«Πίστει παρῴκησεν Ἀβραὰμ εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς» (Ἑβρ. 11,9)
Ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας «οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι» ὥρισαν, ὁ ἀπόστολος καὶ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα νὰ εἶνε σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς μεγάλης ἑορτῆς. Καὶ τὰ δύο ἀναγνώσματα περιέχουν πολλὰ ἑβραϊκὰ ὀνόματα (πατριαρχῶν, προφητῶν, κριτῶν, βασιλέων, στρατηγῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν). Ἀποτελοῦν μία ἁλυσίδα μὲ πρῶτο κρίκο τὸν Ἀδὰμ καὶ τελευταῖο τὸν δίκαιο Ἰωσήφ, μία ἱστορία χιλιετιῶν. Στὸ μακρὸ αὐτὸ διάστημα οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου καὶ λαχταροῦσαν πότε θὰ γεννηθῇ ὁ
Σωτήρας.
Κάθε ὄνομα ποὺ ἀκούσαμε ἔχει μία ἱστορία. Θὰ χρειαζόταν ὥρα πολλὴ γιὰ νὰ ἐξιστορήσουμε τὴν ἱστορία ὅλων αὐτῶν τῶν προσώπων. «Ἐπιλείψει με ὁ χρόνος διηγούμενον» (Ἑβρ. 11,32) τὰ ἡρωικὰ κατορθώματα τῶν ἐνδόξων αὐτῶν μορφῶν τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Γι᾽ αὐτὸ θὰ πάρουμε ἕνα μόνο ὄνομα, τὸ ὄνομα τοῦ Ἀβραάμ.
Ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας «οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι» ὥρισαν, ὁ ἀπόστολος καὶ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα νὰ εἶνε σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς μεγάλης ἑορτῆς. Καὶ τὰ δύο ἀναγνώσματα περιέχουν πολλὰ ἑβραϊκὰ ὀνόματα (πατριαρχῶν, προφητῶν, κριτῶν, βασιλέων, στρατηγῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν). Ἀποτελοῦν μία ἁλυσίδα μὲ πρῶτο κρίκο τὸν Ἀδὰμ καὶ τελευταῖο τὸν δίκαιο Ἰωσήφ, μία ἱστορία χιλιετιῶν. Στὸ μακρὸ αὐτὸ διάστημα οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου καὶ λαχταροῦσαν πότε θὰ γεννηθῇ ὁ
Σωτήρας.
Κάθε ὄνομα ποὺ ἀκούσαμε ἔχει μία ἱστορία. Θὰ χρειαζόταν ὥρα πολλὴ γιὰ νὰ ἐξιστορήσουμε τὴν ἱστορία ὅλων αὐτῶν τῶν προσώπων. «Ἐπιλείψει με ὁ χρόνος διηγούμενον» (Ἑβρ. 11,32) τὰ ἡρωικὰ κατορθώματα τῶν ἐνδόξων αὐτῶν μορφῶν τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Γι᾽ αὐτὸ θὰ πάρουμε ἕνα μόνο ὄνομα, τὸ ὄνομα τοῦ Ἀβραάμ.
* * *
Ἀβραάμ! ἕνας κόσμος ὁλόκληρος, ἀστέρι πρώτου μεγέθους. Κύριο γνώρισμα τῆς μεγάλης αὐτῆς φυσιογνωμίας τῆς παλαιᾶς διαθήκης εἶνε ἡ πίστι, ἡ πίστι στὸν ἀληθινὸ Θεό.
