«Ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν» (Μᾶρκ. 9,21)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἅγιο καὶ ἱερὸ εὐαγγέλιο.
Σήμερα ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος μᾶς διηγεῖται ἕνα θαῦμα· ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι τῆς συντελείας ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Μᾶς διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς πῶς ὁ Κύριος θεράπευσε ἕνα νέο, ποὺ εἶχε προσβληθῆ
–Θεὸς φυλάξοι– ἀπὸ δαιμόνιο· εἶχε δαιμονοπληξία.
Ἦταν ἀξιοθρήνητος· αὐτιὰ εἶχε ἀλλὰ τ᾿ αὐτιά του τά ᾽ χε φράξει ὁ σατανᾶς καὶ δὲν ἄκουγε, γλῶσσα εἶχε ἀλλὰ τὴ γλῶσσα του τὴν εἶχε δέσει ὁ διάβολος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ προφέρῃ λέξι· κι ὅταν τὸν ἔπιανε ἡ κρίσι, ἔπεφτε ἄλλοτε στὴ φωτιὰ κι ἄλλοτε στὸ νερό, ἄφριζε, ἔτριζε τὰ δόντια, σπαρταροῦσε ὅπως τὸ ψάρι ἔξω ἀπ᾽ τὸ νερό.
Ἀξιολύπητος ὁ νέος, μὰ πιὸ ἀξιολύπητος ὁ πατέρας.
Θέλω νὰ προσέξουμε ἕνα μόνο σημεῖο· τὴν ἐρώτησι ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Κύριος στὸν πατέρα καὶ τὴν ἀπάντησι ποὺ αὐτὸς τοῦ ἔδωσε.
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἅγιο καὶ ἱερὸ εὐαγγέλιο.
Σήμερα ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος μᾶς διηγεῖται ἕνα θαῦμα· ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι τῆς συντελείας ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Μᾶς διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς πῶς ὁ Κύριος θεράπευσε ἕνα νέο, ποὺ εἶχε προσβληθῆ
–Θεὸς φυλάξοι– ἀπὸ δαιμόνιο· εἶχε δαιμονοπληξία.
Ἦταν ἀξιοθρήνητος· αὐτιὰ εἶχε ἀλλὰ τ᾿ αὐτιά του τά ᾽ χε φράξει ὁ σατανᾶς καὶ δὲν ἄκουγε, γλῶσσα εἶχε ἀλλὰ τὴ γλῶσσα του τὴν εἶχε δέσει ὁ διάβολος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ προφέρῃ λέξι· κι ὅταν τὸν ἔπιανε ἡ κρίσι, ἔπεφτε ἄλλοτε στὴ φωτιὰ κι ἄλλοτε στὸ νερό, ἄφριζε, ἔτριζε τὰ δόντια, σπαρταροῦσε ὅπως τὸ ψάρι ἔξω ἀπ᾽ τὸ νερό.
Ἀξιολύπητος ὁ νέος, μὰ πιὸ ἀξιολύπητος ὁ πατέρας.
Θέλω νὰ προσέξουμε ἕνα μόνο σημεῖο· τὴν ἐρώτησι ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Κύριος στὸν πατέρα καὶ τὴν ἀπάντησι ποὺ αὐτὸς τοῦ ἔδωσε.
Ἡ ἐρώτησι τοῦ Χριστοῦ εἶνε· «Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ;»· ἀπὸ πότε τοῦ συνέβη αὐτὸ τὸ κακό (Μᾶρκ. 9,21).
Περίεργη ἡ ἐρώτησι. Ὅλοι ρωτᾶμε γιὰ νὰ μάθουμε κάτι ποὺ δὲν ξέρουμε· ὁ γιατρὸς π.χ. ρωτάει τὸν ἄρρωστο.
Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν εἶνε ἕνας κοινὸς θνητός· εἶνε Θεὸς καὶ ὡς Θεὸς τὰ γνωρίζει ὅλα.
