Ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος γεννήθηκε στα μέρη της Ανατολής από γονείς ευσεβείς και ενάρετους. Όταν ενηλικιώθηκε κατατάχθηκε στον Αυτοκρατορικό Στρατό, με το αξίωμα του Δούκα, γυμνάζοντας τους στρατιώτες του, στο να είναι γενναίοι και ατρόμητοι πολεμιστές, κυρίως όμως τους νουθετούσε και τους δίδασκε να πιστεύουν στον Θεό, να προσεύχονται, να μην αδικούν ποτέ κανέναν και να ζητούν από τον Χριστό να τους δίνει δύναμη για να πολεμούν τους εχθρούς. Δεν ήταν όμως μόνο οι εξωτερικοί εχθροί που έπρεπε να αντιμετωπίσουν, αλλά και οι διάφορες εξεγέρσεις που συνέβαιναν στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Σε μία τέτοια εξέγερση εστάλη ο Νικόλαος, από τον Αυτοκράτορα Λέοντα τον Ίσαυρο τον Εικονομάχο, για να επιβληθεί στους εξεγερθέντες και να επαναφέρει την ειρήνη και την ευστάθεια.
Στην επιχείρηση αυτή είδε να χύνεται άδικα ανθρώπινο αίμα και να χάνονται ψυχές. Φοβούμενος μήπως κι εκείνος χάσει την ζωή του μα κυρίως την ψυχή του, συνοδευόμενος από δώδεκα στρατιώτες του, αποσύρθηκαν στα Βούνενα της Θεσσαλίας όπου κατοικούσαν αρκετοί ασκητές κοντά στους οποίους έζησαν ασκητικά με νηστείες, αγρυπνίες και αδιάλειπτη προσευχή.
Κοντά σ' αυτές τις άσκητικές ψυχές έμεινε ο μακάριος Νικόλαος και πλάί τους έζησε μιμούμενος και συναγωνιζόμενος μαζί τους σε άρετή, στην κατά θεόν άρετή. Και έικείνοι βλέποντας την προθυμία και την κοπιαστική άσκησή του με νηστεία προσευχές και άγρυπνία ολονύχτια, τον αγαπούσαν εν Χριστώ.
Στην επιχείρηση αυτή είδε να χύνεται άδικα ανθρώπινο αίμα και να χάνονται ψυχές. Φοβούμενος μήπως κι εκείνος χάσει την ζωή του μα κυρίως την ψυχή του, συνοδευόμενος από δώδεκα στρατιώτες του, αποσύρθηκαν στα Βούνενα της Θεσσαλίας όπου κατοικούσαν αρκετοί ασκητές κοντά στους οποίους έζησαν ασκητικά με νηστείες, αγρυπνίες και αδιάλειπτη προσευχή.
Κοντά σ' αυτές τις άσκητικές ψυχές έμεινε ο μακάριος Νικόλαος και πλάί τους έζησε μιμούμενος και συναγωνιζόμενος μαζί τους σε άρετή, στην κατά θεόν άρετή. Και έικείνοι βλέποντας την προθυμία και την κοπιαστική άσκησή του με νηστεία προσευχές και άγρυπνία ολονύχτια, τον αγαπούσαν εν Χριστώ.
Προετοιμασία για το μαρτύριο
Ο Σατανάς, που είναι μισόκαλος και χαιρέκακος υπέφερε από αυτή την αγιασμένη ασκητική ζωή της μοναχικής ζωής στα Βούνενα. Και ήθελε να καταστρέψει αυτό το ορμητήριο που τον πολεμούσε. Από την άλλη πλευρά ο Θεός είχε επιστρέψει ν' αναδειχθούν στον τόπο εκείνο Μάρτυρες Του έτσι που να συντριβεί το σχέδιο του Διαβόλου και να λάμψει η Πίστη των Αγίων. Έτσι, λοιπόν, Άβαροι ή Τούρκοι που λεηλατούσαν διάφορα: μέρη της Δύσης, αφού καταπάτησαν φρούρια και χώρες και αιχμαλώτισαν πολλούς, έφτασαν στη Λάρισα.
