Ἡ ἱστορία ὠνόμασε τὸν ἅγιο Βασίλειο Μέγα, τίτλος ποὺ δὲν εἶνε κενός, ἕνα χαρτονόμισμα χωρὶς ἀντίκρυσμα.
Κι ἄλλοι ὠνομάσθηκαν μεγάλοι, ἀλλὰ ὁ τίτλος τους εἶνε κίβδηλος.
Ἐνῷ ὁ τίτλος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶνε γεμᾶτος οὐσιαστικὸ περιεχόμενο.
Ποιός θὰ μπορέσῃ, ἀγαπητοί μου, ποιός θὰ μπορέσῃ νὰ ὑμνήσῃ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου;
Νᾶνοι ἐμεῖς μπροστά του καὶ νήπια, θὰ ψελλίσουμε μερικὲς λέξεις.
Νὰ ὑμνήσουμε τοὺς ἐνδόξους προγόνους του; Ἢ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν πολύτεκνη οἰκογένειά του, ποὺ τέσσερις βλαστοί της ἀξιώθηκαν τοῦ τίτλου τῆς ἁγιωσύνης καὶ ἑορτάζονται ὡς ἅγιοι; Ἢ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν κλίσι καὶ ῥοπή, ἢ μᾶλλον τὸν ἔρωτα ποὺ τὸν εἵλκυε;
Ὁ ἔρωτας αὐτὸς σήμερα σβήνει.
Εἶνε ὁ ἔρωτας τῆς γνώσεως, τῆς ἐπιστήμης, τῆς μορφώσεως.
Δὲν ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, μόνο τὸ σέξ, ὁ κατώτατος αὐτὸς ἔρωτας, ποὺ συναντᾶται καὶ στὰ κτήνη· ὑπάρχει καὶ ὁ ἔρωτας τῆς μαθήσεως, ποὺ κατέφλεγε τὰ στήθη τοῦ νεαροῦ Βασιλείου καὶ τὸν ἔκανε νὰ πετάξῃ στὴν Κωνσταντινούπολι, στὴν Ἀθήνα καὶ σὲ ἄλλα κέντρα τοῦ ἀρχαίου ἐκείνου κόσμου, σὰν μέλισσα ποὺ πετάει ἀπὸ ἄνθος σὲ ἄνθος, γιὰ νὰ συλλέξῃ τὸ γλυκὺ μέλι τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἐπιστήμης. Ἢ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὶς ἀρετές του, τὸ ἀναφαίρετο αὐτὸ κτῆμα τοῦ ἀνθρώπου; Ἢ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν ἐγκράτειά του, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ μοιάζῃ μὲ ἔνσαρκο ἄγγελο; Ἢ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ φιλανθρωπία του, ποὺ τὸν μετέβαλε σὲ ἀστείρευτο ποταμό; Θὰ ἐχρειάζοντο πολλὲς ὁμιλίες.
Τ᾿ ἀφήνουμε ὅμως ὅλα αὐτά· καὶ ἀπὸ τὸν ἀνθῶνα τοῦ βίου του κόβω μόνο ἕνα λουλούδι. Θ᾿ ἀναφέρω μόνο ἕνα ἐπεισόδιο.
Ὅπως λέγανε οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, «ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα»· ἀπὸ τὸ νύχι, δηλαδή, ἀναγνωρίζει κανεὶς τὸ λιοντάρι.
Καὶ ὅπως ἕνα νύχι τοῦ λιονταριοῦ φθάνει γιὰ νὰ δείξῃ τὴν ἀλκὴ τοῦ βασιλέως τῶν ζῴων, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἕνα ἐπεισόδιο ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν μεγάλων εἶνε δυνατὸν νὰ χαρακτηρίσῃ τὴν ὅλη φυσιογνωμία τους.