Συνεπῶς ἡ ἐρώτησις αὐτὴ φαίνεται περιττή. Γνώριζε ἀκριβῶς τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ πονηρὸ πνεῦμα βρῆκε ἀνοιχτὴ τὴ θύρα καὶ φώλιασε μέσα στὸ νέο. Κι ἀφοῦ τὸ γνώριζε, γιατί νὰ ρωτήσῃ πότε συνέβη ἡ ἀσθένεια;
Ὁ Χριστὸς ἔκανε τὴν ἐρώτησι αὐτὴ σκοπίμως, γιὰ νὰ κάνῃ τὸν πατέρα νὰ δώσῃ τὴν ἀπάντησι ποὺ ἔδωσε.
Ὁ πατέρας εἶπε «Παιδιόθεν» (ἔνθ᾽ ἀνωτ.), ὅτι δηλαδὴ τὸ κακὸ τὸ ἔπαθε ὅταν ἦταν παιδί. Καὶ τί ἤθελε ὁ Χριστὸς νὰ διδάξῃ μ᾽ αὐτό; ὅτι τὸ παιδί, ἂν ὁ πατέρας τὸ πρόσεχε, δὲν θά ᾽φτανε στὸ θλιβερὸ αὐτὸ σημεῖο.
Περίεργη ἡ ἐρώτησι. Ὅλοι ρωτᾶμε γιὰ νὰ μάθουμε κάτι ποὺ δὲν ξέρουμε· ὁ γιατρὸς π.χ. ρωτάει τὸν ἄρρωστο.
Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν εἶνε ἕνας κοινὸς θνητός· εἶνε Θεὸς καὶ ὡς Θεὸς τὰ γνωρίζει ὅλα.
Συνεπῶς ἡ ἐρώτησις αὐτὴ φαίνεται περιττή. Γνώριζε ἀκριβῶς τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ πονηρὸ πνεῦμα βρῆκε ἀνοιχτὴ τὴ θύρα καὶ φώλιασε μέσα στὸ νέο. Κι ἀφοῦ τὸ γνώριζε, γιατί νὰ ρωτήσῃ πότε συνέβη ἡ ἀσθένεια;
Ὁ Χριστὸς ἔκανε τὴν ἐρώτησι αὐτὴ σκοπίμως, γιὰ νὰ κάνῃ τὸν πατέρα νὰ δώσῃ τὴν ἀπάντησι ποὺ ἔδωσε.
Ὁ πατέρας εἶπε «Παιδιόθεν» (ἔνθ᾽ ἀνωτ.), ὅτι δηλαδὴ τὸ κακὸ τὸ ἔπαθε ὅταν ἦταν παιδί. Καὶ τί ἤθελε ὁ Χριστὸς νὰ διδάξῃ μ᾽ αὐτό; ὅτι τὸ παιδί, ἂν ὁ πατέρας τὸ πρόσεχε, δὲν θά ᾽φτανε στὸ θλιβερὸ αὐτὸ σημεῖο.
Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, συνήθως εἴμαστε εὔκολοι στὸ νὰ κατηγοροῦμε τοὺς νέους.
Εἶνε γεγονὸς ὅτι οἱ νέοι ἔχουν ἐκτραπῆ ἀπὸ τὸν ἴσιο δρόμο, κι ὁ καθένας σχολιάζει ὅτι ἀγόρια καὶ κορίτσια δὲν στέκουν στὸ ὕψος τους.
Ἀλλ᾽ ἀντὶ νὰ πιάνουμε πέτρες καὶ νὰ πετροβολοῦ με τοὺς νέους καὶ τὶς κοπέλλες, πιὸ σωστὸ θὰ ἦταν νὰ χτυπᾶμε οἱ ἴδιοι τὰ κεφάλια μας.
Ὁ Χριστὸς ὑπενθύμισε, ὅτι αἴτιος τῆς τραγῳδίας τοῦ σπιτιοῦ ἐκείνου ἦταν ὁ ἴδιος ὁ πατέρας, ὁ ὁποῖος δὲν ἔλαβε ἐγκαίρως τὰ μέτρα ὥστε τὸ παιδί του νὰ μὴ καταντήσῃ στὴν δαιμονιώδη αὐτὴ κατάστασι. Καὶ σ᾽ ἐμᾶς λοιπὸν σήμερα ὑπενθυμίζει, ὅτι ἔχουμε εὐθύνη μεγάλη γιὰ τὰ παιδιά.
