Κύριος νὰ σταματᾶμε τὴν ἐργασία τῶν καλῶν
ἔργων. Φόβος ὅμως εἴναι σέ μᾶς καὶ ἐντροπή, ἂν βρεθοῦμε ἀμελεῖς τὴν ὥρα
τοῦ θανάτου μας…
Ο. δὲ Ἱερὸς Παῦλος ἄκουε μὲ χαρὰ τὴ θεία συμβουλὴ καὶ ἔλεγε:
–
Ἰδού, ἐγώ, ὢ Πατέρων ἄριστε, ἀκολουθῶ τὴν καλήν σου γνώμη, γιατί ἔχω
θάρρος στὶς δικές σου εὐχὲς καὶ πιστεύω, ὅτι θὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ
τελειώσουμε αὐτὴν τὴ ζωή επανω στὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν κατὰ τὴν γνώμη
σου.
Καὶ
οἱ δύο ἤσαν θαυματουργοί, ἰατροὶ ἔμπειροί των ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων.
Παρακαλοῦσαν δὲ τὸν Θεὸ γιὰ ὅλους, καὶ σὲ ὅλους ἤσαν αἴτιοι σωτηρίας.
«Τοῦ
θείου Παύλου λέγει ὁ βιογράφος του, τὰ διηγήματα εἶναι πολλά, ἀλλὰ τὰ
ἀφήνομεν νὰ τὰ δηγηθῆ ἄλλος. Ὁμοίως καὶ τοῦ Ὁσίου Παΐσιου εἶναι πάμπολλα
καὶ ἀκατάληπτα, και μόνον λίγα ἀπὸ τὰ πολλὰ εἴπαμε, γιὰ νὰ παρακινήσωμε
τοὺς ἀκροατᾶς πρὸς μίμησίν των. Διότι δὲν φθάνει λόγος νὰ φανερώση μὲ
ἀκρίβειαν τὴν ὑψηλὴ ζωὴ τοῦ Παΐσιου, ἀλλά ουτε ἐκεῖνος ἤθελε νὰ γνωσθοῦν
τὰ κατορθώματά του, ἀπὸ μεγάλη ταπείνωσι. Σὲ κείνους δέ, ποὺ τὸν
ρωτοῦσαν ποιὰ εἶναι ἡ ὑψηλοτέρα ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετές, ἔλεγε ὅτι εἶναι να
ακολουθῆ κανεὶς τὶς συμβουλὲς τῶν ἄλλων καὶ ὄχι τὸ δικό του θέλημα.
Αὐτὸς
τὸν καιρὸν τῆς ἡσυχίας καὶ τὸν καιρὸν τῆς συναναστροφῆς τὸν περνοῦσε
θεάρεστα. Διότι εἰς μὲν τὴν ἡσυχία ἀγαποῦσε τὴ θεία ἀνάβασι, εἰς δὲ τὴν
συναναστροφὴ ποθούσε την σωτηρία τῶν ἄλλων. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως εἶναι,
ὅτι δὲν ἄφηνε νὰ καταλάβη κανεὶς τὴ ζωὴ τοῦ μέσα στὸ κοινόβιο. Ὅταν
ἐπρόκειτο νὰ δοξασθῆ γιὰ καμμιὰ πράξι, τὴν ἄφηνε αυτη ἀμέσως καὶ
μεταχειριζόταν ἄλλη, γιὰ νὰ φυλαχθῆ ἀβλαβὴς καὶ ἡ προηγούμενη καὶ νὰ μὴ
ἀφανισθῆ ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους.
Πράγματι:
μέγας κίνδυνος εἶναι οἱ ἔπαινοι τῶν ἀνθρώπων. Ὀλίγον κέρδος ἔχουν ὅσοι
ἀγωνίζονται διὰ τὸν ἔπαινον. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος μας παραγγέλλει: «μὴ
γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου».
Τὸ τέλος τοῦ Ὁσίου Παϊσίου
Ὁ
Ὅσιος Παΐσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθύτατο γῆρας καὶ ἐνταφιάσθηκε
στὴν ἔρημο. Μετὰ ὀλίγα ἔτη, τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα, ἀνακομισθέντα,
μεταφέρθησαν στὴν Πισιδία και κατετέθησαν στὴν ἐκεῖ εὑρισκόμενη μονή.
