«Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου» (Ἠσ. 49,8· Β΄ Κορ. 6,2)
Kυριακὴ ΙΣΤ΄ Ματθαίου. (Β΄ Κορ. 6,1-10)
ΘΑ παρακαλέσω, ἀγαπητοί μου, νὰ προσέξετε. Ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ἀκούσατε σήμερα, θὰ ἑρμηνεύσουμε μόνο αὐτὲς τὶς λίγες λέξεις τοῦ ἀποστόλου, ποὺ εἶνε καὶ προφητεία τοῦ Ἠσαΐου· «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου» (Ἠσ. 49,8· Β΄ Κορ. 6,2).
Ἐὰν νιώσετε καὶ ἐφαρμόσετε τὰ λόγια αὐτά, κερδίσατε τὸ πρῶτο λαχεῖο. Διαφορετικά, ἐγὼ νίπτω τὰς χεῖρας
μου.
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Θ᾿ ἀρχίσω ἀπὸ κάπως μακριά.
Kυριακὴ ΙΣΤ΄ Ματθαίου. (Β΄ Κορ. 6,1-10)
ΘΑ παρακαλέσω, ἀγαπητοί μου, νὰ προσέξετε. Ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ἀκούσατε σήμερα, θὰ ἑρμηνεύσουμε μόνο αὐτὲς τὶς λίγες λέξεις τοῦ ἀποστόλου, ποὺ εἶνε καὶ προφητεία τοῦ Ἠσαΐου· «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου» (Ἠσ. 49,8· Β΄ Κορ. 6,2).
Ἐὰν νιώσετε καὶ ἐφαρμόσετε τὰ λόγια αὐτά, κερδίσατε τὸ πρῶτο λαχεῖο. Διαφορετικά, ἐγὼ νίπτω τὰς χεῖρας
μου.
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Θ᾿ ἀρχίσω ἀπὸ κάπως μακριά.
Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πρόκειται νὰ φύγῃ στὸ ἐξωτερικό, φροντίζει νὰ κάνῃ τὰ χαρτιά του ἐντὸς τῆς προθεσμίας ποὺ ὁρίζει ἡ πρεσβεία.
Γενικὰ ὅποιος θέλει νὰ ταξιδέψῃ, ρωτάει πότε φεύγει τὸ λεωφορεῖο ἢ τὸ τραῖνο ἢ τὸ πλοῖο ἢ τὸ ἀεροπλάνο, καὶ προσπαθεῖ νὰ ἔχῃ τὸ εἰσιτήριο στὸ χέρι καὶ νὰ βρίσκεται ἐγκαίρως στὸ σταθμό.
Καὶ ὁ νέος ποὺ θέλει νὰ σπουδάσῃ, διαβάζει καὶ ὑποβάλλει τὰ χαρτιά του μέσα στὸ χρόνο ποὺ ὁρίζει τὸ ὑπουργεῖο, ὥστε νὰ μπορέσῃ νὰ δώσῃ ἐξετάσεις.
Καὶ ὁ ἔμπορος ποὺ χρωστάει γραμμάτια, προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐξοφλήσῃ προτοῦ νὰ διαμαρτυρηθοῦν…
Τί θέλω νὰ πῶ· ὅπως ὑπάρχει προθεσμία γιὰ νὰ βγάλῃς εἰσιτήριο ἢ διαβατήριο ἢ μηχανογραφικὸ γιὰ ἐξετάσεις ἢ ἐξοφλητικὸ ἑνὸς λογαριασμοῦ, ὅπως ὑπάρχει ὡρισμένος καιρὸς γιὰ νὰ πᾷς στρατιώτης ἢ γιὰ νὰ πιάσῃς δουλειὰ ἢ γιὰ νὰ παντρευτῇς κ.λπ., ἔτσι ὑπάρχει καὶ κάποιος καιρός, γιὰ μιὰ ἄλλη ὑπόθεσι, πολὺ σπουδαιότερη ἀπὸ κάθε ἄλλη.
Ποιά εἶνε ἡ ὑπόθεσι αὐτή;
Δὲν μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο γιὰ ταξίδια καὶ ἐπιχειρήσεις, γιὰ διπλώματα καὶ τίτλους, γιὰ προῖκες καὶ παντρειές.