Πίστευε ὁ Ἀβραάμ. Κ᾽ ἐμεῖς πιστεύουμε, θὰ πῆτε. Ἀσφαλῶς. Ἀλλὰ πίστι ἀπὸ πίστι διαφέρει. Ἄλλο πίστι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἄλλο πίστι δική μας· διαφέρει ὅσο ἕνας νεκρὸς ἀπὸ ἕνα ζωντανό. Ἡ πίστι τοῦ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν νεκρή· ἦταν πίστι ζωντανή, θερμουργός, ἐνεργής. «Πιστεύεις;» – δὲν ἐρωτῶ ἐγώ, ἐρωτᾷ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος. Ἐὰν πιστεύῃς, τὴν πίστι σου δὲν θὰ τὴ δείξῃς οὔτε μὲ τοὺς πολλοὺς σταυροὺς οὔτε μὲ τὰ πολλὰ κεριὰ οὔτε μὲ τὰ λόγια ποὺ λὲς ἢ τὰ βιβλία καὶ περιοδικὰ ποὺ διαβάζεις. Καλὰ καὶ ἅγια αὐτά, ἀλλὰ δὲν ἀρκοῦν. Πιστεύεις; «δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου», δεῖξε μου τὴν πίστι σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου (Ἰακ. 2,18), ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν ὅλα τὴ σφραγῖδα τῆς ἀρετῆς, τῆς τελειότητος, τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ἔδειξε ὁ Ἀβραὰμ τὴν πίστι του, «ἐκ τῶν ἔργων» του. Ἂς θεωρήσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸν Ἀβραὰμ σὰν ἕνα λαμπρὸ ἀστέρι ποὺ ἀκτινοβολοῦσε μέσα στὸ σκοτάδι καὶ ἂς δοῦμε μερικὲς ἀκτῖνες του.
⃝ Ἡ πίστι τοῦ Ἀβραὰμ φάνηκε ἀπὸ τὴν τελεία ὑπακοὴ στὸ Θεό. Ἔζησε δύο χιλιάδες χρόνια προτοῦ ν᾽ ἀνατείλῃ τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεὲμ καὶ πατρίδα του ἦταν ἡ Μεσοποταμία. Μεγάλωσε σὲ περιβάλλον ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ εἰδωλολατρικό· ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, τ᾽ ἀδέρφια, οἱ συγγενεῖς του ἦταν ὅλοι εἰδωλολάτρες, λάτρευαν τὰ εἴδωλα. Καὶ μιὰ μέρα ἄκουσε φωνὴ μεγάλη ποὺ τοῦ ἔλεγε· Ἀβραάμ, «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου…», νὰ φύγῃς ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκες, «καὶ δεῦρο εἰς γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω», ἔλα ἐκεῖ ποὺ θὰ σοῦ πῶ (Γέν. 12,1). Τὸν διέταζε ὁ Θεὸς νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ πάτριο ἔδαφος καὶ τὸ περιβάλλον του, καὶ νὰ πάῃ σὲ μιὰ χώρα μακρινὴ ποὺ ἀπεῖχε πεντακόσα καὶ πλέον χιλιόμετρα. Διαταγὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐντολὴ αὐτὴ ἦταν εὔκολη; Ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε δίπλα μας τὴν ἐκκλησιά, δὲν ἀπέχει παρὰ λίγα βήματα, καὶ ὅμως οἱ πολλοὶ δὲν ἐννοοῦν νὰ διανύσουν τὸ μικρὸ αὐτὸ διάστημα· ὁ Ἀβραὰμ διήνυσε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πεντακόσα χιλιόμετρα, γιατὶ πίστευε στὸ Θεό. Ἦταν εὔκολο αὐτό; Εἶνε εὔκολο ν᾽ ἀφήσῃ κανεὶς τὸ σπίτι του, τὴν οἰκογένειά του, τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους του, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τοῦ τόπου του; Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκατέλειψε. Ὑπήκουσε στὴ διαταγὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς, ἀδελφοί, ὑπακούουμε ἔτσι στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου;…
⃝ Ἡ πίστις τοῦ Ἀβραὰμ φάνηκε ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔδειξε στὸ Θεό. Ἦταν ἄτεκνος, παιδὶ δὲν εἶχε. Ἡ γυναίκα του ἡ Σάρρα ἦταν στεῖρα, λέει ἡ Γραφή, καὶ προχωρημένη στὴν ἡλικία (βλ. Γέν. 16,1· 18, 11)· ἐνενήντα περίπου ἐτῶν αὐτὴ καὶ ἑκατὸ ὁ Ἀβραάμ (ἔ.ἀ. 17,17), σὲ κατάστασι δηλαδὴ ποὺ τὰ πάντα εἶνε νεκρά. Ἂν μπορῇ ἀπὸ βράχο νὰ βγῇ λουλούδι, μπορεῖ κι ἀπὸ τὰ σπλάχνα μιᾶς γριᾶς γυναίκας νὰ γεννηθῇ παιδί. Καὶ ὅμως, στὴν ἡλικία αὐτὴ ὁ Θεὸς εἶπε· Ἀβραάμ, θὰ γεννήσῃς παιδί (βλ. ἔ.ἀ. 17,16). Καὶ ὁ Ἀβραὰμ πίστεψε ἀκλόνητα στὸ λόγο αὐτό, καὶ εἶδε τὸ θαῦμα· εἶδε μέσα ἀπὸ στεῖρες λαγόνες, ἀπὸ μήτρα ἄγονη, ἀπὸ τὰ ξηρὰ ἐκεῖνα βράχια, νὰ βγαίνῃ ἄνθος ὑπέροχο, ὁ Ἰσαάκ.
