Σελίδες

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Αγία Θεοδώρα η Bασίλισσα της Άρτας +11 Μαρτίου

Κρίνο που μοσχοβολούσε
Η Άγια Θεοδώρα η βασίλισσα της Άρτας γεννήθηκε περί το 1210 μ.Χ. Καταγόταν από την Θεσσαλία. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας και Γαλλικής καταγωγής.
Ο Ιωάννης Πετραλύφης, ο πατέρας της Θεοδώρας, κατείχε τον Βυζαντινό τίτλο του Σεβαστοκράτορος. Είχε προσφέρει αρκετές και σημαντικές υπηρεσίες στην Αυτοκρατορία του Βυζαντίου.
Στη Θεσσαλία, ο Ιωάννης Πετραλύφης χρημάτισε Διοικητής. Εκεί γεννήθηκε η Θεοδώρα και έλαβε χριστιανοπρεπή ανατροφή, όπως και τ’ άλλα αδέλφια της.

Η Θεοδώρα, όμως, ήταν ευλογημένη από τον Δωρεοδότην Κύριον και διά τούτο βλάστησε στο Γένος μας και στην Πατρίδα μας.
Αν και αρχοντοπούλα και με σπάνια ομορφιά προσώπου, όπου αντικατοπτριζόταν η ψυχική της ομορφιά, ήταν πολύ ταπεινή και πολύ απλή. Φερόταν προς όλους τους ανθρώπους του αρχοντικού
της με γλυκύτητα και αγάπη. Είχε φόβο Θεού. Πρόσεχε πολύ την ψυχή της, η Θεοδώρα ήταν προσεκτική στα λόγια της και στην συμπεριφορά της. Ήταν σεμνή και ηθικότατη.

Παντρεύεται τον Βασιλέα τον Δεσποτάτου της Ηπείρου
Βλέποντας οι γονείς της, ότι πρόκοβε στα καλά και στα θεάρεστα έργα, χαίρονταν. Την είχαν καμάρι και δοξάζανε τον Θεό. Σκεπτόντανε, μάλιστα να την παντρέψουν. Αλλά φροντίζανε να βρουν άντρα, επίσης, θεοσεβή και ενάρετο, για να ταιριάζει και με τη Θεοδώρα.
Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα αφήνοντας τη Θεοδώρα σε μικρή ακόμα ηλικία, ορφανή.
Την προστασία της οικογένειας ανέλαβε ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος (θείος της), ο οποίος την εποχή αυτή είχε καταλάβει την Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του μέχρι την Αδριανούπολη.Η Θεοδώρα έζησε και μεγάλωσε στα Σέρβια της Κοζάνης, μια σημαντική πόλη με στρατηγική θέση την εποχή αυτή. Ανατρέφεται μαζί με τα αδέλφια της από την ευσεβή μητέρα της Ελένη και μαθαίνει καλά για τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου, που δεν είναι άλλος παρά η αγιότητα και η «κατὰ Θεὸν ὁμοίωσις».
Γνωρίζει και πιστεύει ότι το αληθινό νόημα της σύντομης ζωής μας κρύβεται στην επιτυχία της αιώνιας ζωής και Βασιλείας του Θεού.
 Διδάσκεται από την αγαθή μητέρα της ότι τα αληθινά κοσμήματα που πρέπει να στολίζουν την γυναίκα, είναι η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο, η ταπεινοφροσύνη, η πραότητα, η ευσπλαχνία, η ελεημοσύνη, η προσευχή και η αληθινή πίστη, που με τον δικό της αγώνα και τη Χάρη του Θεού μπορούν να πραγματοποιηθούν και να φανερωθούν και στη δική τους ζωή.
Η πνευματική καλλιέργεια και ωριμότητα της νεαρής Θεοδώρας, καθώς επίσης και το κάλλος της εντυπωσιάζουν τον Μιχαήλ Β', που στον δρόμο του για την Άρτα την συναντά στα Σέρβια, ενώ βρισκόταν υπό την προστασία του θείου της Θεοδώρου.
Την ζητά αμέσως σε γάμο, ο οποίος και τελείται με κάθε μεγαλοπρέπεια και επισημότητα στα Σέρβια το έτος 1230 μ.Χ. με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στην Άρτα, την πρωτεύουσα του κράτους της Ηπείρου, στην οποία ο Μιχαήλ Β' ανακηρύσσεται μετά από λίγο Δεσπότης.