Ἔτσι καὶ τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ εἶνε δυνατὸν νὰ δείξῃ, ποιά καρδιὰ λέοντος ὑπῆρχε μέσα στὸ ἀσθενικὸ ἐκεῖνο σαρκίο ποὺ ἐκάλυπτε τὴν ὕπαρξι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
* * *
Κι ἄλλοι ὠνομάσθηκαν μεγάλοι, ἀλλὰ ὁ τίτλος τους εἶνε κίβδηλος.
Ἐνῷ ὁ τίτλος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶνε γεμᾶτος οὐσιαστικὸ περιεχόμενο.
Ποιός θὰ μπορέσῃ, ἀγαπητοί μου, ποιός θὰ μπορέσῃ νὰ ὑμνήσῃ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου;
Νᾶνοι ἐμεῖς μπροστά του καὶ νήπια, θὰ ψελλίσουμε μερικὲς λέξεις.
Νὰ ὑμνήσουμε τοὺς ἐνδόξους προγόνους του; Ἢ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν πολύτεκνη οἰκογένειά του, ποὺ τέσσερις βλαστοί της ἀξιώθηκαν τοῦ τίτλου τῆς ἁγιωσύνης καὶ ἑορτάζονται ὡς ἅγιοι; Ἢ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν κλίσι καὶ ῥοπή, ἢ μᾶλλον τὸν ἔρωτα ποὺ τὸν εἵλκυε;
Ὁ ἔρωτας αὐτὸς σήμερα σβήνει.
Εἶνε ὁ ἔρωτας τῆς γνώσεως, τῆς ἐπιστήμης, τῆς μορφώσεως.
Δὲν ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, μόνο τὸ σέξ, ὁ κατώτατος αὐτὸς ἔρωτας, ποὺ συναντᾶται καὶ στὰ κτήνη· ὑπάρχει καὶ ὁ ἔρωτας τῆς μαθήσεως, ποὺ κατέφλεγε τὰ στήθη τοῦ νεαροῦ Βασιλείου καὶ τὸν ἔκανε νὰ πετάξῃ στὴν Κωνσταντινούπολι, στὴν Ἀθήνα καὶ σὲ ἄλλα κέντρα τοῦ ἀρχαίου ἐκείνου κόσμου, σὰν μέλισσα ποὺ πετάει ἀπὸ ἄνθος σὲ ἄνθος, γιὰ νὰ συλλέξῃ τὸ γλυκὺ μέλι τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἐπιστήμης. Ἢ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὶς ἀρετές του, τὸ ἀναφαίρετο αὐτὸ κτῆμα τοῦ ἀνθρώπου; Ἢ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν ἐγκράτειά του, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ μοιάζῃ μὲ ἔνσαρκο ἄγγελο; Ἢ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ φιλανθρωπία του, ποὺ τὸν μετέβαλε σὲ ἀστείρευτο ποταμό; Θὰ ἐχρειάζοντο πολλὲς ὁμιλίες.
Τ᾿ ἀφήνουμε ὅμως ὅλα αὐτά· καὶ ἀπὸ τὸν ἀνθῶνα τοῦ βίου του κόβω μόνο ἕνα λουλούδι. Θ᾿ ἀναφέρω μόνο ἕνα ἐπεισόδιο.
Ὅπως λέγανε οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, «ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα»· ἀπὸ τὸ νύχι, δηλαδή, ἀναγνωρίζει κανεὶς τὸ λιοντάρι.
Καὶ ὅπως ἕνα νύχι τοῦ λιονταριοῦ φθάνει γιὰ νὰ δείξῃ τὴν ἀλκὴ τοῦ βασιλέως τῶν ζῴων, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἕνα ἐπεισόδιο ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν μεγάλων εἶνε δυνατὸν νὰ χαρακτηρίσῃ τὴν ὅλη φυσιογνωμία τους.
Ἔτσι καὶ τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ εἶνε δυνατὸν νὰ δείξῃ, ποιά καρδιὰ λέοντος ὑπῆρχε μέσα στὸ ἀσθενικὸ ἐκεῖνο σαρκίο ποὺ ἐκάλυπτε τὴν ὕπαρξι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
* * *
Ἂς κάνουμε λοιπὸν ἕνα ταξίδι· ταξίδι μὲ τὸ συντομώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ μέσα, τὸν πύραυλο τῆς φαντασίας.
