«Καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς Ἰεροσόλυμα ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα· Τίς ἐστιν οὗτος;»
ΜΙΑ ΑΚΤΙΝΑ τοῦ νοητοῦ ἡλίου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἕνα μικρὸ διάλειμμα ἀνάμεσα στὸ πένθος τῆς Τεσσαρακοστῆς καὶ ἰδίως τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, εἶνε ἡ σημερινὴ ἡμέρα, ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Ἡμέρα λαμπρὰ καὶ μεγάλη. Εἶνε τὸ προοίμιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἑορτάζουμε καὶ πανηγυρίζουμε σήμερα. Ἂς διασχίζουμε λοιπὸν νοερῶς τοὺς αἰῶνας καὶ ἂς φθάσουμε στὰ Ἰεροσόλυμα. Τί θὰ βλέπαμε, ἐὰν τέτοια ἅγια ἡμέρα εὑρισκόμεθα στὰ Ἰεροσόλυμα τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ;
ΜΙΑ ΑΚΤΙΝΑ τοῦ νοητοῦ ἡλίου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἕνα μικρὸ διάλειμμα ἀνάμεσα στὸ πένθος τῆς Τεσσαρακοστῆς καὶ ἰδίως τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, εἶνε ἡ σημερινὴ ἡμέρα, ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Ἡμέρα λαμπρὰ καὶ μεγάλη. Εἶνε τὸ προοίμιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἑορτάζουμε καὶ πανηγυρίζουμε σήμερα. Ἂς διασχίζουμε λοιπὸν νοερῶς τοὺς αἰῶνας καὶ ἂς φθάσουμε στὰ Ἰεροσόλυμα. Τί θὰ βλέπαμε, ἐὰν τέτοια ἅγια ἡμέρα εὑρισκόμεθα στὰ Ἰεροσόλυμα τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ;
Ἕνα συναγερμό. Θὰ βλέπαμε ἕναν ὁλόκληρο λαό, τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό, ποὺ ἦρθε ἀπ᾿ ὅλα τὰ λιμάνια τῆς Μεσογείου, ἀπ᾿ ὅλες τὶς χῶρες, γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὴν ἑορτὴ τοῦ πάσχα. Ἕνας λαὸς ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν πολιτικὴ καὶ θρησκευτική του ἡγεσία, ποὺ διατηροῦσε ὅμως στὰ βάθη του τὴ σπίθα, τὴν ἐλπίδα τοῦ Μεσσία. Ὑπολογίζεται, ὅτι ἦταν πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο ψυχές μέσα στὰ Ἰεροσόλυμα.
Αὐτὸς ὁ λαὸς σήμερα κάνει ὑποδοχή. Ποιόν ὑποδέχεται; Τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο. Αὐτὴ ἡ ὑποδοχὴ εἶνε μοναδικὴ στὴν ἱστορία. Καὶ εἶνε μοναδική, πρῶτον διότι εἶνε αὐθόρμητη. Δὲ᾿ μοιάζει μὲ ἄλλες ὑποδοχὲς μεγάλων καὶ ἐπισήμων, ἑτεροκίνητες ἐκδηλώσεις ποὺ προετοιμάζονται ἐπιμελῶς ἐπὶ μῆνες καὶ ἔτη. Εἶνε ἀκόμη μοναδική, διότι τὸ πρόσωπο ποὺ ὑποδέχονται, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, δὲν ἔρχεται ὅπως οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ στρατηγοὶ πάνω σὲ ἄλογο μὲ χρυσᾶ χαλινινάρια ἢ σὲ ἅρμα. Ἔρχεται ταπεινός, καθήμενος «ἐπὶ πώλου ὄνου» (ἀντίφ. ἑορτ.). Μοναδικὴ ἀκόμα ἡ ὑποδοχή, διότι ὁ φτωχὸς αὐτὸς λαὸς ἔχει τόσο ἐνθουσιασμό, ὥστε βγάζουν τὰ ροῦχα τους καὶ τὰ στρώνουν κάτω, κόβουν κλαδιὰ ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ κρατοῦν βάϊα ὡς σύμβολα νίκης. Μοναδικὴ τέλος ἡ ὑποδοχή, διότι κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἀθῷα παιδιὰ συμμετέχουν φωνάζοντας «Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ» (Ματθ. 21,15).