Αγωνίζεται να κερδίσει την Βασιλεία του Θεού

Και ο μεν Μιχαήλ Δούκας φρόντιζε πώς να κυβερνά αξιέπαινα και ένδοξα το βασίλειο του, το Δεσποτάτο του, όπως το ονόμαζαν τότε.
Η Θεοδώρα όμως, όταν ανέβηκε στο βασιλικό αξίωμα, δεν περηφανεύτηκε, για την εξουσία και τα μεγαλεία, που είχε. Αλλά ζούσε η ευλογημένη απλά και ταπεινά. Δεν στολιζόταν με μάταια στολίδια. Δεν άλλαζε συχνά φορέματα και δεν έχανε τον καιρό της με τα κοσμικά και τα μάταια.
Όλα αυτά τα περιφρόνησε.
Αυτή έβαλε σκοπό στη ζωή της, πώς να κερδίσει την Βασιλεία των Ουρανών, για να ζήσει παντοτινά ευτυχισμένη. Φρόντιζε συγχρόνως πώς να διαδώσει τον Λόγο του Θεού σε εκείνους, που δεν τον ήξεραν και πώς θα τους φέρει στο δρόμο του Θεού.
Επίσης συνεχή φροντίδα είχε πώς να χορτάσει τους πεινασμένους και να ντύσει τους γυμνούς, τις εικόνες αυτές του Θεού και τα αδέλφια του Χριστού μας.
Έγινε η μακάρια Θεοδώρα, η μητέρα των ορφανών και ο προστάτης των χηρών.
Αλλά ο ανθρωποκτόνος διάβολος, φθόνησε την Θεοδώρα, για την προκοπή της στην αρετή και την αγιότητα.
Γι’ αυτό άρχισε ο άθλιος να την πολεμάει άγρια.
Μη μπορώντας, όμως, σε σαρκικά αμαρτήματα να την ρίξει, ούτε στην υπερηφάνεια, ούτε να λυγίσει τον αδαμάντινο χαρακτήρα της Άγιας, χρησιμοποιεί άλλο τρόπο πιο σατανικό.

Διωγμένη από τον σύζυγο της
Ο άνδρας της Μιχαήλ συνδέθηκε παράνομα με μια αρχόντισσα χήρα, που την έλεγαν Γαγγρινή. Αυτή με τα μάγια, που του είχε κάνει, έβγαλε τον βασιλέα από τα φρένα του.
Τόσο πολύ ξελόγιασε τον βασιλιά, ώστε ζούσε μ’ αυτή την πόρνη, σαν να ήταν γυναίκα του. Τη δε Θεοδώρα την περιφρονούσε, την έδερνε και την κακοποιούσε συνεχώς, χωρίς ο ανόητος άρχοντας να φοβάται τον Θεό και να ντρέπεται τους ανθρώπους. Είχε ξεκόψει ο δυστυχής από την Εκκλησία και γι’ αυτό βρήκε ευκαιρία και μπήκε ο σατανάς μέσα του.
Όλα, βεβαίως, αυτά η μακαρία Θεοδώρα τα υπέφερε με γενναιότητα και με υπομονή ακατάβλητη. Ενώ περνούσε μαρτυρική ζωή, γιατί όλοι την περιφρονούσαν στο Παλάτι, εν
τούτοις αυτή δεν γόγγυζε, ούτε είπε ποτέ παραπονετικό λόγο εναντίον του Θεού. Σκεπτότανε ότι τις παραχωρούσε ο Θεός. Αντίθετα όλες τις θλίψεις τις θεωρούσε σαν ουράνιο θησαυρό, για να στερεωθεί, πιο πολύ στην πίστη και για να απόκτησει την αρετή της υπομονής, που είναι αναγκαιοτάτη. Περνούσε η Θεοδώρα τις ημέρες της με αγρυπνίες, με νηστείες και προσευχές.
Ήταν υποχωρητική και υπομονετική. Δεν αντιστάθηκε στην αισχρά διαγωγή του συζύγου της, διότι είχε πεποίθηση στον Ουράνιο Πατέρα. Τον ικέτευε με ολονύκτιες προσευχές να λύση το τραγικό πρόβλημά της. Και ο Μιχαήλ αυθαδιάζοντας ολοένα και περισσότερο, άφησε το αχαλίνωτο πάθος να τον τραβά ολόκληρο προς την μαινάδα Γαγγρινήν.
Την αποξένωσε στην αρχή ο βασιλιάς τη Θεοδώρα. Δεν της έδιδε σημασία καθόλου. Ήθελε ν’ απαλλαγεί από αυτήν. Απαγόρευε ακόμη στους υπηκόους του να της συμπεριφέρονται με ανθρωπιά. Ήθελε να παύσουν να ενθυμούνται και ν’ αναφέρουν ακόμη το όνομα της σεμνής και αθώας Θεοδώρας.
Κατόπιν μάλιστα την έδιωξε και την πέταξε στο δρόμο. Πέντε ολόκληρα χρόνια γύριζε η ευλογημένη Θεοδώρα από εδώ και από εκεί με το μικρό βρέφος στην αγκαλιά της.
Από βασίλισσα κατάντησε έρημη και ζητιάνα.
Γύριζε πεινασμένη, ταλαιπωρημένη.
Υπέφερε χίλια - δύο βάσανα: Κρύα και λιοπύρια, πείνα και δίψα, δρόμους και κακουχίες...
Άγνωστη, πικραμένη, κακοντυμένη, πέρασε αγρούς, δρασκέλισε λόφους, διάβηκε ποτάμια και νυχτοπερπάτησε με αστροφεγγιά με το μωράκι της στην αγκαλιά της, την μόνη παρηγοριά της μετά τον Θεόν, που ήταν και η μόνη ελπίδα της.