⃝ Εἶχε πίστι ὁ Ἀβραάμ, τὸ ἔδειξε μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸ Θεό· τὸ ἔδειξε καὶ μὲ τὴν ἀγάπη του στὸν πλησίον. Διαβάστε τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ θὰ δῆτε, ὅτι ποτέ δὲν κάθισε στὸ τραπέζι χωρὶς νὰ ἔχῃ καὶ κάποιον φιλοξενούμενο. Τὸ ψωμί του τὸ μοιραζόταν μὲ ἄλλους, διαβάτες καὶ ταλαιπωρημένους. Γι᾽ αὐτὸ μιὰ μέρα, ὅπως λέει ἡ Γραφή (βλ. Ἑβρ. 13,2), ἀξιώθηκε νὰ φιλοξενήσῃ καὶ τρεῖς ἄνδρες, ποὺ ἦταν «ἄγγελοι», εἰς τύπον τῆς ἁγίας Τριάδος.
Εἶχε μιὰ καρδιὰ ὁ Ἀβραὰμ ποὺ ἀγαποῦσε ὅλους. Ἐμεῖς κλεινόμαστε στὸ καβούκι μας, κοιτᾶμε μόνο τὸ σπιτάκι μας· ἔξω ὁ κόσμος ἂς καίγεται. Τὰ Χριστούγεννα νὰ περάσουμε καλὰ μὲ τοὺς δικούς μας· τί γίνονται οἱ ἄλλοι μᾶς εἶνε ἀδιάφορο. Χριστιανισμὸς εἶνε αὐτός; Τότε εἶσαι Χριστιανός, ὅταν λησμονεῖς τὸν ἑαυτό σου καὶ σκέπτεσαι τοὺς ἄλλους· αὐτὴ εἶνε μεγάλη ἀνακάλυψις, ν᾽ ἀνακαλύψῃς δηλαδὴ ὅτι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι.
Ὁ Ἀβραὰμ λοιπὸν ἦταν γεμᾶτος ἀγάπη γιὰ τὸν κόσμο, ὅπως δείχνει καὶ τὸ ἀκόλουθο περιστατικό. Οἱ ἄγγελοι τοῦ ἔδειξαν τὰ ἁμαρτωλὰ Σόδομα καὶ τὴ Γόμορρα καὶ τοῦ εἶπαν· –Σὲ λίγο δὲν θὰ μείνῃ τίποτα, θὰ καταστραφοῦν. Ὁ Ἀβραὰμ δὲν χάρηκε, δὲν ἦταν σαδιστής· λυπήθηκε. Παίρνει λοιπὸν πρωτοβουλία καὶ λέει· –Κύριε, σὲ παρακαλῶ· ἂν μέσα στὶς πόλεις αὐτὲς βρεθοῦν 50 δίκαιοι, δὲν θὰ σώσῃς καὶ τοὺς ἄλλους χάριν αὐτῶν; Λέει ὁ Θεὸς μιλώντας διὰ τοῦ ἀγγέλου· –Χάριν αὐτῶν δὲν θὰ τοὺς καταστρέψω. Δὲν ἦταν ὅμως βέβαιος ὁ Ἀβραάμ, τοὺς ἤξερε καλά· γι᾽ αὐτὸ τολμᾷ πάλι καὶ λέει· –Ἂν εἶνε 45; –Δὲν θὰ τοὺς καταστρέψω. –Κι ἂν εἶνε 40; –Οὔτε τότε. –Κι ἂν εἶνε 30; –Οὔτε τότε. –Κι ἂν εἶνε 20; –Οὔτε τότε. –Κι ἂν βρεθοῦν ἐκεῖ μόνο 10; –Καὶ δέκα δίκαιοι ἂν βρεθοῦν, δὲν θὰ τοὺς καταστρέψω χάριν αὐτῶν (βλ. Γέν. 18,16-32). Εἶχε λοιπὸν ἀγάπη.
