Σελίδες

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Κυριακή Δ΄ Λουκά. Υλικά και πνευματικά μυστήρια

Κυριακὴ Δ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 8,4-15) 
«Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια…» (Λουκ. 8,10)
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ποὺ ἀκούσαμε, ἀ­γαπητοί μου, εἶνε μία παραβολὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παρμένη ἀπ᾽ τὴν ἀγροτικὴ ζωή.  
γεωργὸς πῆρε τὸ δισάκκι μὲ σπόρο, βγῆ­κε στὸ χωρά­φι καὶ ἔσπειρε παντοῦ. 
Τὸ ἀ­ποτέλεσμα· ἕνα μέ­ρος τοῦ σπόρου ἔπεσε στὸ δρόμο, ποὺ περνοῦν ἁμάξια καὶ δια­βάτες, ἦρθαν τὰ πουλιὰ καὶ τὸν πῆραν. 
Τὸ δεύτε­ρο μέρος ἔ­πεσε σὲ χωράφι μὲ πέτρες καὶ δὲν μπόρεσε νὰ καρποφορήσῃ.
Τὸ τρίτο μέρος ἔπεσε σὲ ἀγ­κάθια, ποὺ φύτρωσαν καὶ τό ᾽πνιξαν. 
Καὶ τὸ τέ­ταρτο μέρος ἔπεσε σὲ χωράφι καθαρὸ καὶ γόνιμο, ἔπιασε καὶ τὸ ἕνα σπυρὶ ἔγινε ἑκατό.  
Αὐτὴ ἦταν ἡ παραβολή. Τὴν ἄκουσαν ὅλοι. Ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο; δὲν τοὺς ἔκανε ἐντύπωσι, δὲν τοὺς γέννησε περιέργεια. 
Μόνο οἱ δώδε­κα μαθηταί, ὅταν τελείωσε ἡ διδασκαλία, πλη­σίασαν τὸ Χριστὸ καὶ τὸν ρωτοῦν· Τί σημαί­νει αὐτὴ ἡ παραβολή; 
Κ᾽ ἐκεῖνος τότε εἶπε· «Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς» (Λουκ. 8,10).  
Θὰ πάρω ἀφορμὴ μόνο ἀπὸ αὐ­τὸ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ· «Ὑμῖν δέδοται γνῶ­ναι τὰ μυστήρια…». 
Τί σημαίνει αὐτό· Σ᾽ ἐσᾶς τοὺς μαθητάς μου, ὄχι σὲ ἄλλους, δόθηκε τὸ προνόμιο, ἡ χάρις, νὰ γνωρίσετε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Περὶ μυστηρίων λοιπὸν ὁ λόγος.

