Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 7,11-16)
ΔΙΣΤΑΖΩ, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω. Γιατὶ ἔχουμε φθάσει σὲ χρόνια σὰν ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα μιὰ προφητεία λέει, ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔχουν τὰ αὐτιά τους ἀνοιχτὰ γιὰ τὸ διάβολο ἀλλ’ ὄχι γιὰ τὸ Χριστό (πρβλ. Β΄ Τιμ. 4,4). Ἐν τούτοις θὰ τολμήσω νὰ πῶ μερικὰ λόγια πρὸς ὠφέλειαν. Κι ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσουν ὅλοι, θὰ μ᾽ ἀκούσουν οἱ μισοί· κι ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσουν οἱ μισοί,θὰ μ᾽ ἀκούσουν οἱ δέκα· κι ἂν δὲ μ᾽ ἀκούσουν οἱ δέκα, θὰ μ᾽ ἀκούσῃ ἕνας. Ἕνας νὰ μ᾽ ἀκούσῃ, φτάνει, εἶνε μεγάλος ὁ μισθός. Διότι, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, μιὰ ψυχὴ ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ὁλόκληρο τὸν ὁρατὸ κόσμο (βλ. Ματθ. 16,26· Μᾶρκ. 8,37). Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ θὰ μιλήσω. Τί θὰ πῶ;