⃝ Ἕνα ἄλλο δεῖγμα τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραὰμ ἦταν ἡ ἀνδρεία ποὺ ἔδειξε ὅταν κάποτε ἐχθροὶ ἔκαναν ἐπιδρομὴ καὶ ἅρπαξαν σὰν τὰ γεράκια μεταξὺ ἄλλων τὸν ἀνιψιό του τὸ Λὼτ μὲ τοὺς οἰκείους του. Ὁ Ἀβραὰμ δὲν δείλιασε· πίστι στὸ Θεὸ καὶ δειλία εἶνε πράγματα ἀσυμβίβαστα. Σήμανε συναγερμό· ἐπιστράτευσε 318 δούλους του, μπῆκε μπροστά, κυνήγησε τοὺς ἐχθρούς, πολέμησε, νίκησε καὶ ἐλευθέρωσε τὸν ἀνιψιό του. Ὅπου πίστις, βλέπετε, ἐκεῖ καὶ ἡρωισμός.
⃝ Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ὄχι πλέον ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ ἄγγελοι καὶ ὅλος ὁ κόσμος θαυμάζει τὸν Ἀβραάμ, εἶνε ἡ θυσία τοῦ Ἰσαάκ. Ὑπάρχουν στιγμές, λίγες στὴ ζωή, ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ζυγίζει καὶ τότε παίρνουμε ἢ ἄριστα ἢ μηδέν. Τέτοια στιγμὴ ἦταν ὅταν ὁ Κύριος τὸν διέταξε νὰ κάνῃ – τί; νὰ πάρῃ τὸ παιδί του τὸν Ἰσαὰκ καὶ νὰ τὸ θυσιάσῃ. Κι ὁ Ἀβραὰμ, ἀκόμα καὶ στὴ σκληρὴ αὐτὴ διαταγή, ὑπήκουσε. Μόνο γονεῖς ποὺ ἔχουν μονάκριβα παιδιά, μποροῦν νὰ καταλάβουν τί θὰ πῇ αὐτό. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν θέλει ποτέ γονεὺς νὰ σφάξῃ τὸ παιδί του. Ὄχι, ἦταν μιὰ δοκιμασία. Τὴν ὥρα, ποὺ τὸ χέρι τοῦ Ἀβραὰμ ἦταν ἕτοιμο νὰ σφάξῃ τὸ παιδί, ἄγγελος τὸν σταμάτησε· –Φτάνει, λέει, μέχρι ἐδῶ· φάνηκε ἡ πίστι σου· ἔδειξες, ὅτι πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἀγαπᾷς τὸ Θεό. Γι᾽ αὐτὸ θὰ εὐλογηθῇς, οἱ ἀπόγονοί σου θὰ γίνουν πολλοὶ σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης· «καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» (ἔ.ἀ. 22,17-18) – προφητεία ποὺ ἐκπληρώθηκε ὄχι στὸν ἰουδαϊσμὸ ἀλλὰ στὸν χριστιανισμό.