Ὅλοι χαίρουν καὶ ἀγάλλονται. Ὅλοι; Λάθος. Μέσ᾿ στὰ Ἰεροσόλυμα ὑπῆρχαν φίδια καὶ σκορπιοί. Ἦταν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέται, ποὺ περικύκλωναν τότε τὴ Ῥωμαϊκὴ ἐξουσία. Αὐτοὶ ἐνωχλήθηκαν, πικράθηκαν, λυπήθηκαν ἀκούγοντας τὸ «ὡσαννά». Προσπαθοῦν νὰ μειώσουν τὴν ἐντύπωσι. Ὅλη ἡ πόλις λέει μὲ θαυμασμὸ «Ποιός εἶνε αὐτός;» (Ματθ. 21,10). Κι αὐτοὶ λένε τὸν ίδιο λόγο, ἀλλὰ μὲ περιφρόνησι· Ποιός εἶν᾿ αὐτός, καὶ βγήκατε ἔτσι νὰ τὸν ὑποδεχθῆτε;… Ἔτσι ἐκφράζονται. Ἀλλ᾿ ἀφοῦ ἐρωτοῦν, ἂς πάρουν τὴν ἀπάντησι. Καὶ δὲν χρειάζεται ν᾿ ἀπαντήσουμε ἐμεῖς. Ἀπαντοῦν ἄλλοι.
Αὐτὸς ὁ λαὸς σήμερα κάνει ὑποδοχή. Ποιόν ὑποδέχεται; Τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο. Αὐτὴ ἡ ὑποδοχὴ εἶνε μοναδικὴ στὴν ἱστορία. Καὶ εἶνε μοναδική, πρῶτον διότι εἶνε αὐθόρμητη. Δὲ᾿ μοιάζει μὲ ἄλλες ὑποδοχὲς μεγάλων καὶ ἐπισήμων, ἑτεροκίνητες ἐκδηλώσεις ποὺ προετοιμάζονται ἐπιμελῶς ἐπὶ μῆνες καὶ ἔτη. Εἶνε ἀκόμη μοναδική, διότι τὸ πρόσωπο ποὺ ὑποδέχονται, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, δὲν ἔρχεται ὅπως οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ στρατηγοὶ πάνω σὲ ἄλογο μὲ χρυσᾶ χαλινινάρια ἢ σὲ ἅρμα. Ἔρχεται ταπεινός, καθήμενος «ἐπὶ πώλου ὄνου» (ἀντίφ. ἑορτ.). Μοναδικὴ ἀκόμα ἡ ὑποδοχή, διότι ὁ φτωχὸς αὐτὸς λαὸς ἔχει τόσο ἐνθουσιασμό, ὥστε βγάζουν τὰ ροῦχα τους καὶ τὰ στρώνουν κάτω, κόβουν κλαδιὰ ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ κρατοῦν βάϊα ὡς σύμβολα νίκης. Μοναδικὴ τέλος ἡ ὑποδοχή, διότι κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἀθῷα παιδιὰ συμμετέχουν φωνάζοντας «Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ» (Ματθ. 21,15).
