Σελίδες

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Κυριακή των Αγίων 318 Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου το 325 στη Νίκαια

Κυριακή Ζ΄ Ιωάννου 17, 1-13
ση­με­ρι­νὴ πε­ρι­κο­πὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀ­πο­τε­λεῖ τμῆ­μα τῆς με­γά­λης ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς ποὺ ὁ Χρι­στὸς ἀ­πηύ­θυ­νε πρὸς τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα λί­γο πρὸ τοῦ Πά­θους. Σὲ αὐ­τὴ μᾶς λέ­ει τί εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζω­ή: «Αὕτη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζω­ή, ἵνα γι­νώ­σκω­σι σὲ τὸν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν καὶ ὃν ἀ­πέ­στει­λας Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν».
Δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἡ πί­στη στὴν αἰ­ώ­νι­ο ζω­ὴ εἶ­ναι ἔμ­φυ­τη στὸν ἄν­θρω­πο, ὅ­λοι ἀ­νὰ τὴν οἰ­κου­μέ­νη πι­στεύ­ουν σὲ αὐ­τή. 

Εἴ­τε πι­στοὶ εἴ­τε ἄ­πι­στοι ἔ­χουν τὴν ἀν­τί­λη­ψη μιᾶς με­τὰ
θά­να­το συ­νέ­χει­ας τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς ὕ­παρ­ξης τοῦ ἀν­θρώ­που. 
Σύμ­φω­να ὅ­μως μὲ τοὺς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζω­ὴ δὲν ἀ­φο­ρᾶ σὲ μί­α ἁ­πλὴ πα­ρά­τα­ση τῆς ζω­ῆς, ἀλ­λὰ σὲ 
κά­τι πι­ὸ βα­θὺ καὶ πι­ὸ οὐ­σι­α­στι­κό, δη­λα­δὴ στὴ μα­κα­ρί­α καὶ 
ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ὴ κον­τὰ στὸν Θε­ό. 
Ἀ­φο­ρᾶ στὴ γνώ­ση τοῦ ἰ­δί­ου τοῦ Θε­οῦ, ὡς συμ­με­το­χὴ στὴ ζω­ὴ καὶ τὴ δό­ξα του. 
Ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζω­ὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­γα­πη­τι­κὴ κοι­νω­νί­α ἀν­θρώ­που καὶ Θε­οῦ, εἶ­ναι ἡ δω­ρε­ὰ τῆς δό­ξας τοῦ Θε­οῦ καὶ ἡ ἀ­πό­λαυ­σή της ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο. Ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες, ἀλ­λὰ προ­σω­πι­κὴ γνώ­ση καὶ ἐμ­πει­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που.
Οἱ ἄν­θρω­ποι στὴ μα­κα­ρι­ό­τη­τα τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς θὰ συμ­με­τέ­χουν στὴ δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ, σὲ ἕ­να οὐ­ρά­νι­ο πα­νη­γύ­ρι, κα­τὰ τὸν Ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο. Ἐ­κεῖ, στὴν ἄ­νω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, δὲν θὰ ὑ­πάρ­χει θλί­ψη καὶ πό­νος καὶ τα­λαι­πω­ρί­α καὶ ἀ­σθέ­νει­α καὶ θά­να­τος, δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς «ἐ­ξα­λεί­ψει ἀ­πὸ τῶν δι­καί­ων… πᾶν δά­κρυ­ον ἀ­πὸ τῶν ὀ­φθαλ­μῶν αὐ­τῶν, καὶ ὁ θά­να­τος οὐκ ἔ­σται ἔ­τι, οὔ­τε πέν­θος οὔ­τε κραυ­γή, οὔ­τε πό­νος οὐκ ἔ­σται ἔ­τι». Στὴν κα­τά­στα­ση τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς τὰ πάν­τα θὰ εἶ­ναι και­νά. Θὰ βα­σι­λεύ­ει ἡ δι­και­ο­σύ­νη, ἡ ἀ­ρε­τή, ἡ ὁ­μό­νοι­α, ἡ εἰ­ρή­νη, ἡ ἀ­γά­πη: «τὰ πάν­τα ἐν εἰ­ρή­νῃ καὶ εὐ­φρο­σύ­νῃ καὶ χα­ρὰ ἔ­σται. Πάν­τα εὔ­δι­α καὶ γα­λη­νά, πάν­τα ἡ­μέ­ρα καὶ λαμ­πρό­της καὶ φῶς», γρά­φει ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος.
Ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς ἀ­πο­κά­λυ­πτε τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς, ὅ­δευ­ε πρὸς τὸ Πά­θος καὶ πρὸς τὸν ἐ­ξευ­τε­λι­σμὸ καὶ πρὸς τὸν πό­νο καὶ τὸν θά­να­το. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ ὁ­μι­λεῖ γιὰ χα­ρά, τὴν ὁ­ποί­α ὁ ἴ­διος πη­γαί­ως ἔ­χει καὶ δύ­να­ται νὰ με­τα­δώ­σει καὶ στοὺς ἀ­λη­θι­νοὺς μα­θη­τές του. Ἡ ἐν λό­γῳ χα­ρὰ δὲν ἀ­φο­ρᾶ στὴν ψεύ­τι­κη καὶ ἐ­πι­φα­νει­α­κὴ χα­ρὰ τοῦ κό­σμου, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι πάν­το­τε συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὸν πό­νο. Ἡ χα­ρὰ τοῦ Θε­οῦ περ­νᾶ μὲν ἀ­πὸ τὸν πό­νο τοῦ Σταυ­ροῦ, ὅ­μως ἐγ­κα­θί­στα­ται ἀ­δι­α­τά­ρα­κτη πλέ­ον στὴν ψυ­χὴ τοῦ κά­θε γνή­σι­ου μα­θη­τῆ τοῦ Χρι­στοῦ.
Ἡ χα­ρὰ τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι καρ­πὸς ἀ­γώ­να καὶ δω­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, ὡς ἐ­σω­τε­ρι­κὴ εἰ­ρη­νι­κὴ καὶ εὐ­φρό­συ­νη κα­τά­στα­ση. Ὁ προ­α­παι­τού­με­νος ἀ­γώ­νας χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν πί­στη στὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ καὶ κατ᾽ ἐ­πέ­κτα­ση ἀ­πὸ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ στὶς ἐν­το­λές του, δη­λα­δὴ τὴν τή­ρη­ση τῆς συ­νεί­δη­σης, τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν πλη­σί­ον καὶ τὴ φι­λαν­θρω­πί­α πρὸς τοὺς δυ­στυ­χοῦν­τας. Τό­τε ἀ­κρι­βῶς ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται κα­τοι­κη­τή­ρι­ο Θε­οῦ. Γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ὁ ἅ­γι­ος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός: «ὁ Θε­ὸς χρει­ά­ζε­ται στρῶ­μα δι­ὰ νὰ κα­θή­σῃ. Ποῖ­ον δὲ εἶ­ναι; Ἡ ἀ­γά­πη. Ἂς ἔ­χω­μεν λοι­πὸν καὶ ἡ­μεῖς τὴν ἀ­γά­πην εἰς τὸν Θε­ὸν καὶ εἰς τοὺς ἀ­δελ­φούς μας καὶ τό­τε ἔρ­χε­ται ὁ Θε­ός μας καὶ μᾶς χα­ρο­ποι­εῖ, καὶ μᾶς φυ­τεύ­ει εἰς τὴν καρ­δί­αν μας τὴν ζω­ὴν τὴν αἰ­ώ­νι­ον, καὶ περ­νοῦ­μεν καὶ ἐ­δῶ κα­λὰ καὶ πη­γαί­νου­μεν καὶ εἰς τὸν πα­ρά­δει­σον νὰ εὐ­φραι­νώ­με­θα πάν­το­τε».
Ἡ εὐ­φρο­σύ­νη γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ­μι­λεῖ ὁ Ἅ­γι­ος δὲν ἔ­χει κα­μί­α σχέ­ση μὲ τὴν κο­σμι­κὴ χα­ρά. Ὁ κό­σμος οὐ­δε­μί­α στα­θε­ρὴ χα­ρὰ προ­σφέ­ρει, δι­ό­τι ὅ­λες οἱ τέρ­ψεις με­τα­βάλ­λον­ται τά­χι­στα σὲ λύ­πες καὶ στε­ναγ­μούς. Τὸ μό­νο στα­θε­ρὸ στοι­χεῖ­ο αὐ­τῆς τῆς ζω­ῆς εἶ­ναι ὁ Σω­τή­ρας Χρι­στὸς καὶ ἡ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι πα­ρα­μο­νή του στὸν κό­σμο. Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος προ­τρέ­πει σὲ μί­α δι­αρ­κῆ χα­ρὰ «ἐν Κυ­ρί­ῳ».
Οἱ Χρι­στια­νοί, ζῶν­τες κα­θὼς ἁρ­μό­ζει στὴν κλή­ση τους, δὲν ἐ­πη­ρε­ά­ζον­ται ἀρ­νη­τι­κὰ ἀ­πὸ τὰ δυ­σά­ρε­στα τοῦ κό­σμου καὶ δὲν μά­χον­ται νὰ βροῦν πα­ρη­γο­ριὰ στὰ ἐ­φή­με­ρα τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, τοῦ πλού­του καὶ τῆς ἡ­δο­νῆς. Ἡ προ­σο­χὴ καὶ ἡ ἐλ­πί­δα τους βρί­σκε­ται στὸν ἀ­γῶνα κοι­νω­νί­ας καὶ μί­μη­σης τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­τσι χαί­ρον­ται καὶ ταυ­τό­χρο­να ἐλ­πί­ζουν στὴ συ­νέ­χει­α τῆς ζω­ῆς τους στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τῆς κοι­νω­νί­ας μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ τὴ δό­ξα του.

Κλικ στις ιστοσελίδες μας: Αρμενιστής, Εμείς και η Κοινωνία μας, Γιάννης Αργυρός Σαντορίνη