* * *


Τὰ μυστήρια εἶνε δύο εἰδῶν· μυστήρια τῆς ὕλης, καὶ μυστήρια τοῦ πνεύματος. 
Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς ὕλης.  
 ⃝ Τί εἶνε ἡ ὕλη, τὸ χῶμα ποὺ πατοῦμε; Μὴ ζοῦ­με σὰν ζῷα. 
Μερικοί, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, μάτια ἔ­χουν καὶ δὲ βλέπουν, αὐτιὰ ἔχουν καὶ δὲν ἀκοῦνε (πρβλ. Μᾶρκ. 8,18), ἔτσι ζοῦν. 
Πάρτε μιὰ χού­φτα χῶμα. Κάποτε δὲν ὑπῆρχε. Πῶς ἔ­γινε; Μὲ ὅση εὐκο­λία ὁ ἀρτο­ποιὸς παίρνει τὸ ἀ­λεύρι καὶ φτειάχνει διάφορα σκευάσματα (φρατζό­λες, κου­λου­ράκια κ.λπ.), ἔτσι κάποιο χέρι ἀόρατο πῆ­ρε τὴν ὕλη καὶ τί ἔ­κανε· φεγγάρια, ἀ­στέρια, πλανῆτες, σφαῖρες μικρὲς – με­γά­λες, ποὺ εἶ­νε ὄγκοι τε­ράστιοι. 
Ἐ­ρωτῶ τοὺς ἐπιστήμονες· τί εἶνε ἡ ὕλη; Στύβουν τὰ κεφάλια τους· καμμία οὐσιαστικὴ ἀ­πάντησι δὲν δίνουν. 
Μυστήριο.  
 ⃝ Καὶ μόνο αὐτό; Οἱ σφαῖρες αὐτὲς πῶς στέκονται; Μία δύναμις, λένε, ἡ παγ­κό­σμιος ἕλξις, κάνει τὸ ἕνα ἀ­στέρι νὰ τραβάῃ τὸ ἄλλο. Ἂν ῥω­τήσῃς ὅμως τί εἶνε ἡ παγκόσμιος ἕλξις; δὲν παίρνεις πλήρη ἀπάντησι. Μυστήριο κι αὐτό.  
 ⃝ Θέλεις ἄλλο; Κρατᾷς ἕνα μαγνήτη. Τὸν πλη­σιάζεις σὲ βελόνες, καρφίτσες, καρφιά, καὶ τὰ ἕλκει· φεύγουν ἀ­πὸ τὴ θέσι τους καὶ τρέχουν νὰ κολλήσουν πάνω του. Τί εἶνε ὁ μαγνητισμός; Καμμία οὐσιαστικὴ ἀπάντησι· μυστήριο.  
 ⃝ Θέλεις ἄλλο; Ὁ ἠλεκτρισμός· στρίβεις ἕνα διακόπτη κι ἀνάβουν φῶτα. Τί εἶνε ἠλεκτρισμός; Οὐδεμία ἀπάντησις· μυστήριο κι αὐτό.  
 ⃝ Θέλεις ἄλλο; Βρῆκαν μιὰ νέα ἐ­νέργεια ἰσχυ­ρότερη, τὴν πυρηνικὴ ἢ ἀτομικὴ ἐνέργεια. Τί εἶ­νε ἡ πυρηνι­κὴ ἐνέργεια; Μυστήριο κι αὐτό.  
 ⃝ Μὴν πᾶμε μακριά· πᾶμε στὴ σημερινὴ παρα­βολή. Τί λέει; Μιλάει γιὰ σπόρο, ποὺ ἔσπειρε ὁ γεωργός. 
Τί εἶνε ὁ σπόρος; Ἕνα μικρούτσι­κο πρα­γματάκι. 
Τὸ ῥίχνεις μέσ᾽ στὸ χῶμα καὶ βγαί­­νει ἕνα ὡραῖο λουλούδι, ἕνα πελώριο δέν­τρο. Πῶς; τί ὑπάρχει μέσ᾽ στὸ σπόρο; 
Φτειάξε λοι­πὸν ἕνα σπόρο! 
Ὅλοι οἱ ἐπιστή­μο­νες νὰ μαζευ­τοῦν, ἕνα σπόρο δὲν μποροῦν νὰ φτειάξουν. 
Φτάνει ἕ­νας σπόρος ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός.  
Ὅλα λοιπὸν τ᾽ ἀναρίθμητα ὑλικὰ πρά­γματα κρύβουν μυστήρια. 
Ἡ ἐπιστήμη προσπα­θεῖ νὰ τὰ λύσῃ. Ἀλλὰ μόλις λύνει ἕνα, βρίσκει πίσω του ἄλλο, ἄλλο, ἄλλο. 
Ἀπέραντη ἁλυσίδα, ἕνας ὠ­κεανὸς μυστηρίων ὑπάρχει. Ἀπὸ τὰ χίλια οὔ­τε τὸ ἕνα δὲ μπόρεσε νὰ ἐξιχνιάσῃ ἡ ἐπιστήμη.

