Πατέρα μου, ἀγαπημένε μου, γλυκέ μου Πατέρα,
Σοῦ γράφω αὐτὸ τὸ γράμμα ἀπὸ τὴν αυτοεξορία μου, ἀπὸ τὴν χώρα τῆς ἁμαρτίας μου, ἔχοντας δίπλα μου τὴν παρέα τῶν χοίρων παθῶν. Πεινῶ, Πατέρα μου, γιατὶ τὰ ξυλοκέρατα τῆς πικρῆς καὶ ἐφήμερης ἡδονῆς δὲν μὲ χορταίνουν· ἱκανοποιοῦν προσωρινὰ καὶ γιὰ λίγη ὥρα τὸ αἴσθημα τῆς πείνας μου. Θυμᾶμαι, Πατέρα μου γλυκύτατε, τὰ πλούσια γεύματα στὸ σπίτι μας, τότε ποὺ ἀπερίσπαστος ζοῦσα κοντά Σου καὶ χαιρόμουν σὰν μικρὸ παιδί, ὅταν μὲ ἔπαιρνες στὴν ζεστή Σου ἀγκαλιά.
Ἀλλ’ ὅσο ἀπερίσπαστος κι ἂν ἤμουν κοντά Σου, τόσο ἀπερίσκεπτος ἀποδείχθηκα
μακρυά Σου. Μὲ θάμπωσε ὁ ἐγωϊσμός, μὲ σαγήνευσε ἡ φαντασία, μὲ νίκησε τὸ πεῖσμα μου, γιατὶ νόμιζα πὼς ἀπὸ πεῖσμα μὲ κρατοῦσες στὸ σπίτι. Μὲ εἶχες ἄρχοντα καὶ δὲν μὲ ἐμπόδισες ἄφρονα. Μοῦ ἑτοίμαζες πλούσια κληρονομιά, ὅμως ἐγὼ βιάστηκα νὰ τὴν οἰκειοποιηθῶ· βιάστηκα νὰ κρατήσω γιὰ μένα καὶ μόνον γιὰ μένα τὰ δικά Σου ἀγαθά, χωρὶς νὰ νοιάζομαι γιὰ τὴν δική Σου ἀπόλαυση. Σοῦ ζήτησα αὐτὸ ποὺ νόμιζα πὼς μοῦ ἀναλογοῦσε, ἐπειδὴ Ἐσὺ ἤσουν πάντοτε γενναιόδωρος, ἀπαίτησα μᾶλλον αὐτὰ ποὺ ποτὲ δὲν κοπίασα νὰ ἀποκτήσω, αὐτὰ ποὺ μοῦ ὑποσχέθηκες, δίχως νὰ ἔχῃς τὴν παραμικρὴ ὑποχρέωση ἀπέναντί μου. Κι ὅμως δὲν ἀρνήθηκες νὰ μοῦ τὰ χαρίσῃς, διότι μὲ ἀγάπησες παραπάνω καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μοῦ χάρισες, διότι ἡ ἀγάπη Σου ἦταν τέτοια ποὺ δὲν ἀνέχθηκε οὔτε κατ’ ἐλάχιστον νὰ μὲ κρατήσῃ σκλάβο της.
Πατέρα μου πολυπόθητε. Κλαίω ἀπὸ συγκίνηση γιὰ τὸ μεγαλεῖο τῆς καρδιᾶς Σου, κλαίω ἀπὸ πίκρα γιὰ τὴν μικρότητα τῆς ψυχῆς μου. Εἶμαι τόσο λίγος, τόσο ἀνόητος, τόσο ταλαίπωρος ποὺ ταλαιπώρησα τὰ μάτια Σου. Ναί! Εἶμαι σίγουρος ὅτι πολὺ ταλαιπώρησα αὐτὰ τὰ μάτια, τὰ γεμάτα συμπάθεια καὶ εὐσπλαχνία, καὶ τὰ ἔκανα νὰ κλαῖνε νύχτα καὶ μέρα γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή μου· τὰ ἔκανα νὰ περιμένουν ἀνοιχτὰ ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μας, περιμένοντας νὰ μὲ δοῦν νὰ ἐπιστρέφω πίσω. Ναι, Πατέρα μου. Τὸ ξέρω ὅτι ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγα, στέκεσαι στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ, λαχταρώντας τὸν ἄσωτο γιό Σου.
