ΣΤΗΝ Ἑλλάδα, ἀγαπητοί μου, στὰ ἀρχαῖα χρόνια ἔζησε, μεταξὺ τῶν σοφῶν, καὶ ὁ Σωκράτης. Αὐτὸς ὡρισμένες στιγμὲς στεκόταν ἐκστατικός. Δὲν ἐπέτρεπε νὰ τοῦ μιλήσουν. Μὲ μάτια ὑψωμένα στὸν οὐρανὸ ἔλεγε· Αὐτὴ τὴν ὥρα ἀκούω φωνὲς ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο…
Ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε μετὰ Χριστόν, ποὺ ἀκοῦμε τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο, ποὺ λατρεύουμε τὸ Θεὸ μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ
ὀρθοδόξου ναοῦ ―«ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος» (Γέν. 28,17)―, ἐμεῖς μποροῦμε ἆραγε νὰ ποῦμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Σωκράτης; Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι τὴν ὥρα τῆς λατρείας μας διώχνουμε ἀπ’ τὸ μυαλό μας κάθε σκέψι γήινη κι ὁ νοῦς μας εἶνε πάνω ἀπὸ τὴν ὕλη, πάνω ἀπὸ κάθε τι ἐγκόσμιο; Ἀλλοίμονο ἂν τὴν ὥρα αὐτὴ ὁ νοῦς δὲν εἶνε στὸ Θεό, ἂν τ’ αὐτιά μας εἶνε κλειστά.
Στὴ θεία λειτουργία ἀκούγονται φωνὲς οὐράνιες· φωνὲς ἀγγέλων, προφητῶν, πατριαρχῶν, καὶ πρὸ πάντων ἡ φωνὴ τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. «Σοφία· ὀρθοὶ ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου», ἂς ἀκούσουμε τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου.
http://www.augoustinos-kantiotis.gr
Ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε μετὰ Χριστόν, ποὺ ἀκοῦμε τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο, ποὺ λατρεύουμε τὸ Θεὸ μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ
ὀρθοδόξου ναοῦ ―«ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος» (Γέν. 28,17)―, ἐμεῖς μποροῦμε ἆραγε νὰ ποῦμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Σωκράτης; Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι τὴν ὥρα τῆς λατρείας μας διώχνουμε ἀπ’ τὸ μυαλό μας κάθε σκέψι γήινη κι ὁ νοῦς μας εἶνε πάνω ἀπὸ τὴν ὕλη, πάνω ἀπὸ κάθε τι ἐγκόσμιο; Ἀλλοίμονο ἂν τὴν ὥρα αὐτὴ ὁ νοῦς δὲν εἶνε στὸ Θεό, ἂν τ’ αὐτιά μας εἶνε κλειστά.
Στὴ θεία λειτουργία ἀκούγονται φωνὲς οὐράνιες· φωνὲς ἀγγέλων, προφητῶν, πατριαρχῶν, καὶ πρὸ πάντων ἡ φωνὴ τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. «Σοφία· ὀρθοὶ ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου», ἂς ἀκούσουμε τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου.
* * *
Καὶ μέσα στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, ἀκούγονται διάφορες φωνές. Μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶνε καὶ μιὰ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐμένα τοὐλάχιστον μὲ κάνει νὰ τρέμω. Δὲν εἶνε γλυκειά, ὅπως σὲ ἄλλες περιπτώσεις. Ἐδῶ ἡ φωνή του εἶνε τραχειά· εἶνε σὰν καταῤῥάκτης, σὰν κεραυνός, ποὺ πέφτει μέσ’ στὴ νύχτα καὶ τρομοκρατεῖ τὸν ἄνθρωπο. Εἶνε φωνὴ φοβερά. Ἂν μποροῦσα νὰ σᾶς κάνω νὰ τὴν αἰσθανθῆτε, πολὺ θὰ ἀλλάζατε. Τί φωνὴ εἶνε; Ὦ ἁμαρτωλοί, μὴν παίζετε, εἶνε ἕνα ἔνταλμα συλλήψεως! Δὲν τὸ ἐξέδωκε κάποιος εἰσαγγελεύς, ποὺ μπορεῖς νὰ κρυφτῇς σὲ μιὰ σπηλιὰ καὶ ν’ ἀποφύγῃς τὴν σύλληψι. Εἶνε ἀπόφασις Θεοῦ, Πιάστε τον! – ἀκοῦτε; Καὶ ἐκτελεστικὰ ὄργανα, οἱ φτερωτοὶ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, μὲ πύρινα σπαθιὰ περιτρέχουν ὅλη τὴ γῆ. Πιάστε τον! χωρὶς ἄλλες διατυπώσεις ῥῖξτε τον σὲ φυλακὴ σκοτεινή, ἐκεῖ ποὺ εἶνε «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» (Ματθ. 25,30).
