«Ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Ματθ. 18,11)
ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΜΕ ἄλλοτε ν᾿ ἀπαντήσουμε στὸ θέμα, τί εἶνε ἡ ἁγία Τριάς, καὶ εἰδικώτερα τί εἶνε Πνεῦμα ἅγιο. Σήμερα προβάλλει τὸ ἐπίσης μεγάλο σχετικὸ θέμα· τί εἶνε ὁ Χριστός; Σ᾿ αὐτὸ εἶνε ἀνάγκη ν᾿ ἀπαντήσουμε.
Τί εἶνε ὁ Χριστός; Οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι λένε, ὅτι ὁ Χριστὸς ―ἥμαρτον, Θεέ μου― εἶνε ἕνα παραμύθι· δὲν ὑπῆρξε ποτέ, ἀλλὰ τὸν ἔπλασε ἡ φαντασία τῶν ὀπαδῶν του. Αὐτοὶ εἶνε σὰν
ἐκεῖνο τὸν τρελλὸ πού, ἐνῷ ἦταν μεσημέρι κι ὁ ἥλιος ἔκαιγε, ἀμφισβητοῦσε ὅτι ὑπάρχει ἥλιος. Οἱ περισσότεροι βέβαια δὲν ἀμφισβητοῦν τὸ Χριστό. Ἔχουν ὅμως συγκεχυμένη ἰδέα γιὰ τὸ πρόσωπό του. Ἄλλοι λένε, ὅτι ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος μὲ ἀτέλειες καὶ ἀδυναμίες, ὅπως τὸν φαντάστηκε ὁ Καζαντζάκης. Ἄλλοι λένε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας ποιητής, ἄλλοι ὅτι ἦταν ἕνας φιλόσοφος ἢ ὁ μέγιστος τῶν φιλοσόφων, ἄλλοι ὅτι ἦταν μιὰ μεγάλη μορφή, ἄλλοι ὅτι ἦταν ἕνας κοινωνικὸς ἐπαναστάτης… Συγκεχυμένες ἰδέες. Ἀλλὰ ἔτσι δὲν ἦταν καὶ οἱ ἀπόστολοι πρὶν τὴν Πεντηκοστή; Μόνο ὅταν ἦρθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἀπέκτησαν τὴν ὀρθὴ γνώμη γι᾿ αὐτὸν καὶ κήρυξαν παντοῦ τὸ εὐαγγέλιο.
Τί εἶνε ὁ Χριστός; Κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, ὅλη ἡ κτίσις ἀπαντᾷ, ὅτι δὲν εἶνε ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶνε ὁ δημιουργός της.
Τί εἶνε ὁ Χριστός; Ἀκριβέστερα ἀπαντᾷ τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως – αὐτὴ εἶνε καὶ ἡ δική μας ἀπάντησι· ὁ Χριστὸς εἶνε «Θεὸς ἀληθινός», τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ «διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν… ἐνανθρωπήσας». Ἔχει λοιπὸν ἑνωμένες τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύσι, δηλαδὴ εἶνε Θεάνθρωπος.
Τί εἶνε ὁ Χριστός; Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὁ διος δίνει τὴν ἑξῆς ἀπάντησι, ποὺ δείχνει τὴν ἀποστολή του· «Ἦλθε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Ματθ. 18,11). Ἐγώ, λέει, κατῆλθα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινα ἄνθρωπος μὲ μία εἰδικὴ καὶ μοναδικὴ ἀποστολή· νὰ σώσω τὸ ἀπολωλός.
Ἐπ᾿ αὐτοῦ ἂς ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς λίγα λόγια.
ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΜΕ ἄλλοτε ν᾿ ἀπαντήσουμε στὸ θέμα, τί εἶνε ἡ ἁγία Τριάς, καὶ εἰδικώτερα τί εἶνε Πνεῦμα ἅγιο. Σήμερα προβάλλει τὸ ἐπίσης μεγάλο σχετικὸ θέμα· τί εἶνε ὁ Χριστός; Σ᾿ αὐτὸ εἶνε ἀνάγκη ν᾿ ἀπαντήσουμε.