Ὅλοι χαίρουν καὶ ἀγάλλονται. Ὅλοι; Λάθος. Μέσ᾿ στὰ Ἰεροσόλυμα ὑπῆρχαν φίδια καὶ σκορπιοί. Ἦταν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέται, ποὺ περικύκλωναν τότε τὴ Ῥωμαϊκὴ ἐξουσία. Αὐτοὶ ἐνωχλήθηκαν, πικράθηκαν, λυπήθηκαν ἀκούγοντας τὸ «ὡσαννά». Προσπαθοῦν νὰ μειώσουν τὴν ἐντύπωσι. Ὅλη ἡ πόλις λέει μὲ θαυμασμὸ «Ποιός εἶνε αὐτός;» (Ματθ. 21,10). Κι αὐτοὶ λένε τὸν ίδιο λόγο, ἀλλὰ μὲ περιφρόνησι· Ποιός εἶν᾿ αὐτός, καὶ βγήκατε ἔτσι νὰ τὸν ὑποδεχθῆτε;… Ἔτσι ἐκφράζονται. Ἀλλ᾿ ἀφοῦ ἐρωτοῦν, ἂς πάρουν τὴν ἀπάντησι. Καὶ δὲν χρειάζεται ν᾿ ἀπαντήσουμε ἐμεῖς. Ἀπαντοῦν ἄλλοι.
* * *
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν πρῶτα – πρῶτα οἱ ἀκροαταί του. Ποιοί ἀκροαταί; Οἱ ταπεινοὶ ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας, αἱ φτωχὲς γυναῖκες, τὰ ἀθῷα παιδιά. Ἀπαντοῦν ἀκόμα κι αὐτοὶ οἱ ὑπηρέτες τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν φαρισαίων, ποὺ τοὺς ἔστειλαν νὰ τὸν πιάσουν μὰ δὲν τὸν ἔπιασαν. Ὅταν τοὺς ρωτοῦν τ᾿ ἀφεντικά ―Γιατί δὲν τὸν φέρατε; αὐτοὶ ἀπαντοῦν· ―«Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. 7,32-46), δὲ᾿ μίλησε ποτέ ἄλλος ἄνθρωπος σὰν αὐτόν.
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν σήμερα αὐθόρμητα οἱ ὄχλοι· «Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ προφήτης ὁ ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας» (Ματθ. 21,11).
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν τὰ ἔργα του, τὰ θαύματά του. Ἀπαντοῦν οἱ τυφλοὶ ποὺ εἶδαν τὸ φῶς τους, οἱ κωφοὶ καὶ ἄλαλοι ποὺ ἐλάλησαν, οἱ παράλυτοι ποὺ σηκώθηκαν, οἱ λεπροὶ ποὺ καθαρίστηκαν, οἱ χιλιάδες ποὺ χόρτασαν στὴν ἔρημο…· ἀπαντᾷ πρὸ παντὸς σήμερα ὁ Λάζαρος, ποὺ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Καὶ ἕνα μόνο ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτὰ θὰ ἔφτανε. Οἱ ἀρχιερεῖς ὅμως δὲν πιστεύουν, ἀλλ᾿ ἐρωτοῦν μὲ τὴν ἐσχάτη περιφρόνησι· «Ποιός εἶνε αὐτός;», «ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας;» (Μᾶρκ. 6,3), «ὁ τοῦ τέκτονος υἱός;» (Ματθ. 13,55).
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν οἱ αἰῶνες τῆς ἱστορίας. Ἀπαντᾷ ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ποὺ προσπάθησε νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς του ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσῃ· «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε». Ἀπαντᾷ ὁ πατριάρχης τῆς ἀθεΐας, ὁ Βολταῖρος, ποὺ κι αὐτὸς πρὶν τὸ τέλος του ὡμολόγησε τὴν ἀνωτερότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπαντᾷ ὁ Ῥῶσος φιλόσοφος Ντοστογιέφσκυ, ἄπιστος στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ πιστός, ἕνας προφήτης τῆς νέας Ῥωσίας, ὁ ὁποῖος εἶπε, ὅτι τὸ δικό του «ὡσαννὰ» εἶνε βγαλμένο ἀπὸ ἕνα καμίνι δοκιμασίας.
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν ἀκόμα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ κυρίαρχός των· διότι «καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ» (Ματθ. 8,27). Καὶ τώρα, ποὺ οἱ φαρισαῖοι ἐνωχλήθηκαν καὶ εἶπαν στὸ Χριστὸ νὰ ἐπιπλήξῃ αὐτοὺς ποὺ ζητωκραυγάζουν, ἐκεῖνος τί ἀπαντᾷ· «Ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται»· ἂν αὐτοὶ σωπάσουν, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα θὰ φωνάξουν (Λουκ. 19,40). Τί θὰ φωνάξουν· ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν σήμερα αὐθόρμητα οἱ ὄχλοι· «Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ προφήτης ὁ ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας» (Ματθ. 21,11).