Μὲ φόβο πλησιάζουμε καὶ ρωτᾶμε· Ὦ ἅγιοι ἄγγελοι, τί κακὸ ἔκανε αὐτὸς καὶ ὑπεγράφη ἐναντίον του τέτοιο ἔνταλμα; Μήπως ἔκανε κανένα ἀπ’ τὰ μεγάλα ἐγκλήματα; Σκότωσε, ἔβαψε τὰ χέρια του στὸ αἷμα; Ἔκλεψε, λῄστεψε; Πῆγε σὲ δικαστήρια, ἅπλωσε τὸ βρωμερό του χέρι στὸ Εὐαγγέλιο καὶ πῆρε ψεύτικο ὅρκο; Γκρέμισε καμμιὰ ἐκκλησία; Ἢ ἔκανε κάτι ἀκόμη χειρότερο, μήπως χώρισε κανένα ἀντρόγυνο; Γιατὶ ἂν γκρεμίσῃς ἐκκλησιά, τὴν ξαναχτίζεις, ἂν ὅμως εἰσχωρήσῃς ἀνάμεσα στὸ ἀντρόγυνο, τὸ κακὸ δύσκολα διορθώνεται. «Ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Ματθ. 19,6). Τί λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ διέπραξε;
Δὲν ἔκανε τίποτε ἀπ’ αὐτά. Ποιό εἶνε τότε τὸ ἔγκλημά του; Τὸ εἶπε τὸ εὐαγγέλιο· δὲν ἔκανε τὸ καλό! Μάλιστα. Δὲν φτάνει δηλαδὴ μόνο νὰ μὴν κάνῃς τὸ κακό. Ἔρχονται μερικοὶ τάχα νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ἐγὼ δὲν ἐξομολογῶ. Γιατί; Διότι ὑπάρχει μιὰ ὑποκρισία στὴν ἐξομολόγησι. Ἐγώ, παππούλη, σοῦ λέει, δὲν ἔκανα τίποτα, δὲ σκότωσα, δὲν ἔκλεψα… Πολὺ ἐλαφρὰ ζυγίζεις τὸν ἑαυτό σου. Ἂν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα! Φοβερὸ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ «ὀλίγοι οἱ σῳζόμενοι» (Λουκ. 13,23). Τ’ ἀκούσατε τί λέει; Παραβολικῶς μᾶς εἶπε ὁ Χριστὸς τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια. Δὲ φτάνει νὰ μὴ κάνῃς τὸ κακό· αὐτὴ εἶνε ἡ ἀρνητικὴ ὄψις τῆς ζωῆς. Ὑπάρχει καὶ ἡ θετικὴ ὄψις, καὶ αὐτὴ εἶνε ἡ σπουδαιότερη.
Ἔδωσε, λέει, ὁ Θεὸς «τάλαντα», μοίρασε δῶρα. «Ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα», Κύριε (Ψαλμ. 103,28), μοιράζεις δῶρα, σκορπᾷς ἄπειρα ἀγαθά. Τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ ὀνομάζει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο «τάλαντα» (Ματθ. 25,15). Τί εἶνε «τάλαντον»; Βάρος χρυσοῦ, ποσότης χρημάτων, 6.000 ἀρχαῖες δραχμές, ποὺ ἀντιστοιχοῦν σήμερα περίπου μὲ 30.000 δολλάρια ἢ 1.000.000 ἑλληνικὲς δραχμές. Αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ πῆρε τὸ ἕνα τάλαντο ἦταν ἑκατομμυριοῦχος· αὐτὸς μὲ τὰ δύο τάλαντα, εἶχε 2 ἑκατομμύρια· καὶ μὲ τὰ πέντε, 5 ἑκατομμύρια. Πλοῦτο ἄφθονο ἔδωσε ὁ Θεός.
