Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου (Λουκά 18,10 - 14)
Ο ΚΟΣΜΟΣ λέει, ὅτι σήμερα «ἀρχίζει τὸ Τριῴδιο». Τί σημαίνει Τριῴδιο; Ἡ λέξι χρησιμοποιεῖται σὲ δύο γλῶσσες· στὴ γλῶσσα τοῦ διαβόλου καὶ στὴ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ. Τί προτιμᾶτε ἐσεῖς; Στὴ γλῶσσα τοῦ διαβόλου Τριῴδιο ίσον καρναβάλια, χοροί, διασκεδάσεις, φαγοπότια, ὄργια.
Στὴ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ Τριῴδιο σημαίνει κάτι ἄλλο· εἶνε ἕνα βιβλίο ἀλλὰ καὶ μία περίοδος. Εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἢ μᾶλλον τὸ ὡραιότερο βιβλίο τῆς ἁγίας
μας Ἐκκλησίας. Περιέχει ἱερὲς ἀκολουθίες. Τὰ «γράμματα» τοῦ Τριῳδίου εἶνε τέτοια, ποὺ μόνο ἂν εἶσαι πέτρα μένεις ἀσυγκίνητος.
Εἶνε καὶ μία περίοδος ποὺ βαστάει 70 ἡμέρες.
Ἀρχίζει σήμερα Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου καὶ τελειώνει τὸ Μέγα Σάββατο, ὅταν ὁ ἱερεὺς τελεῖ λειτουργία, κρατεῖ κάνιστρο γεμᾶτο φύλλα δάφνης (σύμβολα νίκης), τὰ σκορπάει παντοῦ στὸ ναό, καὶ ψάλλει τὸ προοίμιο τῆς Ἀναστάσεως «Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν…» (Ψαλμ. 81,8). Αὐτὸ εἶνε τὸ Τριῴδιο. Καὶ σήμερα, πρώτη μέρα τοῦ Τριῳδίου, τὸ εὐαγγέλιο μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ μία ἀπὸ τὶς ὡραῖες παραβολὲς ποὺ εἶπε ὁ Χριστός. Δύο πρόσωπα ἀντίθετα παρουσιάζονται ἐδῶ, ὁ φαρισαῖος καὶ ὁ τελώνης.
Στὴ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ Τριῴδιο σημαίνει κάτι ἄλλο· εἶνε ἕνα βιβλίο ἀλλὰ καὶ μία περίοδος. Εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἢ μᾶλλον τὸ ὡραιότερο βιβλίο τῆς ἁγίας
μας Ἐκκλησίας. Περιέχει ἱερὲς ἀκολουθίες. Τὰ «γράμματα» τοῦ Τριῳδίου εἶνε τέτοια, ποὺ μόνο ἂν εἶσαι πέτρα μένεις ἀσυγκίνητος.
Εἶνε καὶ μία περίοδος ποὺ βαστάει 70 ἡμέρες.
Ἀρχίζει σήμερα Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου καὶ τελειώνει τὸ Μέγα Σάββατο, ὅταν ὁ ἱερεὺς τελεῖ λειτουργία, κρατεῖ κάνιστρο γεμᾶτο φύλλα δάφνης (σύμβολα νίκης), τὰ σκορπάει παντοῦ στὸ ναό, καὶ ψάλλει τὸ προοίμιο τῆς Ἀναστάσεως «Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν…» (Ψαλμ. 81,8). Αὐτὸ εἶνε τὸ Τριῴδιο. Καὶ σήμερα, πρώτη μέρα τοῦ Τριῳδίου, τὸ εὐαγγέλιο μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ μία ἀπὸ τὶς ὡραῖες παραβολὲς ποὺ εἶπε ὁ Χριστός. Δύο πρόσωπα ἀντίθετα παρουσιάζονται ἐδῶ, ὁ φαρισαῖος καὶ ὁ τελώνης.