Ο Σατανάς, που είναι μισόκαλος και χαιρέκακος υπέφερε από αυτή την αγιασμένη ασκητική ζωή της μοναχικής ζωής στα Βούνενα. Και ήθελε να καταστρέψει αυτό το ορμητήριο που τον πολεμούσε. Από την άλλη πλευρά ο Θεός είχε επιστρέψει ν' αναδειχθούν στον τόπο εκείνο Μάρτυρες Του έτσι που να συντριβεί το σχέδιο του Διαβόλου και να λάμψει η Πίστη των Αγίων. Έτσι, λοιπόν, Άβαροι ή Τούρκοι που λεηλατούσαν διάφορα: μέρη της Δύσης, αφού καταπάτησαν φρούρια και χώρες και αιχμαλώτισαν πολλούς, έφτασαν στη Λάρισα.
Όταν γινόντανε ο άγριος αυτός διωγμός ο μακάριος Νικόλαος ασκήτευε με άλλους συντρόφους του σε σκήτη στα Βούνενα. Τα ονόματα των συνασκητών του ήτανε τούτα: Γρηγόριος, Αρμόδιος, Ιωάννης, Δημήτριος, Μιχαήλ, Ακίνδυνος, Θεόδωρος, Παγκράτιος, Χριστόφορος, Παντελέων, Αιμιλιανός και Νανούδιος. Κάποια, λοιπόν, νύχτα καθώς οι ασκητές αυτοί προσεύχονταν, τους παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου και τους λέγει:
- Ετοιμαστείτε ψυχικά ώστε να κρατηθείτε στέρεοι στην πίστη, γιατί σε λίγες μέρες πρόκειται να Αντιμετωπίσετε διώξεις και μαρτύρια. Ετοιμαστείτε ώστε ν' αντέξετε και να αξιωθείτε να λάβετε τα βραβεία, τα στεφάνια της αθλήσεως, να γίνετε ευτυχείς κληρονόμοι της ουράνιας Βασιλείας. Και αφού είπε αυτά ο άγγελος εξαφανίστηκε. Εκείνοι, όμως, μετά το χαρμόσυνο άγγελμα, επιδόθηκαν σε περισσότερο ασκητικό αγώνα, σε νηστείες και προσευχές. Φτάσανε οι διώκτες και σαν αιμοβόρα θηρία επέπεσαν κατά των ασκητών και τους χτυπούσαν οργισμένα, χωρίς ίχνος ευσπλαγχνίας, χρησιμοποιούσαν φοβερά φονικά όργανα, ράβδους, μηχανές που στρέβλωναν τα μέλη του σώματος τους και άλλα κολαστήρια. Οι γενναίοι εκείνοι ασκητές υπέμειναν με ανδρεία και γενναιότητα τα βασανιστήρια. Δεν λυποψύχησαν. Έμειναν αμετακίνητοι στην Πίστη και επισφράγισαν την αγάπη τους για το Χριστό με το αίμα της θυσίας τους, γιατί τελικά οι βάρβαροι τους αποκεφάλισαν.
Επιχειρούν να αλλαξοπιστήσουν τον Νικόλαο
Τον άγιο Νικόλαο δεν τον πείραξαν διόλου, θαύμαζαν ίσως το παράστημα του, και βλέποντας πως έχουν να κάνουν με μια ξεχωριστή περίπτωση νέου με φρόνηση και ανδρεία.
Τον άγιο Νικόλαο δεν τον πείραξαν διόλου, θαύμαζαν ίσως το παράστημα του, και βλέποντας πως έχουν να κάνουν με μια ξεχωριστή περίπτωση νέου με φρόνηση και ανδρεία.
