Σελίδες

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Οδός Γολγοθά......

Η ζωή, ἀγαπητοί μου, ἡ ζωὴ τοῦ Κυρίου ἡ μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶνε τύπος καὶ ὑπογραμμός. Ἰδιαιτέρως οἱ τελευταῖες ἡμέρες του ἐπὶ τῆς γῆς. Ἕνα ἐπεισόδιο τῶν ἡ μερῶν αὐτῶν διηγεῖται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ποὺ συνέβη ἐνῷ ὁ Κύριος ἀνέβαινε μὲ τοὺς μαθητάς του στὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραὴλ τὰ Ἰεροσόλυμα.
Ἀνέβαινε τελευταία φορά, γιὰ νὰ προσφέρῃ τὴν ὑψίστη θυσία «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (θ. Λειτ. Μ. Βασ. καθαγ.). Καθ᾿ ὁδὸν
προέβλεπε ὡς Θεὸς ὅλα ὅσα θὰ ὑπέφερε. 
Ἦταν συγκινημένος. Προσπαθοῦσε ν᾽ ἀνυψώσῃ καὶ τοὺς μαθητὰς στὶς σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματά του.
Ἀλλ᾽ αὐτοὶ ἔμεναν ἀσυντόνιστοι. Ἄλλα σκεπτόταν ὁ Κύριος, ἄλλα αὐτοί. 
Ὁ Κύριος σκεπτόταν τὴ θυσία, οἱ μαθηταὶ τὴ δόξα· ὁ Κύριος τὸ σταυρό, οἱ μαθηταὶ θρόνους. Ναί, θρόνους ἐπιγείους. Φαντάζονταν ὅτι ὁ Χριστός, τώρα ποὺ θὰ ἔμπαινε στὰ Ἰεροσόλυμα, θὰ συνέτριβε τὶς λεγεῶνες τῶν ῾Ρωμαίων, θὰ κονιορτοποιοῦσε κάθε ἐμπόδιο, καὶ θ᾽ ἀνακηρυσσόταν βασιλεὺς ποὺ θὰ τὸν περιστοίχιζαν στρατηγοί, πιὸ ἔνδοξος ἀπ᾽ τὸ Σολομῶντα καὶ τὸ Δαυΐδ. Τέτοια ἰδέα εἶχαν γιὰ τὸ Χριστό· γι᾿ αὐτὸ τοὺς κατέλαβε ἐπιθυμία ἐπιγείου δόξης.
Δύο μάλιστα μαθηταί, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, ἔβαλαν τὴ μητέρα τους νὰ μεσολαβήσῃ γιὰ τὰ φιλόδοξα σχέδιά τους. Καὶ ἡ μάνα, πάντα πρόθυμη νὰ ἐξυπηρετῇ τὰ παιδιά της, ἦρθε στὸ Χριστό, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ λέει· Διδάσκαλε, τώρα ποὺ θὰ γίνῃς βασιλιᾶς, σὲ παρακαλῶ νὰ δώσῃς τὶς πρῶτες θέσεις στὰ παιδιά μου (βλ. Ματθ. 20,20 κ.ἑ.).
Τί παρανόησις! πόσο μακριὰ ἦταν ἀπὸ τὴ σκέψι τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ μάνα καὶ τὰ παιδιὰ ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ ποὺ ἀγανάκτησαν γιὰ τὴν ἐκδήλωσι τῆς φιλοδοξίας! Ζητοῦσαν ἀπὸ τὸ Χριστὸ – γιὰ νὰ μιλήσουμε μὲ σύγχρονη γλῶσσα – νὰ τοὺς κάνῃ ὑπουργοὺς καὶ ἀντιπροέδρους κυβερνήσεως, νὰ τοὺς δώσῃ χαρτοφυλάκια. 
Οἱ μαθηταὶ στὴν περίπτωσι αὐτὴ σκέπτονταν κοσμικά, δὲν τοὺς εἶχε φωτίσει ἀκόμα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς καὶ ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων τοῦ λαοῦ τους, δὲν διέφεραν ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο.