* * *
Τί ἦταν ὁ φαρισαῖος; Ἄνθρωπος θρησκευτικός. Ἐκτελοῦσε τὰ καθήκοντά του σὲ ἐντέλεια, ἔκανε τὴν προσευχή του στὸ σπίτι ἀλλὰ καὶ στὸ δρόμο. Γονάτιζε στὶς πλατεῖες, στὰ πάρκα, παντοῦ· ἔδειχνε ἀφιερωμένος στὸ Θεό (ὅπως σημαίνει καὶ ἡ λέξι «φαρισαῖος»). Ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ νήστευε δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ ἔκανε ἐλεημοσύνες· 1.000 δραχμὲς κέρδιζε; τὶς 100 τὶς ἔδινε σὲ φτωχούς. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ κάθε Σάββατο ―ὅπως καὶ μέχρι σήμερα οἱ Ἑβραῖοι― πήγαινε στὸ ναὸ ἢ στὴ συναγωγή. Αὐτὸς ἦταν ὁ φαρισαῖος. Ὁ κόσμος τὸν θεωροῦσε ἅγιο, αὐτὸς ὅμως εἶχε ὑπερηφάνεια. Πῆγε στὸ ναό, καὶ μόλις μπῆκε ἄρχισε νὰ καυχᾶται γιὰ τὰ καλά του. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἄκουσε τὴν προσευχή του· τὸν ἀπεδοκίμασε. Γιατί; τί κακὸ ἔκανε; Πόρνος ἦταν; Ὄχι. Μοιχὸς ἦταν; Ὄχι. Κλέφτης; Ὄχι. Ἅρπαγας; Ὄχι. Τί ἦταν λοιπόν; Εἶχε ἕνα κακό ―τό ᾿χουμε ὅλοι μὰ δὲν τὸ συναισθανόμεθα―, ποὺ εἶνε ἡ ῥίζα ὅλων τῶν κακῶν. Ποιό εἶνε; Ἡ ὑπερηφάνεια. Ἦταν ὑπερήφανος. Ἐξύψωνε τὸν ἑαυτό του μέχρι τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ, καὶ κατέβαζε τοὺς ἄλλους μέχρι τὸν ᾅδη. Ἦταν, νόμιζε, ὁ μόνος ἅγιος, ὁ μόνος ἀνεπίληπτος. Αὐτὴ ἡ ὑπερηφάνεια ἔβοσκε μέσα στὴν καρδιά του. Ποιά εἶνε ἡ προέλευσι καὶ οἱ συνέπειες τῆς ὑπερηφανείας; Θά ᾿χετε ἀκούσει, ὅτι στὸν οὐρανό, ὅπως ὑπάρχουν οἱ ἀρχιστράτηγοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, ἔτσι ὑπῆρχε καὶ τὸ περιβόητο τάγμα τοῦ ἑωσφόρου κι ὅτι τὸ ἀγγελικὸ αὐτὸ τάγμα ἔπεσε. Γιατί ἔπεσε; Ἡ αἰτία τῆς πτώσεως τῶν ἀγγέλων ἦταν ἡ ὑπερηφάνεια. Ὁ ἀρχηγός τους εἶπε· «Θὰ στήσω τὸ θρόνο μου πάνω ἀπ᾿ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, θὰ γίνω ὅμοιος μὲ τὸν Ὕψιστο» (Ἠσ. 14,13-14). Κι ἀμέσως μόλις τὸ σκέφτηκε αὐτό, σὰν ἀστραπὴ κατρακύλισε στὰ τάρταρα τοῦ ᾅδου κ᾿ ἔγινε ὁ ἑωσφόρος, ὁ σατανᾶς. Ἡ αἰτία τῆς πτώσεως τοῦ διαβόλου ἡ ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ καὶ ἡ αἰτία τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου πάλι ἡ ὑπερηφάνεια ἦταν. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ζοῦσε στὸν παράδεισο πανευτυχής. Ἀλλ᾿ ἄκουσε τὸ διάβολο, ποὺ τοῦ εἶπε ὅτι «Ἐσὺ μπορεῖς νὰ γίνῃς Θεός, νὰ μὴν ἔχῃς ἀνάγκη ἀπ᾿ τὸ Θεό, νὰ ὑψωθῇς σὰν τὸ Θεό» (πρβλ. Γέν. 3,4-5). Καὶ μόλις δέχθηκε τὸν κακὸ αὐτὸ λογισμό, ὁ ἄνθρωπος ἐξωρίστηκε ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ἀλλὰ καὶ τοῦ διαχωρισμοῦ καὶ τῆς διασπορᾶς τῶν ἀνθρώπων στὴ γῆ αἰτία εἶνε πάλι ἡ ὑπερηφάνεια. Ἂν διαβάζετε Γραφή, θὰ τὸ δῆτε. Οἱ ἄνθρωποι κάποτε ἔχτισαν ἕνα πύργο καὶ εἶπαν· Σ᾿ αὐτὸν θὰ ἀσφαλίσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ μὴ κινδυνεύουμε πιὰ ἀπὸ κατακλυσμό. Ὑπερηφανεύθηκαν. Καὶ αφνης ἔπαθαν σύγχυσι γλωσσῶν. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν 1.500 γλῶσσες καὶ 3.000 γνῶμες πάνω στὸ διο θέμα. Ἔπειτα θὰ δῆτε τὸ Γολιάθ, ἕνα σιδηρόφρακτο ὄγκο, ἀήττητο στὴ μάχη, νὰ νικᾶται ἀπὸ τὸ μικρὸ Δαυΐδ. Αἰτία κ᾿ ἐδῶ ἡ ὑπερηφάνειά του. Καὶ ἂν συνεχίσουμε τὴν ἔρευνα, θὰ δῆτε, ὅτι μεγάλα ἐγκλήματα στὴν ἱστορία αἰτία ἔχουν τὴν ὑπερηφάνεια. Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι στὴν ἐποχή μας, ποὺ πῆραν στὰ χέρια τους τὴν ἐξουσία τῶν κρατῶν, ἀνέβηκαν ψηλὰ καὶ ἔκαναν τὸν ἑαυτό τους θεό. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἀπειλοῦσε καὶ ἔλεγε· «Θὰ κυβερνήσω τὴν Εὐρώπη καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο μὲ ἕναν ἀσύρματο. Δὲν θὰ ὑπάρχουν πλέον ἄλλες σημαῖες παρὰ μόνο ἡ δική μου, ὁ ἀγκυλωτὸς σταυρός. Θὰ ὑποτάξω τοὺς πάντας καὶ θὰ βασιλεύσω χίλια χρόνια». Καὶ ὁ ὑπερήφανος τιμωρήθηκε. Ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία τοῦ Ἀγαθαγγέλου, ποὺ πρὶν 300 χρόνια ἔλεγε· «Καὶ σύ, ὑπερήφανη Γερμανία, θὰ πέσῃς». Δὲν εἶχε πορνεία, δὲν εἶχε μοιχεία, δὲν εἶχε ἄλλο κακό· εἶχε τὴν ὑπερηφάνεια ἐνσαρκωμένη σ᾿ ἕνα πρόσωπο· καὶ ἔπεσε. Ὅπως θὰ πέσουν καὶ ὅλοι οἱ ὑπερήφανοι. Καὶ ἂν ἐκραγῇ νέος πόλεμος, ἡ αἰτία θὰ εἶνε πάλι ἡ ὑπερηφάνεια. Ὑπερηφάνεια λοιπὸν εἶνε τὸ μεγάλο κακό. Καὶ ὑπάρχει στὰ στήθη ὅλων ἀπὸ τὴ μικρὰ ἡλικία. Ἄχ, ἐσεῖς οἱ μανάδες, πόσο φταῖτε ποὺ γίνονται τὰ παιδιὰ ἐγωϊσταί! Χαϊδεύεις τὸ παιδί σου, δὲν τὸ τιμωρᾷς ποτέ, καὶ γίνεται – τί; φαρισαῖος! Ἂν πᾶτε στὴν αὐλὴ ἑνὸς σχολείου καὶ ρωτήσετε, Ποιός ἀπὸ σᾶς, παιδιά, εἶνε ὁ καλύτερος; δὲ μιλάει κανείς. Γιατί; Διότι τὸ καθένα θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀνώτερο. Ἰδού ὁ μικρὸς φαρισαῖος. Κι ἂν δὲν τύχῃ καλῆς διαπαιδαγωγήσεως, ἀλλὰ τὸ χαϊδεύουν διαρκῶς, ὅταν μεγαλώσῃ, θὰ γίνῃ θηρίο ἀνήμερο, ποὺ θὰ πληγώνῃ καὶ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα, διότι δὲν ἔμαθε τὸ «γνῶθι σαυτόν». Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ὁ Θεὸς ἀπεδοκίμασε τὸν φαρισαῖο. Καὶ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα, ὅτι ὅποιος πάει κόντρα μὲ τὸ Θεό, ὅποιος καὶ νά ᾿νε, θὰ γίνῃ στάχτη· εἶνε νόμος ἀπαράβατος.