Καὶ τί συμβολίζουν τὰ τάλαντα; Ὄχι μόνο ὑλικὰ ἀγαθά, χρήματα, χρυσό, νομίσματα. Τάλαντα κυρίως εἶνε ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος ἔχει εἴτε ἐκ φύσεως εἴτε κατόπιν ἀσκήσεως· τὰ προσόντα, τὰ χαρίσματα, οἱ ἱκανότητες, οἱ δεξιότητες. Τάλαντο εἶνε λ.χ. ἡ εὐφυΐα, ἡ ἐπιστήμη, ἡ σοφία· τάλαντο εἶνε ἡ τέχνη, τὸ ἐπάγγελμα στὸ ὁποῖο ὁ καθένας ἀσκεῖται· τάλαντο εἶνε ἡ ἱερωσύνη, τὸ ἀξίωμα στὴν πολιτεία, ἡ θέσι στὴν κοινωνία· τάλαντο εἶνε ὁ χρόνος, οἱ διάφορες εὐκαιρίες τῆς ζωῆς. Τάλαντο εἶνε καὶ ἡ ὑγεία, ἡ ἀρτιμέλεια, ἡ ἀντοχή. Σοῦ τὰ δίνει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσῃς στὸ ἀγαθό. Ἔχεις χέρια; σήκωσε αὐτὸν ποὺ ἔπεσε, δῶσε μιὰ βοήθεια στὸν ἄλλο. Ἔχεις πόδια; νὰ ἐπισκεφθῇς τὸν φυλακισμένο, τὴ χήρα καὶ τὸ ὀρφανό, αὐτὸν ποὺ εἶνε στὸ νοσοκομεῖο. Ἔχεις μάτια; σοῦ τά ’δωσε ὁ Θεὸς ὄχι γιὰ νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὶς κόγχες τους κοιτάζοντας τὰ αἰσχρά, ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπῃς τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα καὶ νὰ λὲς «Δόξα σοι, τῷ δείξαντι τὸ φῶς» (Δοξολ.), νὰ βλέπῃς τὸ δυστυχισμένο καὶ νὰ κλαῖς κοντά του. Ἔχεις αὐτιά; ἄκου τὸν πόνο τῶν θλιμμένων. Ἔχεις γλῶσσα; παρηγόρησε τὸν στενοχωρημένο, πὲς μιὰ κουβέντα στὸ βλάστημο, διαφώτισε ὅποιον εἶνε στὴν ἄγνοια. Ὅποιος, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ἐπιστρέψῃ κάποιον ἀπὸ τὸν πλανεμένο δρόμο του, αὐτὸς «σώσει ψυχὴν ἐκ θανάτου καὶ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν» (Ἰακ. 5,20)· αὐτὸς γίνεται Χριστοῦ στόμα.
Κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ καλό. Κι ὁ ἐπιστήμονας, κι ὁ τεχνίτης, κι ὁ ἐργάτης, κι ὁ πλούσιος, κι ὁ φτωχός, ὅλοι ἔχουμε κάποιο τάλαντο, καὶ ὅλα πρέπει νὰ τὰ καλλιεργοῦμε. Θ’ ἀναφέρω δύο – τρία παραδείγματα, γιὰ νὰ φανῇ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὅσο μικρὸς κι ἂν εἶνε, ποὺ νὰ μὴ μπορῇ νὰ κάνῃ τὸ καλό.
⃝ Τὸν ἐποχὴ τῆς παλαιᾶς διαθήκης, 800 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, ἔπεσε ξηρασία καὶ πεῖνα. Στὰ Σαρεπτὰ ζοῦσε μιὰ χήρα καὶ χτύπησε τὴν πόρτα της ἕνας γέρος. ―Πεινῶ, τῆς λέει. ―Ἔλα μέσα, γέροντα. Νά τί ἔχω γιὰ μένα καὶ τὰ ὀρφανά μου, μερικὲς φοῦχτες ἀλεύρι καὶ λίγο λαδάκι· ἀλλ’ ἀφοῦ σ’ ἔστειλε ὁ Θεός, θὰ τὰ μοιραστοῦμε… Δὲν τὸν ἔδιωξε! Ποιός ἤτανε; Ὁ προφήτης Ἠλίας. Αὐτὸς τὰ εὐλόγησε, καὶ τὰ λίγα ἐκεῖνα ἔφτασαν νὰ συντηρηθοῦν ὅλο τὸν καιρὸ τῆς πείνας. Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11). Νά λοιπὸν μιὰ φτωχὴ χήρα ποὺ ἔκανε καλὸ μὲ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη της.