Οἱ ἄνθρωποι, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ κι ἂν ζοῦν, εἴτε στὴν περίοδο τῶν σπηλαίων εἴτε στοὺς κλασσικοὺς χρόνους τῶν προγόνων μας εἴτε στὴν ἐποχὴ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ εἴτε καὶ στὸν καιρὸ τῶν πυραύλων, παρ᾿ ὅλη τὴν ἐξωτερικὴ διαφορά, μέσα τους ὅλοι κρύβουν ἕνα θηρίο φοβερώτερο ἀπ᾽ τὸ λιοντάρι καὶ τὴν τίγρη, θηρίο ποὺ ἂν δὲν τὸ ἐξοντώσουμε θὰ μᾶς διαλύσῃ – καὶ θα μᾶς διαλύει.
Τὸ θηρίο αὐτό, ποὺ εἶνε ἡ πηγὴ τῆς ἀτομικῆς, τῆς οἰκογενειακῆς, τῆς ἐθνικῆς καὶ τῆς παγκοσμίου ἀθλιότητος, εἶνε μὲ μία λέξι ὁ ἀνθρώπινος ἐγωισμός, τὸ ἐγὼ τοῦ ἀνθρώπου.
Τί εἶνε αὐτὸ τὸ ἐγώ; Νὰ σκέπτεσαι μόνο τὸν ἑαυτό σου, σὰ νὰ μὴν ὑπάρχῃ ἄλλος στὸν κόσμο· νὰ ἐπιδιώκῃς τὰ ἀτομικὰ καὶ οἰκογενειακά σου συμφέροντα, καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὴ μεγάλη οἰκογένεια ποὺ λέγεται ἔθνος - κοινωνία - ἀνθρωπότης. 
Ἂν ἀναλύσουμε τὸν ἐγωισμό, ἀπὸ τί ἀποτελεῖται; 
Ἂν τὸν βάλῃς στὸ πνευματικὸ χημεῖο ποὺ λέγεται Εὐαγγέλιο, ἡ ἀνάλυσις τοῦ ἐγωισμοῦ θὰ δείξῃ τρία στοιχεῖα.
Εἶνε ἔρωτας - λύσσα γιὰ τρία πράγματα· γιὰ λεφτά, γιὰ σάρκα καὶ γιὰ δόξα. Σ᾿ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἀπαίσιους κύκλους κινεῖ ται ἡ κοσμικὴ ζωή· ἢ τὰ πλούτη θὰ κυνηγᾷ ὁ ἄλλος, ἢ τοὺς αἰσχροὺς ἔρωτες, ἢ τὰ ἀξιώματα.
Βλέπει μόνο τὶς τιμές, τὴ λάμψι, τὶς ἀπολαβές, τὴ δύναμι· ὄχι τὶς συνέπειες, τὴν εὐθύνη, τὶς ὑποχρεώσεις. Γι᾽ αὐτὸ χρησιμοποιεῖ κάθε θεμιτὸ ἢ ἀθέμιτο μέσο γιὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὸ σκοπό του. 
Ὁ ἐγωκεντρικὸς ἄνθρωπος εἶνε ἱκανὸς νὰ πατήσῃ ἀκόμα καὶ πάνω σὲ πτώματα.
Δὲν συνειδητοποιεῖ τὴν ἀσημαντότητά του. Τί εἶνε αὐτὴ ἡ γῆ ποὺ κατοικοῦμε, μὲ ὅλα τὰ βασίλεια, τὰ πλούτη καὶ τὴ λαμπρότητά της;
Ἕνας κόκκος ἄμμου μέσα στὸ ἄπειρο. Καὶ ὅμως κάποτε νόμιζαν, ὅτι ἡ γῆ εἶνε τὸ κέντρο γύρω ἀπ᾽ τὸ ὁ ποῖο κινοῦνται ὅλα τὰ οὐράνια σώματα. Ὅπως λοιπὸν ἦταν λανθασμένη ἰδέα ὅτι ἡ γῆ εἶνε τὸ κέντρο τοῦ σύμπαντος, ἔτσι εἶνε πλάνη νὰ νομίζῃς κ᾽ ἐσὺ ὅτι εἶσαι κάτι.