* * *
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ἡ ῥίζα τῶν κακῶν, ῥίζα ἀντιθέτως τῶν καλῶν εἶνε ἡ ταπείνωσις. Τὸ βλέπουμε στὸ πρόσωπο τοῦ τελώνη. Τί ἦταν ὁ τελώνης; Ἁμαρτωλός, κλέφτης, ἅρπαγας, ἄνθρωπος ποὺ λόγῳ τοῦ ἐπαγγέλματός του εἶχε καθήσει σὰν βδέλλα πάνω στὸ λαό. Πῆγε κι αὐτὸς στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ πῶς μπῆκε· συνεσταλμένος, καὶ δὲν ὕψωνε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, ἀλλὰ χτυποῦσε τὰ ἁμαρτωλά του στήθη λέγοντας· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Καὶ ὁ Χριστὸς τί λέει; Δικαίωσε αὐτόν. Αὐτὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα· ὅτι ἡ ταπείνωσις εἶνε μεγάλη ἀρετή. Ὑπάρχει ταπείνωσις; Συνιστῶ στὶς μητέρες νὰ προσέχουν τὰ παιδιά τους, νὰ μὴ τοὺς καλλιεργοῦν ὑπερηφάνεια. Διότι ἡ ὑπερηφάνεια διαλύει τὴν οἰκογένεια. Ἡ ὑπερήφανη γυναίκα θεωρεῖ τὸν ἄντρα της μηδέν, τὸν τσαλαπατᾷ. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε μία σοβαρὰ αἰτία τῶν διαζυγίων. Δῶστε μου ταπεινὸ ἄντρα ἢ γυναῖκα! Ὅταν δῶ, λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἄνθρωπο ὑπερήφανο, νομίζω πὼς βλέπω τὸ διάβολο· ὅταν δῶ ταπεινό, νομίζω πὼς βλέπω ἄγγελο. Ἂς ἀγαπήσουμε λοιπὸν τὴν ταπείνωσι, ὅπως ψάλλει σήμερα ὡραῖα ἡ Ἐκκλησία μας, καὶ ἂς μισήσουμε τὴν ὑπερηφάνεια. Τελειώνω μ᾿ ἕνα ἀνέκδοτο. Στὰ παλιὰ τὰ βιβλία ὑπάρχει ἡ ἑξῆς ἱστορία. Ἕνας ἀσκητής, ποὺ ἦταν καὶ διορατικός, κατέβηκε μιὰ μέρα στὴν πόλι καὶ πῆγε στὸ ναό. Στάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν εσοδο καὶ ἔβλεπε αὐτοὺς ποὺ μπαίνουν. Ἔβλεπε ὄχι τὴν ἐπιφάνεια ἀλλὰ τὸ βάθος, τὴν ψυχή τους. Τοὺς ἔβλεπε ὅλους μαύρους σὰν τὴν πίσσα καὶ ἔκλαψε. Στὸ «Δι᾿ εὐχῶν» στάθηκε πάλι καὶ ἔβλεπε πῶς βγαίνουν. Μαῦροι μπῆκαν, μαῦροι ἔβγαιναν ὅλοι. Τέλος, νά καὶ ἕνας, ποὺ βγῆκε τελευταῖος καὶ ἦταν ἄσπρος σὰν τὸ χιόνι. Τί νὰ συμβαίνῃ ἆραγε; σκέφτηκε καὶ τὸν φώναξε. ―Τί εἶσαι ἐσύ; ―Μὴ ρωτᾷς. Ἐγὼ εἶμαι λῃστής, φονιᾶς· σκότωσα ἀνθρώπους, ἀνέβηκα στὰ βουνά, ἔκλεψα, ἀτίμησα γυναῖκες, τὰ πάντα ἔκανα. Σαράντα χρόνια εἶχα νὰ πάω στὴν ἐκκλησία. Σήμερα ὅμως, ποὺ ἄκουσα τὴν καμπάνα νὰ χτυπάῃ, θυμήθηκα τὴ μάνα μου, τὴ γιαγιά μου. Σπρώχνοντας τὸν ἑαυτό μου πῆγα στὴν ἐκκλησία, κι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκα ὅλο ἔκλαιγα καὶ ἔλεγα· Θεέ μου, συχώρεσέ με… Αὐτός, λοιπόν, ποὺ ἦταν μαῦρος σὰν τὴν πίσσα, βγῆκε ἔξω ἄσπρος σὰν τὸ χιόνι. Ὦ ἀθάνατη θρησκεία μας! Εἶσαι ἁμαρτωλός; Μπαῖς στὴν ἐκκλησία. Καὶ τί νὰ λές· Ἀπ᾿ ὅλους ὅσοι εἶνε μέσα ἐδῶ, εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλός. Θεέ μου, συχώρεσέ με, «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Ὅταν ἔχουμε τὴν ταπείνωσι, τότε θὰ ἔχουμε τὸ κλειδὶ ν᾿ ἀνοίξουμε τὸν παράδεισο, νὰ εἰσέλθουμε σ᾿ αὐτόν, τὸν ἐπίγειο καὶ τὸν οὐράνιο παράδεισο, διότι ὁ ταπεινὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ εὐλογημένος.
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος 7-2-1982)