«Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα· χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα» (Ἀκάθ. ὕμν. Ρ2)
ΑΠΟΨΕ, ἀγαπητοί μου, καθὼς βρισκόμαστε στὴν περίοδο τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶνε ἡ τρίτη (Γ΄) στάσις τῶν Χαιρετισμῶν καὶ θὰ ἑρμηνεύσουμε τὸν χαιρετισμὸ ποὺ λέει· «Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα· χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα» (Ἀκάθ. ὕμν. Ρ2). Παρακαλῶ δῶστε προσοχή.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, εἶνε προικισμένος ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα μὲ πολλὰ χαρίσματα. Ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα εἶνε ὁ νοῦς. Πές μου τί σκέπτεσαι, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι.
Πρὸ τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων ἡ σκέψι τους ἦταν διαρκῶς στὸ Θεὸ καὶ εἶχαν τὸ προνόμιο νὰ συνομιλοῦν ἀμέσως μαζί του. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε, τότε τὸ κάλλος του ἀμαυρώθηκε καὶ ἡ σκέψι σκοτίστηκε. Οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν «σάρκες» (Γέν. 6,3). Δὲν σκέπτονται πλέον τὰ μεγάλα καὶ