Ὅσο ὡραία καὶ σπουδαία κι ἂν εἶσαι σὺ ἡ γυναίκα, ὅσο μεγάλος καὶ σοφὸς κι ἂν εἶσαι σὺ ὁ ἄντρας, ἀφοῦ ἡ γῆ εἶνε ἕνας κόκκος ἄμμου, τί εἶσαι σὺ μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸν κόκκο;…
«Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός», ἐγὼ εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη, ψάλλουμε στὴν ἀκολουθία τῆς κηδείας, ποὺ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη φιλοσοφία τῆς ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία, μπροστὰ στὸ φέρετρο, ἀδιαφορεῖ ἂν μέσα σ᾽ αὐτὸ εἶνε ὁ φτωχὸς ἢ ὁ πλούσιος ἢ ὁ βασιλιᾶς. Τὴν ἴδια ἀκολουθία ψάλλει σὲ ὅλους καὶ δὲν κολακεύει κανένα. Ἐκεῖ θρυμματίζεται ὁ ἐγωισμός. «Ἐ μνήσθην τοῦ προφήτου βοῶντος», θυμήθηκα λέει τὸν προφήτη ποὺ φωνάζει· «Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός» (Γέν. 18,27).
Αὐτὰ ὅμως ὁ ἐγωιστὴς δὲν τὰ σκέπτεται· θέλει τὸ ἄτομό του νὰ τὸ κάνῃ ἄξονα, γύρω ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο νὰ κινοῦνται ὅλα.
Ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ κατηραμένου πάθους τῆς κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανείας ἐστράφη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Μὲ τὰ λόγια, τὸ παράδειγμα καὶ μὲ τὸ σταυρό του ἄνοιξε καινούργιο δρόμο - νέα λεωφόρο καὶ κήρυξε μία ἁγία ἐπανάστασι κατὰ τοῦ ἐγωισμοῦ.
Ἔφερε ῥιζικὴ ἀλλαγὴ στὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Κατέβασε ἀπὸ τοὺς θρόνους καίσαρες καὶ ἀνέβασε ταπεινοὺς καὶ καταφρονεμένους. Ὁ Χριστὸς δίδαξε ὅτι ἡ ζωή, τὰ λίγα χρόνια ποὺ ζοῦμε ἐδῶ, δὲν εἶνε θησαυρισμός, λεφτὰ καὶ καταθέσεις, δὲν εἶνε ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις, δὲν εἶνε ἐκμετάλλευσις, βία καὶ τυραννία. Ἀλλὰ τί εἶνε; Ἄνοιξε τὸ εὐαγγέλιο σήμερα· ἡ ζωὴ ἴσον ὑπηρετεῖν, τὸ νὰ προσφέρῃς τὸν ἑαυτό σου στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἄλλου.
Ὁ Χριστὸς δηλαδὴ ἀνέστρεψε τὴν πυραμίδα τοῦ κόσμου· πῆρε τὴν κορυφὴ καὶ τὴν ἔβαλε κάτω, πῆρε τὴ βάσι καὶ τὴν ὕψωσε ἐπάνω.
Εἶνε εὔκολο νὰ ἀναστρέψῃς τὶς πυραμίδες τῆς Αἰγύπτου ἢ τὸν Ὄλυμπο; Ἔ, αὐτὸ τὸ ἀναποδογύρισμα ἔκανε ὁ Χριστὸς καὶ αὐτὸ προτείνει τὸ Εὐαγγέλιο. Πῶς γίνεται αὐτό; Δὲν εἶ νε εὔκολο νὰ ξερριζωθῇ ὁ ἐγωισμὸς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς τὸν ξερρίζωσε. Καὶ στὴ θέσι του τί ἔβαλε; Τὴν ἀγάπη, τὸ ὡραιότερο πρᾶγμα, τὴν εὐγενέστερη λέξι. Ἡ ζωὴ λοιπὸν εἶνε ὁδὸς ἀγάπης, ταπεινώσεως, αὐταπαρνήσεως, διακονίας, θυσίας. 
Ἐσεῖς – ἐρωτῶ ἀλληγορικῶς – σὲ ποιά ὁδὸ κατοικεῖτε; Σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ἄλλοι κατοικοῦν στὴν ὁδὸ τῆς φιλαργυρίας, ἄλλοι στὴν ὁδὸ τοῦ αἰσχροῦ ἔρωτος, ἄλλοι στὴν ὁδὸ τῆς κενοδοξί ας, ἄλλοι…….