Σὲ ξέρω καλὰ καὶ μὲ ξέρεις καλύτερα. Δὲν ὑποθέτω ὅτι δὲν ἔχεις διάθεση νὰ φᾷς, γιατὶ εἶμαι καὶ γι’ αὐτὸ σίγουρος. Πεινᾶς μαζί μου καὶ ὁ χρόνος κυλᾶ εἰς βάρος τῆς ὑγείας καὶ τῶν δυό μας. Ἀλλὰ ξέρεις κάτι, Πατέρα μου γλυκύτατε; Ἐγὼ τουλάχιστον, ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγα, ἔφαγα καὶ ἤπια καὶ διασκέδασα καὶ ἀπόλαυσα. Τώρα πεινάω· πρὶν δὲν πεινοῦσα, γιατὶ μοῦ ἔδωσες μὲ ἁπλοχεριὰ τὴν μισὴ περιουσία Σου. Ἐνῷ Ἐσύ, ἀπὸ τότε ποὺ σὲ ἐγκατέλειψα, δὲν ἔβαλες μπουκιὰ στὸ στόμα. Σὲ ξέρω καλά, Πατέρα. Καὶ ξέρω ὅτι Ἐσὺ μοῦ συμπεριφέρθηκες ὡς Πατέρας κι ἐγὼ Σοῦ συμπεριφέρθηκα ὡς τέρας. Σὲ ὑποτίμησα· μὲ ὑπερτίμησες. Σὲ περιφρόνησα· μὲ περιέθαλψες. Πόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη Σου!
Δὲν τολμῶ νὰ πῶ πὼς εἶμαι γιός Σου. Πρόδωσα τὴν υἱότητα καὶ σοῦ πλήγωσα τὴν Πατρότητα. Ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ἀποκαλοῦμαι γιός Σου. Θέλω νὰ γυρίσω πίσω, νὰ πέσω στὰ γόνατα, νὰ προσκυνήσω τὰ πόδια Σου καὶ νὰ Σὲ παρακαλέσω νὰ μὲ δεχθῇς ὡς ἐργάτη, ὡς δοῦλο, μήπως ἔτσι Σοῦ ξεπληρώσω μὲ τὴν ἐργασία αὐτὰ ποὺ Σοῦ πῆρα καὶ κατεσπατάλησα μὲ τὶς κακὲς παρέες. Ναί, ἦταν κακὲς οἱ παρέες, τὸ ὁμολογῶ· διότι στὶς δύσκολες στιγμές, ὅταν τελείωσαν τὰ χρήματα, ὅλοι μὲ ἐγκατέλειψαν, ὅλοι μὲ ἀγνόησαν, ἀκόμη κι ἐκεῖνες ποὺ προσεποιοῦντο τὶς ἐρωτευμένες. Σὲ παρακαλῶ, δέξου με καὶ πάλι, καὶ δῶσε μου τὴν εὐκαιρία νὰ Σοῦ ξεπληρώσω στὸ ἀκέραιο ὅσα Σοῦ ξόδεψα καὶ ἀκόμη Σοῦ ἀνήκουν. Θὰ ἐργαστῶ μὲ συνέπεια ὑπὸ τὶς Πατρικὲς προσταγές Σου. Δὲν ἔχω πλέον ἀπαιτήσεις. Οὔτε τὴν πρώτη στολή σου νὰ φορέσῃς θέλω, ὅταν μὲ δῇς, οὔτε τὸ χρυσό σου δαχτυλίδι, οὔτε τὰ καλά καὶ ἀκριβά Σου ὑποδήματα. Θὰ εἶμαι κάτω ἀπ’ ὅλους, κάτω ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο μου μεγάλο ἀδελφό, αὐτὸν ποὺ ποτὲ δὲν παρέβη τὶς ἐντολές Σου, αὐτὸν ποὺ εἶναι πάντοτε δίπλα Σου, αὐτὸν ποὺ ποτὲ δὲν Σοῦ ζήτησε οὔτε ἕνα ἐρίφιο, γιὰ νὰ τὸ συμφάγῃ μὲ τοὺς φίλους του. Ἐγὼ σοῦ ζήτησα κάποτε πολλά, τόσα, ποὺ δικαιολογημένα θὰ μπορῇς νὰ μοῦ ἀρνηθῇς καὶ μία τελευταία χάρη, νὰ μὲ δεχθῇς πίσω στὴν ἀγκαλιά Σου.