Ἂς διαβοῦμε τὸ Αἰγαῖο πέλαγος κι ἂς πλησιάσουμε τὶς ἀκτὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἂν προχωρήσουμε ἀκόμη βαθύτερα, θὰ φθάσουμε στὸ ὑψηλὸ ὀροπέδιο τῆς Καππαδοκίας. Ἐκεῖ ἂς προσγειωθοῦμε. Βρισκόμαστε στὸ ἔτος 371.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Καισάρεια ἱεράρχης εἶνε ὁ Μέγας Βασίλειος.
Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου εἶνε ὁ Οὐάλης, μία βάρβαρος φυσιογνωμία.
Γενναῖος μὲν στὶς μάχες καὶ νικητής, ἀλλὰ στὸν θρησκευτικὸ καὶ ἠθικὸ τομέα εἶχε παρεκκλίνει.
Διάδοχος αὐτὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐγκατέλειψε τὴν ὀρθόδοξο πίστι κ᾿ ἔμπλεξε στὰ δίχτυα τῆς κατηραμένης αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ποὺ παρακλάδια καὶ ῥιζίδια καὶ κλωνάρια της εἶνε οἱ σημερινοὶ χιλιασταί.
Ὅ,τι πίστευε ὁ Ἄρειος, πιστεύουν κι αὐτοὶ κι ἀκόμα χειρότερα.
Τί ἔλεγε ὁ Ἄρειος; Ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε Θεός.
Ἐνῷ, κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα καὶ τὰ ποτάμια καὶ τὰ δάση καὶ ὁλόκληρος ἡ φύσις καὶ τὰ ἄστρα θὰ ὁμολογήσουν·
«Εἶς ἅγιος, εἶς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν» (θ. λειτουργία).
Ἠρνεῖτο λοιπὸν ὁ Οὐάλης τὸν Χριστό. Καὶ ἤθελε νὰ ἐπιβάλῃ τὸ ἀντίχριστο δόγμα σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Διέταξε δὲ καὶ ὑποχρέωσε ὅλους τοὺς ἐπισκόπους νὰ ὑπογράψουν τὸ διάταγμα.
Ἐκτελεστὴς τῆς ἐντολῆς τοῦ βασιλέως ἔγινε ἕνα ἀχρεῖο ὑποκείμενο, ἕνας ἔπαρχος, ποὺ λεγόταν Μόδεστος.
Ὁ Μόδεστος λοιπὸν ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ ἀπὸ πόλι σὲ πόλι.
Συναντοῦσε ἐπισκόπους πού, τρέμοντας σὰν λαγοί, ὑπέγραφαν τὸ διάταγμα τοῦ Οὐάλεντος, γιὰ νὰ μὴ χάσουν τοὺς θρόνους των.
Κάποτε ὅμως ἔφθασε καὶ στὴν Καισάρεια.
Κάλεσε τὸν Μέγα Βασίλειο, καὶ τότε μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν διεξήχθη ἕνας διάλογος, ποὺ θὰ μείνῃ στὴν ἱστορία. Λέει ὁ Μόδεστος·
―Ἦρθα ἐδῶ στὴν Καισάρεια γιὰ νὰ ὑπογράψῃς τὸ διάταγμα τοῦ βασιλέως.
Ἀπαντᾷ ὁ Μέγας Βασίλειος·
―Δὲν ὑπογράφω τέτοια διατάγματα. Μοῦ τὸ ἀπαγορεύει ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τὸν ὁποῖο προσκυνῶ καὶ λατρεύω ἀπὸ τὴ νεαρά μου ἡλικία. ―Καὶ δὲ᾿ φοβᾶσαι; ἐρωτᾷ ὁ Μόδεστος.