Τί εἶνε ὁ Χριστός; Οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι λένε, ὅτι ὁ Χριστὸς ―ἥμαρτον, Θεέ μου― εἶνε ἕνα παραμύθι· δὲν ὑπῆρξε ποτέ, ἀλλὰ τὸν ἔπλασε ἡ φαντασία τῶν ὀπαδῶν του. Αὐτοὶ εἶνε σὰν
ἐκεῖνο τὸν τρελλὸ πού, ἐνῷ ἦταν μεσημέρι κι ὁ ἥλιος ἔκαιγε, ἀμφισβητοῦσε ὅτι ὑπάρχει ἥλιος. Οἱ περισσότεροι βέβαια δὲν ἀμφισβητοῦν τὸ Χριστό. Ἔχουν ὅμως συγκεχυμένη ἰδέα γιὰ τὸ πρόσωπό του. Ἄλλοι λένε, ὅτι ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος μὲ ἀτέλειες καὶ ἀδυναμίες, ὅπως τὸν φαντάστηκε ὁ Καζαντζάκης. Ἄλλοι λένε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας ποιητής, ἄλλοι ὅτι ἦταν ἕνας φιλόσοφος ἢ ὁ μέγιστος τῶν φιλοσόφων, ἄλλοι ὅτι ἦταν μιὰ μεγάλη μορφή, ἄλλοι ὅτι ἦταν ἕνας κοινωνικὸς ἐπαναστάτης… Συγκεχυμένες ἰδέες. Ἀλλὰ ἔτσι δὲν ἦταν καὶ οἱ ἀπόστολοι πρὶν τὴν Πεντηκοστή; Μόνο ὅταν ἦρθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἀπέκτησαν τὴν ὀρθὴ γνώμη γι᾿ αὐτὸν καὶ κήρυξαν παντοῦ τὸ εὐαγγέλιο.
Τί εἶνε ὁ Χριστός; Κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, ὅλη ἡ κτίσις ἀπαντᾷ, ὅτι δὲν εἶνε ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶνε ὁ δημιουργός της.
Τί εἶνε ὁ Χριστός; Ἀκριβέστερα ἀπαντᾷ τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως – αὐτὴ εἶνε καὶ ἡ δική μας ἀπάντησι· ὁ Χριστὸς εἶνε «Θεὸς ἀληθινός», τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ «διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν… ἐνανθρωπήσας». Ἔχει λοιπὸν ἑνωμένες τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύσι, δηλαδὴ εἶνε Θεάνθρωπος.
Τί εἶνε ὁ Χριστός; Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὁ διος δίνει τὴν ἑξῆς ἀπάντησι, ποὺ δείχνει τὴν ἀποστολή του· «Ἦλθε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Ματθ. 18,11). Ἐγώ, λέει, κατῆλθα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινα ἄνθρωπος μὲ μία εἰδικὴ καὶ μοναδικὴ ἀποστολή· νὰ σώσω τὸ ἀπολωλός.
Ἐπ᾿ αὐτοῦ ἂς ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς λίγα λόγια.
* * *
«Ἦλθε», λέει, «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου (ὁ Χριστός) σῶσαι τὸ ἀπολωλός». Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴ συνήθειά του ν᾿ ἁπλοποιῇ τὰ ὑψηλὰ καὶ δύσκολα ὁμιλεῖ παραβολικῶς. Ἐδῶ πῆρε παράδειγμα ἀπὸ τὴν ποιμενικὴ ζωή, ἀπὸ τὸ βοσκό.
Περιφρονημένο τὸ ἐπάγγελμα τοῦ βοσκοῦ. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τὸ ἐτίμησε. Διότι τὴ νύχτα τῆς γεννήσεώς του βοσκοὶ ἄκουσαν τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις…» (Λουκ. 2,14). Τὸ ἐτίμησε ὅταν ὁ διος εἶπε «Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός» (Ἰωάν. 10,11). Τὸ ἐτίμησε ὅταν ὠνόμασε τοὺς διαδόχους του κληρικοὺς βοσκοὺς καὶ ποιμένας (πρβλ. Ἰωάν. 21,15-17). Καὶ ἐδῶ χρησιμοποιεῖ στὴ διδασκαλία του μία ὡραία σχετικὴ παραβολή. Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὑπάρχει συνεπτυγμένη· ἐγὼ σᾶς τὴν παρουσιάζω κάπως ἀνεπτυγμένη.
