Θὰ σᾶς διηγηθῶ, ἀγαπητοί μου, κάτι.
Στὴν ἀρχὴ θὰ σᾶς κάνῃ ἴσως νὰ γελάσετε.
Ἀλλ᾿ ἐὰν προσέξετε τὴ βαθύτερη ἔννοιά του, τότε τὸ γέλιο σας θὰ μεταβληθῇ σὲ κλάμα.
Ἕνας εἶχε μιὰ μαϊμοῦ καὶ τὴν ἔμαθε νὰ χορεύῃ.
Τὴ στόλισε σὰ νύφη καί, γιὰ νὰ μὴ φαίνεται ἡ ἄσχημη ὄψι της, ἔφτειαξε μιὰ ὡραία γυναικεία μάσκα ποὺ σκέπαζε ὅλο τὸ κεφάλι της.
Τὴν ἔφερε στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως καὶ τὴν ἔβαλε νὰ χορέψῃ. Μαζεύτηκε κόσμος πολύς.
Ἡ μαϊμοῦ – νύφη χόρευε καὶ τοὺς πιὸ ἰδιότροπους χοροὺς καὶ λυγιζόταν μὲ τόση ἐπιδεξιότητα, ὥστε ὅσοι τὴν ἔβλεπαν τὴ