⃝ Ἄλλο παράδειγμα. Ἕνας ἅγιος, ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης – νά ’χουμε τὴν εὐχή του. Τί ἦταν, πατριάρχης; Εἶχε μῆτρες, μπαστοῦνες χρυσές, ἐγκόλπια, σπίτια μεγάλα; Ἀσκητής ἦταν. Κι ὅμως αὐτὸς ὠφέλησε περισσότερο ἀπὸ δεσποτάδες, παπᾶδες καὶ θεολόγους. Τί ἔκανε; Ἐκεῖ ποὺ καθόταν ἔγραφε γράμματα. Ἄκουγε, ὅτι ἕνα ἀντρόγυνο εἶνε μαλωμένοι; τοὺς ἔγραφε ἕνα ὡραῖο γράμμα· τὸ διάβαζαν, δάκρυζαν καὶ συμφιλιώνοντο. Μάθαινε, ὅτι στὸ παλάτι ὁ βασιλιᾶς ἔκανε ὄργια; ἄλλο γράμμα. Μάθαινε, ὅτι ὁ δεσπότης ἀμελεῖ; ἄλλο γράμμα. Μέσα ἀπὸ τὸ ἀσκητήριό του ἔστειλε 10.000 ἐπιστολές· ἔτσι σκόρπισε τὸ καλό.
⃝ Θέλετε κι ἄλλο παράδειγμα; Εἶνε ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ ’21. Γιὰ νὰ δοῦμε ἐμεῖς ἐλευθερία, κοπίασαν πολλοί· καὶ κληρικοί, καὶ καλόγεροι, καὶ καπετάνιοι, καὶ ναῦτες, καὶ ἀγρότες ἀγράμματοι, καὶ γυναῖκες. Ὅλοι κοπίασαν. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν κ’ ἕνας τσοπανάκος κοντὸς καὶ καμπούρης, ποὺ τὰ παιδιὰ τὸν κορόιδευαν. Εἶχε ὅμως τὸ τάλαντο νὰ λέῃ τραγούδια, ὅπως ὁ ἀρχαῖος Τυρταῖος, ποὺ ἔκαναν τοὺς κλέφτες νὰ γίνωνται λέοντες καὶ νὰ ὁρμοῦν στὴ μάχη. Ἔτσι ἔγινε σάλπιγγα τοῦ ἀγῶνος. Ἐκεῖ ποὺ ὁ Κολοκοτρώνης ἀνεβασμένος σ’ ἕνα βράχο μιλοῦσε στὰ παλληκάρια, τὸν εἶχε δίπλα του. Αὐτὸς ὁ μικρὸς ὠφέλησε τὴν ἐπανάστασι ὅσο δὲν ὠφέλησαν ἄλλοι μεγάλοι.
Νά λοιπὸν τί μπορεῖ νὰ κάνῃ καὶ μιὰ χήρα, κ’ ἕνας ἀσκητής, κ’ ἕνας τσοπανάκος. Κανείς δὲν εἶνε ἄχρηστος. Ὅλοι ἔχουμε προορισμό.