Ἕνας βοσκός, λέει, εἶχε ἑκατὸ πρόβατα. Τ᾿ ἀγαποῦσε, καὶ πρωῒ – πρωῒ σηκωνόταν καὶ τὰ ὡδηγοῦσε σὲ χλοερὰ λιβάδια καὶ κρυστάλλινα νερά. Τὰ φύλαγε ἀπὸ λύκους, τοὺς ἔπαιζε φλογέρα. Καὶ τὸ βράδυ στὸ μαντρί, ποὺ τό ᾿χτισε γιὰ νὰ τὰ ἀσφαλίζῃ, πρὶν τὰ βάλῃ μέσα ―τό ᾿χετε δεῖ αὐτό; ἐγὼ τό ᾿χω δεῖ―, μετροῦσε τὰ πρόβατά του· ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα…· κι ὅταν τά ᾿βρισκε ἑκατό, ἡσύχαζε. Καὶ τὴ νύχτα δὲν κοιμόταν· ἀγρυπνοῦσε κρατώντας σφενδόνη, ἕτοιμος μὲ τὰ τσοπανόσκυλα νὰ ὑπερασπίσῃ τὸ ποίμνιό του. Ἀλλὰ μιὰ μέρα ἕνα πρόβατο χάθηκε. Τὰ μετράει, τὰ ξαναμετράει· ἐνενηνταεννέα. Τὸ ἕνα ποῦ εἶνε; Δὲν εἶπε «Δὲ᾿ βαριέσαι· χάθηκε ἕνα, ἔχω τὰ ἄλλα», ἀλλὰ τί ἔκανε. Ἀσφάλισε τὰ ἐνενηνταεννέα, καὶ βγῆκε ἔξω στὰ ρουμάνια καὶ στὰ δάση, φωνάζοντας καὶ ζητώντας «τὸ ἀπολωλός», τὸ χαμένο πρόβατο. Ἐπὶ τέλους τὸ βρῆκε μπλεγμένο σ᾿ ἕνα ἀπόκρημνο βράχο, χτυπημένο, πληγωμένο, ἕτοιμο νὰ γκρεμιστῇ στὴν ἄβυσσο. Μὲ δυσκολία ἔφθασε κοντά του καὶ τὸ ἐλευθέρωσε. Κατόπιν τὸ πῆρε μὲ χαρὰ στοὺς ὤμους, τό ᾿φερε στὸ μαντρί, καὶ κάλεσε φίλους καὶ συγγενεῖς νὰ χαροῦν τὸ γεγονός, διότι τὸ πρόβατο ἦταν «ἀπολωλὸς καὶ εὑρέθη» (βλ. Λουκ. 15,4-10,32).
Ποιός εἶνε ὁ βοσκός; ποιά εἶνε τὰ ἐνενηνταεννέα πρόβατα; ποιό τὸ ἀπολωλός; ποιά ἡ μάντρα; Βοσκὸς ἀνυπέρβλητος εἶνε ὁ Χριστός· οἱ βοσκοὶ ἔχουν τὰ πρόβατα γιὰ ἐκμετάλλευσι, ὁ Χριστὸς ἀντιθέτως θυσιάστηκε γιὰ τὰ πρόβατά του. Τὰ ἐνενηνταεννέα πρόβατα, κατὰ τοὺς ἑρμηνευτάς (τὸ Χρυσόστομο καὶ ἄλλους) εἶνε τὰ πλήθη τῶν ἀγγέλων. Τὸ δὲ ἕνα πρόβατο ποιός εἶνε; Εἶμαι ἐγώ, εἶστε σεῖς, εἶνε ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ποὺ ἐπλανᾶτο στὰ ἀδιέξοδα τῶν φιλοσόφων χωρὶς ἀνάπαυσι. Κανείς δὲν τὴν ἔσωσε παρὰ μόνο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὴν ἔσωσε μὲ τὴ διδασκαλία του, μὲ τὰ θαύματά του, μὲ τὸ σταυρὸ καὶ τὴν ἀνάστασί του. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε· «Ἦλθε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός».
Περιφρονημένο τὸ ἐπάγγελμα τοῦ βοσκοῦ. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τὸ ἐτίμησε. Διότι τὴ νύχτα τῆς γεννήσεώς του βοσκοὶ ἄκουσαν τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις…» (Λουκ. 2,14). Τὸ ἐτίμησε ὅταν ὁ διος εἶπε «Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός» (Ἰωάν. 10,11). Τὸ ἐτίμησε ὅταν ὠνόμασε τοὺς διαδόχους του κληρικοὺς βοσκοὺς καὶ ποιμένας (πρβλ. Ἰωάν. 21,15-17). Καὶ ἐδῶ χρησιμοποιεῖ στὴ διδασκαλία του μία ὡραία σχετικὴ παραβολή. Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὑπάρχει συνεπτυγμένη· ἐγὼ σᾶς τὴν παρουσιάζω κάπως ἀνεπτυγμένη.