Την προστατεύει ένας Ιερεύς
Παρ’ όλα όμως αυτά, δεν απελπιζόταν. Πολιορκούσε συνεχώς τον Ουρανό με τις προσευχές της. Παρακαλούσε το Θεό να συγχωρήσει τον άνδρα της, για να μη χάσει ο δυστυχής την ψυχή του.
Κάποια, όμως, ημέρα, όπως έβγαινε μέσα από το δάσος, την είδε ένας Ιερεύς από την Πρένησταν.
Την ερώτησε τότε ο αγαθός εκείνος Λευΐτης ποιά είναι, από που ερχόταν και πώς βρέθηκε σ’ αυτό το μέρος.
Στην αρχή η Θεοδώρα δεν ήθελε να φανερώσει την αλήθεια. Μετά, όμως, με δάκρυα στα μάτια, αφού πήρε τον λόγο του παπά ότι θα κρατήσει το μυστικό, του αποκαλύφθηκε. Άρχισε να του λέγει όλη την ιστορία της.
Συγκινημένος και έκπληκτος ο καλός Λευΐτης την παίρνει αμέσως στο σπίτι του και τη φροντίζει με καλοσύνη και στοργή, σαν να ήτανε κόρη του.
Καταβάλλει ο ταπεινός κι ευλαβής παπάς όσα έξοδα χρειαζόταν αυτή και το παιδί της, μέχρις ότου έπειτα
από πέντε ολόκληρα χρόνια ο Θεός άκουσε τις προσευχές της και έδωσε τέλος στα βάσανά της.