Δὲν εἶν᾿ αὐτὸς ὁ μεγάλος σκοπός μας.
Ποιός εἶνε ὁ σκοπός μας;
Τὸ λέει καθαρὰ σήμερα ὁ ἀπόστολος.
Ὅπως ὑπάρχει καιρὸς γιὰ ὅλα τὰ ἐγκόσμια πράγματα, ἔτσι ὑπάρχει καιρὸς γιὰ κάτι ἄλλο ποὺ εἶνε τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾿ ὅλα. Ἀλλὰ ποιός τὸ νιώθει;
Πρέπει νὰ κατεβῇ ἄγγελος, νὰ στάξῃ στὴ νεκρωμένη καρδιά μας μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὴν πίστι καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἁγίων. Τότε θὰ αἰσθανθοῦμε αὐτὸ ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος.
«Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου». Δηλαδή, ὁ καιρὸς αὐτὸς ποὺ ζοῦμε ἐδῶ στὸν κόσμο εἶνε καιρὸς ἀνεκτίμητος, καιρὸς σωτήριος.
Γιατὶ μέσα στὸν καιρὸ αὐτό, στὰ εἰκοσι, τὰ σαράντα, ἢ ὀγδόντα χρόνια – τί μπορεῖς νὰ κάνῃς; Ἐμένα ρωτᾷς; ῎ Ανοιξε τὰ βιβλία καὶ τὰ συναξάρια, ἄντε στὰ μνήματα πού ᾿νε θαμμένοι ὅλοι, κοίταξε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ψάξε τὴν καρδιά σου, καὶ ἔπειτα πές μου· γιατί ἦρθες στὸν κόσμο αὐτόν; τί νὰ κάνῃς μέσα στὸ χρόνο αὐτῆς τῆς ζωῆς; Θὰ τὰ πῶ, ἀλλὰ ποιός θὰ μ᾿ ἀκούσῃ;
Ἔλα ᾿δῶ, ἐσὺ κοπέλλα μου, ποὺ κάθεσαι τόση ὥρα μπροστὰ στὸν καθρέφτη ἢ ξενυχτᾷς στὶς διασκεδάσεις.
Ἔλα, ἐσὺ νέε μου, ποὺ δαπανᾷς τὸ χρόνο σου τρέχοντας μὲ τὶς μηχανὲς δεξιὰ κι ἀριστερά.
Ἔλα ᾿δῶ, ἐσὺ κυρά μου, ποὺ ὅλη μέρα συργιανᾷς στὶς βιτρίνες.
Ποῦ σπαταλᾶτε τὸ χρόνο σας!
Δὲ᾿ σοῦ ζητῶ πολλά· ἀπ᾿ ὅλη τὴν ἡμέρα, πέντε λεπτὰ νὰ γονατίσῃς νὰ κάνῃς λίγη προσευχή, νὰ μιλήσῃς μὲ τὸ Θεό.
Βλέπω κ᾿ ἐσένα τὸν ἄντρα, ὥρα ὁλόκληρη νὰ διαβάζῃς ἔντυπα μέχρι καὶ τὰ ψιλὰ γράμματα.
Σὲ βλέπω στὸ τραῖνο ἢ στὸ σπίτι νὰ ξεκοκκαλίζῃς ἐφημερίδες καὶ περιοδικά. Τί βρίσκεις ἐκεῖ;
Εἴδατε ἄνθρωπο μ᾿ ἕνα καλάμι ―μὲ συγχωρεῖτε― ν᾿ ἀνασκαλεύῃ τὰ κόπρια; Ἕνα τέτοιο πρᾶγμα γίνεται· βρῶμα καὶ δυσωδία…
Ἔλα λοιπόν, Χριστιανέ μου, ἂν εἶσαι βαπτισμένος ὀρθόδοξος, ἄνοιξε πέντε λεπτὰ τὸ Εὐαγγέλιο, διάβασε μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου, ν᾿ ἀνοίξουν τὰ μάτια σας.
Τί ἄλλο. Πάρτε μολύβι, μετρῆστε τὶς ὧρες. Ὅλη ἡ ἑβδομάδα ἔχει 168 ὧρες.