Επιδίωξη τους ήτανε να τον κερδίσουν με μέσα διπλωματικά. Αρχίσανε, λοιπόν, με ραδιουργίες και κολακείες. Πιστεύανε οι άφρονες πως θα μπορούσαν έτσι να τον κάνουνε αρνητή του Χριστού. Αλλά όλες οι μιαρές προσπάθειές τους απέτυχαν. Ο άγιος έμενε απαρασάλευτος στην Πίστη και τους έλεγε, γενναιόφρονα:
- Εγώ δεν είμαι μωρό παιδί να γελαστώ. Άδικα ελπίζετε ότι θα αρνηθώ τον Αληθινό Θεό, τον πλάστη και ευεργέτη μου, για να γίνω προσκυνητής ειδώλων. Πρέπει να ξέρετε ότι καθώς από την αρχή ήμουνα ευσεβής Χριστιανός, Ορθόδοξος, έτσι και θα μείνω αταλάντευτος, μέχρις ότου παραδώσω την ψυχή μου στα άχραντα χέρια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Και εάν ο εχθρός του Χριστού με πιέσει με μέσα τυραννικά να Τον αρνηθώ και ν' αλλαξοπιστήσω, σας βεβαιώνω ότι με την χάρη Του θα νικήσω γιατί έχω μεγάλη φλόγα μέσα μου, για την αγάπη Του, και είμαι πρόθυμος να χύσω και αυτό το αίμα μου. Καταφρονώ δε τους δικούς σας θεούς που είναι ύλη φθαρτή, άψυχες πέτρες και ξύλα...
Στο άκουσμα αυτών των λόγων αφηνίασαν από οργή οι βάρβαροι και άρχισαν να χτυπούν τον άγιο με Ασυγκράτητη βαναυσότητα. Έπειτα πάλι άλλαξαν τακτική. Του μίλαγαν κολακευτικά.
Προσπαθούσαν να του ανάψουν τον πόθο για την ζωή και να του κλονίσουν την Πίστη.
Σκληρά βασανιστήρια
Όταν καταλάβανε πλέον ότι δεν μπορούν να τον μετακινήσουν από την βαθιά εδραιωμένη πίστη του, αποφασίσανε να τον θανατώσουν με σκληρά βασανιστήρια. Στην αρχή ξέσπασε η οργή τους επάνω του με άγριο, ανελέητο ξυλοδαρμό. Δυο και τρεις φορές αλλάξανε τους ραβδούχους που τον μαστιγώνανε. Το σώμα του Μάρτυρα είχε γεμίσει πληγές και το αίμα έτρεχε. Εκείνος δε γενναιόφρονα υπέμενε και προσευχόταν λέγοντας:
- «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον».
Όταν καταλάβανε πλέον ότι δεν μπορούν να τον μετακινήσουν από την βαθιά εδραιωμένη πίστη του, αποφασίσανε να τον θανατώσουν με σκληρά βασανιστήρια. Στην αρχή ξέσπασε η οργή τους επάνω του με άγριο, ανελέητο ξυλοδαρμό. Δυο και τρεις φορές αλλάξανε τους ραβδούχους που τον μαστιγώνανε. Το σώμα του Μάρτυρα είχε γεμίσει πληγές και το αίμα έτρεχε. Εκείνος δε γενναιόφρονα υπέμενε και προσευχόταν λέγοντας:
- «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον».
Στη συνέχεια τον δέσανε όρθιο σ' ένα δένδρο και τον σημαιδεύσανε με τόξα. Έπειτα: αφού πήρανε το δικό του κοντάρι τον τρυπούσαν με το μυτερό του σημείο. Και συγχρόνως με τα βασανιστήρια αυτά, στις Αβάσταχτες στιγμές του πόνου τον προέτρεπαν ν' Αρνηθεί τον Κύριο και να προσκυνήσει τα είδωλα
Ο γενναιόψυχος Μάρτυρας όμως έμενε Αλύγιστος και τους Αποκτούσε:
Ο γενναιόψυχος Μάρτυρας όμως έμενε Αλύγιστος και τους Αποκτούσε:
Θηριόγνωμοι, που μόνο σχήμα ανθρώπου έχετε, γιατί μάταια και με Αφροσύνη ελπίζετε ότι μπορείτε να με χωρίσετε από την Αγάπη του Κυρίου; Πως είναι δυνατόν να με απομακρύνετε από Εκείνον που συνέχεια παραστέκεται βοηθός μου και μου ελαφρύνει τον πόνο στα βασανιστήρια που μου κάνετε; Μάταιος ο κόπος σας. Ένα μονάχα να ξέρετε, τα μαρτύρια με τα οποία με βασανίζετε γίνονται στεφάνια τιμής και έπαθλα νίκης.