Ἡ φιλοξενία τοῦ Χριστοῦ
Ἡ συνομιλία μέ τόν Μέγα Κωνσταντίνο
Τὸ
κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ συναξάρι τοῦ ὁσίου Παϊσίου
τοῦ Μεγάλου {anba Bishoy ἢ Pishoy ἢ Phsoy) στὴν αἰγυπτιακὴ (κοπτικὴ)
χριστιανικὴ παραδοση} , ὅπως αὐτὸ γράφτηκε ἀπὸ τὸν συνασκητὴ του , ὅσιο
Ἰωάννη τὸν Κολοβό, καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸν ὅσιο Νικόδημο τὸν ἁγιορείτη
στὰ συγγράμματά του.
Ποθώντας
(ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς) νὰ δεῖ τὸν Μέγα Παΐσιο , διότι ἔτσι μόνο θὰ
ἀπολάμβανε τὴν θεία χάρη πῆγε σε σὲ αὐτόν. Πρὶν χτυπήσει τὴν πόρτα τοῦ
κελλιοῦ του, τὸν ἄκουσε νὰ συνομιλεῖ μέσα σὲ ἄλλον ἄνθρωπο. Ντράπηκε νὰ
κτυπήσει καὶ στεκόταν ἔξω.
Ἔκαμε
ὅμως λίγο θόρυβο καὶ τὸν ἄκουσε ὁ τίμιος πατέρας.Βγῆκε λοιπὸν ἔξω καὶ
βλέποντας τὸν, μὲ μεγάλη χαρὰ τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν φιλοῦσε.Τὸ ἴδιο
ἔκανε καὶ ὁ Ἰωάννης Μπάινοντας μετὰ μέσα μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο στὸ κελλί του
καὶ μὴ βλέποντας μέσα κανένα ἄλλον ἀποροῦσε καὶ σκεπτόταν, ποιὸς νὰ΄τανε
ἄραγε ἐκεῖνος ποὺ πρὶν ἀπὸ λίο συνομιλοῦσε μαζί του.
Κοίταζε λοιπὸν τὸ ἕνα μέρος καὶ τὸ ἄλλο γιὰ νὰ δεῖ κανένα.Τότε ὁ ὅσιος
τὸν ρώτησε «Γιατί κοιτάζεις ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ ἀπορεῖς, σὰν νὰ βλέπεις
κάποιο παράδοξο πράγμα~»Τότε ὁ Ἰωάννης τοῦ ἀποκρίθηκε: «Πραγματικὰ βλέπω
κάτι παράδοξο καὶ ἀπορώντας δὲν ξέρω τί νὰ πῶ. Διότι ρὶν ἀπὸ λίγο
ἄκουσα φωνὴ ἄλλου ἀνθρώπου ποὺ συνομιλοῦσε μαζί σου καὶ τώρα δὲν βλέπω
κάποιον ἄλλο. Τί εἶναι λοιπὸν αὐτὸ , δὲν ξέρω.Παρακαλῶ λοιπόν, τὴν
ὁσιότητά σου νὰ μοῦ φανερώσεις αὐτὸ τὸ παράδοξο μυστήριο».
