Σελίδες

Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Μεγάλη Δευτέρα βράδυ! Μια εικόνα της υποκρισίας.

ΟΥΑΙ ΥΜΙΝ«Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί» (Ματθ. 23,13)
Θὰ ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, νὰ σιωπῶ συν­αι­σθανόμενος τὴν ἀτέλεια καὶ ἁμαρτωλότητά μου. 
Ἐν τούτοις, ἀ­κούγοντας σήμερα τὰ τροπά­ρια τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ τονί­ζουν ὅτι ὅποιος ἔχει κάποιο τάλαντο δὲν πρέπει νὰ τὸ κρύβῃ, ἀλλὰ νὰ ἐξαγγέλλῃ τὰ με­γαλεῖα τοῦ Θεοῦ («κατάγγελλε τὰ θαυμάσια αὐ­τοῦ» Μ. Τρ. δοξ. αἴν.), αἰσθάνομαι χρέος νὰ πῶ
λίγα λόγια.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως λέει ἕνα τροπάριο, εἶνε «ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς…» (ὄρθρ. Μ. Σαβ., ἐγκώμ. στάσ. α΄). 
Ὅταν λέει «ὡραῖος» δὲν ἐννοεῖ ἁπλῶς τὴν φυσική του ὄψι· ἐννοεῖ προπαντὸς τὸ ἠθικὸ μεγαλεῖο τοῦ προσώπου του. Καὶ ὁ ἁγιώτερος ἄνθρωπος ἔχει ἐλαττώματα, ἐνῷ ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει καν­ένα ἐλάττωμα. Εἶνε τέλειος ἐν πᾶσι. Ἀπὸ τὰ ἅγιά του χείλη δὲν βγῆκε ποτὲ ἄ­στοχος λόγος. Ὅ,τι ἔλεγε ἦταν ζυγισμένο, μετρημένο. Ἡ ἀ­γάπη του ἀνέκφραστη. Ἀγάπησε ὅλους· ἐνηγ­καλίσθη καὶ εὐλόγησε τὰ παιδιά, παρηγόρησε θλιμμένες γυναῖκες, δέχθηκε κάθε μετανο­οῦντα ἁμαρτωλὸ μὲ πατρικὴ στοργή. Καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀκόμα ποὺ τὸν ἀδίκησαν συμπεριφέρθηκε μὲ εὐγένεια. Στὸν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης ἐπὶ κε­φαλῆς ἀποσπάσματος πῆγε στὴ Γεθ­σημανῆ καὶ τὸν πρόδωσε μὲ φίλημα, ὁ Χριστὸς δὲν μίλησε μὲ ἀγανάκτησι, δὲν τὸν εἶπε προδότη ἢ κά­ποια ἄλλη παρόμοια λέξι ἀπὸ ᾽­κεῖνες ποὺ λέμε ἐμεῖς ἂν μᾶς πειράξουν, ἀλλὰ τὸν προσφώνη­σε γλυκύτατα· «Ἑταῖρε (=φίλε), ἐφ᾽ ᾧ πάρει», κάνε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἦρθες (Ματθ. 26,50). Στὸν δοῦλο ἐκεῖνον ἐ­πίσης –ἕναν ἐλεεινὸ κόλακα– ὁ ὁποῖος στὸ δι­καστήριο τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα σήκωσε τὸ βρωμερὸ χέρι του καὶ τὸν ἐρράπισε, εἶ­πε μόνο· «Εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον πε­ρὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις;» (Ἰω. 18,23). Αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστός μας. Ἀπόψε ὅμως τὸ εὐαγγέλιο παρουσιάζει μία ἄλλη ὄψι τοῦ Κυρίου. Νομίζω, ἐγὼ τοὐλάχιστον, ὅτι ἀστράφτει καὶ βροντᾷ. Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ βγαίνουν δέσμες ἐλεγκτικοῦ λόγου, ἀπὸ τὰ χείλη του πέφτουν ἀστροπελέκια. Καὶ τὰ ἀστροπελέκια εἶνε ὁ ἔλεγχος τῶν γραμμα­τέων καὶ φαρισαίων, τὰ ὀκτὼ ἐκεῖνα «οὐαί» (βλ. Ματθ. 23,13-32). «Οὐαὶ» θὰ πῇ «ἀλλοίμονο». Καὶ γιατί ἆραγε τοὺς ἤλεγξε; 
Γιὰ μία φοβερὴ κακία ποὺ εἶχαν, τὴν ὑποκρισία. «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί…», λέει (Ματθ. 23,13). Τοὺς ἐλέγχει ὁ Κύριος, διότι ἄλλοι ἦταν καὶ ἄλλοι ἐφαίνοντο. Ἂς ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴν ὑποκρισία.

