Σελίδες

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Σε ποιούς οφείλουμε ευγνωμοσύνη; Kυριακή IB΄ Λουκά (Λουκ. 17,12-19)

«Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ…;» (Λουκ. 17,18)
ΘΑ σᾶς παρακαλέσω, ἀγαπητοί μου, νὰ δώσετε προσοχὴ καὶ ζητῶ τὴν ὑπομονή σας λίγα λεπτά, γιὰ ν᾿ ἀκούσετε μία σύντομη ὁμιλία.

* * *

Ἀκούσατε τὸ σημερινὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 17,11-19). Τί μᾶς λέει; Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα διηγεῖται ἕνα θαῦμα. Ἕνα θαῦμα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ
μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων καὶ τῶν ἀπίστων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅπως εἶπα καὶ ἄλλοτε, μπορεῖ κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ, τὰ φύλλα τῶν δέντρων καὶ τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ μετρήσῃ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἕνα θαῦμα – ἕνα ἄστρο εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει;
Λέει, ὅτι ὁ Χριστός, καθὼς ἔμπαινε σὲ κάποια κωμόπολι τῆς Παλαιστίνης, συνάντησε δέκα δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Τί ἦταν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί; Ἄρρωστοι. Τί ἀρρώστια εἶχαν; Μιὰ ἀρρώστια φοβερά, ἀρρώστια ποὺ τότε, τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἐθεραπεύετο· ἀργότερα, στὴν ἐποχή μας, βρέθηκε τὸ φάρμακο γι᾿ αὐτήν. Εἶχαν μιὰ ἀρρώστια ποὺ ὀνομάζεται λέπρα. Εἶνε ἀρρώστια βασανιστική, ἀρρώστια ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀηδία· ἡ ἀρρώστια αὐτὴ κάνει νὰ σαπίζουν καὶ νὰ πέφτουν τὰ δάχτυλα, τὰ αὐτιά, οἱ μύτες… Ὁ λεπρὸς ἄνθρωπος καταντᾷ ἕνα ἔκτρωμα, ἕνας ἐκφυλισμὸς ὅλης τῆς φυσικῆς ὄψεως καὶ καταστάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου πλάσματος.
Συνάντησε λοιπὸν δέκα λεπρούς. Αὐτοί, μόλις τὸν εἶδαν, φώναξαν, καὶ ἡ φωνή τους ἀντήχησε μέσα στὴν ἐρημιά, ὅπου τοὺς εἶχαν ἀπομονώσει ἀπὸ φόβο μήπως ἡ ἀσθένειά τους μεταδοθῇ καὶ σὲ ἄλλους. Τί ἔλεγαν, τί φώναζαν; «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς» (ἔ.ἀ. 17,13). Ἔλεγαν δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ λέμε κ᾿ ἐμεῖς κατ᾿ ἐπανάληψιν στὴν ἐκκλησία· «Κύριε, ἐλέησον». Ἀλλὰ πῶς τὸ ἔλεγαν! Διαφέρει πολὺ τὸ δικό μας «Κύριε, ἐλέησον» ἀπὸ τὸ δικό τους. Ἂν τὸ λέγαμε κ᾿ ἐμεῖς τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ πίστι ὅπως ἐκεῖνοι, θὰ γίνονταν θαύματα. Χίλια δικά μας «Κύριε, ἐλέησον», ψυχρὰ σὰν τὸ Βόρειο Πόλο, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τῶν δέκα λεπρῶν. Ἅμα ἔχῃς στὴν καρδιά σου πίστι καὶ προσεύχεσαι μὲ δάκρυα, τὰ ἄστρα κατεβάζεις στὴ γῆ. Μάλιστα. Ἐνῷ χίλια καὶ δυὸ χιλιάδες «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ ψάλλουν οἱ ψαλτάδες, δὲν κάνουν τίποτα. Τὸ πᾶν εἶνε ἡ πίστις, μὲ τὴν ὁποία πρέπει ν᾿ ἀναπέμπουμε στὸ Θεὸ τὶς προσευχές μας.
«Κύριε, ἐλέησον» λοιπὸν φώναξαν. Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἄκουσε. Καὶ τί ἔκανε· τοὺς θεράπευσε! «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (ἔ.ἀ. 18,27).
Μετὰ ἀπὸ τὴ θαυμαστὴ αὐτὴ θεραπεία τί θὰ περίμενε κανείς; τί θά ᾿πρεπε νὰ κάνουν αὐτοὶ ὕστερα ἀπὸ τέτοιο μεγάλο θαῦμα; Νὰ εὐχαριστήσουν τὸ Χριστό. Νὰ πέσουν στὰ γόνατα, νὰ φιλήσουν τὰ πανάχραντα πόδια του, καὶ νὰ τοῦ ποῦν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς «Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, εὐεργέτη μας». Τὸ ἔκαναν; Μπᾶ!… Ἀπὸ τὰ δέκα «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ προηγήθηκαν, ἔμεινε τώρα μόνο ἕνα «εὐχαριστῶ». Ναί· ἕνας μόνο παρουσιάστηκε, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο μπροστά του καὶ ἔλεγε· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε· Ἕνας μόνο θεραπεύθηκε; Δὲν θεραπεύθηκαν δέκα; Ποῦ εἶνε λοιπὸν οἱ ἄλλοι ἐννέα;… Φάνηκαν ἀχάριστοι!