Πίστευε ὁ Ἀβραάμ. Κ᾽ ἐμεῖς πιστεύουμε, θὰ πῆτε. Ἀσφαλῶς. Ἀλλὰ πίστι ἀπὸ πίστι διαφέρει. Ἄλλο πίστι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἄλλο πίστι δική μας· διαφέρει ὅσο ἕνας νεκρὸς ἀπὸ ἕνα ζωντανό. Ἡ πίστι τοῦ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν νεκρή· ἦταν πίστι ζωντανή, θερμουργός, ἐνεργής. «Πιστεύεις;» – δὲν ἐρωτῶ ἐγώ, ἐρωτᾷ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος. Ἐὰν πιστεύῃς, τὴν πίστι σου δὲν θὰ τὴ δείξῃς οὔτε μὲ τοὺς πολλοὺς σταυροὺς οὔτε μὲ τὰ πολλὰ κεριὰ οὔτε μὲ τὰ λόγια ποὺ λὲς ἢ τὰ βιβλία καὶ περιοδικὰ ποὺ διαβάζεις. Καλὰ καὶ ἅγια αὐτά, ἀλλὰ δὲν ἀρκοῦν. Πιστεύεις; «δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου», δεῖξε μου τὴν πίστι σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου (Ἰακ. 2,18), ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν ὅλα τὴ σφραγῖδα τῆς ἀρετῆς, τῆς τελειότητος, τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ἔδειξε ὁ Ἀβραὰμ τὴν πίστι του, «ἐκ τῶν ἔργων» του. Ἂς θεωρήσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸν Ἀβραὰμ σὰν ἕνα λαμπρὸ ἀστέρι ποὺ ἀκτινοβολοῦσε μέσα στὸ σκοτάδι καὶ ἂς δοῦμε μερικὲς ἀκτῖνες του.
⃝ Ἡ πίστι τοῦ Ἀβραὰμ φάνηκε ἀπὸ τὴν τελεία ὑπακοὴ στὸ Θεό. Ἔζησε δύο χιλιάδες χρόνια προτοῦ ν᾽ ἀνατείλῃ τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεὲμ καὶ πατρίδα του ἦταν ἡ Μεσοποταμία. Μεγάλωσε σὲ περιβάλλον ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ εἰδωλολατρικό· ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, τ᾽ ἀδέρφια, οἱ συγγενεῖς του ἦταν ὅλοι εἰδωλολάτρες, λάτρευαν τὰ εἴδωλα. Καὶ μιὰ μέρα ἄκουσε φωνὴ μεγάλη ποὺ τοῦ ἔλεγε· Ἀβραάμ, «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου…», νὰ φύγῃς ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκες, «καὶ δεῦρο εἰς γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω», ἔλα ἐκεῖ ποὺ θὰ σοῦ πῶ (Γέν. 12,1). Τὸν διέταζε ὁ Θεὸς νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ πάτριο ἔδαφος καὶ τὸ περιβάλλον του, καὶ νὰ πάῃ σὲ μιὰ χώρα μακρινὴ ποὺ ἀπεῖχε πεντακόσα καὶ πλέον χιλιόμετρα. Διαταγὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐντολὴ αὐτὴ ἦταν εὔκολη; Ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε δίπλα μας τὴν ἐκκλησιά, δὲν ἀπέχει παρὰ λίγα βήματα, καὶ ὅμως οἱ πολλοὶ δὲν ἐννοοῦν νὰ διανύσουν τὸ μικρὸ αὐτὸ διάστημα· ὁ Ἀβραὰμ διήνυσε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πεντακόσα χιλιόμετρα, γιατὶ πίστευε στὸ Θεό. Ἦταν εὔκολο αὐτό; Εἶνε εὔκολο ν᾽ ἀφήσῃ κανεὶς τὸ σπίτι του, τὴν οἰκογένειά του, τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους του, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τοῦ τόπου του; Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκατέλειψε. Ὑπήκουσε στὴ διαταγὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς, ἀδελφοί, ὑπακούουμε ἔτσι στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου;…
⃝ Ἡ πίστις τοῦ Ἀβραὰμ φάνηκε ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔδειξε στὸ Θεό. Ἦταν ἄτεκνος, παιδὶ δὲν εἶχε. Ἡ γυναίκα του ἡ Σάρρα ἦταν στεῖρα, λέει ἡ Γραφή, καὶ προχωρημένη στὴν ἡλικία (βλ. Γέν. 16,1· 18, 11)· ἐνενήντα περίπου ἐτῶν αὐτὴ καὶ ἑκατὸ ὁ Ἀβραάμ (ἔ.ἀ. 17,17), σὲ κατάστασι δηλαδὴ ποὺ τὰ πάντα εἶνε νεκρά. Ἂν μπορῇ ἀπὸ βράχο νὰ βγῇ λουλούδι, μπορεῖ κι ἀπὸ τὰ σπλάχνα μιᾶς γριᾶς γυναίκας νὰ γεννηθῇ παιδί. Καὶ ὅμως, στὴν ἡλικία αὐτὴ ὁ Θεὸς εἶπε· Ἀβραάμ, θὰ γεννήσῃς παιδί (βλ. ἔ.ἀ. 17,16). Καὶ ὁ Ἀβραὰμ πίστεψε ἀκλόνητα στὸ λόγο αὐτό, καὶ εἶδε τὸ θαῦμα· εἶδε μέσα ἀπὸ στεῖρες λαγόνες, ἀπὸ μήτρα ἄγονη, ἀπὸ τὰ ξηρὰ ἐκεῖνα βράχια, νὰ βγαίνῃ ἄνθος ὑπέροχο, ὁ Ἰσαάκ.
⃝ Εἶχε πίστι ὁ Ἀβραάμ, τὸ ἔδειξε μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸ Θεό· τὸ ἔδειξε καὶ μὲ τὴν ἀγάπη του στὸν πλησίον. Διαβάστε τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ θὰ δῆτε, ὅτι ποτέ δὲν κάθισε στὸ τραπέζι χωρὶς νὰ ἔχῃ καὶ κάποιον φιλοξενούμενο. Τὸ ψωμί του τὸ μοιραζόταν μὲ ἄλλους, διαβάτες καὶ ταλαιπωρημένους. Γι᾽ αὐτὸ μιὰ μέρα, ὅπως λέει ἡ Γραφή (βλ. Ἑβρ. 13,2), ἀξιώθηκε νὰ φιλοξενήσῃ καὶ τρεῖς ἄνδρες, ποὺ ἦταν «ἄγγελοι», εἰς τύπον τῆς ἁγίας Τριάδος.
Εἶχε μιὰ καρδιὰ ὁ Ἀβραὰμ ποὺ ἀγαποῦσε ὅλους. Ἐμεῖς κλεινόμαστε στὸ καβούκι μας, κοιτᾶμε μόνο τὸ σπιτάκι μας· ἔξω ὁ κόσμος ἂς καίγεται. Τὰ Χριστούγεννα νὰ περάσουμε καλὰ μὲ τοὺς δικούς μας· τί γίνονται οἱ ἄλλοι μᾶς εἶνε ἀδιάφορο. Χριστιανισμὸς εἶνε αὐτός; Τότε εἶσαι Χριστιανός, ὅταν λησμονεῖς τὸν ἑαυτό σου καὶ σκέπτεσαι τοὺς ἄλλους· αὐτὴ εἶνε μεγάλη ἀνακάλυψις, ν᾽ ἀνακαλύψῃς δηλαδὴ ὅτι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι.