Ἀπὸ αὐτὲς τί σοῦ ζητάει ὁ Θεός; Μιὰ ὥρα νὰ ἐκκλησιαστῇς. Ἀπ᾿ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων…» μιὰ ὥρα εἶνε.
Ἂν ὁ παπᾶς πῇ, Ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία νὰ κάνουμε ἀγρυπνία, ποιοί πηγαίνουν;
Φωνάζει ὁ διάβολος, καὶ τρέχουν στὰ «μαντριά» του καὶ μένουν ἐκεῖ καὶ πέρα ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα. Στὴν ἐκκλησία ρωτᾶνε· Πότε θὰ σχολάσῃ;…
Τέλος, Χριστιανέ μου, ὁ Θεὸς σοῦ δίνει κάθε χρόνο ἕνα νέο κύκλο ἡμερῶν. Κάθε ἔτος εἶνε ἕνα κομπολόϊ μὲ 365 χάντρες, κάθε μέρα καὶ μιὰ χάντρα χρυσῆ. Ναί, χρυσῆ· ὁ χρόνος εἶνε χρῆμα.
Λοιπὸν ἀπὸ τὶς 365 μέρες ἀφιέρωσε μία μέρα καὶ ἔλα στὸ πνευματικὸ ἰατρεῖο, στὴν ἐξομολόγησι.
Γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος τρέχεις σὲ ἰατρεῖα καὶ νοσοκομεῖα. Γιὰ τὴν ψυχὴ τί κάνεις;
Ἀπὸ τὶς 365 μέρες, λοιπόν, μιὰ μέρα πήγαινε νὰ βρῇς ἕναν ἑξομολόγο, νὰ γονατίσῃς νὰ πῇς τὰ κρίματά σου.
Δυστυχῶς οὔτε πέντε λεπτὰ γιὰ προσευχή, οὔτε πέντε λεπτὰ γιὰ ἁγία Γραφή, οὔτε μιὰ ὥρα γιὰ ἐκκλησιασμό, οὔτε μιὰ μέρα γιὰ ἐξομολόγησι. Ἔ, τότε λοιπόν…
Γενικὰ ὅποιος θέλει νὰ ταξιδέψῃ, ρωτάει πότε φεύγει τὸ λεωφορεῖο ἢ τὸ τραῖνο ἢ τὸ πλοῖο ἢ τὸ ἀεροπλάνο, καὶ προσπαθεῖ νὰ ἔχῃ τὸ εἰσιτήριο στὸ χέρι καὶ νὰ βρίσκεται ἐγκαίρως στὸ σταθμό.
Καὶ ὁ νέος ποὺ θέλει νὰ σπουδάσῃ, διαβάζει καὶ ὑποβάλλει τὰ χαρτιά του μέσα στὸ χρόνο ποὺ ὁρίζει τὸ ὑπουργεῖο, ὥστε νὰ μπορέσῃ νὰ δώσῃ ἐξετάσεις.
Καὶ ὁ ἔμπορος ποὺ χρωστάει γραμμάτια, προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐξοφλήσῃ προτοῦ νὰ διαμαρτυρηθοῦν…
Τί θέλω νὰ πῶ· ὅπως ὑπάρχει προθεσμία γιὰ νὰ βγάλῃς εἰσιτήριο ἢ διαβατήριο ἢ μηχανογραφικὸ γιὰ ἐξετάσεις ἢ ἐξοφλητικὸ ἑνὸς λογαριασμοῦ, ὅπως ὑπάρχει ὡρισμένος καιρὸς γιὰ νὰ πᾷς στρατιώτης ἢ γιὰ νὰ πιάσῃς δουλειὰ ἢ γιὰ νὰ παντρευτῇς κ.λπ., ἔτσι ὑπάρχει καὶ κάποιος καιρός, γιὰ μιὰ ἄλλη ὑπόθεσι, πολὺ σπουδαιότερη ἀπὸ κάθε ἄλλη.
Ποιά εἶνε ἡ ὑπόθεσι αὐτή;
Δὲν μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο γιὰ ταξίδια καὶ ἐπιχειρήσεις, γιὰ διπλώματα καὶ τίτλους, γιὰ προῖκες καὶ παντρειές.