―Τί νὰ φοβηθῶ; Τί ἔχεις στὴ διάθεσί σου; Τί μπορεῖς νὰ μοῦ κάνῃς;
Ἀπαντᾷ ὁ Μόδεστος·
―Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ κακὰ ποὺ μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ κράτος τοῦ Οὐάλεντος.
―Καὶ ποιά εἶνε τὰ κακὰ αὐτά;
―Δήμευσι τῆς περιουσίας τὸ ἕνα. Ἐξορία τὸ δεύτερο. Θάνατος τὸ τρίτο.
Τότε ὁ Μέγας Βασίλειος τοῦ λέει·
―Δήμευσι δὲ᾿ φοβᾶμαι· δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα ῥάσο καὶ λίγα βιβλία. Ἐξορία δὲ᾿ φοβᾶμαι· ὅπου κι ἂν μὲ στείλουν, πᾶσα γῆ πατρίς. Θάνατο δὲ᾿ φοβᾶμαι· ὁ θάνατος γιὰ μένα θὰ εἶνε εὐεργέτης, γιατὶ θὰ μὲ ἀπαλλάξῃ γρηγορώτερα ἀπὸ τὶς ἀσθένειες τοῦ σώματος καὶ θὰ μὲ ὁδηγήσῃ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀπείλησέ με μὲ τίποτ᾿ ἄλλο, ἂν ἔχῃς. Μετὰ ἀπὸ τέτοια ἀπάντησι ὁ Μόδεστος κατέρρευσε καὶ εἶπε·
―Δὲν ξανάκουσα τέτοια λόγια ἀπὸ ἐπίσκοπο.
―Φαίνεται δὲ᾿ συνάντησες ὣς τώρα ἐπίσκοπο, ἀπαντᾷ ὁ Μέγας Βασίλειος· κ᾿ ἔκλεισε ὁ διάλογος. Ἔτσι ἔμεινε στὸ θρόνο ὁ Μέγας Βασίλειος ἀλλὰ διωκόμενος ἀπὸ τὸν Οὐάλεντα.
Ἂς διαβοῦμε τὸ Αἰγαῖο πέλαγος κι ἂς πλησιάσουμε τὶς ἀκτὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἂν προχωρήσουμε ἀκόμη βαθύτερα, θὰ φθάσουμε στὸ ὑψηλὸ ὀροπέδιο τῆς Καππαδοκίας. Ἐκεῖ ἂς προσγειωθοῦμε. Βρισκόμαστε στὸ ἔτος 371.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Καισάρεια ἱεράρχης εἶνε ὁ Μέγας Βασίλειος.
Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου εἶνε ὁ Οὐάλης, μία βάρβαρος φυσιογνωμία.
Γενναῖος μὲν στὶς μάχες καὶ νικητής, ἀλλὰ στὸν θρησκευτικὸ καὶ ἠθικὸ τομέα εἶχε παρεκκλίνει.
Διάδοχος αὐτὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐγκατέλειψε τὴν ὀρθόδοξο πίστι κ᾿ ἔμπλεξε στὰ δίχτυα τῆς κατηραμένης αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ποὺ παρακλάδια καὶ ῥιζίδια καὶ κλωνάρια της εἶνε οἱ σημερινοὶ χιλιασταί.
Ὅ,τι πίστευε ὁ Ἄρειος, πιστεύουν κι αὐτοὶ κι ἀκόμα χειρότερα.
Τί ἔλεγε ὁ Ἄρειος; Ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε Θεός.
Ἐνῷ, κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα καὶ τὰ ποτάμια καὶ τὰ δάση καὶ ὁλόκληρος ἡ φύσις καὶ τὰ ἄστρα θὰ ὁμολογήσουν·
«Εἶς ἅγιος, εἶς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν» (θ. λειτουργία).
Ἠρνεῖτο λοιπὸν ὁ Οὐάλης τὸν Χριστό. Καὶ ἤθελε νὰ ἐπιβάλῃ τὸ ἀντίχριστο δόγμα σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Διέταξε δὲ καὶ ὑποχρέωσε ὅλους τοὺς ἐπισκόπους νὰ ὑπογράψουν τὸ διάταγμα.