* * *

Τὴν ὑποκρισία τὴ βλέπουμε καὶ σήμερα, ἀ­γαπητοί μου, στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο. Θέλετε μερικὰ παραδείγματα ὑποκριτῶν; Ἕνας λόγου χάριν εἶνε φιλάργυρος· ἀλλ᾽ ἐνῷ ἀγαπᾷ τὰ τριάκοντα ἀργύρια, προσπαθεῖ ἐν τούτοις μὲ ὡρισμένες ἐξωτερικὲς πράξεις, κάποιες μι­κρὲς ἐλεημοσύνες ποὺ κάνει, κάτι ψίχουλα ποὺ δίνει, νὰ φανῇ φιλάνθρωπος καὶ ν᾽ ἀφήσῃ μιὰ εἰκόνα εὐεργέτου. Εἶνε πάλι κάποιος ἄλ­λος ὁ ὁποῖος εἶνε ἄπατρις, δὲν ἀγαπάει τὴν πατρί­δα, τὸ παρελθόν του μαρτυρεῖ ὅτι μισεῖ τὸ ἔ­θνος. Ἐν τούτοις τὸν βλέπεις νὰ κρύβῃ τὸ ἀ­λη­θινὸ φρόνημά του, νὰ παίρνῃ ἄλλο ὕφος, νὰ φορῇ προσωπεῖο καὶ νὰ παρουσιάζεται ἔ­τσι δημοσίως, νὰ δημιουργῇ καὶ πατριωτικὴ κίνησι, καὶ πίσω ἀπὸ αὐτὴν νὰ καλύπτωνται καταχθόνια σχέδια· κάτω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο πατριωτικῶν σωματείων κρύβονται κάποτε κατα­χθόνια σχέδια πρὸς δι­άλυσιν τῆς ἱστορι­κῆς μας πατρίδος. Φιλάργυρος, καὶ ἐμφανίζε­ται ὡς ἐλεήμων· ἐχθρὸς τῆς πατρίδος, καὶ πα­ρουσιάζεται ὡς πατριώτης. 
Ὁ ἄλλος, ἐνῷ ­εἶ­νε ἀσεβὴς καὶ δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὸ Θεό, γιὰ νὰ ἔ­χῃ ὅμως τὴν ψῆφο τῶν θρησκευ­ομένων, ἐμφα­νίζεται σὲ ἐκκλησίες, κάνει τὸ σταυρό του, ἀ­νάβει κεριά, δείχνει ὄψι θρήσκου ἀνθρώπου, ἐνῷ στὰ βάθη του δὲν ὑ­πάρχει τίποτα τὸ οὐ­σιῶδες· ὅλα εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἐπικάλυμμα. Ἡ ὑποκρισία ἔχει σχέσι μὲ τὸ θέατρο. Στὴν ἀρχαία τραγῳδία οἱ ἠθοποιοὶ ἐλέγοντο ὑποκριταί. Βλέπεις π.χ. ἐπάνω στὴ σκηνὴ ἕναν πάμπτωχο, ποὺ δὲν ἔχει οὔτε σπίτι οὔτε περι­ουσία, καὶ ξαφνικὰ τὸν ντύνουν βασιλιᾶ· κι ἀνοίγει ἡ αὐλαία καὶ παρουσιάζεται ὡς Μέγας Ἀλέξανδρος. Καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ ὅμως, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, οἱ ἄνθρωποι παίζουμε ἕνα θέατρο· ἄλλοι εἴμαστε, καὶ ἄλ­λοι φαινόμαστε. Μοιάζουμε μὲ ἕνα ἐπίχρυσο σκεῦος πού, ἐὰν ξύσῃς μὲ τὸ νύχι σου τὴν ἐ­πι­­φάνεια, ἀπὸ κάτω εἶνε σίδερο, χαλκός, ὕλη εὐ­τελής. Ἐπιχρυσωμένα ἀγγεῖα φαινόμαστε κ᾽ ἐμεῖς. Ὁ ὑποκριτὴς ὑπενθυμίζει τὸ μῦθο τοῦ Αἰσώπου ποὺ λέει, ὅτι μιὰ ἀλεποῦ, γιὰ νὰ ξεγελάσῃ τὶς κόττες καὶ νὰ τὶς φάῃ, πῆγε στὸ κοττέτσι ντυμένη σὰν γιατρὸς καὶ ζήτησε νὰ τῆς ἀνοίξουν γιὰ νὰ θεραπεύσῃ τὶς ἄρρωστες κόττες· εὐτυχῶς ὅμως, βλέπον­τας τὴν ἄκρη τοῦ ποδιοῦ της, τὴν κατάλαβαν καὶ γλύτωσαν. Ἀλλὰ ἡ καλύτερη ἀπεικόνισι τῶν ὑποκρι­τῶν εἶνε αὐτὴ ποὺ κάνει ὁ Κύριος στὸ σημερι­νὸ εὐ­αγγέλιο. Ὁ ὑποκριτής, λέει, μοιάζει μὲ ἀ­σβεστωμένο τάφο, ποὺ ἀπ᾽ ἔξω γυαλίζει, ἀλλ᾽ ὅταν σηκώσῃς τὴν πλάκα, ἀπὸ κάτω εἶνε κόκκαλα νεκρά, σάρκες σαπισμένες καὶ κάθε ἀ­καθαρσία καὶ δυσωδία. Ἔτσι εἶνε ὁ ὑποκριτής· ἀπ᾽ ἔξω φαίνεται ἐνάρετος, ἀλλ᾽ ἀπὸ μέσα εἶνε γεμᾶτος ἀπὸ κάθε παρανομία (βλ. Ματθ. 23,27-28). Ἡ ὑποκρισία κάνει τὴν ἐμφάνισί της σὲ διαφόρους τομεῖς τοῦ βίου. ⃝ Στὸ γάμο. Μοῦ ᾽λεγε ἕνας νιό­παντρος· Ἡ γυναίκα στὰ μάτια μου φάνταζε σὰν ἄγγελος· τώρα βλέπω ὅ­τι δὲν εἶνε ἔτσι… Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὶς κοπέλλες. Ἕνας Ἀμερι­κᾶνος, μὲ τὰ δα­χτυλίδια καὶ τὸ ἁμάξι του, πῆ­γε στὶς Πρέσπες, ἀπέσπασε ἀπὸ ἄλλον ὑποψήφιο μιὰ κόρη, τὴν παν­τρεύτηκε καὶ ἔ­φυγαν γιὰ τὸ Σικάγο. Ὅλοι τὴν καλοτύ­χιζαν. Δὲν περνάει ὅ­μως μήνας καὶ ἡ νύφη εἰ­δοποιεῖ τὸν πατέρα της· Ἔλα νὰ μὲ πάρῃς! Τί ἀπεδείχθη· ὁ γαμ­­πρὸς ἦταν γκάγκ­στερ καὶ τὴ νύχτα πῆ­γε νὰ τὴν πνίξῃ… Μιὰ φο­ρὰ πῆγα σὲ κάποιο σπίτι. Πρὶν χτυπή­σω ἀκούω μέσα πάταγο, μάλωναν – χτυπιόντουσαν, καὶ κοντοστάθηκα. Ὅταν ἐν τέλει μοῦ ἄνοιξαν, τὸ ἀν­τρόγυνο παρουσιάστη­καν σὰν ἄγγελοι, μὲ προ­σω­πεῖο εὐγενείας ποὺ κρύβει τὴν ἀγριότητα. ⃝ Στὸ ἐμπόριο. Προϊόντα εὐτε­λῆ, ἢ δευτέρας καὶ τρίτης διαλογῆς, παρουσιάζονται καὶ πωλοῦνται στὴν ἀγορὰ ὡς τὰ καλύτερα. ⃝ Στὴν συλλογικὴ δρᾶσι. Στὴν Ἀθήνα ἔγινε ἕ­να συνταρακτικὸ γεγονός. Ἐμφανίστηκε ἕνας σύλλογος ὡς φιλαν­θρωπικός, πολλοὶ ἀπατήθηκαν καὶ ἔγιναν μέλη. Ἀνήγγειλε, ὅτι γιὰ τοὺς σκοπούς του θὰ κάνῃ παράστασι καὶ μαζεύτη­κε κόσμος. Καὶ τὰ μεσάνυχτα, ὡς ἔκπληξι, τί παρουσίασαν; Συγχωρῆστε με ποὺ θὰ τὸ πῶ· μία γυμνὴ ποὺ ἄρ­χισε νὰ χορεύῃ! Ἀπὸ τότε ἔ­πεσε τὸ προσωπεῖο· φάνηκε ὅτι ὁ δῆθεν φιλανθρωπικὸς σύλλογος ἦταν πορνικός. ⃝ Ὑποκρισία πρὸ παντὸς στὴν πολιτική. Ἐ­λάχιστοι δυστυχῶς εἶνε οἱ πολιτικοὶ ποὺ λένε τὴν ἀλήθεια στὸ λαό. Ἕνας μάλιστα –μὴν ἀ­ναφέρω τὸ ὄνομά του–, ποὺ παρουσιάζεται ὡς σπουδαῖ­ος, σὲ στιγμὲς εἰλικρι­νείας ὡμολόγησε· «Στὴν πολιτικὴ ὑπάρχουν πράγματα ποὺ λέγονται ἀλλὰ δὲν γίνον­ται, καὶ πράγματα ποὺ γίνονται ἀλλὰ δὲν λέγονται». Αὐτὸς εἶνε ὁ ὑποκριτής. ⃝ Σὲ διεθνὲς τέλος ἐπίπεδο τὴν ὑποκρισία ἀ­σκεῖ ἡ διπλωματία. Ὅταν ἀκοῦτε γιὰ διπλωμάτες, αὐτοὶ εἶνε οἱ μεγαλύτεροι ψεῦτες· ἡ διπλωματία εἶνε ἐπιστήμη τοῦ ψεύδους. Ἡ πα­τρίδα μας, ποὺ πίστεψε σὲ ὑποσχέσεις τῶν με­γάλων, εἶνε θῦμα τῆς διπλωματικῆς ὑποκρισί­ας. Ἂν αὐτοὶ πραγματοποιοῦσαν τὶς ὑποσχέσεις τους, σήμερα καὶ ἡ Κύπρος καὶ ἡ Βόρειος Ἤπειρος θὰ ἦταν ἐλεύθερες. Πόσο ἀληθινὸς εἶνε ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί»! Ἡ ὑποκρισία εἶνε μεγάλη ἁμαρτία.