Ὅλοι ὅσοι ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ παιδιὰ κ᾽ ἐπηρεάζουν τὴν ἀγωγὴ τῶν νέων (γονεῖς, ἐκπαιδευτικοί, κληρικοί, ἀξιωματικοί, πολιτικοί, διευθυνταὶ σταθμῶν, ἐκδότες, δημοσιογράφοι, συγγραφεῖς, ἠθοποιοί, τραγουδισταί, ἀθληταὶ κ.λπ.), ὅλοι αὐτοὶ εὐθύνονται σοβαρὰ γιὰ τὸ σημερινὸ κατάντημα.
Ἡ νεολαία παρουσιάζει φαινόμενα δαιμονικά, ποὺ οὔτε ἕνας Ντοστογιέφσκυ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ περιγράψῃ. Ὄχι ἕνας καὶ δύο ἀλλὰ πλῆθος νέοι συμπεριφέρονται μὲ κακία διαβολική.
Πῶς τὰ παιδιά μας κατήντησαν δαιμονόπληκτα;
Δὲν βλέπουν καλὸ παράδειγμα.
Στὸ σπίτι οἱ γονεῖς διαρκῶς νὰ διαπληκτίζονται. Ὁ πατέρας χαρτοπαίζει κι ὅ,τι βγάζει τὰ ἐξανεμίζει· φεύγει, γυρίζει ἔξω, ἐπιστρέφει μεσάνυχτα με θυσμένος, μπαίνει μέσα καὶ βρίζει. Ἡ μάνα τὰ κλείνει μέσα κι αὐτὴ τρέχει σὲ διασκεδάσεις μὲ φίλους καὶ φιλενάδες.
Στὸ σχολειὸ δάσκαλοι καὶ δασκάλες, καθηγηταὶ καὶ καθηγήτριες, ἀντὶ γιὰ γνῶσι καὶ ἦθος, μεταδίδουν προσωπικὲς ἀπόψεις καὶ σκανδαλώδεις συμπεριφορές.
Στὸ στρατὸ ἀξιωματικοὶ καὶ ὑπαξιωματικοὶ βλαστημοῦν τὰ θεῖα καὶ καλλιεργοῦν ἀρρωστημένη ἐγωπάθεια καὶ σκληρότητα. Καὶ στὴν κοινωνία , τὸ μεγάλο αὐτὸ σχολεῖο, ἐπικρατεῖ καὶ ἐπιβραβεύεται ὄχι τὸ δίκαιο, ὄχι ἡ ἀξία καὶ ἡ ἀρετή (ἐργατικότης, τιμιότης, εὐφυΐα, ἱκανότης, ἀληθινὰ προσόντα), ἀλλὰ τὸ μέσον, ἡ κολακεία, ἡ ἀπάτη, οἱ ἰσχυροὶ προστάτες, ἡ ἀδικία.
Ὅταν λοιπὸν τὸ παιδὶ βλέπῃ καὶ ζῇ τέτοια πράγματα κι ἄλλα ἀκόμη χειρότερα, θὰ εἶνε θαῦμα ἂν μείνῃ ἀνεπηρέαστο.
Ἐὰν λοιπὸν λάβουμε ὑπ᾽ ὄψιν ὅλα αὐτά, θὰ καταλάβουμε, ὅτι τὴν εὐθύνη γιὰ τὸν ἐκ τροχιασμὸ παιδιῶν καὶ νέων τὴν φέρουν κυρίως οἱ λεγόμενοι παράγοντες τῆς ἀγωγῆς. Τεράστια ἡ εὐθύνη, ἀλλὰ ποιός τὴν αἰσθάνεται;
Τὰ σημερινὰ παιδιὰ δὲν μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὸ φεγγάρι· ἐδῶ γεννήθηκαν, μέσα στὰ σπίτια μας μεγάλωσαν, στὰ σχολεῖα μας σπούδασαν, στὸ στρατό μας ἐκπαιδεύτηκαν· εἶνε προϊόντα καὶ καρποὶ δικοί μας.
Δὲν θά ᾽πρεπε καὶ κάποιο ὑπουργεῖο ν᾽ ἀπασχοληθῇ σὲ συσκέψεις μὲ τὸ ἐρώτημα, γιατί χάνονται τὰ παιδιά; γιατί γίναμε μία γενεὰ «ἄπιστος» καὶ «διεστραμμένη» ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο; (Μᾶρκ. 9,19. Ματθ. 17,17. Λουκ. 9,41).