Φύγετε ἀπὸ τοὺς δρόμους αὐτούς· ἐλᾶτε νὰ κατοικήσουμε ὅλοι στὴν ὁδὸ τοῦ Γολγοθᾶ. Εἶνε βέβαια ἀνηφορικὴ καὶ δύσβατη, ἀλλ᾽ αὐτὴ εἶνε ἡ εὐλογημένη ὁδὸς ποὺ πάτησε ὁ Χριστός, ποὺ ἀκολούθησαν οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ὅσιοι, καὶ ποὺ πρέπει νὰ βαδίσῃ κάθε Χριστιανός.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ μιλᾶμε ἀφῃρημένα, ἂς ποῦμε –μεταφράζοντας τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο λίγα συγκεκριμένα παραδείγματα.

Ἕνας ὁδοκαθαριστής, ποὺ δὲν τοῦ δίνει κανεὶς σημασία, προσφέρει μία ἀηδιαστικὴ ἀλλ᾽ ἀναγκαία ὑπηρεσία· ἂν λείψῃ αὐτός, χολέρα θὰ πέσῃ στὰ παλάτια. 
Ἕνας τέτοιος λοιπὸν σκουπιδιάρης, στὸ βασίλειο τοῦ Χριστοῦ, ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ ἕνα κεφαλαιοκράτη τοκογλύφο. 
Στὸ βασίλειο τοῦ Χριστοῦ ἕνας ἐργάτης, ποὺ δουλεύει στὸ ἐργοστάσιο, εἶνε πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ ἕναν ἀνώτατο κρατικὸ ὑπάλληλο ποὺ βλέπει τοὺς ἀνθρώπους σὰν σκουπίδια. 
Στὸ βασίλειο τοῦ Χριστοῦ ἕνας χωριάτης, ποὺ σκάβει τὴ γῆ καὶ ποτίζει τὸ χωράφι μὲ τὸν ἱδρῶτα του, στέκεται πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸν ἐλεεινὸ ἐκεῖνο ἐπιστήμονα ποὺ ἔκλεισε τὰ βιβλία, παίζει τάβλι καὶ ξέρει μόνο νὰ λέῃ ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός.
Στὸ βασίλειο τοῦ Χριστοῦ μιὰ νοσοκόμος, ποὺ ξενυχτᾷ δίπλα σ᾽ ἕναν ἄγνωστο ἄρρωστο, στέκεται πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴν κυρία τῆς ἀριστοκρατίας ποὺ διασκεδάζει στὰ κέντρα.
Στὸ βασίλειο τοῦ Χριστοῦ μιὰ μάνα, ποὺ δὲν ξέρει τί θὰ πῇ διασκέδασι, ἀλλὰ κάθεται μέσ᾿ στὸ σπίτι ἀφωσιωμένη στὰ παιδιά της, στέκεται πιὸ ψηλὰ ἀπὸ μιὰ ἀρχόντισσα ποὺ χάσκει μπροστὰ στὶς βιτρίνες.
Στὸ βασίλειο τοῦ Χριστοῦ μιὰ πόρνη, ἕνα κουρέλι τοῦ διαβόλου —ὅπως ἦταν ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα— ποὺ μετανόησε καὶ ἔκλαψε μπροστὰ στὸ Θεό, εἶνε πιὸ ψηλὰ ἀπὸ μιὰ βασίλισσα.
Αὐτὸ εἶνε, ἀγαπητοί μου, σὲ σύγχρονη «μετάφρασι» τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. 
Θέλετε λοιπὸν δόξα, διάκρισι, μεγαλεῖο; Βαδίζετε ἐμπρός! Δὲν ἀκοῦτε; αὐτιὰ δὲν ἔχετε; καρδιὰ δὲν ἔχετε; 
Ἀφῆστε τὴν ὁδὸ τῆς ἀπωλείας, φύγετε ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀπάτης, τὴν ὁδὸ τῆς ματαιότητος. 
Σαλπίζουν σάλπιγγες. Βαδίστε ὅλοι, ἄντρες - γυναῖκες, μικροὶ - μεγάλοι, τὴν ὁδὸ τοῦ Γολγοθᾶ, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν Ἀνάστασι καὶ στὴ δόξα· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἱ. ναὸ τῶν Ἀθηνῶν τὴν 27-3-1966. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 13-3-2012