Επιστρέφει στον μετανοημένο Βασιλιά
Μια ημέρα, που έλειπε ο βασιλιάς από το παλάτι, μπαίνουν ξαφνικά μέσα οι άρχοντες και πιάνουν την μοιχαλίδα εκείνη γυναίκα. Την τιμώρησαν τόσο πολύ, ώστε την έκαναν να μαρτυρήσει ότι αυτή ήταν η αφορμή με τα μάγια, που είχε κάνει να διώξει ο βασιλιάς την βασίλισσα Θεοδώρα. Ομολόγησε ακόμη, ότι όσα έγιναν στο παλάτι, έγιναν εξ αιτίας της.
Όταν επέστρεψε ο βασιλιάς και έμαθε ότι εκείνη (ή χήρα) η Γαγγρινή του είχε κάνει σατανικά μάγια και τον απέκοψε έτσι από τον δρόμο του Θεού και από την βασίλισσα, μετανόησε για την αμαρτία, που έκανε. Έστειλε αμέσως ανθρώπους να ψάξουν παντού, για να βρούνε την καρτερόψυχη βασίλισσα, τη Θεοδώρα, την ενάρετη, την αγνή και νόμιμη πολυαγαπημένη γυναίκα του.
Δεν μπορούσε πλέον να υποφέρει τον έλεγχο της συνειδήσεως και να συνεχίζει την έκλυτη ζωή!
Σκεπτόταν μ’ αγωνία πλέον σε ποιών λόγγων τις απόκρημνες σπηλιές και σε ποιά απάτητα δάση περιπλανιόταν.
Έτρεξαν τότε οι άνθρωποι του σε όλα τα μέρη.
Έφτασαν στην Πρένηστα, όπου έμενε η Θεοδώρα φιλοξενούμενη μαζί με το παιδί της, στο σπίτι του σεβάσμιου Ιερέα.
Αφού έμαθε η βασίλισσα για την μετάνοια του βασιλέως, επέστρεψε στα Ανάκτορα. Τότε έγινε μεγάλη χαρά και αγαλλίασης σ’ όλη την Άρτα.
Μια καινούργια ζωή θεοσεβείας και αγαλλιάσεως άρχισε, και ως έμπρακτο αποτέλεσμα της ειλικρινούς μεταμελείας του Μιχαήλ ήταν το κτίσιμο Εκκλησιών.
Και ο μεν Μιχαήλ έκτισε κατόπιν προτροπής της Θεοδώρας -μεταξύ των άλλων Ναών- Την Μονήν των Βλαχερνών και την Κάτω Παναγιά, η δε Αγία Θεοδώρα έκτισε τον Ναό του Αγίου Γεωργίου και εκεί κοντά Ιερά Γυναικεία Μονή.
Ύστερα από αυτά έγινε και ο βασιλιάς υπόδειγμα καλού Χριστιανού. Επιδόθηκε και αυτός στις καλοσύνες και τις ελεημοσύνες.
Φρόντισε να σώσει την ψυχή του και να βρει έλεος από τον Θεό για τα αμαρτήματα του.
Έζησαν μαζί σαράντα (40) περίπου χρόνια και απέκτησαν πέντε παιδιά: τον Νικηφόρο, τον Δημήτριο, τον Ιωάννη, την Άννα και την Μαρία.

Ο Άγιος Ανδρέας ο Ερημίτης
Τον καιρό που ήταν βασίλισσα στην Άρτα η Θεοδώρα, ασκήτευε στα μέρη του γειτονικού Βάλτου και συγκεκριμένα στο βουνό Καλάνα ο Άγιος Ανδρέας ο Ερημίτης.
Όταν ο Θεός θέλησε να πάρει το πνεύμα του Οσίου Ανδρέα, φάνηκαν στον Ουρανό αναμμένες λαμπάδες.
Οι λαμπάδες αυτές έβγαζαν ένα φως λαμπερό, που φαινόταν από όλη την περιοχή.
Αυτές κατέβαιναν από τον Ουρανό και σταματούσαν επάνω στο σημείο, όπου ήταν το Λείψανο του Αγίου Ανδρέα.
Το θαυμαστό αυτό σημείο φάνηκε όχι μόνο στα γύρω χωριά του Βάλτου, αλλά και στα πιο πέρα.
Μαθεύτηκε δε και στην Άρτα.
Τότε η ευσεβέστατη Θεοδώρα μαζί με όλη την Σύγκλητο έτρεξαν στο Ασκητήριο του Αγίου και βρήκαν εκεί το λείψανο του.
Τότε έθαψαν εκεί τον Άγιο. Διέταξε δε η Βασίλισσα Θεοδώρα και οικοδομήσανε στο μέρος εκείνο Ναό εις τιμήν του Όσιου Ανδρέου.