Ὁ
δὲ θεϊκὸς πατέρας εἶπε: «Ἰωάννη, παράδοξο μυστήριο θὰ σοῦ ἀποκαλύψει
σήμερα ὁ Θεός..Ἐγὼ δὲ πρέπει νὰ σοῦ φανερώσω μὲ ἀγάπη ποὺ ἔχει σὲ ἐμᾶς ἡ
ἀγαθότητά Του. Αὐτός, φίλε μου, ἀπὸ ὅλους πιὸ ἀγαπητός, ποὺ ἄκουσες νὰ
συνομιλεῖ μαζὶ μαζί μου ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν
οὐρανό, ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν θεὸ καὶ μοῦ εἶπε: «Μακάριοι εἶστε ἐσεῖς ποὺ
ἀξιωθήκατε ν΄ἀκολουθήσετε τὴν μοναχικὴ πολιτεία». Ἐγὼ δὲ τὸν ρώτησα
«Καὶ ποιὸς εἶσαι ἐσὺ κύριέ μου ποὺ τὰ λέγεις αὐτὰ καὶ μακαρίζεις πολὺ
ἐμᾶς τοὺς μοναχούς~» «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ποὺ κατέβηκα ἀπὸ
τοὺς οὐρανοὺς διὰ νὰ σοῦ φανερώσω τὴν δόξα ποὺ ἀπολαμβάνουν οἱ μοναχοὶ
στοὺς οὐρανούς, ὅπως καὶ τὴν οἰκειότητα καὶ παρρησία ποὺ ἔχουν πρὸς τὸν
Χριστό. Καὶ σὲ μακαρίζω μὲν ἐσένα, Παΐσιε, διότι παρακινεῖς αὐτούς σε
αὐτὴ τὴν ἱερὴ διαγωγὴ τῆς ἄσκησης, μέμφομαι δὲ καὶ κατηγορῶ τὸν ἑαυτό
μου, διότι δὲν πέτυχα νὰ καταταγῶ σ΄αὐτὴν τὴ μεγάλη τάξη τῶν μοναχῶν καὶ
δὲν ὑποφέρω τὴ ζημιὰ ποὺ ἔπαθα».
Πάλι τοῦ εἶπα : «Γιατί, θαυμάσιε, κατηγορεῖς τὸν ἑαυτὸ σου~Άραγε δὲν ἀπόλαυσες σὺ τὴν παντοτινὴ ἐκείνη δόξα καὶ τὴ θεία λάμψη~»
Μοῦ
ἀποκρίθηκε: «Ναί, τὴν ἀπόλαυσα ἀλλὰ δὲν ἔχω τὴν ἴδια παρρησία τῶν
Μοναχῶν , οὔτε ἴση τιμὴ μὲ ἐκείνους. Διότι ἔβλεπα τὶς ψυχὲς μερικῶν
Μοναχῶν οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ χωρίσθηκαν ἀπὸ τὸ σῶμα τους, πετοῦσαν σὰν ἀετοὶ
καὶ μὲ θάρρος πολὺ ἀνέβαιναν στοὺς οὐρανούς , το δὲ ἐνάντιο τάγμα τῶν
δαιμόνων δὲν τολμοῦσε καθόλου νὰ πλησιάσει σὲ αὐτές. Ἔπειτα ἔβλεπα ὅτι
ἀνοίγονταν σὲ αὐτὲς οἱ πόρτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἰσέρχονταν σὲ αὐτὸν καὶ
ἐμφανιζόμενες στὸν οὐράνιο Βασιλέα, παραστέκονταν μὲ πολλὴ παρρησία στὸν
θρόνο τοῦ Θεοῦ. Γὶ΄αὐτὸ λοιπὸν τὴ δόξα θαυμάζοντας ἐγὼ ἐσὰς τοὺς
μοναχούς σας μακαρίζω καὶ κατηγορῶ τὸν ἑαυτό μου , διότι δὲν ἀξιώθηκα νὰ
λάβω τέτοιαν παρρησία. Θὰ ἤμουν εὐτυχισμένος ἂν ἄφηνα τὴν πρόσκαιρη
βασιλεία , τὸν μανδύα τὸν βασιλικὸ καὶ τὸ στεφάνι καὶ μετατρεπόμενος σὲ
φτωχὸν φοροῦσα σάκκο καὶ δεχόμουνα ὅσα ἄλλα ζητεῖ ἡ μοναχικὴ πολιτεία».