* * *


Καὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὑπερήφανος καὶ ἰ­ταμός, ἐνῷ δὲν μπορεῖ νὰ λύσῃ τὰ μυστήρια τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ζητάει νὰ λύσῃ τὰ μυστή­ρια τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. 
Διότι ὅπως ὑ­πάρχουν μυστήρια τῆς ὕλης, ὑπάρχουν καὶ μυστήρια τοῦ πνεύματος, δηλαδὴ μυστήρια τῆς πίστεώς μας. 
Νά μερικὰ ἀπὸ αὐτά.  
 ⃝ Ἀκοῦς καὶ λένε· Πῶς μπορεῖ μία παρθέ­νος νὰ γεννήσῃ; 
Δυσπιστεῖς; 
Κ᾽ ἐγὼ σὲ ρω­τῶ· πῶς γεν­νήθηκε ἡ ὕλη; Ἐκεῖνος ποὺ ἐκ τοῦ μηδε­νὸς ἔ­φτειαξε τὴν ὕλη, αὐτὸς εἶπε νὰ γεν­νηθῇ ἐκ Παρθένου ὁ Υἱός. 
Ποιό εἶνε δυσκολώτερο, νὰ βγῇ ὕλη ἐκ τοῦ μηδενὸς ἢ νὰ βγῇ παιδὶ ἀπὸ μία παρθένο; 
Ὁ τοκετὸς αὐτὸς εἶνε μυστήριο.  
 ⃝ Ἄλλο σχετικό. Πῶς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος; 
Ἀσύλληπτο μυστήριο. Ἐκεῖνος ποὺ κάνει ἕνα τὴ φωτιὰ καὶ τὸ πυρωμένο σίδερο, ὁ ἴδιος ἕνω­σε τὶς δύο φύσεις στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.  
 ⃝ Πῶς τὸ νερὸ ἔγινε κρασὶ στὴν Κανᾶ; Μυστή­ριο. 
Ζητᾷς ἐξήγησι; Κ᾽ ἐγὼ σοῦ λέω κάτι ἄλλο. 
Περπατοῦσα κάποτε σ᾽ ἕ­να χωριὸ καὶ βρῆκα ἕ­­ναν ὑπερήφανο γεωπόνο, ποὺ δὲν τὰ πίστευε αὐτά. 
Καθὼς προ­χωρούσαμε, μπήκαμε σ᾽ ἕνα περιβόλι μὲ διάφορα δέντρα. 
―Ὅλ᾽ αὐτά, τοῦ λέω, ἔχουν ῥίζα, κι ὅλες αὐτὲς οἱ ῥίζες ῥουφᾶ­­νε τὸ ἴδιο νερό. 
Πῶς τὸ νερὸ γίνε­ται στὴ λεμο­νιὰ λεμόνι, στὴν πορτοκαλιὰ πορτο­κάλι, στὴ μη­λιὰ μῆλο, στὴν ἐλιὰ λάδι;…
―Δὲν ξέρω, λέει. 
―Μὴν ἀμ­φισβητεῖς λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο.  
 ⃝ Ἄλλο μυστήριο τῆς πίστεως. 
Ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, μὴν πηγαίνεις στὴν ἐκκλησία. 
Ἐκεῖ, πάνω στὴν ἁγία τράπεζα, στὴ θεία λειτουργία τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ γίνονται σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. 
Ἂν ἀμφισβη­τῇς αὐτό, σὲ ρωτῶ· δὲ βλέπεις τόσες ἄλ­λες μεταβολὲς ποὺ γίνον­ται στὸν ὑλι­κὸ κόσμο; 
Πῶς π.χ. τὸ χορτάρι καὶ τὸ νε­ρὸ στὸ πρό­βατο γίνονται γάλα; Αὐτὰ ποὺ εἶ­νε μπροστά σου δὲ μπορεῖς νὰ ἐξη­γή­σῃς, καὶ ζητᾷς νὰ ἐξηγήσῃς τὰ ἄλλα τὰ μεγάλα;  
 ⃝ Τί νὰ ποῦμε τώρα γιὰ τὸ ἄλλο, τὸ ὕψιστο μυ­στήριο τῆς πίστεώς μας; 
Ποιό εἶνε; 
Τὸ Τριαδικὸ δό­γμα, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε ἕνας ἀλλὰ τρία πρόσωπα· Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα – ἁγία Τριάς, σῶσον τὸν κόσμον! 
Αὐτὸ πλέον εἶνε τὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων. 
Ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος καὶ ῥωτάει πῶς τὸ ἕνα εἶνε τρία καὶ πῶς τὰ τρία εἶνε ἕνα; 
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ὡς βοηθητικὸ παράδειγμα φέρνει τὸν ἥλιο· «Ὁ ἥλιος εἶνε ἕνας, μὰ εἶνε καὶ τρία μαζί· ἔχει ἀκτῖνας, ὁποὺ ἔρχονται εἰς τὰ ὄμματά μας ὡσὰν γραμμαί, ὡσὰν κλωσταί· ἔχει καὶ φῶς, ὁποὺ ἐξαπλώνεται εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Μὲ τὸν ἥλιον ὁμοιάζομεν τὸν ἄναρχον Πατέρα, μὲ τὰς ἀκτῖνας τὸν συνάναρχον Υἱόν, καὶ μὲ τὸ φῶς τὸ ὁμοούσιον Πνεῦμα» (ἡμ. ἔργ. σ. 107). 
Ἔλα νὰ μοῦ ἐξηγήσῃς τὰ μυστήρια ποὺ ἔχει ὁ ἥλιος, καὶ μετὰ νὰ ζητᾷς νὰ σοῦ ἐξηγήσω τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Θυμᾶμαι, ὅταν ἤ­μουν μικρὸ παιδί, ἕνας φοι­τητὴς τῆς ἰατρι­κῆς ἦρθε στὸ χωριὸ καὶ κορό­ϊδευε τὴν πίστι. 
―Ποιός εἶδε τὸ Θεό; ἔλεγε. Τότε ἕνας παπᾶς ἀγράμματος, ὁ παπα-Νικόλας, τοῦ λέει· 
―Ἔλα ᾽δῶ, Γιῶργο παιδί μου, ποὺ σὲ εἶχα μικρὸ στὴν ἐκκλησιὰ καὶ κρατοῦσες τὴ λαμ­πάδα. 
Ποιός σοῦ ξερρίζωσε τὴν πίστι; 
Τὸ Θεὸ θέ’ς νὰ δῇς; 
Πολὺ καλά (ἦταν Ἰούλιος μήνας, μεσημέρι κι ὁ ἥλιος ἔκαιγε). 
Ἀνέβα ἐδῶ. (Τὸν ἀνεβάζει πάνω σὲ μιὰ πεζούλα). 
Δὲς τὸν ἥλιο. 
―Δὲ μπο­ρῶ, λέει, θὰ στραβωθῶ. 
―Ἔ, κακομοίρη· τὸν ἥλιο δὲ μπορεῖς νὰ τὸ δῇς, τὸ Θεὸ θέ᾽ς νὰ δῇς;