Στο Μοναστήρι δέκα χρόνια

Περί το 1271 απέθανε ο βασιλεύς Μιχαήλ. Έμεινε πλέον χήρα η ευσεβής Θεοδώρα, αλλά και ελεύθερη να ενεργήσει Χριστιανικά όπως ήθελε. Επήγε αμέσως σε ένα Μοναστήρι και έγινε Μοναχή. Από τότε, που μπήκε στο Μοναστήρι αυτό, αύξησε περισσότερο τις νηστείες, τις αγρυπνίες και τις αγαθοεργίες της.
Προσευχότανε παρά πολύ και βοηθούσε όσους υπέφεραν.
Υπήρχε τότε πολλή φτώχεια και δυστυχία. Γι’ αυτό, προστάτευε τις χήρες και τα ορφανά. Παρηγορούσε και ενίσχυε τις πικραμένες και λυπημένες υπάρξεις. Έκανε τα πάντα για να συμπαρασταθεί σε όλους.
«Τοῖς πάσιν ἐγένετο τά πάντα», κατά τον Απόστολο Παύλο, για να τους κερδίσει όλους και να τους φέρει στον δρόμο του Θεού.
Στόλιζε τον εαυτόν της με όλες τις αρετές, αλλά και τον Ναό του Θεού στόλιζε με κάθε είδους ιερά και πολύτιμα αφιερώματα. Στο Μοναστήρι ως μοναχή έζησε δέκα περίπου χρόνια.

Μακάριοι οι έν Κυρίω αποθνήσκοντες
Ήλθεν, όμως, ο καιρός να αναχωρήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Ο Θεός της αποκάλυψε την ώρα του θανάτου της. Επειδή, όμως, εκείνη ήθελε να ζήσει ακόμη, για να αποτελειώσει τον Ναό της, παρεκάλεσε τον Άγιο Γεώργιο και την Υπεραγία Θεοτόκο να μεσιτεύσουν στον Μονογενή Της Υιό, να την αφήσει να ζήσει ακόμη έξι μήνες. Πράγματι!
Παρέμεινε στη ζωή και τελείωσε τον Ναό. Όταν πέρασαν οι έξι μήνες, μάζεψε κοντά της όλες τις Μοναχές και τις παρεκάλεσε να κάνουν πάντοτε πρόθυμα, όσα είναι ωφέλιμα για την ψυχική τους σωτηρία, όπως ευαρεστείται ο Θεός. Αφού δίδαξε καλά όλα, με πολλή χαρά και αγαλλίαση παρέδωσε την άγια της ψυχή στα χέρια του Θεού, τον Οποίον υπηρέτησε σε όλη της την ζωή με κόπους και μόχθους, με περιφρονήσεις, με ταλαιπωρίες, με νηστείες και αγρυπνίες, με εγκράτεια και ελεημοσύνες, με σωφροσύνη και με κάθε είδους αρετές.
Και όλα αυτά τα έκανε χωρίς να εμποδίζεται από την επίγεια εξουσία, που είχε σαν Βασίλισσα. Γι’ αυτό, και ο Θεός την ανέπαυσε στην Ουράνια Βασιλεία Του εις τας αιωνίους Μονάς με όλους τους Αγίους, των οποίων μιμήθηκε τα έργα και τα κατορθώματα.
Εκοιμήθει το 1281 εις ηλικίαν εβδομήντα περίπου ετών.