Θέλετε ἕνα φρικαλέο δεῖγμα; Κάθε μέρα οἱ ἐφημερίδες στάζουν λάσπη, βόρβορο καὶ αἷμα ἀπὸ τὴ νεανικὴ ἐγκληματικότητα.
Πρὸ ἐτῶν ἔγραψαν, ὅτι στὸν Πειραιᾶ δύο ναῦτες πῆραν μία κουτσὴ δυστυχισμένη κοπέλλα, μιὰ ζητιάνα, τὴν ἔβαλαν σ᾿ ἕνα ταξί, τὴν ἔβγαλαν σὲ κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, καὶ ἐκεῖ τὴ νύχτα ὠργίασαν πάνω της, τῆς πήραν ὅ,τι χρήματα εἶχε, καὶ μετὰ τὴν ἔρριξαν ἀπὸ ἕνα βράχο στὰ νερὰ καὶ τὴν ἔπνιξαν· μοναδικὸς μάρτυρας τοῦ ἐγκλήματος βρέθηκε κατόπιν τὸ δεκανίκι της. Αὐτοὶ γύρισαν στὸν Πειραιᾶ, ἔφαγαν καὶ διασκέδασαν μὲ τὰ λεπτὰ τῆς δυστυχισμένης κοπέλλας, μετὰ ἔβγαλαν εἰσιτήριο κ᾽ ἔφυγαν στὸ χωριό τους, σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτε.
Μὰ τί τέρατα, τί δαίμονες εἶνε αὐτοί;
Φτάσαμε σὲ σημεῖο τρομερό.
Θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ τὰ παιδιά μας δὲν θὰ ἔχουν τίποτα τὸ ἑλληνικό, τὸ χριστιανικό, τὸ ἀνθρώπινο· θὰ εἶνε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Γι᾿ αὐτὸ τονίζω ὅτι αὐτὸ τὸ «παιδιόθεν», ποὺ ἀκούσαμε, ἔχει μεγάλη σημασία.
Πρὶν ἀπὸ καιρὸ ἔγινε ἕνα δικαστήριο.
Στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου καθόταν ἕνας νέος ποὺ εἶχε ἐγκληματήσει.
Ἀφοῦ τελείωσαν οἱ μάρτυρες κατηγορίας, ὁ εἰσαγγελεὺς ἀπηύθυνε δριμὺ κατηγορῶ καὶ ζήτησε τὴν καταδίκη του σὲ θάνατο.
Ἀλλὰ ἐνῷ ὁ νέος ἔτρεμε σὰν τὸ φύλλο, κάποιος Χριστιανὸς συνήγορος πῆρε τὸ λόγο καὶ εἶπε·
Ἐδῶ στὸ δικαστήριό σας εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ προέδρου ὁ Ἐσταυρωμένος.
Τὸ παιδὶ ὅμως αὐτὸ ἐδῶ γιὰ πρώτη φορὰ βλέπει μπροστά του Εὐαγγέλιο καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο. Ἂν ὑπῆρχε κάποιος νὰ τοῦ μιλήσῃ γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ τοῦ δείξῃ τὸν Ἐσταυρωμένο, ἡ ἐξέλιξί του θὰ ἦταν πολὺ διαφορετική.
Γι᾽ αὐτό, κύριοι δικασταί, προτείνω νὰ τὸν ἀθῳώσουμε, καὶ στὸ ἑδώλιο αὐτὸ νὰ καθίσῃ ἡ μάνα του, ὁ δάσκαλός του, ὁ παπᾶς του, ὁ ἐπίσκοπός του, οἱ διευθυνταὶ τῶν κινηματογράφων καὶ τῶν ψυχαγωγικῶν κέντρων. Αὐτοὶ εἶνε οἱ ἠθικοὶ αὐτουργοὶ τοῦ ἐγκλήματός του…
Εἶνε γεγονὸς ὅτι οἱ νέοι ἔχουν ἐκτραπῆ ἀπὸ τὸν ἴσιο δρόμο, κι ὁ καθένας σχολιάζει ὅτι ἀγόρια καὶ κορίτσια δὲν στέκουν στὸ ὕψος τους.