Δὲν εἶν᾿ αὐτὸς ὁ μεγάλος σκοπός μας.
Ποιός εἶνε ὁ σκοπός μας;
Τὸ λέει καθαρὰ σήμερα ὁ ἀπόστολος.
Ὅπως ὑπάρχει καιρὸς γιὰ ὅλα τὰ ἐγκόσμια πράγματα, ἔτσι ὑπάρχει καιρὸς γιὰ κάτι ἄλλο ποὺ εἶνε τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾿ ὅλα. Ἀλλὰ ποιός τὸ νιώθει;
Πρέπει νὰ κατεβῇ ἄγγελος, νὰ στάξῃ στὴ νεκρωμένη καρδιά μας μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὴν πίστι καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἁγίων. Τότε θὰ αἰσθανθοῦμε αὐτὸ ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος.
«Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου». Δηλαδή, ὁ καιρὸς αὐτὸς ποὺ ζοῦμε ἐδῶ στὸν κόσμο εἶνε καιρὸς ἀνεκτίμητος, καιρὸς σωτήριος.
Γιατὶ μέσα στὸν καιρὸ αὐτό, στὰ εἰκοσι, τὰ σαράντα, ἢ ὀγδόντα χρόνια – τί μπορεῖς νὰ κάνῃς; Ἐμένα ρωτᾷς; ῎ Ανοιξε τὰ βιβλία καὶ τὰ συναξάρια, ἄντε στὰ μνήματα πού ᾿νε θαμμένοι ὅλοι, κοίταξε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ψάξε τὴν καρδιά σου, καὶ ἔπειτα πές μου· γιατί ἦρθες στὸν κόσμο αὐτόν; τί νὰ κάνῃς μέσα στὸ χρόνο αὐτῆς τῆς ζωῆς; Θὰ τὰ πῶ, ἀλλὰ ποιός θὰ μ᾿ ἀκούσῃ;
Ἔλα ᾿δῶ, ἐσὺ κοπέλλα μου, ποὺ κάθεσαι τόση ὥρα μπροστὰ στὸν καθρέφτη ἢ ξενυχτᾷς στὶς διασκεδάσεις.
Ἔλα, ἐσὺ νέε μου, ποὺ δαπανᾷς τὸ χρόνο σου τρέχοντας μὲ τὶς μηχανὲς δεξιὰ κι ἀριστερά.
Ἔλα ᾿δῶ, ἐσὺ κυρά μου, ποὺ ὅλη μέρα συργιανᾷς στὶς βιτρίνες.
Ποῦ σπαταλᾶτε τὸ χρόνο σας!
Δὲ᾿ σοῦ ζητῶ πολλά· ἀπ᾿ ὅλη τὴν ἡμέρα, πέντε λεπτὰ νὰ γονατίσῃς νὰ κάνῃς λίγη προσευχή, νὰ μιλήσῃς μὲ τὸ Θεό.
Βλέπω κ᾿ ἐσένα τὸν ἄντρα, ὥρα ὁλόκληρη νὰ διαβάζῃς ἔντυπα μέχρι καὶ τὰ ψιλὰ γράμματα.
Σὲ βλέπω στὸ τραῖνο ἢ στὸ σπίτι νὰ ξεκοκκαλίζῃς ἐφημερίδες καὶ περιοδικά. Τί βρίσκεις ἐκεῖ;
Εἴδατε ἄνθρωπο μ᾿ ἕνα καλάμι ―μὲ συγχωρεῖτε― ν᾿ ἀνασκαλεύῃ τὰ κόπρια; Ἕνα τέτοιο πρᾶγμα γίνεται· βρῶμα καὶ δυσωδία…
Ἔλα λοιπόν, Χριστιανέ μου, ἂν εἶσαι βαπτισμένος ὀρθόδοξος, ἄνοιξε πέντε λεπτὰ τὸ Εὐαγγέλιο, διάβασε μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου, ν᾿ ἀνοίξουν τὰ μάτια σας.
Τί ἄλλο. Πάρτε μολύβι, μετρῆστε τὶς ὧρες. Ὅλη ἡ ἑβδομάδα ἔχει 168 ὧρες.