* * *

Ἕνας φάνηκε εὐγνώμων καὶ ἀρεστὸς στὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ τὸ παράδειγμα αὐτό, τοῦ ἑνός, εἶνε ὑπόδειγμα πρὸς μίμησιν· εἶνε παράδειγμα ποὺ πρέπει νὰ μιμηθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς.
Σπάνιο πρᾶγμα σήμερα, στὴ γενεά μας, ἡ εὐγνωμοσύνη. Καὶ τὸ καταστάλαγμα τῆς πικρᾶς πείρας ἔγινε παροιμία· «Κάνε καλό, νὰ σὲ μισήσῃ ὁ κόσμος»! Σκλήρυναν οἱ καρδιές. Ἔλειψε ἀπὸ τὰ χείλη τὸ «εὐχαριστῶ». Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μόνο δικαιώματα, δὲν αἰσθάνονται καμμία ὑποχρέωσι σὲ κανέναν ἄλλο. Γιατί; Διότι τὸ ἄτομο ἔγινε ἐγωκεντρικό· νομίζει, ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶνε ὑπηρέτες του, πρέπει νὰ γίνουν γκαρσόνια ποὺ θὰ ἐξυπηρετοῦν τὴν αὑτοῦ μεγαλειότητα τὸ ἐγώ του.
Λοιπόν, μόνο ἕνας εἶπε τὸ «εὐχαριστῶ», καὶ εἶνε παράδειγμα ἄξιο μιμήσεως. Πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νὰ είμεθα εὐγνώμονες. Ἀλλ᾿ ίσως κάποιος ρωτήσῃ· Καὶ ποῦ νὰ είμεθα εὐγνώμονες; σὲ ποιούς;
Ἀπαντοῦμε.
_ Πρῶτα – πρῶτα εὐγνωμοσύνη ὀφείλουμε στοὺς γονεῖς μας, στὴ μάνα ποὺ μᾶς γέννησε καὶ τὸν πατέρα ποὺ μᾶς ἀνέθρεψε.
_ Ἔπειτα εὐγνώμονες ὀφείλουμε νὰ είμαθα στοὺς δασκάλους ποὺ μᾶς ἔμαθαν τὸ ἀλφάβητο καὶ στοὺς καθηγητὰς ποὺ κοπίασαν γιὰ τὴν κατάρτισί μας.
_Περισσότερη εὐγνωμοσύνη ὀφείλουμε στοὺς πνευματικούς μας πατέρας καὶ διδασκάλους, στοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἐπισκόπους, ποὺ μᾶς ὡδήγησαν στὸ κατὰ Θεὸν ζῆν.
_ Ἀλλ᾿ εὐγνώμονες πρὸ παντὸς πρέπει νὰ σταθοῦμε πρὸς ἐκεῖνον ποὺ εἶνε ὁ μέγας εὐεργέτης, ὁ μεγαλύτερος εὐεργέτης μας. Καὶ ὁ μεγαλύτερος εὐεργέτης εἶνε ὄχι ἡ μάνα μας κι ὁ πατέρας μας καὶ ὅλοι αὐτοί, ἀλλὰ ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶνε ὁ Εὐεργέτης μας. Ποιός μπορεῖ, ποιά γλῶσσα μπορεῖ νὰ μετρήσῃ τὶς εὐεργεσίες ποὺ μᾶς κάνει ὁ Θεός; Αὐτὴ τὴν ὥρα ἂν ζοῦμε, ζοῦμε διότι μᾶς εὐεργετεῖ ὁ Θεός. Ἀφῆστε ὅλα τὰ ἄλλα· τὸν ἀέρα, ποὺ ἀναπνέουμε, ποιός μᾶς τὸν χορηγεῖ; Ἐκεῖνος. Ὅπως εἶπα καὶ ἄλλοτε, πέντε λεπτὰ ―τί λέω―, δυὸ – τρία λεπτὰ νὰ μείνουμε χωρὶς ἀέρα, τελείωσε ἡ ζωή μας· δὲ᾿ μένει κανένας· οὔτε ἕνας δὲ᾿ ζῇ πάνω στὴ γῆ χωρὶς τὸν ἀέρα. Εὐγνώμονες λοιπὸν στὸν Δημιουργὸ τοῦ παντός. Ὁ Θεὸς εἶνε ὁ Πατέρας μας· «Πάτερ ἡμῶν…», «Πατέρα μας…», τοῦ λέμε (Ματθ. 6,9) καὶ δὲν ξέρω ἂν καὶ πόσο τὸ αἰσθανόμεθα. Ὅπως τὸ μικρὸ παιδὶ ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν πατέρα του, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς πρέπει νά ᾿χουμε ἐμπιστοσύνη στὸν οὐράνιο Πατέρα, ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ μᾶς· «ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί», λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. 10,30). Πατέρας μας εἶνε. Γι᾿ αὐτὸ τοῦ ὀφείλουμε ἐμπιστοσύνη καὶ εὐγνωμοσύνη.
Ἀλλὰ ὁ Χριστιανὸς δὲν ἔχει μόνο πατέρα, ἔχει καὶ μάνα. Δὲν ἐννοῶ τὴ φυσικὴ μάνα. Πέρα ἀπὸ τὴ φυσικὴ μάνα ὑπάρχει μιὰ ἄλλη μάνα, γλυκειὰ μάνα, ποὺ εἶνε τὸ καταφύγιο καὶ ἡ προστασία του. Ποιά εἶνε; Εἶνε ἡ Παναγία μας· αὐτὴ εἶνε ἡ μάνα μας, ἡ γλυκειά μας μάνα, ἡ παρηγορία καὶ βοήθειά μας.
Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴν Παναγία εἶνε μιὰ ἄλλη μάνα. Ποιά; Ἡ Ἐκκλησία μας, τῆς ὁποίας μέλος εἶνε καὶ ἡ Παναγία. Αὐτὴ εἶνε ἡ «μήτηρ Σιὼν» ποὺ λέει ὁ ψαλμῳδός (Ψαλμ. 86,5). Αὐτὴ εἶνε ἡ «γυνὴ» ποὺ εἶδε ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι, ἡ «περιβεβλημένη τὸν ἥλιον» (Ἀπ. 12,1) καὶ στεφανωμένη μὲ δώδεκα ἄστρα. Ἡ Ἐκκλησία, μὲ σύμβολο τὸν τίμιο σταυρό, στηρίζει τὴν ἐλπίδα τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτὸ ἕνας δικός μας ποιητής, ὁ Κρυστάλλης, ἔλεγε·
«…Θρησκεία! γλυκειὰ μάνα,
τί ὄμορφη δίνεις ἐσὺ
λαλιὰ καὶ στὴν καμπάνα
καὶ πόσο ἐκείνη ἡ λαλιὰ
σαλεύει τὴν καρδιά μας!
Πόσες ἐκεῖνος ὁ σταυρὸς
ἀπ᾿ τὰ καμπαναριά μας
στὴν ἀντηλιάδα χύνοντας
τόσες χρυσὲς ἀχτῖδες
χύνει βαθειά μας, στὴν ψυχή,
γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες!».