Ἐκτελεστὴς τῆς ἐντολῆς τοῦ βασιλέως ἔγινε ἕνα ἀχρεῖο ὑποκείμενο, ἕνας ἔπαρχος, ποὺ λεγόταν Μόδεστος.
Ὁ Μόδεστος λοιπὸν ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ ἀπὸ πόλι σὲ πόλι.
Συναντοῦσε ἐπισκόπους πού, τρέμοντας σὰν λαγοί, ὑπέγραφαν τὸ διάταγμα τοῦ Οὐάλεντος, γιὰ νὰ μὴ χάσουν τοὺς θρόνους των.
Κάποτε ὅμως ἔφθασε καὶ στὴν Καισάρεια.
Κάλεσε τὸν Μέγα Βασίλειο, καὶ τότε μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν διεξήχθη ἕνας διάλογος, ποὺ θὰ μείνῃ στὴν ἱστορία. Λέει ὁ Μόδεστος·
―Ἦρθα ἐδῶ στὴν Καισάρεια γιὰ νὰ ὑπογράψῃς τὸ διάταγμα τοῦ βασιλέως.
Ἀπαντᾷ ὁ Μέγας Βασίλειος·
―Δὲν ὑπογράφω τέτοια διατάγματα. Μοῦ τὸ ἀπαγορεύει ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τὸν ὁποῖο προσκυνῶ καὶ λατρεύω ἀπὸ τὴ νεαρά μου ἡλικία. ―Καὶ δὲ᾿ φοβᾶσαι; ἐρωτᾷ ὁ Μόδεστος.
―Τί νὰ φοβηθῶ; Τί ἔχεις στὴ διάθεσί σου; Τί μπορεῖς νὰ μοῦ κάνῃς;
Ἀπαντᾷ ὁ Μόδεστος·
―Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ κακὰ ποὺ μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ κράτος τοῦ Οὐάλεντος.
―Καὶ ποιά εἶνε τὰ κακὰ αὐτά;
―Δήμευσι τῆς περιουσίας τὸ ἕνα. Ἐξορία τὸ δεύτερο. Θάνατος τὸ τρίτο.
Τότε ὁ Μέγας Βασίλειος τοῦ λέει·
―Δήμευσι δὲ᾿ φοβᾶμαι· δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα ῥάσο καὶ λίγα βιβλία. Ἐξορία δὲ᾿ φοβᾶμαι· ὅπου κι ἂν μὲ στείλουν, πᾶσα γῆ πατρίς. Θάνατο δὲ᾿ φοβᾶμαι· ὁ θάνατος γιὰ μένα θὰ εἶνε εὐεργέτης, γιατὶ θὰ μὲ ἀπαλλάξῃ γρηγορώτερα ἀπὸ τὶς ἀσθένειες τοῦ σώματος καὶ θὰ μὲ ὁδηγήσῃ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀπείλησέ με μὲ τίποτ᾿ ἄλλο, ἂν ἔχῃς. Μετὰ ἀπὸ τέτοια ἀπάντησι ὁ Μόδεστος κατέρρευσε καὶ εἶπε·
―Δὲν ξανάκουσα τέτοια λόγια ἀπὸ ἐπίσκοπο.
―Φαίνεται δὲ᾿ συνάντησες ὣς τώρα ἐπίσκοπο, ἀπαντᾷ ὁ Μέγας Βασίλειος· κ᾿ ἔκλεισε ὁ διάλογος. Ἔτσι ἔμεινε στὸ θρόνο ὁ Μέγας Βασίλειος ἀλλὰ διωκόμενος ἀπὸ τὸν Οὐάλεντα.
* * *
Ἀπὸ τότε, ἀδελφοί μου, ἔχουν περάσει 1.600 χρόνια.
Πολλὰ πράγματα ἄλλαξαν στὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου λάμπει μέσα στοὺς αἰῶνας.
«Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111,6).