Μὲ φόβο πλησιάζουμε καὶ ρωτᾶμε· Ὦ ἅγιοι ἄγγελοι, τί κακὸ ἔκανε αὐτὸς καὶ ὑπεγράφη ἐναντίον του τέτοιο ἔνταλμα; Μήπως ἔκανε κανένα ἀπ’ τὰ μεγάλα ἐγκλήματα; Σκότωσε, ἔβαψε τὰ χέρια του στὸ αἷμα; Ἔκλεψε, λῄστεψε; Πῆγε σὲ δικαστήρια, ἅπλωσε τὸ βρωμερό του χέρι στὸ Εὐαγγέλιο καὶ πῆρε ψεύτικο ὅρκο; Γκρέμισε καμμιὰ ἐκκλησία; Ἢ ἔκανε κάτι ἀκόμη χειρότερο, μήπως χώρισε κανένα ἀντρόγυνο; Γιατὶ ἂν γκρεμίσῃς ἐκκλησιά, τὴν ξαναχτίζεις, ἂν ὅμως εἰσχωρήσῃς ἀνάμεσα στὸ ἀντρόγυνο, τὸ κακὸ δύσκολα διορθώνεται. «Ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Ματθ. 19,6). Τί λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ διέπραξε;
Δὲν ἔκανε τίποτε ἀπ’ αὐτά. Ποιό εἶνε τότε τὸ ἔγκλημά του; Τὸ εἶπε τὸ εὐαγγέλιο· δὲν ἔκανε τὸ καλό! Μάλιστα. Δὲν φτάνει δηλαδὴ μόνο νὰ μὴν κάνῃς τὸ κακό. Ἔρχονται μερικοὶ τάχα νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ἐγὼ δὲν ἐξομολογῶ. Γιατί; Διότι ὑπάρχει μιὰ ὑποκρισία στὴν ἐξομολόγησι. Ἐγώ, παππούλη, σοῦ λέει, δὲν ἔκανα τίποτα, δὲ σκότωσα, δὲν ἔκλεψα… Πολὺ ἐλαφρὰ ζυγίζεις τὸν ἑαυτό σου. Ἂν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα! Φοβερὸ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ «ὀλίγοι οἱ σῳζόμενοι» (Λουκ. 13,23). Τ’ ἀκούσατε τί λέει; Παραβολικῶς μᾶς εἶπε ὁ Χριστὸς τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια. Δὲ φτάνει νὰ μὴ κάνῃς τὸ κακό· αὐτὴ εἶνε ἡ ἀρνητικὴ ὄψις τῆς ζωῆς. Ὑπάρχει καὶ ἡ θετικὴ ὄψις, καὶ αὐτὴ εἶνε ἡ σπουδαιότερη.
Ἔδωσε, λέει, ὁ Θεὸς «τάλαντα», μοίρασε δῶρα. «Ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα», Κύριε (Ψαλμ. 103,28), μοιράζεις δῶρα, σκορπᾷς ἄπειρα ἀγαθά. Τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ ὀνομάζει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο «τάλαντα» (Ματθ. 25,15). Τί εἶνε «τάλαντον»; Βάρος χρυσοῦ, ποσότης χρημάτων, 6.000 ἀρχαῖες δραχμές, ποὺ ἀντιστοιχοῦν σήμερα περίπου μὲ 30.000 δολλάρια ἢ 1.000.000 ἑλληνικὲς δραχμές. Αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ πῆρε τὸ ἕνα τάλαντο ἦταν ἑκατομμυριοῦχος· αὐτὸς μὲ τὰ δύο τάλαντα, εἶχε 2 ἑκατομμύρια· καὶ μὲ τὰ πέντε, 5 ἑκατομμύρια. Πλοῦτο ἄφθονο ἔδωσε ὁ Θεός.
Καὶ τί συμβολίζουν τὰ τάλαντα; Ὄχι μόνο ὑλικὰ ἀγαθά, χρήματα, χρυσό, νομίσματα. Τάλαντα κυρίως εἶνε ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος ἔχει εἴτε ἐκ φύσεως εἴτε κατόπιν ἀσκήσεως· τὰ προσόντα, τὰ χαρίσματα, οἱ ἱκανότητες, οἱ δεξιότητες. Τάλαντο εἶνε λ.χ. ἡ εὐφυΐα, ἡ ἐπιστήμη, ἡ σοφία· τάλαντο εἶνε ἡ τέχνη, τὸ ἐπάγγελμα στὸ ὁποῖο ὁ καθένας ἀσκεῖται· τάλαντο εἶνε ἡ ἱερωσύνη, τὸ ἀξίωμα στὴν πολιτεία, ἡ θέσι στὴν κοινωνία· τάλαντο εἶνε ὁ χρόνος, οἱ διάφορες εὐκαιρίες τῆς ζωῆς. Τάλαντο εἶνε καὶ ἡ ὑγεία, ἡ ἀρτιμέλεια, ἡ ἀντοχή. Σοῦ τὰ δίνει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσῃς στὸ ἀγαθό. Ἔχεις χέρια; σήκωσε αὐτὸν ποὺ ἔπεσε, δῶσε μιὰ βοήθεια στὸν ἄλλο. Ἔχεις πόδια; νὰ ἐπισκεφθῇς τὸν φυλακισμένο, τὴ χήρα καὶ τὸ ὀρφανό, αὐτὸν ποὺ εἶνε στὸ νοσοκομεῖο. Ἔχεις μάτια; σοῦ τά ’δωσε ὁ Θεὸς ὄχι γιὰ νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὶς κόγχες τους κοιτάζοντας τὰ αἰσχρά, ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπῃς τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα καὶ νὰ λὲς «Δόξα σοι, τῷ δείξαντι τὸ φῶς» (Δοξολ.), νὰ βλέπῃς τὸ δυστυχισμένο καὶ νὰ κλαῖς κοντά του. Ἔχεις αὐτιά; ἄκου τὸν πόνο τῶν θλιμμένων. Ἔχεις γλῶσσα; παρηγόρησε τὸν στενοχωρημένο, πὲς μιὰ κουβέντα στὸ βλάστημο, διαφώτισε ὅποιον εἶνε στὴν ἄγνοια. Ὅποιος, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ἐπιστρέψῃ κάποιον ἀπὸ τὸν πλανεμένο δρόμο του, αὐτὸς «σώσει ψυχὴν ἐκ θανάτου καὶ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν» (Ἰακ. 5,20)· αὐτὸς γίνεται Χριστοῦ στόμα.
Κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ καλό. Κι ὁ ἐπιστήμονας, κι ὁ τεχνίτης, κι ὁ ἐργάτης, κι ὁ πλούσιος, κι ὁ φτωχός, ὅλοι ἔχουμε κάποιο τάλαντο, καὶ ὅλα πρέπει νὰ τὰ καλλιεργοῦμε. Θ’ ἀναφέρω δύο – τρία παραδείγματα, γιὰ νὰ φανῇ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὅσο μικρὸς κι ἂν εἶνε, ποὺ νὰ μὴ μπορῇ νὰ κάνῃ τὸ καλό.
⃝ Τὸν ἐποχὴ τῆς παλαιᾶς διαθήκης, 800 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, ἔπεσε ξηρασία καὶ πεῖνα. Στὰ Σαρεπτὰ ζοῦσε μιὰ χήρα καὶ χτύπησε τὴν πόρτα της ἕνας γέρος. ―Πεινῶ, τῆς λέει. ―Ἔλα μέσα, γέροντα. Νά τί ἔχω γιὰ μένα καὶ τὰ ὀρφανά μου, μερικὲς φοῦχτες ἀλεύρι καὶ λίγο λαδάκι· ἀλλ’ ἀφοῦ σ’ ἔστειλε ὁ Θεός, θὰ τὰ μοιραστοῦμε… Δὲν τὸν ἔδιωξε! Ποιός ἤτανε; Ὁ προφήτης Ἠλίας. Αὐτὸς τὰ εὐλόγησε, καὶ τὰ λίγα ἐκεῖνα ἔφτασαν νὰ συντηρηθοῦν ὅλο τὸν καιρὸ τῆς πείνας. Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11). Νά λοιπὸν μιὰ φτωχὴ χήρα ποὺ ἔκανε καλὸ μὲ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη της.
⃝ Ἄλλο παράδειγμα. Ἕνας ἅγιος, ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης – νά ’χουμε τὴν εὐχή του. Τί ἦταν, πατριάρχης; Εἶχε μῆτρες, μπαστοῦνες χρυσές, ἐγκόλπια, σπίτια μεγάλα; Ἀσκητής ἦταν. Κι ὅμως αὐτὸς ὠφέλησε περισσότερο ἀπὸ δεσποτάδες, παπᾶδες καὶ θεολόγους. Τί ἔκανε; Ἐκεῖ ποὺ καθόταν ἔγραφε γράμματα. Ἄκουγε, ὅτι ἕνα ἀντρόγυνο εἶνε μαλωμένοι; τοὺς ἔγραφε ἕνα ὡραῖο γράμμα· τὸ διάβαζαν, δάκρυζαν καὶ συμφιλιώνοντο. Μάθαινε, ὅτι στὸ παλάτι ὁ βασιλιᾶς ἔκανε ὄργια; ἄλλο γράμμα. Μάθαινε, ὅτι ὁ δεσπότης ἀμελεῖ; ἄλλο γράμμα. Μέσα ἀπὸ τὸ ἀσκητήριό του ἔστειλε 10.000 ἐπιστολές· ἔτσι σκόρπισε τὸ καλό.