Πάτερ Ἀγαθέ! Μακρυά Σου ἔγινα ἄσωτος, μακρυά Σου δὲν σώζομαι. Γι’ αὐτὸ κι ἐγώ «ἀναστάς, πορεύσομαι πρὸς Σέ», γιὰ νὰ δῇς τὴν ἔμπρακτη μετάνοιά μου, γιὰ νὰ δῇς ὅτι ἡ συγγνώμη ποὺ θὰ Σοῦ ζητήσω θα εἶναι ἀληθινή, γιὰ νὰ Σοῦ δώσω ὅλο τὸ δικαίωμα νὰ περάσῃς στὸν τράχηλό μου τὸν δίκαιο ζυγὸ τῆς ἐκδούλευσής Σου· «ἀναστάς, πορεύσομαι πρὸς Σέ», γιατὶ δὲν ἀντέχω πλέον στὴ σκέψη ὅτι μὲ περιμένῃς ὄρθιος καὶ ξάγρυπνος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας.
Ὁ ἄσωτος υἱός Σου
Σοῦ γράφω αὐτὸ τὸ γράμμα ἀπὸ τὴν αυτοεξορία μου, ἀπὸ τὴν χώρα τῆς ἁμαρτίας μου, ἔχοντας δίπλα μου τὴν παρέα τῶν χοίρων παθῶν. Πεινῶ, Πατέρα μου, γιατὶ τὰ ξυλοκέρατα τῆς πικρῆς καὶ ἐφήμερης ἡδονῆς δὲν μὲ χορταίνουν· ἱκανοποιοῦν προσωρινὰ καὶ γιὰ λίγη ὥρα τὸ αἴσθημα τῆς πείνας μου. Θυμᾶμαι, Πατέρα μου γλυκύτατε, τὰ πλούσια γεύματα στὸ σπίτι μας, τότε ποὺ ἀπερίσπαστος ζοῦσα κοντά Σου καὶ χαιρόμουν σὰν μικρὸ παιδί, ὅταν μὲ ἔπαιρνες στὴν ζεστή Σου ἀγκαλιά.