Αποκεφαλίζεται
Ύστερα από αυτήν την γενναία και αμετακίνητη στάση του Μάρτυρα, οι βάρβαροι Απελπίστηκαν. Κατάλαβαν ότι καμιά δύναμη δεν μπορούσε να λυγίσει τον μακάριο Νικόλαο. Και αποφασίσανε τελικά να τον αποκεφαλίσουν. Το μαρτυρικό του αίμα πότισε την γη της Θεσσαλίας. Ήταν 9 Μαΐου.
Ύστερα από αυτήν την γενναία και αμετακίνητη στάση του Μάρτυρα, οι βάρβαροι Απελπίστηκαν. Κατάλαβαν ότι καμιά δύναμη δεν μπορούσε να λυγίσει τον μακάριο Νικόλαο. Και αποφασίσανε τελικά να τον αποκεφαλίσουν. Το μαρτυρικό του αίμα πότισε την γη της Θεσσαλίας. Ήταν 9 Μαΐου.
Στο σημείο της σφαγής εγκατέλειψαν οι Άβαροι το Σώμα του Αγίου, όπου μετά από πολλά χρόνια το βρήκε ακέραιο και ευωδιάζων κάποιος άρχοντας Ευφημιανός, ο οποίος γιατρεύθηκε από την ασθένεια της λέπρας που έπασχε και αφού το ενταφίασε, έκτισε εκεί Ναό στο όνομα του Οσιομάρτυρα.
Από τα δένδρα στα οποία δέθηκε και βασανίσθηκε ο Άγιος ρέει ένα κόκκινο υγρό το οποίο ονομάζεται «Αίμα». Το υγρό αυτό όταν χρησιμοποιείται με πίστη και εμπιστοσύνη στον Οσιομάρτυρα έχει ιαματικές ιδιότητες και επιτελεί θαύματα σε πάσχοντες από δερματικές παθήσεις και κεφαλοπονία. Εξ’ άλλου τα τάματα, τα χρυσαφικά και τα αφιερώματα που στολίζουν το Εικόνισμα Του, εκπροσωπούν τα Θαύματα και τις ευεργεσίες που επιτέλεσε και επιτελεί σε εκείνους που τον επικαλέσθηκαν και τον επικαλούνται.
Το λείψανο Του Αγίου που με ευλάβεια φυλάσσεται στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου του Νέου στην Θήβα (συνοικία Τάχι). Πολλές φορές ευωδιάζει, θεραπεύει, ενισχύει, παρηγορεί και φανερώνει πως η Χάρις του Θεού παραμένει ανεξίτηλη στο σώμα, ακόμα και μετά θάνατον και ότι είναι τεκμήριο και προοίμιο της μελλούσης Αναστάσεως και αφθαρσίας, ενώ κάθε Τετάρτη ψάλλεται η Παράκληση του Αγίου μας ενώπιον Του.
Αυτός ο Πνευματικός Θησαυρός αποτελεί ανεκτίμητη Δωρεά της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Μαζαράκι Βαγίων και παραδώθηκε στον Ναό από την Γερόντισσα Ευπραξία με σεμνή τελετή στις 10 Δεκεμβρίου 2000 μ.Χ.
Αυτός ο Πνευματικός Θησαυρός αποτελεί ανεκτίμητη Δωρεά της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Μαζαράκι Βαγίων και παραδώθηκε στον Ναό από την Γερόντισσα Ευπραξία με σεμνή τελετή στις 10 Δεκεμβρίου 2000 μ.Χ.
Στίχοι
Ω Nικόλαε διττόν είληφας στέφος, Όσιος οία και αθλητής Kυρίου.
Νίκην ἀληθῆ Νικόλαε παράσχου Γερασίμῳ πλέξαντι τοὺς δέ σοι Οἴκους.