* * *

Ἂν τώρα, ἀδελφοί μου, ἐρευνήσουμε καὶ τὸν ἑ­αυ­τό μας κατὰ τὴν προτροπὴ τῶν προγό­νων μας «ἔνδον σκάπτε», ὅλοι θὰ βροῦμε μέσα μας ὑποκρισία. Τὸ μικρόβιο εἶνε στὶς καρδιὲς καὶ τῶν παιδιῶν. Ὁ αἰώνας μας μάλιστα δι­ακρίνεται γιὰ τὴν ὑποκρισία του. Κι ἂν ἐρχόταν πάλι ὁ Χριστός, ὄχι ὀκτὼ ἀλλὰ ὀκτακόσια καὶ ὀκτὼ ἑκατομμύρια «οὐαὶ» θὰ μᾶς ἔλεγε. Νὰ συναισθανθοῦμε ὅ­τι ζοῦμε στὸ ψέμα καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ γίνουμε εἰλικρινεῖς. 
Ἡ εἰλικρίνεια εἶνε ἡ βάσι τῆς ζωῆς. Ἐὰν ἀφαιρέ­σουμε τὴν εἰλικρίνεια, δὲν ὑπάρχει κοινωνία. Ἂς ἀναστενάξουμε, διότι ζοῦμε μὲ προσωπεῖα καὶ παίζουμε θέατρο. Τὸ θέατρο αὐτὸ θὰ λήξῃ. Τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως τὰ προσωπεῖα θὰ πέσουν, ἡ κρίσις θὰ εἶνε αὐστηρὰ καὶ θ᾽ ἀκούσουμε· «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατη­ραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον…» (Ματθ. 25,41). Ὁ κόσμος ζῇ στὸ ψέμα. Ὁ Κύριος δίδαξε τὴν εἰλικρίνεια. «Ἔστω ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ», εἶπε (Ματθ. 5,37). Ὅπως ἐκεῖνος ἔλεγε τὸ σκότος σκότος καὶ τὸ φῶς φῶς, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ λάμπουμε ἀπὸ εἰλικρίνεια, γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦ­με τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· ἀμήν.


(ἱ. ν. Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 1-4-1991)