Ἀλλ’ ὅσο ἀπερίσπαστος κι ἂν ἤμουν κοντά Σου, τόσο ἀπερίσκεπτος ἀποδείχθηκα
μακρυά Σου. Μὲ θάμπωσε ὁ ἐγωϊσμός, μὲ σαγήνευσε ἡ φαντασία, μὲ νίκησε τὸ πεῖσμα μου, γιατὶ νόμιζα πὼς ἀπὸ πεῖσμα μὲ κρατοῦσες στὸ σπίτι. Μὲ εἶχες ἄρχοντα καὶ δὲν μὲ ἐμπόδισες ἄφρονα. Μοῦ ἑτοίμαζες πλούσια κληρονομιά, ὅμως ἐγὼ βιάστηκα νὰ τὴν οἰκειοποιηθῶ· βιάστηκα νὰ κρατήσω γιὰ μένα καὶ μόνον γιὰ μένα τὰ δικά Σου ἀγαθά, χωρὶς νὰ νοιάζομαι γιὰ τὴν δική Σου ἀπόλαυση. Σοῦ ζήτησα αὐτὸ ποὺ νόμιζα πὼς μοῦ ἀναλογοῦσε, ἐπειδὴ Ἐσὺ ἤσουν πάντοτε γενναιόδωρος, ἀπαίτησα μᾶλλον αὐτὰ ποὺ ποτὲ δὲν κοπίασα νὰ ἀποκτήσω, αὐτὰ ποὺ μοῦ ὑποσχέθηκες, δίχως νὰ ἔχῃς τὴν παραμικρὴ ὑποχρέωση ἀπέναντί μου. Κι ὅμως δὲν ἀρνήθηκες νὰ μοῦ τὰ χαρίσῃς, διότι μὲ ἀγάπησες παραπάνω καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μοῦ χάρισες, διότι ἡ ἀγάπη Σου ἦταν τέτοια ποὺ δὲν ἀνέχθηκε οὔτε κατ’ ἐλάχιστον νὰ μὲ κρατήσῃ σκλάβο της.
Πατέρα μου πολυπόθητε. Κλαίω ἀπὸ συγκίνηση γιὰ τὸ μεγαλεῖο τῆς καρδιᾶς Σου, κλαίω ἀπὸ πίκρα γιὰ τὴν μικρότητα τῆς ψυχῆς μου. Εἶμαι τόσο λίγος, τόσο ἀνόητος, τόσο ταλαίπωρος ποὺ ταλαιπώρησα τὰ μάτια Σου. Ναί! Εἶμαι σίγουρος ὅτι πολὺ ταλαιπώρησα αὐτὰ τὰ μάτια, τὰ γεμάτα συμπάθεια καὶ εὐσπλαχνία, καὶ τὰ ἔκανα νὰ κλαῖνε νύχτα καὶ μέρα γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή μου· τὰ ἔκανα νὰ περιμένουν ἀνοιχτὰ ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μας, περιμένοντας νὰ μὲ δοῦν νὰ ἐπιστρέφω πίσω. Ναι, Πατέρα μου. Τὸ ξέρω ὅτι ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγα, στέκεσαι στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ, λαχταρώντας τὸν ἄσωτο γιό Σου.
Σὲ ξέρω καλὰ καὶ μὲ ξέρεις καλύτερα. Δὲν ὑποθέτω ὅτι δὲν ἔχεις διάθεση νὰ φᾷς, γιατὶ εἶμαι καὶ γι’ αὐτὸ σίγουρος. Πεινᾶς μαζί μου καὶ ὁ χρόνος κυλᾶ εἰς βάρος τῆς ὑγείας καὶ τῶν δυό μας. Ἀλλὰ ξέρεις κάτι, Πατέρα μου γλυκύτατε; Ἐγὼ τουλάχιστον, ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγα, ἔφαγα καὶ ἤπια καὶ διασκέδασα καὶ ἀπόλαυσα. Τώρα πεινάω· πρὶν δὲν πεινοῦσα, γιατὶ μοῦ ἔδωσες μὲ ἁπλοχεριὰ τὴν μισὴ περιουσία Σου. Ἐνῷ Ἐσύ, ἀπὸ τότε ποὺ σὲ ἐγκατέλειψα, δὲν ἔβαλες μπουκιὰ στὸ στόμα. Σὲ ξέρω καλά, Πατέρα. Καὶ ξέρω ὅτι Ἐσὺ μοῦ συμπεριφέρθηκες ὡς Πατέρας κι ἐγὼ Σοῦ συμπεριφέρθηκα ὡς τέρας. Σὲ ὑποτίμησα· μὲ ὑπερτίμησες. Σὲ περιφρόνησα· μὲ περιέθαλψες. Πόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη Σου!
