Σελίδες

Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Μεγάλη Τρίτη βράδυ! «Οιμοι! οτι νυξ μοι υπαρχει…»

Η Αγ. Κασσιανη«Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα  Σωτήρ μου;» (Μ. Τετ. δοξ. ἀποστ. αἴν.)
Ἀπόψε Μεγάλη Τρίτη. Σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας παρατηρεῖται μία ἐξαιρετικὴ συῤῥοή. Ὄχι τόσο γιὰ προσευχή, γιὰ θρῆνο, γιὰ ψυχικὴ συμμετοχὴ στὸ δρᾶμα τῶν δραμάτων, ὅσο γιατὶ τοὺς ἑλ­κύει τὸ γνωστὸ τροπάριο. Αὐτὸ γίνεται ὁ μαγνήτης. 
Μερικοὶ μάλιστα στὶς μεγάλες πόλεις χρονομετροῦν πόσο θὰ διαρκέσῃ.
Ἀλλὰ τὰ τροπάρια δὲν εἶνε κοσμικὰ τραγού­δια. Δὲν ἔγιναν γιὰ καλλιτεχνικοὺς
σκοπούς, γιὰ νὰ τέρψουν μουσικῶς τὰ αὐτιά. Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἄλλο σκοπό. Ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶνε ᾠδεῖο. 
Ὁ ὀρθόδοξος ναός, ἐν ἀν­τιθέσει πρὸς τοὺς παπικοὺς μὲ τὰ ἁρμόνια καὶ τοὺς προτε­στάντες μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ μουσι­κὴ καὶ τὶς ἄλ­λες αἱρέσεις, ὁ ὀρθόδοξος ναὸς δὲν καλ­λιερ­γεῖ τὴν τέρψι τῶν αἰσθήσεων. Ὁ ψάλτης δὲν εἶνε τραγουδιστὴς σὰν αὐτοὺς ποὺ ἐμ­φα­νίζονται στὰ κέντρα. 
Ὁ ψάλτης πρέπει νὰ αἰ­σθάνεται κατάνυξι, νὰ κλαίῃ. Ἂν δὲν πιστεύῃ καὶ δὲν αἰσθάνεται αὐτὰ ποὺ ψάλλει, νὰ μὴ γίνεται ψάλτης. Γνώρισα ἕνα ψάλτη, τὸν ἀ­είμνη­στο Σακελλαρίδη, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἔψαλλε ἔκλαιγε καὶ συγκινοῦσε τὸ ἐκκλησίασμα.
Δὲν ἔγιναν λοιπὸν οἱ ὕμνοι γιὰ νὰ ἐπιδεικνύ­ωνται οἱ ψάλτες καὶ νὰ εὐ­φραίνωνται οἱ ἐκ­κλησιαζόμενοι αἰσθητι­κῶς καὶ μουσικῶς. 
Δὲν εἶνε σκοπὸς τὰ τροπά­ρια, εἶνε μέσο. Αὐτοὶ ποὺ ἔφτειαξαν τὰ τρο­πάρια, ἅγιοι θεοκίνητοι ἄνθρω­ποι, σκοπὸ εἶχαν νὰ κεν­­τήσουν τὴ συνείδησι τοῦ ἐνόχου, νὰ ἐμ­πνεύσουν ἰδέες μεγάλες καὶ ὑ­ψηλές, νὰ διεγείρουν αἰσθήματα ἅγια καὶ ὑπέ­ροχα, ὅπως τὸ «γνῶθι σαυτόν», τὴ συναίσθη­σι τῆς ἁμαρτωλότητος καὶ τῆς ματαιότητος τῶν ἀνθρωπίνων, πρὸ παν­τὸς δὲ τὴν ἐλπίδα στὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ κάθε ἁμαρτω­λό. Ἐκεῖ ἀποβλέπει ἡ ποίησις τῶν ὀρθοδόξων.
Αὐτὰ γενικὰ γιὰ τὴ θρησκευτικὴ ποίησι. Καὶ τώρα ἂς ἔλθουμε στὸ συγκεκριμένο ποίημα.

* * *

Τί εἶνε τὸ ποίημα αὐτό; Εἶνε ἕνα διαμάντι ποὺ ἀπαστράφτει, ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα δείγματα τῆς ὀρθοδόξου ποιήσεώς μας. Ποιός εἶνε ὁ ποιητής; Ὑπάρχουν διάφορες γνῶμες μεταξὺ τῶν φιλολόγων καὶ τῶν θεολόγων. 
Οἱ περισσότερες συγκλίνουν, ὅτι ποιητὴς εἶνε μία ὑπέροχη γυναίκα τοῦ Βυζαντίου, ἡ Κασσι­ανή. Ἡ δημιουργία τοῦ ποιήματος συνδέεται μὲ ἕ­να ἐπεισόδιο τῆς Βυζαντινῆς ἱστορίας.
Νοερῶς βρισκόμαστε στὸ 830 μ.Χ., στὴν πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, στὰ ἀνάκτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Πόσο φθαρτὰ καὶ μάταια εἶνε τὰ ἐγκόσμια! Ἴσως στὸ μέρος ἐκεῖνο, ποὺ ἦταν τὰ ἀνάκτορα τοῦ Βυζαντίου, τώρα νὰ εἶνε κάποιος τούρκικος κα­φενὲς καὶ κάποιος Τοῦρκος νὰ ῥουφᾷ νωχε­λῶς τὸ ναργιλέ του… 
Ἐκεῖ λοιπόν, στὸ λεγό­με­νο Τρίκλινον, τὴν περίφημη αἴθουσα τῶν ἀ­νακτόρων τοῦ Βυζαντίου, ἕνας νεαρὸς αὐτοκράτωρ ἐπάνω στὸ ἄνθος καὶ τὴ λάμψι τῆς νεότητός του, ὁ Θεόφιλος, περιμένει ἐναγωνίως. Περιμένει νὰ ἐκλέξῃ τὴ νύφη, τὴν μέλλουσα σύζυγό του, ποὺ θὰ γινόταν καὶ ἡ μέλλουσα βασίλισσα τοῦ κράτους.
Στὸ Τρίκλινο ἔχει συγκεντρωθῆ ὅ,τι ἐκλεκτὸ ἔχει νὰ παρουσιάσῃ ὁ γυναικεῖος κόσμος τῆς αὐτοκρατορίας· νεάνιδες, ἄνθη – κρίνα τῆς ἀνοίξεως, ἀναμένουν τὴ στιγμὴ τῆς ἐκ­λογῆς. Τὰ αἰσθήματα πάλλουν καὶ οἱ καρδιὲς χτυποῦν. Ὁ νεαρὸς Θεόφιλος κρατάει στὰ χέρια του ἕνα χρυσὸ μῆλο, γιὰ νὰ τὸ δώ­σῃ ὡς βραβεῖο σ᾽ ἐκείνην ποὺ θὰ ἐκλέξῃ.
Ἀπ᾽ ὅλες τὶς νέες τὰ βλέμματά του ἑλκύει μία ἔξοχος καλλονή, ἡ Κασσιανή. Τὴν πλησι­άζει. Ἀλλὰ πρὶν τῆς δώσῃ τὸ μῆλο, τῆς ἀπευθύ­­νει ἕνα ἐρώτημα, ποὺ περιέχει μὲν ἀλήθεια ἀλ­λὰ θίγει τὴ γυναικεία ἀξιοπρεπεία. –«Ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα;», ἀπὸ γυναῖκα ἐ­πήγασαν τὰ κακά; Ὁ λόγος αὐτὸς ὑπονοεῖ τὴν Εὔα καὶ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῇ ὡς ἔκφρασις μισογυνισμοῦ. 
Ἀλλὰ ἡ Κασσιανή, εὐφυεστάτη καὶ ἑτοιμόλογος, δὲν δέχθηκε τὸ πλῆγμα αὐτὸ τοῦ Θεοφίλου. Ἀπολογουμένη ἐκ μέρους τοῦ γυναικείου κόσμου καὶ ἔχον­τας ὑπ᾽ ὄψιν τὴν ἰδεώδη γυναῖκα, τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀπαντᾷ στὸν Θεόφιλο· «Ἀλλὰ καὶ ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ κρείττω», ἀλλ᾽ ἀπὸ γυναῖκα προέρχεται καὶ ὅ,τι καλύτερο.