Ἀπὸ αὐτὲς τί σοῦ ζητάει ὁ Θεός; Μιὰ ὥρα νὰ ἐκκλησιαστῇς. Ἀπ᾿ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων…» μιὰ ὥρα εἶνε.
Ἂν ὁ παπᾶς πῇ, Ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία νὰ κάνουμε ἀγρυπνία, ποιοί πηγαίνουν;
Φωνάζει ὁ διάβολος, καὶ τρέχουν στὰ «μαντριά» του καὶ μένουν ἐκεῖ καὶ πέρα ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα. Στὴν ἐκκλησία ρωτᾶνε· Πότε θὰ σχολάσῃ;…
Τέλος, Χριστιανέ μου, ὁ Θεὸς σοῦ δίνει κάθε χρόνο ἕνα νέο κύκλο ἡμερῶν. Κάθε ἔτος εἶνε ἕνα κομπολόϊ μὲ 365 χάντρες, κάθε μέρα καὶ μιὰ χάντρα χρυσῆ. Ναί, χρυσῆ· ὁ χρόνος εἶνε χρῆμα.
Λοιπὸν ἀπὸ τὶς 365 μέρες ἀφιέρωσε μία μέρα καὶ ἔλα στὸ πνευματικὸ ἰατρεῖο, στὴν ἐξομολόγησι.
Γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος τρέχεις σὲ ἰατρεῖα καὶ νοσοκομεῖα. Γιὰ τὴν ψυχὴ τί κάνεις;
Ἀπὸ τὶς 365 μέρες, λοιπόν, μιὰ μέρα πήγαινε νὰ βρῇς ἕναν ἑξομολόγο, νὰ γονατίσῃς νὰ πῇς τὰ κρίματά σου.
Δυστυχῶς οὔτε πέντε λεπτὰ γιὰ προσευχή, οὔτε πέντε λεπτὰ γιὰ ἁγία Γραφή, οὔτε μιὰ ὥρα γιὰ ἐκκλησιασμό, οὔτε μιὰ μέρα γιὰ ἐξομολόγησι. Ἔ, τότε λοιπόν…
* * *
Αδελφοί μου· πῆρα τὴ λίρα αὐτὴ ποὺ γράφει ἐπάνω «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου» καὶ τὴν ἔκανα λιανά, νὰ τὴν καταλάβετε ὅλοι.
Τώρα ποιός ἀπὸ σᾶς θὰ ἐφαρμόσῃ;
Ποιός ἀπὸ αὔριο θὰ βάλῃ δρομολόγιο;
Ποιός θὰ σηκωθῇ πρωῒ κι ἀντὶ νὰ κοιτάζῃ τὸν καθρέφτη θ᾿ ἀνοίξῃ τὸν καθρέφτη τὸν πνευματικό, τὴν ἁγία Γραφή, νὰ διαβάσῃ;
Ποιός θὰ γονατίσῃ στὸ σπίτι νὰ κάνῃ προσευχή;
Ποιός θ᾿ ἀρχίσῃ κάθε Κυριακὴ νά ᾿ρχεται στὴν ἐκκλησία;
Ποιός θὰ πάῃ νὰ βρῇ πνευματικὸ πατέρα νὰ ἐξομολογηθῇ;
Μέσα στὸν καιρὸ αὐτὸ τῆς ζωῆς μας πρέπει νὰ γίνουν αὐτά. Καὶ λάβετε ὑπ᾿ ὄψι σας, ἀδελφοί μου, ὅτι ὁ καιρὸς εἶνε λίγος, ἂς φαίνεται πολύς. Τὸ λέει ἡ Ἐκκλησία μας κάθε φορά·
«Τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ ἐκτελέσαι παρὰ τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα».
Πόσος εἶνε ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας, πόσο θὰ ζήσουμε ἀκόμη; Μήπως…, μήπως ὁ χρόνος αὐτὸς εἶνε ὁ τελευταῖος μας;
Τί λέω;
Μήπως ὁ μήνας αὐτὸς εἶνε ὁ τελευταῖος;
Τί λέω; Μήπως αὐτὴ ἡ βδομάδα ποὺ ἔρχεται εἶνε ἡ τελευταία μας;
Τί λέω; Μήπως ἡ σημερινὴ μέρα εἶνε ἡ τελευταία μας;
Γιά διαβάστε τί γίνεται καθημερινῶς.