Ποιό δίδαγμα μᾶς δίνει;
Πρέπει βέβαια ὅλοι νὰ εμεθα πειθαρχικοὶ στὸ κράτος καὶ στὶς κοσμικὲς ἐξουσίες. Διότι κι αὐτὲς ἔχουν μεγάλο προορισμό. Χωρὶς αὐτὲς δὲ᾿ μποροῦν νὰ σταθοῦν τὰ ἔθνη, τὰ κράτη, οἱ λαοί. Ἀλλ᾿ ἐνῷ πρέπει νὰ είμεθα πειθαρχικοὶ στὶς κοσμικὲς ἐξουσίες, σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις ἔχουμε ἱερὰ ὑποχρέωσι νὰ ὑψώνουμε τὸ μικρὸ ἢ μεγάλο ἀνάστημά μας ἀπέναντι στὴν ἐξουσία.
Πότε; Ὅταν ἡ ἐξουσία μᾶς ἐπιβάλλῃ νὰ πράξουμε κάτι ἀντίθετο μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπιτρέψατέ μου ὡς παράδειγμα ν᾿ ἀναφέρω μιὰ δική μου περίπτωσι.
Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύψω νὰ φιλήσω τὰ ὑποδήματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Ἀλλ᾿ ὡς ἐπίσκοπος κ᾿ ἐγώ, παρ’ ὅλα τὰ ἐλαττώματα καὶ τὴν ἀτέλειά μου, ὤφειλα νὰ μιμηθῶ τὸ παράδειγμά του.
Ὅπως τὴν ἐποχὴ ἐκείνη παρουσιάστηκαν ἄρχοντες μὲ ἀντίχριστα διατάγματα, ἔτσι καὶ στὴν ἐποχή μας ἕνα κράτος ἀντίχριστο καὶ μασονικὸ ψήφισε μεταξὺ ἄλλων διάταγμα ποὺ ἐπιβάλλει τὸ αὐτόματο διαζύγιο, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ διάλυσι τῆς οἰκογενείας.
Καὶ μὲ φωνὴ Οὐάλεντος καὶ Μοδέστου διέταξε·
Ὅλοι οἱ μητροπολῖται, ἐφαρμόζοντες τὸ διάταγμα αὐτό, νὰ ὑπογράφουν διαζύγια…
Τότε δήλωσα· Δὲν ὑπογράφω!
Μένω σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος, ἀκόμα κι ἂν ὁδηγηθῶ στὰ δικαστήρια.
Εἶμαι ἀποφασισμένος, ὅπως ἄλλοτε ἔπαιξα τὴ ζωή μου κορώνα-γράμματα, σὲ δύσκολες ἡμέρες, κι ἀνέβηκα στὰ βουνὰ νὰ ὑπερασπίσω τὴν πατρίδα, εἶμαι καὶ πάλι ἀποφασισμένος, βαδίζοντας στὰ ίχνη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νὰ τὰ παίξω ὅλα.
Δὲν ὑπογράφω.
Προτιμῶ ἐξορία, διωγμό, θάνατο, ἀλλὰ τὸ χέρι μου δὲν θὰ ὑπογράψῃ διαζύγιο.
Τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, ἀγαπητοί μου, ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς καλεῖ ὄχι ἀπὸ ἕνα πεῖσμα, οὔτε ἀπὸ μιὰ ἰδιοτροπία, ἀλλὰ κατ᾿ ἐπιταγὴν τῆς συνειδήσεως, νὰ θυμηθοῦμε αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Γραφή·
«Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. 5,29). Εὔχομαι ὁ Θεὸς, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νὰ σᾶς σκεπάζῃ πάντοτε. Ἀμήν.
Πολλὰ πράγματα ἄλλαξαν στὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου λάμπει μέσα στοὺς αἰῶνας.
«Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111,6).