Ἀλλ᾽ ἀντὶ νὰ πιάνουμε πέτρες καὶ νὰ πετροβολοῦ με τοὺς νέους καὶ τὶς κοπέλλες, πιὸ σωστὸ θὰ ἦταν νὰ χτυπᾶμε οἱ ἴδιοι τὰ κεφάλια μας.
Ὁ Χριστὸς ὑπενθύμισε, ὅτι αἴτιος τῆς τραγῳδίας τοῦ σπιτιοῦ ἐκείνου ἦταν ὁ ἴδιος ὁ πατέρας, ὁ ὁποῖος δὲν ἔλαβε ἐγκαίρως τὰ μέτρα ὥστε τὸ παιδί του νὰ μὴ καταντήσῃ στὴν δαιμονιώδη αὐτὴ κατάστασι. Καὶ σ᾽ ἐμᾶς λοιπὸν σήμερα ὑπενθυμίζει, ὅτι ἔχουμε εὐθύνη μεγάλη γιὰ τὰ παιδιά.
Ὅλοι ὅσοι ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ παιδιὰ κ᾽ ἐπηρεάζουν τὴν ἀγωγὴ τῶν νέων (γονεῖς, ἐκπαιδευτικοί, κληρικοί, ἀξιωματικοί, πολιτικοί, διευθυνταὶ σταθμῶν, ἐκδότες, δημοσιογράφοι, συγγραφεῖς, ἠθοποιοί, τραγουδισταί, ἀθληταὶ κ.λπ.), ὅλοι αὐτοὶ εὐθύνονται σοβαρὰ γιὰ τὸ σημερινὸ κατάντημα.
Ἡ νεολαία παρουσιάζει φαινόμενα δαιμονικά, ποὺ οὔτε ἕνας Ντοστογιέφσκυ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ περιγράψῃ. Ὄχι ἕνας καὶ δύο ἀλλὰ πλῆθος νέοι συμπεριφέρονται μὲ κακία διαβολική.
Πῶς τὰ παιδιά μας κατήντησαν δαιμονόπληκτα;
Δὲν βλέπουν καλὸ παράδειγμα.
Στὸ σπίτι οἱ γονεῖς διαρκῶς νὰ διαπληκτίζονται. Ὁ πατέρας χαρτοπαίζει κι ὅ,τι βγάζει τὰ ἐξανεμίζει· φεύγει, γυρίζει ἔξω, ἐπιστρέφει μεσάνυχτα με θυσμένος, μπαίνει μέσα καὶ βρίζει. Ἡ μάνα τὰ κλείνει μέσα κι αὐτὴ τρέχει σὲ διασκεδάσεις μὲ φίλους καὶ φιλενάδες.
Στὸ σχολειὸ δάσκαλοι καὶ δασκάλες, καθηγηταὶ καὶ καθηγήτριες, ἀντὶ γιὰ γνῶσι καὶ ἦθος, μεταδίδουν προσωπικὲς ἀπόψεις καὶ σκανδαλώδεις συμπεριφορές.
Στὸ στρατὸ ἀξιωματικοὶ καὶ ὑπαξιωματικοὶ βλαστημοῦν τὰ θεῖα καὶ καλλιεργοῦν ἀρρωστημένη ἐγωπάθεια καὶ σκληρότητα. Καὶ στὴν κοινωνία , τὸ μεγάλο αὐτὸ σχολεῖο, ἐπικρατεῖ καὶ ἐπιβραβεύεται ὄχι τὸ δίκαιο, ὄχι ἡ ἀξία καὶ ἡ ἀρετή (ἐργατικότης, τιμιότης, εὐφυΐα, ἱκανότης, ἀληθινὰ προσόντα), ἀλλὰ τὸ μέσον, ἡ κολακεία, ἡ ἀπάτη, οἱ ἰσχυροὶ προστάτες, ἡ ἀδικία.
Ὅταν λοιπὸν τὸ παιδὶ βλέπῃ καὶ ζῇ τέτοια πράγματα κι ἄλλα ἀκόμη χειρότερα, θὰ εἶνε θαῦμα ἂν μείνῃ ἀνεπηρέαστο.