Αὐτὸς ὁ διαξιφισμὸς μεταξὺ τοῦ ἀνδρικοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς γυναικείας ἀξιοπρεπείας διεξήχθη στὰ ἀνάκτορα. Ἀλλὰ εἶνε γνωστό, ὅτι ὁ ἄντρας εἶνε ὑπερήφανος καὶ θέλει νὰ ἔχῃ ὑποταγμένη τὴ γυναῖκα. 
Γι᾽ αὐτὸ δὲν τὸν εὐχαριστεῖ νὰ ἔχῃ γυναῖκα εὐφυᾶ· θέλει ἡ γυναίκα του νὰ εἶνε κατωτέρας διανοήσεως, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ τὴν ὑποτάσσῃ. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Θεόφι­λος, ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι στὸ βάθος τῆς ὡ­ραίας αὐτῆς γυναίκας ὑπῆρχε σπινθηροβολοῦσα εὐφυΐα, κοντοστάθηκε· ἄλλαξε ἐ­πιλο­γὴ καὶ ἔδωσε τὸ μῆλο ὄχι στὴν Κασσιανή, ἀλ­λὰ στὴν Θεοδώρα, ποὺ ἦταν ἐπίσης ὡ­ραία ἀλλὰ δὲν εἶχε τὸ σπινθηροβόλο πνεῦμα τῆς Κασσιανῆς. Ἡ σεμνὴ Θεοδώρα ἦταν ἐκείνη ποὺ συνετέλεσε στὴν ἀναστήλωσι τῶν ἱε­ρῶν εἰκόνων καὶ τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Καὶ ἡ Κασσιανὴ τί ἔγινε; Ὦ κορίτσια, ποὺ τρέμετε μήπως χάσετε τὸν μνηστῆρα καὶ κάνετε τὰ πάντα νὰ τὸν κατακτήσετε, ἡ Κασσι­ανή, ἰδοὺ τὸ ἔξοχο ὑπόδειγμά σας. Δὲν εἶνε σπάνιο στὴ ζωὴ ἕνας ἀνεύθυνος νέος, ἀφοῦ τρυγήσῃ τὰ κάλλη σας, νὰ σᾶς ἐγκαταλείψῃ. Καὶ λοιπόν τί; Νομίζετε, ὅτι ἡ ζωὴ πλέον δὲν ἔχει νόημα καὶ εἶστε γιὰ τὸν κάδο τῶν ἀχρήστων; 
Πόσο ἀπατᾶσθε! Ἡ εὐτυχία σας δὲν εἶνε ἕνας ἄντρας. Ὄχι. Ὅπως καὶ τοῦ ἀντρὸς ἡ εὐτυχία δὲν εἶνε μιὰ γυναίκα. Ἡ εὐτυχία τοῦ ἀντρὸς ἢ τῆς γυναικὸς εἶνε πέρα ἀπὸ τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες, τὶς ἡδονὲς καὶ τὰ θέλγητρα, πάνω ἀπ᾽ τὴ γῆ, πέρα ἀπ᾽ τὰ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες, σὲ ἕναν ἀπέραντο κόσμο. Καὶ σ᾽ αὐ­τὸν τὸν αἰώνιο κόσμο μᾶς ἀνοίγει σήμερα τὰ μάτια ἡ Κασσιανή.
Ἡ Κασσιανὴ μπορεῖ νὰ ἀπέτυχε στὸν ἔρωτα, ἀλλὰ πέτυχε στὴ ζωή. Ἡ ἀποτυχία τοῦ ἔρωτος ὑπῆρξε γι᾽ αὐτὴν μία ἀρίστη ἐπιτυχία στὸν προορισμὸ τῆς ζωῆς της. Διότι τί ἔκανε; Οὔτε δηλητήριο πῆρε, οὔτε πῆγε νὰ πέσῃ ἀ­πὸ τοὺς βράχους, οὔτε νὰ πνιγῇ στοὺς ποταμούς; Ἔδειξε μεγαλεῖο, ψυχικὸ ἡρωισμό. Ἀ­ποσύρθηκε μακριὰ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, στὴν ἔρημο, κ᾽ ἐκεῖ πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή της. Καὶ ἐπειδὴ εἶχε χάρισμα, ἔγραψε ὕμνους· καρπὸς τοῦ ποιητικοῦ ταλάντου της εἶνε καὶ τὸ ποίημα αὐτὸ ποὺ τόσο μᾶς συγκινεῖ.