Κάποιος δήμαρχος εἶχε καλέσει σ᾿ ἕνα ξενοδοχεῖο τῆς Κηφισιᾶς τοὺς φίλους του, πολιτικούς, ὑπουργοὺς καὶ ἄλλους, νὰ γιορτάσουν μαζὶ τὰ γενέθλιά του.
Μαζεύτηκαν, κ᾿ ἦταν ὅλοι χαρούμενοι. Τραπέζι στρωμένο, λουλούδια, μουσικές. Εἶχε στὴν τσέπη καὶ τὰ χαρτιὰ ἕτοιμα νὰ τοὺς προσφωνήσῃ. Στεκόταν στὴν πόρτα, τοὺς ὑποδεχόταν καὶ φωτογραφιζόταν. Ἀλλὰ προτοῦ νὰ καθήσῃ στὸ τραπέζι ἔλαβε κλῆσι! Δὲν τὸ περίμενε τὴν ὥρα ἐκείνη. Τοῦ ἦρθε σὰν κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ. Τί κεραυνός; Καρδιακὴ προσβολή! Ἔπεσε κάτω, τὸν πήρανε στὰ χέρια, πάει… Καὶ οἱ καλεσμένοι; ποῦ νὰ καθήσουν νὰ φᾶνε!
Ὅσοι εἶστε ἀπὸ χωριὰ μπορεῖ νά ᾿χετε δεῖ τὸ ἑξῆς· νὰ βόσκουν τὰ ὀρνίθια στὸ λιβάδι, καὶ ξαφνικά, ἐκεῖ ποὺ τρῶνε τὸ χορταράκι τους, νὰ βουτάῃ τὸ γεράκι, ν᾿ ἁρπάζῃ μιὰ ὄρνιθα καὶ νὰ φεύγῃ.
Τότε τ᾿ ἄλλα ὀρνίθια ταράζονται.
Ἔτσι, ἀδελφοί μου, πέφτει κι ὁ χάρος, σὰν γεράκι ποὺ ἁρπάζει. Σὲ ἁρπάζει στὸ μαγαζί, στὸ δρόμο, στὴν πλατεῖα, στὸ γάμο, στὰ βαφτίσια, στὶς ἐκλογές, ὅπου νά ᾿νε.
Ἁρπάζει γέρους μὲ ἄσπρα μαλλιά, ἀλλὰ καὶ μωρὰ ἀπὸ τὶς κοῦνιες.
Ἀδελφοί μου, ἕως πότε ἀναίσθητοι; ἕως πότε δὲν θὰ σκεπτώμεθα τὴν αἰωνιότητα;
«Καιρῷ δεκτῶ ἐπήκουσά σου».
Σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο βιβλίο διάβασα, ὅτι στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἦταν ἕνας βασιλιᾶς ποὺ εἶχε τὴν ἑξῆς ἀρχή.
Ὅπου ἅπλωνε τὸ βασίλειό του μὲ τὰ φουσᾶτα (τὸ στρατό) του, εἶχε δυὸ σημαῖες, μία ἄσπρη καὶ μία μαύρη.
Ὅταν πλησίαζε σὲ μιὰ πόλι, ὕψωνε τὴ λευκὴ σημαία, ποὺ ἐσήμαινε· ὅσο εἶνε ὑψωμένη αὐτή, στρατιώτης δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πειράξῃ τίποτα, οὔτε μύτη ν᾿ ἀνοίξῃ· κ᾿ εἶχαν δικαίωμα ὅλοι νὰ τοῦ ζητήσουν ὅ,τι θέλουν.
Αὐτὸ ἦταν μιὰ προθεσμία. Περνοῦσε ἡ προθεσμία; Κατέβαζε τὴν ἄσπρη σημαία, ὕψωνε τὴ μαύρη, καὶ τότε κλάψτε μάνες! Σὲ ἀνθρώπους, σπίτια, χωράφια ἄρχιζε τσεκούρι καὶ φωτιά…
Μὲ καταλάβετε;
Ὁ Χριστός μας, ὁ καλὸς Βασιλιᾶς τοῦ κόσμου, ὑψώνει τώρα λευκὴ σημαία πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο, τὸν τίμιο σταυρό του. Ἐλᾶτε ἁμαρτωλοί, ἐλᾶτε κόσμε, ὅσο ὑπάρχει καιρός· «Καιρῷ δεκτῷ…»!