Ἐὰν λοιπὸν λάβουμε ὑπ᾽ ὄψιν ὅλα αὐτά, θὰ καταλάβουμε, ὅτι τὴν εὐθύνη γιὰ τὸν ἐκ τροχιασμὸ παιδιῶν καὶ νέων τὴν φέρουν κυρίως οἱ λεγόμενοι παράγοντες τῆς ἀγωγῆς. Τεράστια ἡ εὐθύνη, ἀλλὰ ποιός τὴν αἰσθάνεται;
Τὰ σημερινὰ παιδιὰ δὲν μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὸ φεγγάρι· ἐδῶ γεννήθηκαν, μέσα στὰ σπίτια μας μεγάλωσαν, στὰ σχολεῖα μας σπούδασαν, στὸ στρατό μας ἐκπαιδεύτηκαν· εἶνε προϊόντα καὶ καρποὶ δικοί μας.
Δὲν θά ᾽πρεπε καὶ κάποιο ὑπουργεῖο ν᾽ ἀπασχοληθῇ σὲ συσκέψεις μὲ τὸ ἐρώτημα, γιατί χάνονται τὰ παιδιά; γιατί γίναμε μία γενεὰ «ἄπιστος» καὶ «διεστραμμένη» ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο; (Μᾶρκ. 9,19. Ματθ. 17,17. Λουκ. 9,41).
Θέλετε ἕνα φρικαλέο δεῖγμα; Κάθε μέρα οἱ ἐφημερίδες στάζουν λάσπη, βόρβορο καὶ αἷμα ἀπὸ τὴ νεανικὴ ἐγκληματικότητα.
Πρὸ ἐτῶν ἔγραψαν, ὅτι στὸν Πειραιᾶ δύο ναῦτες πῆραν μία κουτσὴ δυστυχισμένη κοπέλλα, μιὰ ζητιάνα, τὴν ἔβαλαν σ᾿ ἕνα ταξί, τὴν ἔβγαλαν σὲ κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, καὶ ἐκεῖ τὴ νύχτα ὠργίασαν πάνω της, τῆς πήραν ὅ,τι χρήματα εἶχε, καὶ μετὰ τὴν ἔρριξαν ἀπὸ ἕνα βράχο στὰ νερὰ καὶ τὴν ἔπνιξαν· μοναδικὸς μάρτυρας τοῦ ἐγκλήματος βρέθηκε κατόπιν τὸ δεκανίκι της. Αὐτοὶ γύρισαν στὸν Πειραιᾶ, ἔφαγαν καὶ διασκέδασαν μὲ τὰ λεπτὰ τῆς δυστυχισμένης κοπέλλας, μετὰ ἔβγαλαν εἰσιτήριο κ᾽ ἔφυγαν στὸ χωριό τους, σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτε.
Μὰ τί τέρατα, τί δαίμονες εἶνε αὐτοί;
Φτάσαμε σὲ σημεῖο τρομερό.
Θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ τὰ παιδιά μας δὲν θὰ ἔχουν τίποτα τὸ ἑλληνικό, τὸ χριστιανικό, τὸ ἀνθρώπινο· θὰ εἶνε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Γι᾿ αὐτὸ τονίζω ὅτι αὐτὸ τὸ «παιδιόθεν», ποὺ ἀκούσαμε, ἔχει μεγάλη σημασία.
Πρὶν ἀπὸ καιρὸ ἔγινε ἕνα δικαστήριο.
Στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου καθόταν ἕνας νέος ποὺ εἶχε ἐγκληματήσει.
Ἀφοῦ τελείωσαν οἱ μάρτυρες κατηγορίας, ὁ εἰσαγγελεὺς ἀπηύθυνε δριμὺ κατηγορῶ καὶ ζήτησε τὴν καταδίκη του σὲ θάνατο.
Ἀλλὰ ἐνῷ ὁ νέος ἔτρεμε σὰν τὸ φύλλο, κάποιος Χριστιανὸς συνήγορος πῆρε τὸ λόγο καὶ εἶπε·
Ἐδῶ στὸ δικαστήριό σας εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ προέδρου ὁ Ἐσταυρωμένος.
Τὸ παιδὶ ὅμως αὐτὸ ἐδῶ γιὰ πρώτη φορὰ βλέπει μπροστά του Εὐαγγέλιο καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο. Ἂν ὑπῆρχε κάποιος νὰ τοῦ μιλήσῃ γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ τοῦ δείξῃ τὸν Ἐσταυρωμένο, ἡ ἐξέλιξί του θὰ ἦταν πολὺ διαφορετική.