⃝ Θέλετε κι ἄλλο παράδειγμα; Εἶνε ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ ’21. Γιὰ νὰ δοῦμε ἐμεῖς ἐλευθερία, κοπίασαν πολλοί· καὶ κληρικοί, καὶ καλόγεροι, καὶ καπετάνιοι, καὶ ναῦτες, καὶ ἀγρότες ἀγράμματοι, καὶ γυναῖκες. Ὅλοι κοπίασαν. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν κ’ ἕνας τσοπανάκος κοντὸς καὶ καμπούρης, ποὺ τὰ παιδιὰ τὸν κορόιδευαν. Εἶχε ὅμως τὸ τάλαντο νὰ λέῃ τραγούδια, ὅπως ὁ ἀρχαῖος Τυρταῖος, ποὺ ἔκαναν τοὺς κλέφτες νὰ γίνωνται λέοντες καὶ νὰ ὁρμοῦν στὴ μάχη. Ἔτσι ἔγινε σάλπιγγα τοῦ ἀγῶνος. Ἐκεῖ ποὺ ὁ Κολοκοτρώνης ἀνεβασμένος σ’ ἕνα βράχο μιλοῦσε στὰ παλληκάρια, τὸν εἶχε δίπλα του. Αὐτὸς ὁ μικρὸς ὠφέλησε τὴν ἐπανάστασι ὅσο δὲν ὠφέλησαν ἄλλοι μεγάλοι.
Νά λοιπὸν τί μπορεῖ νὰ κάνῃ καὶ μιὰ χήρα, κ’ ἕνας ἀσκητής, κ’ ἕνας τσοπανάκος. Κανείς δὲν εἶνε ἄχρηστος. Ὅλοι ἔχουμε προορισμό.
* * *
Ἀδελφοί μου! Μιά φορὰ περνοῦμε ἀπὸ τὴ φλούδα αὐτὴ τῆς γῆς. Ὅλοι, ἄντρες – γυναῖκες, μικροὶ – μεγάλοι, νὰ ἐκτελέσουμε τὸ χρέος ποὺ ἔχουμε· ἀπέναντι στὰ παιδιά μας, στὴν κοινωνία, στὴν πατρίδα, στὴν ἐκκλησία μας.
Τὰ χρόνια περνοῦν. Θὰ ἠχήσῃ ἡ σάλπιγγα τῆς Κρίσεως. Κανείς νὰ μὴν ἀκούσῃ τὰ λόγια τὰ σκληρά· ν’ ἀκούσουμε τὰ γλυκὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ!… εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου» (Ματθ. 25,21,23).
Νὰ κάνουμε τὸ καλὸ στὸν κόσμο. Ἄλλος μὲ τὴν πέννα του, ἄλλος μὲ τὴ γλῶσσα του, ἄλλος μὲ τὴν τέχνη του, μὲ ὅποιο μέσο ἔχουμε. Καθένας νὰ προσθέσῃ ἕνα λιθαράκι στὸ μεγαλούργημα τοῦ συνόλου. Ὅλοι νὰ δουλέψουμε, ἂν θέλουμε ἡ πατρίδα μας νὰ εἶνε ψηλά, νὰ εἶνε ἀστέρι τοῦ οὐρανοῦ, καὶ νὰ δοξάζουμε Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἀμήν.
Τὰ χρόνια περνοῦν. Θὰ ἠχήσῃ ἡ σάλπιγγα τῆς Κρίσεως. Κανείς νὰ μὴν ἀκούσῃ τὰ λόγια τὰ σκληρά· ν’ ἀκούσουμε τὰ γλυκὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ!… εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου» (Ματθ. 25,21,23).
Νὰ κάνουμε τὸ καλὸ στὸν κόσμο. Ἄλλος μὲ τὴν πέννα του, ἄλλος μὲ τὴ γλῶσσα του, ἄλλος μὲ τὴν τέχνη του, μὲ ὅποιο μέσο ἔχουμε. Καθένας νὰ προσθέσῃ ἕνα λιθαράκι στὸ μεγαλούργημα τοῦ συνόλου. Ὅλοι νὰ δουλέψουμε, ἂν θέλουμε ἡ πατρίδα μας νὰ εἶνε ψηλά, νὰ εἶνε ἀστέρι τοῦ οὐρανοῦ, καὶ νὰ δοξάζουμε Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Δημητρίου Νέας Ἑλβετίας – Ἀθηνῶν 4-2-1962)http://www.augoustinos-kantiotis.gr