Θά ᾿ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ κατεβάσῃ τὴ σημαία τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους, καὶ τότε θὰ κλείσουν οἱ πόρτες.
Θά ᾿ρθῃς μιὰ μέρα καὶ θὰ βρῇς τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας κλειστή· θὰ χτυπᾷς, παπᾶς καὶ ψάλτης δὲ ᾿ θὰ ὑπάρχῃ. Τὰ ἄστρα καὶ ὁ ἥλιος θὰ σβήσουν, τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν.
Θὰ εἶνε ἐποχὴ τῆς κρίσεως καὶ δικαιοσύνης.
Ἀδελφοί μου! Ὅσο ζοῦμε στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο ἂς μετανοήσουμε, ἂς κλάψουμε, ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεός, τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μας νὰ τὸ περάσουμε «ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ», διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
Τώρα ποιός ἀπὸ σᾶς θὰ ἐφαρμόσῃ;
Ποιός ἀπὸ αὔριο θὰ βάλῃ δρομολόγιο;
Ποιός θὰ σηκωθῇ πρωῒ κι ἀντὶ νὰ κοιτάζῃ τὸν καθρέφτη θ᾿ ἀνοίξῃ τὸν καθρέφτη τὸν πνευματικό, τὴν ἁγία Γραφή, νὰ διαβάσῃ;
Ποιός θὰ γονατίσῃ στὸ σπίτι νὰ κάνῃ προσευχή;
Ποιός θ᾿ ἀρχίσῃ κάθε Κυριακὴ νά ᾿ρχεται στὴν ἐκκλησία;
Ποιός θὰ πάῃ νὰ βρῇ πνευματικὸ πατέρα νὰ ἐξομολογηθῇ;
Μέσα στὸν καιρὸ αὐτὸ τῆς ζωῆς μας πρέπει νὰ γίνουν αὐτά. Καὶ λάβετε ὑπ᾿ ὄψι σας, ἀδελφοί μου, ὅτι ὁ καιρὸς εἶνε λίγος, ἂς φαίνεται πολύς. Τὸ λέει ἡ Ἐκκλησία μας κάθε φορά·
«Τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ ἐκτελέσαι παρὰ τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα».
Πόσος εἶνε ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας, πόσο θὰ ζήσουμε ἀκόμη; Μήπως…, μήπως ὁ χρόνος αὐτὸς εἶνε ὁ τελευταῖος μας;
Τί λέω;
Μήπως ὁ μήνας αὐτὸς εἶνε ὁ τελευταῖος;
Τί λέω; Μήπως αὐτὴ ἡ βδομάδα ποὺ ἔρχεται εἶνε ἡ τελευταία μας;
Τί λέω; Μήπως ἡ σημερινὴ μέρα εἶνε ἡ τελευταία μας;
Γιά διαβάστε τί γίνεται καθημερινῶς.
Κάποιος δήμαρχος εἶχε καλέσει σ᾿ ἕνα ξενοδοχεῖο τῆς Κηφισιᾶς τοὺς φίλους του, πολιτικούς, ὑπουργοὺς καὶ ἄλλους, νὰ γιορτάσουν μαζὶ τὰ γενέθλιά του.
Μαζεύτηκαν, κ᾿ ἦταν ὅλοι χαρούμενοι. Τραπέζι στρωμένο, λουλούδια, μουσικές. Εἶχε στὴν τσέπη καὶ τὰ χαρτιὰ ἕτοιμα νὰ τοὺς προσφωνήσῃ. Στεκόταν στὴν πόρτα, τοὺς ὑποδεχόταν καὶ φωτογραφιζόταν. Ἀλλὰ προτοῦ νὰ καθήσῃ στὸ τραπέζι ἔλαβε κλῆσι! Δὲν τὸ περίμενε τὴν ὥρα ἐκείνη. Τοῦ ἦρθε σὰν κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ. Τί κεραυνός; Καρδιακὴ προσβολή! Ἔπεσε κάτω, τὸν πήρανε στὰ χέρια, πάει… Καὶ οἱ καλεσμένοι; ποῦ νὰ καθήσουν νὰ φᾶνε!