* * *


Ὅ­­πως εἶνε ἀλήθεια, ἀγαπητοί μου, τὰ ὑλικὰ μυστήρια, ἔτσι εἶνε ἀλήθεια καὶ τὰ ἀσύλληπτα μυστήρια τῆς πίστεως. 
Αὐτὰ ὅμως τὰ ἀπρόσιτα γίνον­ται προσιτὰ – σὲ ποιούς· σ᾽ ἐκείνους πιστεύουν καὶ δείχνουν ζῆλο. 
«Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια», λέει ὁ Χριστός· σεῖς ἔχετε τὸ προνόμιο νὰ γνωρίσετε τὰ μυστήρια.  
Πῆγα σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ κοντὰ στὸ Βίτσι. Μοῦ ἀρέσει νὰ κουβεντιάζω μὲ τοὺς ταπεινοὺς καὶ μίλησα μ᾽ ἕνα τσοπανάκο. ―Ἦρθε, μοῦ εἶπε, στὴν καλύβα μου ἕνας φοιτητὴς ἀπ᾽ τὴ Θεσσαλονίκη. Τοῦ ᾽βαλα νὰ φάῃ ψωμὶ – τυρί, ἀλλ᾽ ὅταν ἔκανα τὸ σταυρό μου μὲ κορόϊδευε. 
Ἤξερε μερικὰ χωρία ἀπ᾽ τὴ Γραφὴ ―ἐ­γὼ δὲν τά ᾽ξερα― καὶ μοῦ ᾽κανε τὸν ἔξυπνο. 
Ἄ, λέω, πρέπει νὰ μάθω κ᾽ ἐγώ. 
Κατεβαίνω στὸ Ἀμύνταιο, ἀγοράζω μιὰ ἁ­γία Γραφή, καὶ ἄρχισα νὰ τὴ διαβάζω μία, δύο, τρεῖς, τέσσερις φορές. 
Τώρα κατάλαβα! 
Ἂς ἔρθῃ τώρα ὅποιος ἄπιστος θέλει νὰ κουβεντιάσουμε… 
Νά λοι­πόν· ἕνας ταπεινὸς διαβάζει Γραφὴ καὶ καταλαβαίνει, διαβάζει ὁ ἄλλος ὁ ὑπερήφανος καὶ δὲν καταλαβαίνει. 
Πῶς νὰ τὸ παραστήσω;  
Πέρασα ἀπ᾽ τὸν Ἁλιάκμονα δύο φορές, χει­μῶνα καὶ καλοκαίρι. 
Τὸ χειμῶνα πολλὰ τὰ νερά, ἀλλὰ θολά, δὲ βλέπεις τίποτα· τὸ καλοκαίρι τὰ βλέπεις κάτω ὅλα, τὸν πυθμένα, τὶς πέτρες ἄσπρες – μαῦρες – κόκκινες, τὰ ψαράκια. 
Καὶ τὰ μυαλὰ τῶν ἀνθρώπων σήμε­ρα εἶνε θολά, δὲ βλέ­πουν τίποτα. 
Δῶστε μου καθαρὲς καρδιές. 
Ἐ­κεῖ φανερώνεται ὁ Θεός. «Ὑμῖν δέδοται γνῶ­ναι τὰ μυστήρια». 
Οἱ ἄλλοι; ἂς ξέρουν γράμμα­τα, ἂς πῆγαν στὸ ἐξωτερικό, ἀπὸ Ἐκκλησία δὲν καταλαβαίνουν γρῦ, κινέζικα τοὺς φαίνονται.  
Συμπέρασμα. 
Πιστεύεις στὸ Θεό; νὰ προσ­εύχεσαι, νὰ μελετᾷς, νὰ ἐκκλησιάζεσαι, νὰ κοι­νωνῇς. 
Τότε θ᾽ ἀνοίξουν τὰ οὐρά­νια, θὰ γίνῃς ἀστροναύτης, θὰ πε­τά­ξῃς ὣς τὰ ἄστρα καὶ θὰ ψάλλῃς·«Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).


(ἱ. ναὸς Ἁγ. Ἀνδρέου Ἄνω Πατησίων – Ἀθηνῶν 11-10-1970)

Κλικ στις ιστοσελίδες μας: Αρμενιστής, Εμείς και η Κοινωνία μας, Γιάννης Αργυρός Σαντορίνη