* * *

Ὁ Χριστιανός, ἀγαπητοί μου, πατέρα ἔχει τὸ Θεὸ καὶ μητέρα τὴν Ἐκκλησία· δὲν εἶνε ὀρφανός. Πρὸς τὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ εμεθα εὐγνώμονες ἰδίως ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στάθηκε σὲ ὅλες τὶς δύσκολες στιγμὲς τοῦ ἔθνους ἡ μητέρα καὶ τροφὸς τοῦ γένους μας. Εὐγνώμονες στὴν Ἐκκλησία μας!
Καὶ παραδείγματα εὐγνωμοσύνης νὰ ἔχουμε – ποιούς; Τοὺς ἁγίους. Ν᾿ ἀγαποῦμε τὴν Ἐκκλησία – πόσο; Ὅσο τὴν ἀγαποῦσαν λ.χ. ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος, ὁ ὅσιος Ἀντώνιος, ὁ μέγας Ἀθανάσιος, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἐκεῖνοι ἀγωνίστηκαν, ὡμολόγησαν, μαρτύρησαν, γιὰ νὰ μείνῃ ἡ Ἐκκλησία μας ἀνόθευτος καὶ ἀμόλυντος ἀπὸ αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Οἱ ἅγιοι, ὅταν ἀνέφεραν τὴ λέξι «Ἐκκλησία», ἔκλαιγαν· τόση ἦταν ἡ ἀγάπη τους. Σ᾿ ἀγαπῶ, Ἐκκλησία μου! ἔλεγαν. Ἔτσι νὰ τὴν ἀγαποῦμε κ᾿ ἐμεῖς, γιὰ νὰ σωθοῦμε· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου  Παντελεήμονος Φλωρίνης Κυριακὴ 19-1-1986)