Ποιό δίδαγμα μᾶς δίνει;
Πρέπει βέβαια ὅλοι νὰ εμεθα πειθαρχικοὶ στὸ κράτος καὶ στὶς κοσμικὲς ἐξουσίες. Διότι κι αὐτὲς ἔχουν μεγάλο προορισμό. Χωρὶς αὐτὲς δὲ᾿ μποροῦν νὰ σταθοῦν τὰ ἔθνη, τὰ κράτη, οἱ λαοί. Ἀλλ᾿ ἐνῷ πρέπει νὰ είμεθα πειθαρχικοὶ στὶς κοσμικὲς ἐξουσίες, σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις ἔχουμε ἱερὰ ὑποχρέωσι νὰ ὑψώνουμε τὸ μικρὸ ἢ μεγάλο ἀνάστημά μας ἀπέναντι στὴν ἐξουσία.
Πότε; Ὅταν ἡ ἐξουσία μᾶς ἐπιβάλλῃ νὰ πράξουμε κάτι ἀντίθετο μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπιτρέψατέ μου ὡς παράδειγμα ν᾿ ἀναφέρω μιὰ δική μου περίπτωσι.
Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύψω νὰ φιλήσω τὰ ὑποδήματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Ἀλλ᾿ ὡς ἐπίσκοπος κ᾿ ἐγώ, παρ’ ὅλα τὰ ἐλαττώματα καὶ τὴν ἀτέλειά μου, ὤφειλα νὰ μιμηθῶ τὸ παράδειγμά του.
Ὅπως τὴν ἐποχὴ ἐκείνη παρουσιάστηκαν ἄρχοντες μὲ ἀντίχριστα διατάγματα, ἔτσι καὶ στὴν ἐποχή μας ἕνα κράτος ἀντίχριστο καὶ μασονικὸ ψήφισε μεταξὺ ἄλλων διάταγμα ποὺ ἐπιβάλλει τὸ αὐτόματο διαζύγιο, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ διάλυσι τῆς οἰκογενείας.
Καὶ μὲ φωνὴ Οὐάλεντος καὶ Μοδέστου διέταξε·
Ὅλοι οἱ μητροπολῖται, ἐφαρμόζοντες τὸ διάταγμα αὐτό, νὰ ὑπογράφουν διαζύγια…
Τότε δήλωσα· Δὲν ὑπογράφω!
Μένω σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος, ἀκόμα κι ἂν ὁδηγηθῶ στὰ δικαστήρια.
Εἶμαι ἀποφασισμένος, ὅπως ἄλλοτε ἔπαιξα τὴ ζωή μου κορώνα-γράμματα, σὲ δύσκολες ἡμέρες, κι ἀνέβηκα στὰ βουνὰ νὰ ὑπερασπίσω τὴν πατρίδα, εἶμαι καὶ πάλι ἀποφασισμένος, βαδίζοντας στὰ ίχνη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νὰ τὰ παίξω ὅλα.
Δὲν ὑπογράφω.
Προτιμῶ ἐξορία, διωγμό, θάνατο, ἀλλὰ τὸ χέρι μου δὲν θὰ ὑπογράψῃ διαζύγιο.
Τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, ἀγαπητοί μου, ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς καλεῖ ὄχι ἀπὸ ἕνα πεῖσμα, οὔτε ἀπὸ μιὰ ἰδιοτροπία, ἀλλὰ κατ᾿ ἐπιταγὴν τῆς συνειδήσεως, νὰ θυμηθοῦμε αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Γραφή·
«Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. 5,29). Εὔχομαι ὁ Θεὸς, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νὰ σᾶς σκεπάζῃ πάντοτε. Ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 1-1-1980
Ο Μ. Βασίλειος, εκτός των άλλων
θαυμάσιων και Θείας εμπνεύσεως έργων του, έγραψε και την εκτενή και
κατανυκτική Θεία Λειτουργία, που, μετά την επικράτηση της συντομότερης
Θείας Λειτουργίας του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τελείται 10 φορές
το χρόνο:
την 1η Ιανουαρίου (όπου γιορτάζεται και η μνήμη του),
τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής,
τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων,
την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.
τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής,
τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων,
την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.