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν τὰ ἔργα του, τὰ θαύματά του. Ἀπαντοῦν οἱ τυφλοὶ ποὺ εἶδαν τὸ φῶς τους, οἱ κωφοὶ καὶ ἄλαλοι ποὺ ἐλάλησαν, οἱ παράλυτοι ποὺ σηκώθηκαν, οἱ λεπροὶ ποὺ καθαρίστηκαν, οἱ χιλιάδες ποὺ χόρτασαν στὴν ἔρημο…· ἀπαντᾷ πρὸ παντὸς σήμερα ὁ Λάζαρος, ποὺ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Καὶ ἕνα μόνο ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτὰ θὰ ἔφτανε. Οἱ ἀρχιερεῖς ὅμως δὲν πιστεύουν, ἀλλ᾿ ἐρωτοῦν μὲ τὴν ἐσχάτη περιφρόνησι· «Ποιός εἶνε αὐτός;», «ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας;» (Μᾶρκ. 6,3), «ὁ τοῦ τέκτονος υἱός;» (Ματθ. 13,55).
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν οἱ αἰῶνες τῆς ἱστορίας. Ἀπαντᾷ ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ποὺ προσπάθησε νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς του ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσῃ· «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε». Ἀπαντᾷ ὁ πατριάρχης τῆς ἀθεΐας, ὁ Βολταῖρος, ποὺ κι αὐτὸς πρὶν τὸ τέλος του ὡμολόγησε τὴν ἀνωτερότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπαντᾷ ὁ Ῥῶσος φιλόσοφος Ντοστογιέφσκυ, ἄπιστος στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ πιστός, ἕνας προφήτης τῆς νέας Ῥωσίας, ὁ ὁποῖος εἶπε, ὅτι τὸ δικό του «ὡσαννὰ» εἶνε βγαλμένο ἀπὸ ἕνα καμίνι δοκιμασίας.
«Τίς ἐστιν οὗτος;». Ἀπαντοῦν ἀκόμα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ κυρίαρχός των· διότι «καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ» (Ματθ. 8,27). Καὶ τώρα, ποὺ οἱ φαρισαῖοι ἐνωχλήθηκαν καὶ εἶπαν στὸ Χριστὸ νὰ ἐπιπλήξῃ αὐτοὺς ποὺ ζητωκραυγάζουν, ἐκεῖνος τί ἀπαντᾷ· «Ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται»· ἂν αὐτοὶ σωπάσουν, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα θὰ φωνάξουν (Λουκ. 19,40). Τί θὰ φωνάξουν· ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
* * *
Πέρασαν ἀπὸ τότε, ἀγαπητοί μου, είκοσι αἰῶνες. Καὶ σήμερα ἄλλα φίδια, ὑλισταὶ καὶ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, ποὺ τώρα ἔχουν αὐξηθῆ, ἐνοχλοῦνται κι αὐτοί, ὅπως οἱ φαρισαῖοι τότε. Ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ συνεχίζει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἐνοχλοῦνται καὶ μόνο ποὺ βλέπουν τὸν παπᾶ στὸ δρόμο. Ὦ ἀείμνηστοι πρόγονοί μας, ποὺ βλέπατε παπᾶ καὶ κάνατε τὸ σταυρό σας! Τώρα περνᾷ ὁ παπᾶς, κι αὐτοὶ εἰρωνεύονται καὶ κάνουν αἰσχρὲς χειρονομίες. «Τίς ἐστιν οὗτος;», ποιός εἶν᾿ αὐτός; λένε πάλι μὲ χλευασμό. Ἐνοχλοῦνται ὅταν δοῦν ἐπίσκοπο νὰ ἐλέγχῃ τὰ κακῶς