Τότε ἐγὼ τοῦ εἶπα πάλι: «Ὅλα καλά τα λέγεις, ἱερώτατε βασιλιά, καὶ μᾶς
παρηγορεῖς μὲ αὐτά. Ὅμως τέτοιες πρέπει νὰ εἶναι οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ καὶ
δὲν εἶναι δίκαιο νὰ ποῦμε διαφορετικὰ γιὰ τὴ θεϊκὴ δικαιοδοσία, διότι ὁ
δίκαιος κριτὴς ἀποδίδει τὰ πάντα μεδικαιοσύνη καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς
κόπους τοῦ καθένας ἀποδίδει καὶ τὴν πληρωμή. Διότι ἡ δική σου ζωὴ δὲν
εἶχε τοὺς ἴδιους κόπους , οὔτε ἦταν ὅμοια μὲ τὴν ζωὴ τῶν Μοναχῶν, διότι
ἐσὺ μὲν εἶχε τὴ γυναίκα σου βοηθό, τὰ παιδιά σου, τοὺς δούλους σου, καὶ
τὶς διάφορες ἀπολαύσεις καὶ ἀναπαύσεις. Οἱ δὲ Μοναχοὶ , καταφρονώντας
ὅλες τὶς ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις τῆς παρούσας ζωῆς, ἔλαβαν τὸν Θεὸ ἀντὶ
ὅλων των ἀγαθῶν του κόσμου καὶ αὐτὸν εἶχαν χαρὰ καὶ πλοῦτο τους. Τὸ νὰ
κάνουν δὲ τὰ εὐάρεστα σὲ Αὐτὸν τὰ θεωρυσαν εὐχαρίστηση καὶ μεγάλη
ἀπόλαυση , δίοτι ἤσαν κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο «στερούμενοι, θλιβόμενοι,
κακουχούμενοι».
Ἔτσι λοιπὸν εἶναι ἀδύνατο σὲ σένα βασιλέα μου, νὰ ἔχεις τὴν ἴδια μὲ ἐκείνους ἀντιμισθία.
Ὅταν τὰ λέγαμε αὐτὰ , ἦλθες καὶ σὺ ἀδελφέ μου Ἰωάννη, καὶ ἐκεῖνος ἀμέσως ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς.
Λοιπόν τώρα ποὺ ἔμαθες φανερὰ , μὲ τὸ παρὸν μυστήριο πόσα καλὰ προξενοῦν οἱ πόνοι τῆς ἀσκήσεως, στήριξε τοὺς ἀδελφοὺς ».
Ἀφοῦ τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἰωάννης ἀπόδωσε στὸν Θεὸ μεγάλες εὐχαριστίες.
Ἔπειτα συνομίλησε ἀρκετὰ μὲ τὸν θεϊκὸ Παΐσιο καὶ ἐπέστρεψε στὴν κατοικία τοῦ χαιρόμενος καὶ ἀγαλλόμενος.»
Στίχος
Ἐγὼ σὲ Παΐσιε Ἄγγελον λέγω, Φύσει μὲν οὐχί, ἀλλὰ τῷ ξένω βίω.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὁ
ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Μοναστῶν κορωνίς, ὁ ἄσαρκος ἄνθρωπος, τῶν οὐρανῶν
οἰκιστῆς, ὁ θεῖος Παΐσιος, χαίρει τὴ αὐτοῦ μνήμη, σὺν ἠμὶν ἑορτάζων,
νέμει τοῖς κοπιῶσι, δὶ’ αὐτὸν θείαν χάριν· διὸ ἐν προθυμία πολλή, τοῦτον
τιμήσωμεν.
Κοντάκιο. Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω
Ὡς
τῆς ἐρήμου πολιοῦχον καὶ κοσμήτορα καὶ τῶν Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα καὶ
σέμνωμα μακαρίζομέν σε πάντες, Θεοῦ θεράπον·σὺ γὰρ ὤφθης ἐκ παιδὸς ὁλος
θεόληπτος καὶ προσφόρως τὴ σὴ κλήσει πεπολίτευσαι. Διὸ κράζομεν, χαίροις
Πάτερ Παΐσιε.
Μεγαλυνάριον
Τῷ
Χριστῷ ἐκ βρέφους ἀνατεθεῖς, ηὔξησαι εἰς μέτρον, ἡλικίας πνευματικῆς,
καὶ τῶν ἐν ἐρήμω, στύλος φωτὸς ἐφάνης, Παΐσιε παμμάκαρ, Αἰγύπτου
βλάστημα.