Τα Άγια Λείψανα της
Η Θεοδώρα θάφτηκε στο Ναό της, του Αγίου Γεωργίου, δεξιά του Νάρθηκος.
Οι Αρτινοί αργότερα τον μετονόμασαν στη μνήμη του ονόματος της, γιορτάζοντας την στις 11 Μαρτίου κάθε χρόνο. Γύρω από την σεπτή βασίλισσα, που ανακηρύχτηκε Αγία και Πολιούχος της Άρτας, η λαϊκή φαντασία έπλεξε τους ωραιότερους θρύλους, ανακατεμένους και με ζωντανές πραγματικότητες, έτσι που σήμερα θα ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους πρώτους από τους δεύτερους.
Σπίθες και φλόγες, λέγει, έβγαιναν την νύχτα από τον τάφο της και η παρηγοριά και η δύναμις ξεπηδούσε από τον τάφο της εις όλους τους πονεμένους ψυχικά και σωματικά, που με φλογερή πίστη ζητούσαν την βοήθεια της.
Τα οστά της Αγίας λιτανεύονται επίσημα κάθε χρόνο στις 11 Μαρτίου με ιερή κατάνυξη και συμμετοχή όλου του Νομού.  
Μετά την λιτάνευση ξανά τοποθετούνται τα θαυματουργικά
λείψανα στο ιερό της κουβούκλιο.
Θαυματουργή είναι επίσης και η μεγάλη ασημένια εικόνα της. Διότι η βασίλισσα «πολλῶν καί μεγίστων θαυμάτων ὤφθη αὐτουργός.»
Όσοι πήγαν στον Ναό της Αγίας και ζήτησαν με θερμή πίστη την βοήθεια της και την μεσιτεία της προς τον Χριστό, λυτρώθηκαν από φοβερές ασθένειες και μεγάλα νοσήματα.
Σε τυφλούς έδωσε το φως τους, δαιμονιζόμενους τους έκανε καλά και άλλες πολλές ασθένειες θεράπευσε. Όχι μόνο στην εποχή της, αλλά και σήμερα, όποιος την επικαλείται με πίστη, τον βοηθάει η Άγια Θεοδώρα της Άρτας σε κάθε του θλίψη και τον γιατρεύει από κάθε αρρώστια. Και βοηθάει όχι μόνον όσους πηγαίνουν στο Ναό της, αλλά και όσους από μακριά την επικαλεσθούν, είτε κινδυνεύουν στη θάλασσα, είτε παγιδεύονται από κακούς ανθρώπους και ληστές. Βοηθάει η Άγια σ’ οποιαδήποτε άλλη δυσκολία και αν ευρίσκεται κανένας. Βοηθάει πάντοτε η Αγία ανάλογα με την ανάγκη και την πίστη του καθενός.

Στίχος Κάν σου, βασιλίς, κρύπτει τό σῶμα τάφος, Χριστός πάσι φαίνει σέ θαυματουργίας. Ἑνδέκατη κρύψε Θεοδώραν λάας κλεινήν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης. Βασιλείου ἀξίας παριδοῦσα τὴν εὔκλειαν, ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ ἀσκήσει ἐβίωσας, καὶ θείων ἐπληρώθης δωρεῶν, Ὁσία Θεοδώρα ἀληθῶς. Διὰ τοῦτό σε ἡ Ἄρτα χαρμονικῶς, γεραίρει ἀνακράζουσα· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Απολυτίκιον Ήχος α΄ Τῶν Βασιλίδων τό κλέος, Ἀσκητριῶν τό ἀγλάϊσμα, τῆς Ἀκαρνανίας τό εὖχος καί ἰαμάτων ρεῖθρον ἀκένωτον. Τῶν λυπουμένων καί πτωχῶν τήν προστάτιν τῆς ἀκτίνος δίκην τήν Αἰτωλίαν πάσαν καταφωτίζουσαν, ἐπώνυμον τήν ὄντως δωρεῶν τῶν τοῦ Θεοῦ, τήν πάνσεπτον καί ὁσίαν Θεοδώραν τήν Βασίλισσαν, δεῦτε οἱ Ἀρταῖοι πάντες πιστῶς συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν αὐτή γάρ ἀενάως ὑπέρ ἠμῶν οὐ παύει πρεσεύβουσα.
Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τοὺς ἀσφαλεῖς Βασιλικὴν τιμὴν καὶ δόξαν καταλέλοιπας, καὶ ἐν ἀσκήσει τὴν ζωὴν διήνυσας, Θεοδώρα παμμακάριστε, γέρας τῆς Ἄρτης καὶ διάδημα· διό σου τῇ σεπτῇ θήκῃ προσπίπτοντες, ἁγιασμὸν ἐκ ταύτης κομιζόμεθα, ὑμνοῦντες Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα.
Μεγαλυνάριον Χαίροις βασιλίδων ἡ καλλονή, χαίροις τῶν Ἀρταίων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις δωρημάτων, ταμεῖον οὐρανίων, Ὁσία Θεοδώρα, ἀξιοθαύμαστε.
Μεγαλυνάριον Χαίροις Ἀμβρακίας ἡ καλλονή, χαίροις μακαρία, μοναζόντων ὁ φωτισμός, βασιλίδων ἀγλάϊσμα τό μέγα Ὁσία Θεοδώρα, ὤ θεῖον δώρημα.