Εἶνε βασισμένο στὸ περιστατικὸ τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, ποὺ ἔκλαψε μπροστὰ στὸ Χριστό, τοῦ ἔπλυνε τὰ πόδια μὲ μύρα καὶ μὲ τὰ δάκρυά της, καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ πλούσια μαλλιά της. 
Αὐτὴ τὴ γυναῖκα ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν στὸ ποίημά της ἡ Κασσιανή.
Τὸ νόημα τοῦ ποιήματος. Κύριε, εἶμαι μιὰ γυναίκα ἁ­μαρτωλή. Ἔφταιξα πολύ. Σὰν τὴν Εὔα, ποὺ ἁ­μάρτησε καὶ μόλις ἄκουσε τὰ βήματά σου στὸν παράδεισο κρύφτηκε ἀπὸ φόβο. Σὰν τὴν πόρνη, ποὺ ἦλθε μπροστά σου καὶ ἔχυσε τὰ πολύ­τιμα μύρα της. Μοιάζω σὰν ἕνα κουρέλι. Ζῶ μέσα σ᾽ ἕνα σκοτάδι, ποὺ δὲν ὑπάρχει ἥλι­ος, δὲν ὑπάρχει φεγγάρι, δὲν ὑπάρχει ἄστρο. «Νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας». Ὑποφέρω, Κύριε, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μου. Ἀλλὰ δὲν ἀπελπίζομαι. Ἔρχομαι σ᾽ ἐσένα. Ἔρχομαι σὰν τὴν μυροφόρο. 
Ἔρχομαι σὰν τὴ μετανοημένη ἁμαρτωλή. Σύ, Χριστέ, ποὺ ἔφτειαξες τὰ ποτάμια, σὺ ποὺ ἔφτειαξες τοὺς ὠκεανούς, σὺ ποὺ ἔφτειαξες τὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων, δός μου ἕνα δάκρυ νὰ χύσω μπρὸς στὰ πόδια σου. Δός μου, Χριστέ, τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ μὲ δεχτῇς στὸ βασίλειό σου.
Καὶ πρὸς τὸ τέλος λέει αὐτὸ τὸ φιλοσοφικώτατο· «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;». Ποιός μπορεῖ νὰ μετρήσῃ τὰ ἁ­μαρτήματά μου; εἶνε ἀμέτρητα. Μόνο ἡ ἄβυσ­σος τῶν κριμάτων καὶ τοῦ ἐλέους σου μπορεῖ νὰ τὰ καλύψῃ καὶ νὰ μοῦ χαρίσῃ τὴν σωτηρία.

* * *

Δὲν ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, μόνο οἱ ἔρωτες τῆς γῆς. Θὰ εἴμαστε πολὺ μικροί, ἂν περι­ορισθοῦμε σ᾽ αὐτούς. Ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο.
Νέοι! Δὲν θὰ αἰσθανθῆτε τὸ μεγαλεῖο τῆς ζωῆς, ἐὰν δὲν γευθῆτε τὸν μεγάλο ἔρωτα τῶν ψυχῶν, τὸν ἔρωτα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐὰν ἀ­γαπᾷς τὸ παιδί σου, τὴ γυναῖκα σου, τὰ γράμματα, τὴν ἐπιστή­μη, τὴν ποίησι, τὴ ζωγραφική, καλὰ κάνεις· νὰ τὰ ἀγαπᾷς, ὁ Θεὸς τὰ ἔδω­σε. Ἀλλὰ περισσότερο καὶ μὲ φλογερὴ καρδιὰ νὰ ἀγαπᾷς τὸν Ἐσταυρωμένο. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος· «Ἦλθα στὸν κόσμο ν᾽ ἀνάψω φωτιά» (Λουκ.12,49).
Ὦ ψυχές, αἰσθανθῆτε αὐτὸ τὸν ἔρωτα. Κλεῖ­στε μέσ᾽ στὴν καρδιά σας τὸ Χριστό, γιὰ νὰ αἰσθανθῆτε κάθε εἴδους μεγαλεῖο.
Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ νὰ χύσουμε ἕνα δάκρυ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ ποῦμε κ᾽ ἐ­μεῖς σὰν τὸ λῃστή· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅ­ταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
(ἱ. ν. Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 21-4-1970 βράδυ)