Ἕνας βοσκός, λέει, εἶχε ἑκατὸ πρόβατα. Τ᾿ ἀγαποῦσε, καὶ πρωῒ – πρωῒ σηκωνόταν καὶ τὰ ὡδηγοῦσε σὲ χλοερὰ λιβάδια καὶ κρυστάλλινα νερά. Τὰ φύλαγε ἀπὸ λύκους, τοὺς ἔπαιζε φλογέρα. Καὶ τὸ βράδυ στὸ μαντρί, ποὺ τό ᾿χτισε γιὰ νὰ τὰ ἀσφαλίζῃ, πρὶν τὰ βάλῃ μέσα ―τό ᾿χετε δεῖ αὐτό; ἐγὼ τό ᾿χω δεῖ―, μετροῦσε τὰ πρόβατά του· ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα…· κι ὅταν τά ᾿βρισκε ἑκατό, ἡσύχαζε. Καὶ τὴ νύχτα δὲν κοιμόταν· ἀγρυπνοῦσε κρατώντας σφενδόνη, ἕτοιμος μὲ τὰ τσοπανόσκυλα νὰ ὑπερασπίσῃ τὸ ποίμνιό του. Ἀλλὰ μιὰ μέρα ἕνα πρόβατο χάθηκε. Τὰ μετράει, τὰ ξαναμετράει· ἐνενηνταεννέα. Τὸ ἕνα ποῦ εἶνε; Δὲν εἶπε «Δὲ᾿ βαριέσαι· χάθηκε ἕνα, ἔχω τὰ ἄλλα», ἀλλὰ τί ἔκανε. Ἀσφάλισε τὰ ἐνενηνταεννέα, καὶ βγῆκε ἔξω στὰ ρουμάνια καὶ στὰ δάση, φωνάζοντας καὶ ζητώντας «τὸ ἀπολωλός», τὸ χαμένο πρόβατο. Ἐπὶ τέλους τὸ βρῆκε μπλεγμένο σ᾿ ἕνα ἀπόκρημνο βράχο, χτυπημένο, πληγωμένο, ἕτοιμο νὰ γκρεμιστῇ στὴν ἄβυσσο. Μὲ δυσκολία ἔφθασε κοντά του καὶ τὸ ἐλευθέρωσε. Κατόπιν τὸ πῆρε μὲ χαρὰ στοὺς ὤμους, τό ᾿φερε στὸ μαντρί, καὶ κάλεσε φίλους καὶ συγγενεῖς νὰ χαροῦν τὸ γεγονός, διότι τὸ πρόβατο ἦταν «ἀπολωλὸς καὶ εὑρέθη» (βλ. Λουκ. 15,4-10,32).
Ποιός εἶνε ὁ βοσκός; ποιά εἶνε τὰ ἐνενηνταεννέα πρόβατα; ποιό τὸ ἀπολωλός; ποιά ἡ μάντρα; Βοσκὸς ἀνυπέρβλητος εἶνε ὁ Χριστός· οἱ βοσκοὶ ἔχουν τὰ πρόβατα γιὰ ἐκμετάλλευσι, ὁ Χριστὸς ἀντιθέτως θυσιάστηκε γιὰ τὰ πρόβατά του. Τὰ ἐνενηνταεννέα πρόβατα, κατὰ τοὺς ἑρμηνευτάς (τὸ Χρυσόστομο καὶ ἄλλους) εἶνε τὰ πλήθη τῶν ἀγγέλων. Τὸ δὲ ἕνα πρόβατο ποιός εἶνε; Εἶμαι ἐγώ, εἶστε σεῖς, εἶνε ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ποὺ ἐπλανᾶτο στὰ ἀδιέξοδα τῶν φιλοσόφων χωρὶς ἀνάπαυσι. Κανείς δὲν τὴν ἔσωσε παρὰ μόνο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὴν ἔσωσε μὲ τὴ διδασκαλία του, μὲ τὰ θαύματά του, μὲ τὸ σταυρὸ καὶ τὴν ἀνάστασί του. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε· «Ἦλθε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός».