Γι᾽ αὐτό, κύριοι δικασταί, προτείνω νὰ τὸν ἀθῳώσουμε, καὶ στὸ ἑδώλιο αὐτὸ νὰ καθίσῃ ἡ μάνα του, ὁ δάσκαλός του, ὁ παπᾶς του, ὁ ἐπίσκοπός του, οἱ διευθυνταὶ τῶν κινηματογράφων καὶ τῶν ψυχαγωγικῶν κέντρων. Αὐτοὶ εἶνε οἱ ἠθικοὶ αὐτουργοὶ τοῦ ἐγκλήματός του…
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, εἴχαμε μανάδες, δασκάλους καὶ παπᾶδες πιστοὺς στὸν Ἐσταυρωμένο, ἐγὼ σᾶς λέω ὅτι τὰ παιδιά μας θὰ ἦταν ἄγγελοι.
Γιατὶ ἔχουμε καλὸ «ἀλεύρι», ἡ «πάστα» μας εἶνε καλή, εὐγενικιά· ἀλλὰ μέσ᾿ στὸ ἀλεύρι αὐτὸ πρέπει νὰ πέσῃ «μαγιά», καὶ ἡ μαγιὰ εἶνε ὁ Χριστιανισμός, ἡ πίστι μας.
Καλὸ χωράφι εἶνε ἡ νεολαία μας· μὰ ὅσο καλὸ κι ἂν εἶνε ἕνα χωράφι, ἅμα τ᾿ ἀφήσῃς θὰ γεμίσῃ ἀγκάθια. Καὶ γέμισε ἤδη ἀγκάθια τὸ χωράφι μας· καὶ πρέπει νὰ περάσῃ γερὸ τρακτὲρ γιὰ νὰ τὸ καθαρίσῃ. Διαφορετικά, θὰ θρηνήσουμε πολλὰ θύματα καὶ μεγάλη συμφορά.
Σήμερα, ἅγια μέρα, ποὺ ἡ Ἐκκλησία παρουσιάζει μπροστὰ στὰ μάτια μας τὴν εἰκόνα τοῦ δαιμονισμένου νέου, ἂς ἀναλογισθοῦμε τὴν ὥρα αὐτὴ ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶνε συντελεσταὶ εὐημερίας καὶ δόξης τῆς πατρίδος μας, ἀλλὰ παρεξέκλιναν.
Μὴ ῥίξουμε τὸ λιθάρι ἐπάνω τους· νὰ τὸ ῥίξουμε ἐπάνω σὲ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ ἀδιαφορήσαμε γιὰ ὅ,τι πιὸ πολύτιμο ἔχει αὐτὴ ἡ γῆ.
Νὰ προσέξουμε, ἀδελφοί μου, διότι ὁ Κύριος εἶπε ἕνα φοβερὸ λόγο κι ἂς τὸν ἀκούσουμε.
Ὅποιος σκανδαλίσῃ, εἶπε, ἕνα παιδί, αὐτὸς εἶνε προτιμότερο νὰ πάρῃ ἕνα λιθάρι νὰ τὸ δέσῃ στὸ λαιμό του καὶ νὰ καταποντισθῇ στὴ θάλασσα (βλ. Ματθ. 18,6).
Ἀλλοίμονο σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σκανδαλίζουν τὰ παιδιά· ἡ εὐθύνη τους εἶνε μεγάλη.
Ναὶ μάνα, ναὶ πατέρα, ναὶ δάσκαλε, ναὶ ἀξιωματικέ, ναὶ κοινωνία, ναὶ παπᾶδες, θὰ κολαστοῦμε γιὰ ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἀφήσαμε καὶ καταστράφηκαν, ἔγιναν τεντυμπόηδες καὶ δαιμονισμένοι.
Ὦ πατρίδα, πότε θὰ ξυπνήσῃς νὰ κοιτάξῃς τὰ παιδιά σου, ποὺ τὰ κατέλαβε «πνεῦμα ἄλαλον καὶ κωφόν»; (Μᾶρκ. 9,17,25).