Δὲν τολμῶ νὰ πῶ πὼς εἶμαι γιός Σου. Πρόδωσα τὴν υἱότητα καὶ σοῦ πλήγωσα τὴν Πατρότητα. Ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ἀποκαλοῦμαι γιός Σου. Θέλω νὰ γυρίσω πίσω, νὰ πέσω στὰ γόνατα, νὰ προσκυνήσω τὰ πόδια Σου καὶ νὰ Σὲ παρακαλέσω νὰ μὲ δεχθῇς ὡς ἐργάτη, ὡς δοῦλο, μήπως ἔτσι Σοῦ ξεπληρώσω μὲ τὴν ἐργασία αὐτὰ ποὺ Σοῦ πῆρα καὶ κατεσπατάλησα μὲ τὶς κακὲς παρέες. Ναί, ἦταν κακὲς οἱ παρέες, τὸ ὁμολογῶ· διότι στὶς δύσκολες στιγμές, ὅταν τελείωσαν τὰ χρήματα, ὅλοι μὲ ἐγκατέλειψαν, ὅλοι μὲ ἀγνόησαν, ἀκόμη κι ἐκεῖνες ποὺ προσεποιοῦντο τὶς ἐρωτευμένες. Σὲ παρακαλῶ, δέξου με καὶ πάλι, καὶ δῶσε μου τὴν εὐκαιρία νὰ Σοῦ ξεπληρώσω στὸ ἀκέραιο ὅσα Σοῦ ξόδεψα καὶ ἀκόμη Σοῦ ἀνήκουν. Θὰ ἐργαστῶ μὲ συνέπεια ὑπὸ τὶς Πατρικὲς προσταγές Σου. Δὲν ἔχω πλέον ἀπαιτήσεις. Οὔτε τὴν πρώτη στολή σου νὰ φορέσῃς θέλω, ὅταν μὲ δῇς, οὔτε τὸ χρυσό σου δαχτυλίδι, οὔτε τὰ καλά καὶ ἀκριβά Σου ὑποδήματα. Θὰ εἶμαι κάτω ἀπ’ ὅλους, κάτω ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο μου μεγάλο ἀδελφό, αὐτὸν ποὺ ποτὲ δὲν παρέβη τὶς ἐντολές Σου, αὐτὸν ποὺ εἶναι πάντοτε δίπλα Σου, αὐτὸν ποὺ ποτὲ δὲν Σοῦ ζήτησε οὔτε ἕνα ἐρίφιο, γιὰ νὰ τὸ συμφάγῃ μὲ τοὺς φίλους του. Ἐγὼ σοῦ ζήτησα κάποτε πολλά, τόσα, ποὺ δικαιολογημένα θὰ μπορῇς νὰ μοῦ ἀρνηθῇς καὶ μία τελευταία χάρη, νὰ μὲ δεχθῇς πίσω στὴν ἀγκαλιά Σου.
Πάτερ Ἀγαθέ! Μακρυά Σου ἔγινα ἄσωτος, μακρυά Σου δὲν σώζομαι. Γι’ αὐτὸ κι ἐγώ «ἀναστάς, πορεύσομαι πρὸς Σέ», γιὰ νὰ δῇς τὴν ἔμπρακτη μετάνοιά μου, γιὰ νὰ δῇς ὅτι ἡ συγγνώμη ποὺ θὰ Σοῦ ζητήσω θα εἶναι ἀληθινή, γιὰ νὰ Σοῦ δώσω ὅλο τὸ δικαίωμα νὰ περάσῃς στὸν τράχηλό μου τὸν δίκαιο ζυγὸ τῆς ἐκδούλευσής Σου· «ἀναστάς, πορεύσομαι πρὸς Σέ», γιατὶ δὲν ἀντέχω πλέον στὴ σκέψη ὅτι μὲ περιμένῃς ὄρθιος καὶ ξάγρυπνος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας.
Ὁ ἄσωτος υἱός Σου
του π. Στυλιανού Μακρή