* * *
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ποιμήν, ὁ ἀρχιποίμην. Καὶ μετὰ τὴν ἀνάληψί του ἐφρόντισε νὰ ὑπάρχουν στὴν Ἐκκλησία του ποιμένες, διάδοχοι καὶ ἀντικαταστάται του. Αὐτοὶ εἶνε οἱ ἐπίσκοποι καὶ ὅλοι οἱ κληρικοί. Σ᾿ αὐτοὺς ἔδωσε ἐντολὴ «Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» (Ἰωάν. 21,16). Γι᾿ αὐτὸ λέγονται ποιμένες τῶν λογικῶν προβάτων. Ἔχουν τὴν ἐντολὴ νὰ φυλάττουν τὸ ποίμνιο καὶ νὰ μὴ τὸ ἐγκαταλείπουν. Μεταξὺ τῶν πολλῶν καλῶν ποιμένων ἕνας τελευταῖος ἦταν ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης. Ὅταν μπῆκαν στὴν πόλι οἱ αἱμοβόροι λύκοι ―ποὺ ὡρισμένοι ἐσχάτως θέλουν νὰ τοὺς παρουσιάζουν ὡς πρόβατα―, ὅλοι ἔφευγαν. Ὁ Ἀμερικανὸς πρεσβευτὴς τὸν προέτρεπε νὰ φύγῃ κι αὐτὸς γιὰ νὰ σωθῇ. Τότε ὁ Χρυσόστομος τοῦ εἶπε· «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. 10,11). Ἔμεινε ἐκεῖ καὶ θυσιάστηκε!
Οἱ καλοὶ ποιμένες φροντίζουν γιὰ τὸ ποίμνιό τους· τὸ ὁδηγοῦν στοὺς λειμῶνας καὶ τὰς πηγὰς τῶν Γραφῶν, ἑρμηνεύουν τὸ Εὐαγγέλιο, τελοῦν τὰ μυστήρια, λειτουργοῦν. Καὶ ἂν κάποτε ἕνα πρόβατο χαθῇ, τρέχουν νὰ τὸ βροῦν. Παλαιότερα στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὸν Πόντο οἱ ἐφημέριοι ―τὸ ἄκουσα ἀπὸ ἕνα γέροντα― μετροῦσαν τοὺς πιστούς· κι ἂν ἕνας ἔλειπε, ὁ καλὸς ποιμὴν πήγαινε τὸ βράδυ στὸ σπίτι· ―Γιῶργο, ποῦ ἤσουν σήμερα; σὲ παρακαλῶ μὴ λείψῃς ἄλλη φορά… Αὐτὸ ἔκαναν ἐκεῖνοι. Δεῖξτε μου σήμερα ἕναν ἱερέα ποὺ τὸ κάνει.
Δὲν κατηγορῶ κανένα· κατηγορῶ πρῶτο τὸν ἑαυτό μου. Διότι καὶ τὰ ἄμφια ποὺ φοροῦμε διδάσκουν μὲ τὸ συμβολισμό τους. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὸ φέρουμε οἱ ἀρχιερεῖς στοὺς ὤμους καὶ λέγεται ὠμοφόριον. Τί συμβολίζει; Ὅπως ὁ βοσκὸς παίρνει στὸν ὦμο τὸ πρόβατο, ἔτσι κ᾿ ἐγὼ σηκώνω ὅλους σας ἐπάνω μου ὡς πρόβατα ἀπολωλότα. «Τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγώ εἰμι», ποὺ λέμε στὴν κηδεία. Αὐτὸ λοιπὸν σημαίνει τὸ ὠμοφόριο· ὁ ἀρχιερεὺς ἀκολουθεῖ τὸ Χριστό, ποὺ εἶνε «ὁ αρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 1,29). Μελαγχολία μὲ πιάνει, δάκρυα μοῦ ἔρχονται. Θέλω νὰ φύγω, τώρα στὰ γεράματά μου, νὰ πάω σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους νὰ κλάψω τ᾿ ἁμαρτήματά μου· ποιός εἶμαι;… ποιό τὸ ἔργο μου;… τί ποσοστὸ ἐκκλησιαζομένων ἔχει ἡ ἐπισκοπή μου;… Σήμερα ἀπὸ τὰ ἑκατὸ πρόβατα δὲ᾿ λείπει πλέον τὸ ἕνα, λείπουν τὰ ἐνενηνταεννέα! Πῶς θὰ ξαναγυρίσουν στὴ μάντρα τους;…
Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶνε ἔργο μόνο τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἱερέως· εἶνε καὶ δικό σας. Χριστιανὸς Χριστιανός, μοῦ λές· ποῦ εἶνε τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία ψυχῶν; Ἐγὼ θαυμάζω τοὺς κομμουνιστάς. Ἔχω ζήσει τὸ δρᾶμα καὶ δὲ᾿ σᾶς λέγω ὑπερβολή. Ἕνας κομμουνιστὴς στὸ νησὶ ποὺ ἤμουν δάσκαλος ―δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ πρὶν οὔτε ἕνας κομμουνιστής― πῆγε ἀπὸ καλύβα σὲ καλύβα καὶ τοὺς ἔκανε σχεδὸν ὅλους κομμουνιστάς. Μπράβο του! Κ᾿ ἕνας χιλιαστὴς πῆγε σ᾿ ἕνα χωριὸ καὶ τοὺς ἔκανε ὅλους χιλιαστάς. Ἐμεῖς; Βουβὰ πλάσματα. Δὲ᾿ μιλᾶμε. Δὲ᾿ μιλᾶς γιὰ τὸ Χριστό; δὲν εἶσαι Χριστιανός. Ὅποιος δὲν προσπαθεῖ νὰ φέρῃ ἕναν ἄλλο κοντὰ στὸ Χριστό, δὲν εἶνε Χριστιανός. Ὁ Χριστιανὸς ἔχει πόθο νὰ μεταδώσῃ τὸ εὐαγγέλιο μέχρι τοὺς Ἐσκιμώους καὶ μέχρι τὴν Ἀφρική – ἂν πιστεύουμε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἀληθινό· ἂν δὲν τὸ πιστεύουμε, τότε νὰ πᾶμε μὲ τοὺς ἀθέους καὶ νὰ τὸ κάψουμε, γιατὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ζοῦμε στὸ ψέμα. Ἀλλὰ ὅλα μπορεῖ νά ᾿νε ψέμα· ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Γιατί λοιπὸν ἐσὺ δὲν προσπαθεῖς νὰ τὸ ζήσῃς καὶ νὰ τὸ μεταδώσῃς;
Τελειώνοντας σᾶς βάζω κανόνα. Τὴν Κυριακὴ μὴν πᾶτε στὴν ἐκκλησία μόνοι σας· νὰ φέρετε μαζί σας καὶ ἕναν ἄλλο. Διότι Ἐκκλησία εἶνε τὸ μαντρὶ τοῦ Χριστοῦ· καὶ πρόβατο ποὺ φεύγει ἀπ᾿ τὸ μαντρί, τὸ τρώει ὁ λύκος. Ἂν πιστεύετε, πυκνῶστε τὴν Ἐκκλησία. Νὰ αὐξηθοῦν οἱ Χριστιανοί, πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Οἱ καλοὶ ποιμένες φροντίζουν γιὰ τὸ ποίμνιό τους· τὸ ὁδηγοῦν στοὺς λειμῶνας καὶ τὰς πηγὰς τῶν Γραφῶν, ἑρμηνεύουν τὸ Εὐαγγέλιο, τελοῦν τὰ μυστήρια, λειτουργοῦν. Καὶ ἂν κάποτε ἕνα πρόβατο χαθῇ, τρέχουν νὰ τὸ βροῦν. Παλαιότερα στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὸν Πόντο οἱ ἐφημέριοι ―τὸ ἄκουσα ἀπὸ ἕνα γέροντα― μετροῦσαν τοὺς πιστούς· κι ἂν ἕνας ἔλειπε, ὁ καλὸς ποιμὴν πήγαινε τὸ βράδυ στὸ σπίτι· ―Γιῶργο, ποῦ ἤσουν σήμερα; σὲ παρακαλῶ μὴ λείψῃς ἄλλη φορά… Αὐτὸ ἔκαναν ἐκεῖνοι. Δεῖξτε μου σήμερα ἕναν ἱερέα ποὺ τὸ κάνει.