κείμενα. Ἐνοχλοῦνται ὅταν ἡ Ἐκκλησία καλῇ τὸν κόσμο σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὸ Θεό. Ἐνοχλοῦνται ὅταν ἀκοῦνε καὶ τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησίας νὰ χτυπάῃ. Ἐνοχλοῦνται ὅμως ἀκόμα περισσότερο – πότε; Ὅπως οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι ἐνωχλοῦντο γιατὶ τὰ ἀθῷα παιδιὰ δοξολογοῦσαν τὸ Χριστὸ μὲ τὰ «ὡσαννά», ἔτσι κι αὐτοὶ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα ἐνοχλοῦνται γιατὶ ὑπάρχουν ἀκόμα παιδιὰ ποὺ πιστεύουν στὸ Θεό. Ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὰ κατηχητικὰ σχολεῖα. Ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τοὺς νέους ποὺ ἀντιστέκονται στὶς ἀθεϊστικὲς ἰδέες ὅταν κακοὶ ἐκπαιδευτικοὶ διακωμῳδοῦν τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ μέσα στὶς αίθουσες τῶν σχολείων. Στενοχωροῦνται ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα μικρὰ παιδιά, ἀθῷα ἀγγελούδια, ποὺ προσεύχονται στὸ Χριστό.
Ἀλλὰ τοὺς προειδοποιοῦμε. Κι ἂν ἀκόμα μποροῦσαν νὰ διώξουν ὅλους τοὺς ἱερεῖς καὶ νὰ ἐξουδετερώσουν ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ νὰ γκρεμίσουν ὅλες τὶς ἐκκλησίες καὶ ν᾿ ἀπαγορεύσουν σὲ ὅλα τὰ παιδιὰ νὰ λένε τὸ «ὡσαννά», νὰ ξέρουν ὅτι ἡ πίστι στὸ Χριστὸ ἔχει ῥίζες στὴν καρδιά, καὶ κανείς σατανᾶς, οἱουδήποτε κόμματος, δὲ᾿ θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ξερριζώσῃ ἀπὸ τὸν εὐγενῆ αὐτὸ λαό. Καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ πάντοτε, ἐφ᾿ ὅσον ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, ἐφ᾿ ὅσον λάμπουν τὰ ἄστρα, ἐφ᾿ ὅσον ψάλλουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ δάση, ἐφ᾿ ὅσον τρέχουν οἱ πηγὲς καὶ τὰ ποτάμια, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχουν βουνὰ καὶ πεδιάδες, ἐφ᾿ ὅσον ἁπλώνονται στεργιὲς καὶ θάλασσες, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχουν τάφοι καὶ σταυροί, θ᾿ ἀκούγεται διαρκῶς ἀπὸ ὅλη τὴν κτίσι, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, τὸ «ὡσαννά». Οἱ πιστοὶ δὲν θὰ μείνουν ἀδρανεῖς. Ὑπάρχουν καὶ ἐκπαιδευτικοὶ ἐκλεκτοί, δάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ καυχήματα καὶ ἐγκαλλωπίσματα τοῦ γένους μας. Εἶνε ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, ἐκκλησιάζονται καὶ ἐξομολογοῦνται, εἶνε ἄνθρωποι ποὺ λένε τὸ «ὡσαννὰ» ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους. Αὐτοὶ προσπαθοῦν νὰ φυτεύσουν στὴν καρδιὰ τῶν παιδιῶν τὴν πίστι στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐξουδετερώσουν τὸ δηλητήριο ποὺ στάζουν οἱ ἄλλοι.