Γόνε Ἀσίας Ἑλλάδος κλέος Πολλὰς ὑποστὰς Νικόλαε βασάνους, Χαίρων ἀνῆλθες ἐν πόλῳ μάκαρ τάχος. Ἀμφ’ ἐνάτη Νικόλαον ἑῷον γῆθεν ἄειραν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Εξ Ἑῲας ἐκλάμψας ἐν Βουνένοις ἠγώνισαι, Νικόλαε παμμάκαρ, ἐναθλήσας στεῤῥότατα· διὸ καὶ δοξασθεὶς παρὰ Χριστοῦ, θαυμάτων ἀναβλύζεις δωρεάς, τοῖς προστρέχουσι
τῇ Κάρᾳ σου τῇ Σεπτῇ Ὁσιομάρτυς ἔνδοξε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ὡς τῶν αἰχμαλώτων
Ως τῶν νοσούντων ὁ ἄμισθος ἰατρός, καὶ τῶν ἐν κινδύνοις ἀπροσμάχητος βοηθός, θλιβομένων τε θερμὸς ὑπερασπιστής, καὶ τῶν ἐν παντοίαις ἀνάγκαις ὑπέρμαχος,
Ὁσιομάρτυς ἐξ ἑῴας Νικόλαε‧ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν
Τὰ ἄνω ζητῶν, τῶν κάτω κατεφρόνησας, καὶ κόσμον λιπὼν Θεῷ ἠκολούθησας. Ἐξ ἑῴας ἄριστε, ἐν Βουνένοις παρῴκησας, ἐν οἷς θῦμα γενόμενος, Χριστῷ προσενήνεξαι Νικόλαε.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Εξ ἑῴας σήμερον ἀναφανέντα, ὡς ἀστέρα πάμφωτον, καὶ τῆς Ἑλλάδος εἰς δυσμὰς , ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλήσαντά, σε ἀνυμνοῦμεν τὸν Νέον Νικόλαον.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἐν Βουνένοις Ἅγιε, ἀσκητικῶς διαπρέπων, μαρτυρίου στάδιον, θεοπρεπῶς διανύεις· ὅθεν σε, ὁ Ζωοδότης λαμπρῶς δοξάσας, ἔδειξε, θαυμάτων κρήνην τοῖς ἐκβοῶσι·
χαίροις κλέος Ὀρθοδόξων, Ὁσιομάρτυς Χριστοῦ Νικόλαε.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ λόγον
Τοῦ σταυροῦ τῇ δυνάμει καθοπλισθείς, ἀπειλὰς τῶν βαρβάρων μὴ πτοηθείς, προθύμως διήνυσας, τὸν ἀγῶνα μακάριε‧ εὐτολμίᾳ ἐλέγξας αὐτῶν τὴν δυσέβειαν,
καὶ σοφῶς ἐκδιδάξας τοῦ λόγου τὴν σάρκωσιν‧ ὅθεν τοὺς στεφάνους, παρ’ αὐτοῦ ἐκομίσω, ἀξίους τῶν πόνων σου καὶ ἱδρώτων σου Ἅγιε, Ὁσιομάρτυς Νικόλαε‧
πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τοῦ Προδρόμου τὰς τρίβους διὰ ζήλου μάκαρ ἐσχηκώς, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἔνδον τῆς σῆς περιφέρων καρδίας, τὴν φάσκουσαν, μετανοεῖτε‧ ἀπάρας τῆς σῆς πατρίδος,
ὑπερόπτης γενόμενος νεότητος, κόσμου, πλούτου καὶ ῥεούσης δόξης, οἷά τις ἀετὸς ὑπόπτερος ἵπτασαι ἐν Βουνένοις τῆς Θετταλίας. Κᾷκεῖ τῆς διὰ Χριστὸν ποθουμένοις
σοι ἡσυχίας τυχών, οὐ μόνον ὑπερβαλλούσῃ ἀσκήσει τὴν σὴν ψυχὴν κατεκάλυνας, ἀλλὰ καὶ μαρτυρικῷ στέφει, κατὰ τοὺς πάλαι ἐνδόξους Μάρτυρας, κατεκοσμήθης
ἀείμνηστε‧ καὶ εὐῶδες θῦμα γενόμενος, Χριστῷ προσενήνεξαι Νικόλαε.