Ὁ Ἀβραὰμ λοιπὸν ἦταν γεμᾶτος ἀγάπη γιὰ τὸν κόσμο, ὅπως δείχνει καὶ τὸ ἀκόλουθο περιστατικό. Οἱ ἄγγελοι τοῦ ἔδειξαν τὰ ἁμαρτωλὰ Σόδομα καὶ τὴ Γόμορρα καὶ τοῦ εἶπαν· –Σὲ λίγο δὲν θὰ μείνῃ τίποτα, θὰ καταστραφοῦν. Ὁ Ἀβραὰμ δὲν χάρηκε, δὲν ἦταν σαδιστής· λυπήθηκε. Παίρνει λοιπὸν πρωτοβουλία καὶ λέει· –Κύριε, σὲ παρακαλῶ· ἂν μέσα στὶς πόλεις αὐτὲς βρεθοῦν 50 δίκαιοι, δὲν θὰ σώσῃς καὶ τοὺς ἄλλους χάριν αὐτῶν; Λέει ὁ Θεὸς μιλώντας διὰ τοῦ ἀγγέλου· –Χάριν αὐτῶν δὲν θὰ τοὺς καταστρέψω. Δὲν ἦταν ὅμως βέβαιος ὁ Ἀβραάμ, τοὺς ἤξερε καλά· γι᾽ αὐτὸ τολμᾷ πάλι καὶ λέει· –Ἂν εἶνε 45; –Δὲν θὰ τοὺς καταστρέψω. –Κι ἂν εἶνε 40; –Οὔτε τότε. –Κι ἂν εἶνε 30; –Οὔτε τότε. –Κι ἂν εἶνε 20; –Οὔτε τότε. –Κι ἂν βρεθοῦν ἐκεῖ μόνο 10; –Καὶ δέκα δίκαιοι ἂν βρεθοῦν, δὲν θὰ τοὺς καταστρέψω χάριν αὐτῶν (βλ. Γέν. 18,16-32). Εἶχε λοιπὸν ἀγάπη.
⃝ Ἕνα ἄλλο δεῖγμα τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραὰμ ἦταν ἡ ἀνδρεία ποὺ ἔδειξε ὅταν κάποτε ἐχθροὶ ἔκαναν ἐπιδρομὴ καὶ ἅρπαξαν σὰν τὰ γεράκια μεταξὺ ἄλλων τὸν ἀνιψιό του τὸ Λὼτ μὲ τοὺς οἰκείους του. Ὁ Ἀβραὰμ δὲν δείλιασε· πίστι στὸ Θεὸ καὶ δειλία εἶνε πράγματα ἀσυμβίβαστα. Σήμανε συναγερμό· ἐπιστράτευσε 318 δούλους του, μπῆκε μπροστά, κυνήγησε τοὺς ἐχθρούς, πολέμησε, νίκησε καὶ ἐλευθέρωσε τὸν ἀνιψιό του. Ὅπου πίστις, βλέπετε, ἐκεῖ καὶ ἡρωισμός.
⃝ Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ὄχι πλέον ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ ἄγγελοι καὶ ὅλος ὁ κόσμος θαυμάζει τὸν Ἀβραάμ, εἶνε ἡ θυσία τοῦ Ἰσαάκ. Ὑπάρχουν στιγμές, λίγες στὴ ζωή, ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ζυγίζει καὶ τότε παίρνουμε ἢ ἄριστα ἢ μηδέν. Τέτοια στιγμὴ ἦταν ὅταν ὁ Κύριος τὸν διέταξε νὰ κάνῃ – τί; νὰ πάρῃ τὸ παιδί του τὸν Ἰσαὰκ καὶ νὰ τὸ θυσιάσῃ. Κι ὁ Ἀβραὰμ, ἀκόμα καὶ στὴ σκληρὴ αὐτὴ διαταγή, ὑπήκουσε. Μόνο γονεῖς ποὺ ἔχουν μονάκριβα παιδιά, μποροῦν νὰ καταλάβουν τί θὰ πῇ αὐτό. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν θέλει ποτέ γονεὺς νὰ σφάξῃ τὸ παιδί του. Ὄχι, ἦταν μιὰ δοκιμασία. Τὴν ὥρα, ποὺ τὸ χέρι τοῦ Ἀβραὰμ ἦταν ἕτοιμο νὰ σφάξῃ τὸ παιδί, ἄγγελος τὸν σταμάτησε· –Φτάνει, λέει, μέχρι ἐδῶ· φάνηκε ἡ πίστι σου· ἔδειξες, ὅτι πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἀγαπᾷς τὸ Θεό. Γι᾽ αὐτὸ θὰ εὐλογηθῇς, οἱ ἀπόγονοί σου θὰ γίνουν πολλοὶ σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης· «καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» (ἔ.ἀ. 22,17-18) – προφητεία ποὺ ἐκπληρώθηκε ὄχι στὸν ἰουδαϊσμὸ ἀλλὰ στὸν χριστιανισμό.