Αὐτὸ τὸ «παιδιόθεν» ποὺ εἶπε ὁ πατέρας εἶνε ἡ καταδίκη ὅλων μας.
Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ νὰ ᾿ρθῇ μιὰ συν τριβὴ μέσ᾿ στὶς καρδιές μας καὶ ὅλοι νὰ πλη σι άσουμε τὸ Χριστό, τὸν ὁποῖον εἴθε νὰ ὑμνοῦ με καὶ δοξάζουμε εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Γιατὶ ἔχουμε καλὸ «ἀλεύρι», ἡ «πάστα» μας εἶνε καλή, εὐγενικιά· ἀλλὰ μέσ᾿ στὸ ἀλεύρι αὐτὸ πρέπει νὰ πέσῃ «μαγιά», καὶ ἡ μαγιὰ εἶνε ὁ Χριστιανισμός, ἡ πίστι μας.
Καλὸ χωράφι εἶνε ἡ νεολαία μας· μὰ ὅσο καλὸ κι ἂν εἶνε ἕνα χωράφι, ἅμα τ᾿ ἀφήσῃς θὰ γεμίσῃ ἀγκάθια. Καὶ γέμισε ἤδη ἀγκάθια τὸ χωράφι μας· καὶ πρέπει νὰ περάσῃ γερὸ τρακτὲρ γιὰ νὰ τὸ καθαρίσῃ. Διαφορετικά, θὰ θρηνήσουμε πολλὰ θύματα καὶ μεγάλη συμφορά.
Σήμερα, ἅγια μέρα, ποὺ ἡ Ἐκκλησία παρουσιάζει μπροστὰ στὰ μάτια μας τὴν εἰκόνα τοῦ δαιμονισμένου νέου, ἂς ἀναλογισθοῦμε τὴν ὥρα αὐτὴ ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶνε συντελεσταὶ εὐημερίας καὶ δόξης τῆς πατρίδος μας, ἀλλὰ παρεξέκλιναν.
Μὴ ῥίξουμε τὸ λιθάρι ἐπάνω τους· νὰ τὸ ῥίξουμε ἐπάνω σὲ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ ἀδιαφορήσαμε γιὰ ὅ,τι πιὸ πολύτιμο ἔχει αὐτὴ ἡ γῆ.
Νὰ προσέξουμε, ἀδελφοί μου, διότι ὁ Κύριος εἶπε ἕνα φοβερὸ λόγο κι ἂς τὸν ἀκούσουμε.
Ὅποιος σκανδαλίσῃ, εἶπε, ἕνα παιδί, αὐτὸς εἶνε προτιμότερο νὰ πάρῃ ἕνα λιθάρι νὰ τὸ δέσῃ στὸ λαιμό του καὶ νὰ καταποντισθῇ στὴ θάλασσα (βλ. Ματθ. 18,6).
Ἀλλοίμονο σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σκανδαλίζουν τὰ παιδιά· ἡ εὐθύνη τους εἶνε μεγάλη.
Ναὶ μάνα, ναὶ πατέρα, ναὶ δάσκαλε, ναὶ ἀξιωματικέ, ναὶ κοινωνία, ναὶ παπᾶδες, θὰ κολαστοῦμε γιὰ ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἀφήσαμε καὶ καταστράφηκαν, ἔγιναν τεντυμπόηδες καὶ δαιμονισμένοι.
Ὦ πατρίδα, πότε θὰ ξυπνήσῃς νὰ κοιτάξῃς τὰ παιδιά σου, ποὺ τὰ κατέλαβε «πνεῦμα ἄλαλον καὶ κωφόν»; (Μᾶρκ. 9,17,25).
Αὐτὸ τὸ «παιδιόθεν» ποὺ εἶπε ὁ πατέρας εἶνε ἡ καταδίκη ὅλων μας.
Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ νὰ ᾿ρθῇ μιὰ συν τριβὴ μέσ᾿ στὶς καρδιές μας καὶ ὅλοι νὰ πλη σι άσουμε τὸ Χριστό, τὸν ὁποῖον εἴθε νὰ ὑμνοῦ με καὶ δοξάζουμε εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο μέχρι στιγμῆς ἱ. ναὸ τῶν Ἀθηνῶν τὴν 4-4-1965.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 114α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 114α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).