Μεγαλυνάριον
Τῇ σορῷ τῶν σῶν λειψάνων προσιοῦσι, μετὰ πόθου παμμάκαρ Νικόλαε, δώρησαι ῥῶσιν ψυχῆς τε καὶ σώματος.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ἑῴας θεῖος βλαστός· χαίροις τῶν Ὁσίων, καὶ Μαρτύρων ὁ κοινωνός· χαίροις τῶν Βουνένων, καὶ πάσης Θεσσαλίας, ἀγλάϊσμα καὶ κλέος, Μάρτυς Νικόλαε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ταῖς πρεσβείαις τοῦ ἐνδόξου ἀθλοφόρου Νικολάου, Χριστὲ διαφύλαξον, τοὺς σοὺς ἱκέτας, ἐκ παντοίας θλίψεως.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μέγαν σε προστάτην καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα μάρτυς, πεπτωκότες ἐν πειρασμοῖς, ῥῦσαι οὖν παμμάκαρ, ἡμᾶς λοιμοῦ λιμοῦ τε, ὁρμῆς παίδων τῆς ἄγαρ, θεῖε Νικόλαε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Φύλαττε τοὺς δούλους σου ἀθλητά, τοὺς ἀθροιζομένους τῷ σεπτῷ σου, μάρτυς ναῷ, καὶ ἐπιτελοῦντας, τὴν σὴν ἁγίαν μνήμην, ἐκ πάσης ἐπηρείας, σοφὲ καὶ θλίψεως.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Θετταλίας πάσης φρουρός, χαίροις τῆς Ἑλλάδος πολιοῦχος καὶ ἀρωγός, χαίροις ὁ Βουνένων, τὸν τόπον ἁγιάσας, τοῖςῥείθροις σῶν αἱμάτων, μάκαρ Νικόλαε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δεῦτε εὐφημήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν ἐκ τῆς ἑῴας, ἐξαστράψαντα ἀθλητήν‧ φύλακα καὶ ῥύστην, Χριστιανῶν ἁπάντων, Νικόλαον τὸν Νέον, Χριστοῦ τὸν μάρτυρα.
Ω Nικόλαε διττόν είληφας στέφος, Όσιος οία και αθλητής Kυρίου.
Νίκην ἀληθῆ Νικόλαε παράσχου Γερασίμῳ πλέξαντι τοὺς δέ σοι Οἴκους.
Γόνε Ἀσίας Ἑλλάδος κλέος Πολλὰς ὑποστὰς Νικόλαε βασάνους, Χαίρων ἀνῆλθες ἐν πόλῳ μάκαρ τάχος. Ἀμφ’ ἐνάτη Νικόλαον ἑῷον γῆθεν ἄειραν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Εξ Ἑῲας ἐκλάμψας ἐν Βουνένοις ἠγώνισαι, Νικόλαε παμμάκαρ, ἐναθλήσας στεῤῥότατα· διὸ καὶ δοξασθεὶς παρὰ Χριστοῦ, θαυμάτων ἀναβλύζεις δωρεάς, τοῖς προστρέχουσι
τῇ Κάρᾳ σου τῇ Σεπτῇ Ὁσιομάρτυς ἔνδοξε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ὡς τῶν αἰχμαλώτων
Ως τῶν νοσούντων ὁ ἄμισθος ἰατρός, καὶ τῶν ἐν κινδύνοις ἀπροσμάχητος βοηθός, θλιβομένων τε θερμὸς ὑπερασπιστής, καὶ τῶν ἐν παντοίαις ἀνάγκαις ὑπέρμαχος,
Ὁσιομάρτυς ἐξ ἑῴας Νικόλαε‧ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν
Τὰ ἄνω ζητῶν, τῶν κάτω κατεφρόνησας, καὶ κόσμον λιπὼν Θεῷ ἠκολούθησας. Ἐξ ἑῴας ἄριστε, ἐν Βουνένοις παρῴκησας, ἐν οἷς θῦμα γενόμενος, Χριστῷ προσενήνεξαι Νικόλαε.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Εξ ἑῴας σήμερον ἀναφανέντα, ὡς ἀστέρα πάμφωτον, καὶ τῆς Ἑλλάδος εἰς δυσμὰς , ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλήσαντά, σε ἀνυμνοῦμεν τὸν Νέον Νικόλαον.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἐν Βουνένοις Ἅγιε, ἀσκητικῶς διαπρέπων, μαρτυρίου στάδιον, θεοπρεπῶς διανύεις· ὅθεν σε, ὁ Ζωοδότης λαμπρῶς δοξάσας, ἔδειξε, θαυμάτων κρήνην τοῖς ἐκβοῶσι·