* * *
Ἀδελφοί μου, σᾶς συνιστῶ νὰ διαβάσετε στὰ σπίτια σας τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως.
Ἡ πίστι τοῦ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν «κάλαμος ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενος», καλάμι ποὺ κινοῦν οἱ ἄνεμοι (Ματθ. 11,7. Λουκ. 7,24)· ἦταν γρανίτης. Ἕνας αὐτός, πῆγε κόντρα μὲ ὅλους. Φανταστῆτε ἕνα κάρβουνο ἀναμμένο νὰ πέφτῃ μέσ᾽ στὴ θάλασσα καὶ νὰ μὴ σβήνῃ, νὰ νικάῃ τὴ θάλασσα, καὶ νὰ φεγγοβολῇ καὶ νὰ γίνεται φάρος.
Τέτοια πίστι πρέπει νὰ ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, δὲν ὑπάρχει ἡ πίστι αὐτὴ τοῦ Ἀβραάμ. Ἐλάχιστοι πιστεύουν. Σ᾽ αὐτὴ τὴ γενεὰ ποὺ ζοῦμε, γενεὰ Σοδόμων καὶ Γομόρρας, «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου». «Ὅσοι πιστοί, ὅσοι πιστοί!» (θ. Λειτ.). Κι ἂν ἀκόμα ἔλθῃ ὥρα καὶ μείνῃς ἕνας μόνο, νὰ φωνάζῃς· Πιστεύω, Κύριε!
Μὲ τέτοια πίστι νὰ πλησιάζουμε τὰ ἄχραντα μυστήρια· μὲ τέτοια πίστι νὰ ζήσουμε. Κι ὅταν μεθαύριο χτυπήσουν οἱ καμπάνες, νὰ μαζευτοῦμε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ νὰ ψάλουμε ὅλοι, «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14)· ἀμήν.
Ἡ πίστι τοῦ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν «κάλαμος ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενος», καλάμι ποὺ κινοῦν οἱ ἄνεμοι (Ματθ. 11,7. Λουκ. 7,24)· ἦταν γρανίτης. Ἕνας αὐτός, πῆγε κόντρα μὲ ὅλους. Φανταστῆτε ἕνα κάρβουνο ἀναμμένο νὰ πέφτῃ μέσ᾽ στὴ θάλασσα καὶ νὰ μὴ σβήνῃ, νὰ νικάῃ τὴ θάλασσα, καὶ νὰ φεγγοβολῇ καὶ νὰ γίνεται φάρος.
Τέτοια πίστι πρέπει νὰ ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, δὲν ὑπάρχει ἡ πίστι αὐτὴ τοῦ Ἀβραάμ. Ἐλάχιστοι πιστεύουν. Σ᾽ αὐτὴ τὴ γενεὰ ποὺ ζοῦμε, γενεὰ Σοδόμων καὶ Γομόρρας, «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου». «Ὅσοι πιστοί, ὅσοι πιστοί!» (θ. Λειτ.). Κι ἂν ἀκόμα ἔλθῃ ὥρα καὶ μείνῃς ἕνας μόνο, νὰ φωνάζῃς· Πιστεύω, Κύριε!
Μὲ τέτοια πίστι νὰ πλησιάζουμε τὰ ἄχραντα μυστήρια· μὲ τέτοια πίστι νὰ ζήσουμε. Κι ὅταν μεθαύριο χτυπήσουν οἱ καμπάνες, νὰ μαζευτοῦμε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ νὰ ψάλουμε ὅλοι, «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14)· ἀμήν.
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιώτου στον ιερό ναὸ των Ἁγίων Πάντων Καλλιθέας – Ἀθηνῶν, Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως 23-12-1962)