Ὅσοι εἶστε ἀπὸ χωριὰ μπορεῖ νά ᾿χετε δεῖ τὸ ἑξῆς· νὰ βόσκουν τὰ ὀρνίθια στὸ λιβάδι, καὶ ξαφνικά, ἐκεῖ ποὺ τρῶνε τὸ χορταράκι τους, νὰ βουτάῃ τὸ γεράκι, ν᾿ ἁρπάζῃ μιὰ ὄρνιθα καὶ νὰ φεύγῃ.
Τότε τ᾿ ἄλλα ὀρνίθια ταράζονται.
Ἔτσι, ἀδελφοί μου, πέφτει κι ὁ χάρος, σὰν γεράκι ποὺ ἁρπάζει. Σὲ ἁρπάζει στὸ μαγαζί, στὸ δρόμο, στὴν πλατεῖα, στὸ γάμο, στὰ βαφτίσια, στὶς ἐκλογές, ὅπου νά ᾿νε.
Ἁρπάζει γέρους μὲ ἄσπρα μαλλιά, ἀλλὰ καὶ μωρὰ ἀπὸ τὶς κοῦνιες.
Ἀδελφοί μου, ἕως πότε ἀναίσθητοι; ἕως πότε δὲν θὰ σκεπτώμεθα τὴν αἰωνιότητα;
«Καιρῷ δεκτῶ ἐπήκουσά σου».
Σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο βιβλίο διάβασα, ὅτι στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἦταν ἕνας βασιλιᾶς ποὺ εἶχε τὴν ἑξῆς ἀρχή.
Ὅπου ἅπλωνε τὸ βασίλειό του μὲ τὰ φουσᾶτα (τὸ στρατό) του, εἶχε δυὸ σημαῖες, μία ἄσπρη καὶ μία μαύρη.
Ὅταν πλησίαζε σὲ μιὰ πόλι, ὕψωνε τὴ λευκὴ σημαία, ποὺ ἐσήμαινε· ὅσο εἶνε ὑψωμένη αὐτή, στρατιώτης δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πειράξῃ τίποτα, οὔτε μύτη ν᾿ ἀνοίξῃ· κ᾿ εἶχαν δικαίωμα ὅλοι νὰ τοῦ ζητήσουν ὅ,τι θέλουν.
Αὐτὸ ἦταν μιὰ προθεσμία. Περνοῦσε ἡ προθεσμία; Κατέβαζε τὴν ἄσπρη σημαία, ὕψωνε τὴ μαύρη, καὶ τότε κλάψτε μάνες! Σὲ ἀνθρώπους, σπίτια, χωράφια ἄρχιζε τσεκούρι καὶ φωτιά…
Μὲ καταλάβετε;
Ὁ Χριστός μας, ὁ καλὸς Βασιλιᾶς τοῦ κόσμου, ὑψώνει τώρα λευκὴ σημαία πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο, τὸν τίμιο σταυρό του. Ἐλᾶτε ἁμαρτωλοί, ἐλᾶτε κόσμε, ὅσο ὑπάρχει καιρός· «Καιρῷ δεκτῷ…»!
Θά ᾿ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ κατεβάσῃ τὴ σημαία τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους, καὶ τότε θὰ κλείσουν οἱ πόρτες.
Θά ᾿ρθῃς μιὰ μέρα καὶ θὰ βρῇς τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας κλειστή· θὰ χτυπᾷς, παπᾶς καὶ ψάλτης δὲ ᾿ θὰ ὑπάρχῃ. Τὰ ἄστρα καὶ ὁ ἥλιος θὰ σβήσουν, τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν.
Θὰ εἶνε ἐποχὴ τῆς κρίσεως καὶ δικαιοσύνης.
Ἀδελφοί μου! Ὅσο ζοῦμε στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο ἂς μετανοήσουμε, ἂς κλάψουμε, ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεός, τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μας νὰ τὸ περάσουμε «ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ», διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
Εἰς ἱερὸ ναό Ἀθηνῶν 11-7-1965