χαίροις κλέος Ὀρθοδόξων, Ὁσιομάρτυς Χριστοῦ Νικόλαε.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ λόγον
Τοῦ σταυροῦ τῇ δυνάμει καθοπλισθείς, ἀπειλὰς τῶν βαρβάρων μὴ πτοηθείς, προθύμως διήνυσας, τὸν ἀγῶνα μακάριε‧ εὐτολμίᾳ ἐλέγξας αὐτῶν τὴν δυσέβειαν,
καὶ σοφῶς ἐκδιδάξας τοῦ λόγου τὴν σάρκωσιν‧ ὅθεν τοὺς στεφάνους, παρ’ αὐτοῦ ἐκομίσω, ἀξίους τῶν πόνων σου καὶ ἱδρώτων σου Ἅγιε, Ὁσιομάρτυς Νικόλαε‧
πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τοῦ Προδρόμου τὰς τρίβους διὰ ζήλου μάκαρ ἐσχηκώς, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἔνδον τῆς σῆς περιφέρων καρδίας, τὴν φάσκουσαν, μετανοεῖτε‧ ἀπάρας τῆς σῆς πατρίδος,
ὑπερόπτης γενόμενος νεότητος, κόσμου, πλούτου καὶ ῥεούσης δόξης, οἷά τις ἀετὸς ὑπόπτερος ἵπτασαι ἐν Βουνένοις τῆς Θετταλίας. Κᾷκεῖ τῆς διὰ Χριστὸν ποθουμένοις
σοι ἡσυχίας τυχών, οὐ μόνον ὑπερβαλλούσῃ ἀσκήσει τὴν σὴν ψυχὴν κατεκάλυνας, ἀλλὰ καὶ μαρτυρικῷ στέφει, κατὰ τοὺς πάλαι ἐνδόξους Μάρτυρας, κατεκοσμήθης
ἀείμνηστε‧ καὶ εὐῶδες θῦμα γενόμενος, Χριστῷ προσενήνεξαι Νικόλαε.
Μεγαλυνάριον
Τῇ σορῷ τῶν σῶν λειψάνων προσιοῦσι, μετὰ πόθου παμμάκαρ Νικόλαε, δώρησαι ῥῶσιν ψυχῆς τε καὶ σώματος.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ἑῴας θεῖος βλαστός· χαίροις τῶν Ὁσίων, καὶ Μαρτύρων ὁ κοινωνός· χαίροις τῶν Βουνένων, καὶ πάσης Θεσσαλίας, ἀγλάϊσμα καὶ κλέος, Μάρτυς Νικόλαε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ταῖς πρεσβείαις τοῦ ἐνδόξου ἀθλοφόρου Νικολάου, Χριστὲ διαφύλαξον, τοὺς σοὺς ἱκέτας, ἐκ παντοίας θλίψεως.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μέγαν σε προστάτην καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα μάρτυς, πεπτωκότες ἐν πειρασμοῖς, ῥῦσαι οὖν παμμάκαρ, ἡμᾶς λοιμοῦ λιμοῦ τε, ὁρμῆς παίδων τῆς ἄγαρ, θεῖε Νικόλαε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Φύλαττε τοὺς δούλους σου ἀθλητά, τοὺς ἀθροιζομένους τῷ σεπτῷ σου, μάρτυς ναῷ, καὶ ἐπιτελοῦντας, τὴν σὴν ἁγίαν μνήμην, ἐκ πάσης ἐπηρείας, σοφὲ καὶ θλίψεως.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Θετταλίας πάσης φρουρός, χαίροις τῆς Ἑλλάδος πολιοῦχος καὶ ἀρωγός, χαίροις ὁ Βουνένων, τὸν τόπον ἁγιάσας, τοῖςῥείθροις σῶν αἱμάτων, μάκαρ Νικόλαε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δεῦτε εὐφημήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν ἐκ τῆς ἑῴας, ἐξαστράψαντα ἀθλητήν‧ φύλακα καὶ ῥύστην, Χριστιανῶν ἁπάντων, Νικόλαον τὸν Νέον, Χριστοῦ τὸν μάρτυρα.