Δὲν κατηγορῶ κανένα· κατηγορῶ πρῶτο τὸν ἑαυτό μου. Διότι καὶ τὰ ἄμφια ποὺ φοροῦμε διδάσκουν μὲ τὸ συμβολισμό τους. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὸ φέρουμε οἱ ἀρχιερεῖς στοὺς ὤμους καὶ λέγεται ὠμοφόριον. Τί συμβολίζει; Ὅπως ὁ βοσκὸς παίρνει στὸν ὦμο τὸ πρόβατο, ἔτσι κ᾿ ἐγὼ σηκώνω ὅλους σας ἐπάνω μου ὡς πρόβατα ἀπολωλότα. «Τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγώ εἰμι», ποὺ λέμε στὴν κηδεία. Αὐτὸ λοιπὸν σημαίνει τὸ ὠμοφόριο· ὁ ἀρχιερεὺς ἀκολουθεῖ τὸ Χριστό, ποὺ εἶνε «ὁ αρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 1,29). Μελαγχολία μὲ πιάνει, δάκρυα μοῦ ἔρχονται. Θέλω νὰ φύγω, τώρα στὰ γεράματά μου, νὰ πάω σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους νὰ κλάψω τ᾿ ἁμαρτήματά μου· ποιός εἶμαι;… ποιό τὸ ἔργο μου;… τί ποσοστὸ ἐκκλησιαζομένων ἔχει ἡ ἐπισκοπή μου;… Σήμερα ἀπὸ τὰ ἑκατὸ πρόβατα δὲ᾿ λείπει πλέον τὸ ἕνα, λείπουν τὰ ἐνενηνταεννέα! Πῶς θὰ ξαναγυρίσουν στὴ μάντρα τους;…
Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶνε ἔργο μόνο τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἱερέως· εἶνε καὶ δικό σας. Χριστιανὸς Χριστιανός, μοῦ λές· ποῦ εἶνε τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία ψυχῶν; Ἐγὼ θαυμάζω τοὺς κομμουνιστάς. Ἔχω ζήσει τὸ δρᾶμα καὶ δὲ᾿ σᾶς λέγω ὑπερβολή. Ἕνας κομμουνιστὴς στὸ νησὶ ποὺ ἤμουν δάσκαλος ―δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ πρὶν οὔτε ἕνας κομμουνιστής― πῆγε ἀπὸ καλύβα σὲ καλύβα καὶ τοὺς ἔκανε σχεδὸν ὅλους κομμουνιστάς. Μπράβο του! Κ᾿ ἕνας χιλιαστὴς πῆγε σ᾿ ἕνα χωριὸ καὶ τοὺς ἔκανε ὅλους χιλιαστάς. Ἐμεῖς; Βουβὰ πλάσματα. Δὲ᾿ μιλᾶμε. Δὲ᾿ μιλᾶς γιὰ τὸ Χριστό; δὲν εἶσαι Χριστιανός. Ὅποιος δὲν προσπαθεῖ νὰ φέρῃ ἕναν ἄλλο κοντὰ στὸ Χριστό, δὲν εἶνε Χριστιανός. Ὁ Χριστιανὸς ἔχει πόθο νὰ μεταδώσῃ τὸ εὐαγγέλιο μέχρι τοὺς Ἐσκιμώους καὶ μέχρι τὴν Ἀφρική – ἂν πιστεύουμε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἀληθινό· ἂν δὲν τὸ πιστεύουμε, τότε νὰ πᾶμε μὲ τοὺς ἀθέους καὶ νὰ τὸ κάψουμε, γιατὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ζοῦμε στὸ ψέμα. Ἀλλὰ ὅλα μπορεῖ νά ᾿νε ψέμα· ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Γιατί λοιπὸν ἐσὺ δὲν προσπαθεῖς νὰ τὸ ζήσῃς καὶ νὰ τὸ μεταδώσῃς;
Τελειώνοντας σᾶς βάζω κανόνα. Τὴν Κυριακὴ μὴν πᾶτε στὴν ἐκκλησία μόνοι σας· νὰ φέρετε μαζί σας καὶ ἕναν ἄλλο. Διότι Ἐκκλησία εἶνε τὸ μαντρὶ τοῦ Χριστοῦ· καὶ πρόβατο ποὺ φεύγει ἀπ᾿ τὸ μαντρί, τὸ τρώει ὁ λύκος. Ἂν πιστεύετε, πυκνῶστε τὴν Ἐκκλησία. Νὰ αὐξηθοῦν οἱ Χριστιανοί, πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης στον ιερό ναὸ της Ἁγίας Τριάδος Πτολεμαΐδος 30-5-1988)