Τί ἄλλο μπορεῖ νὰ πράξῃ ἡ ἐκκλησία; Ἐὰν οἱ κακοὶ ἐκπαιδευτικοὶ συνεχίζουν τὴ διάβρωσι διδάσκοντας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ κατατάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο, ἡ ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ μείνῃ ἀπαθής. Ἂς χτυπήσῃ νεκρικὰ τὶς καμπάνες, γιατὶ κάτι πεθαίνει. Κάθε φορὰ ποὺ ἀπὸ τὴν ἕδρα τοῦ σχολείου σπείρεται ἡ ἀθεΐα, τὴν ὥρα ἐκείνη κάτι πεθαίνει μέσ᾿ στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν μας. Ἂς ἐγερθῇ λοιπὸν ὁ πιστὸς λαὸς σὲ μιὰ ἔντονη διαμαρτυρία. Δὲν είμεθα χώρα ἀθέων. Είμεθα χώρα ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ποὺ φυλάττουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια.
Ἂς ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς μὲ μιὰ καρδιά· «Ὡσαννά…· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις» (Ματθ. 21,9).
Ἀλλὰ τοὺς προειδοποιοῦμε. Κι ἂν ἀκόμα μποροῦσαν νὰ διώξουν ὅλους τοὺς ἱερεῖς καὶ νὰ ἐξουδετερώσουν ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ νὰ γκρεμίσουν ὅλες τὶς ἐκκλησίες καὶ ν᾿ ἀπαγορεύσουν σὲ ὅλα τὰ παιδιὰ νὰ λένε τὸ «ὡσαννά», νὰ ξέρουν ὅτι ἡ πίστι στὸ Χριστὸ ἔχει ῥίζες στὴν καρδιά, καὶ κανείς σατανᾶς, οἱουδήποτε κόμματος, δὲ᾿ θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ξερριζώσῃ ἀπὸ τὸν εὐγενῆ αὐτὸ λαό. Καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ πάντοτε, ἐφ᾿ ὅσον ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, ἐφ᾿ ὅσον λάμπουν τὰ ἄστρα, ἐφ᾿ ὅσον ψάλλουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ δάση, ἐφ᾿ ὅσον τρέχουν οἱ πηγὲς καὶ τὰ ποτάμια, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχουν βουνὰ καὶ πεδιάδες, ἐφ᾿ ὅσον ἁπλώνονται στεργιὲς καὶ θάλασσες, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχουν τάφοι καὶ σταυροί, θ᾿ ἀκούγεται διαρκῶς ἀπὸ ὅλη τὴν κτίσι, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, τὸ «ὡσαννά». Οἱ πιστοὶ δὲν θὰ μείνουν ἀδρανεῖς. Ὑπάρχουν καὶ ἐκπαιδευτικοὶ ἐκλεκτοί, δάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ καυχήματα καὶ ἐγκαλλωπίσματα τοῦ γένους μας. Εἶνε ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, ἐκκλησιάζονται καὶ ἐξομολογοῦνται, εἶνε ἄνθρωποι ποὺ λένε τὸ «ὡσαννὰ» ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους. Αὐτοὶ προσπαθοῦν νὰ φυτεύσουν στὴν καρδιὰ τῶν παιδιῶν τὴν πίστι στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐξουδετερώσουν τὸ δηλητήριο ποὺ στάζουν οἱ ἄλλοι.
Τί ἄλλο μπορεῖ νὰ πράξῃ ἡ ἐκκλησία; Ἐὰν οἱ κακοὶ ἐκπαιδευτικοὶ συνεχίζουν τὴ διάβρωσι διδάσκοντας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ κατατάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο, ἡ ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ μείνῃ ἀπαθής. Ἂς χτυπήσῃ νεκρικὰ τὶς καμπάνες, γιατὶ κάτι πεθαίνει. Κάθε φορὰ ποὺ ἀπὸ τὴν ἕδρα τοῦ σχολείου σπείρεται ἡ ἀθεΐα, τὴν ὥρα ἐκείνη κάτι πεθαίνει μέσ᾿ στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν μας. Ἂς ἐγερθῇ λοιπὸν ὁ πιστὸς λαὸς σὲ μιὰ ἔντονη διαμαρτυρία. Δὲν είμεθα χώρα ἀθέων. Είμεθα χώρα ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ποὺ φυλάττουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια.
Ἂς ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς μὲ μιὰ καρδιά· «Ὡσαννά…· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις» (Ματθ. 21,9).