Σελίδες

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Αιωνιότης! Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011 (Ματθ. 19,16)

π. Αυγ. εγκαιν...«Διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον;» (Ματθ. 19,16)

Κάποιος, αγαπητοί μου, πλησιάζει το Χριστό. Δεν είνε γέρος, είνε νέος. Φαίνεται συγ­κι­νημένος. Γονατίζει. Τι έχει, τι του συνέ­βη; Ει­νε ασθενής ο ίδιος ή κάποιος δι­κος του και ερ­χεται να ζητήση βοήθεια; Ο­χι, δεν έχει προβλήματα υγείας.

Ούτε οι­κονομικό ζήτη­μα τον α­πασχολεί· είνε πλούσι­ος και από τους άρχον­τες του τόπου. Και ο­μως αυτά δεν τον αναπαύ­ουν. Ε­χει αλ­λες ανησυχίες. Η καρδιά του νιώθει υπεργή­ινους ε­ρωτες!
Ερωτηματικά με­γάλα προβάλ­λουν εμ­προς του και ζητούν λύσι. Μέσα σε τόσα υλι­κα αγαθά, αυτός πεινά και διψά. Τι; 
Την αιώνιο ζωή! 
Αυτήν ποθεί και γι  αὐτὴν ε­ρω­τά το Ναζωραίο· 
«Διδάσκαλε αγαθέ, τι α­γα­θον ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον;» (Ματθ. 19,16).

Αιώνιος ζωή, αιωνιότης! 
Εκεί ας στρέψουμε κ᾽ εμείς τον λόγο και είθε κάποια ψυχή να υ­­ψωθή από τον κόσμο της ύλης και να αι­σθανθή εκείνο που διεκήρυξε ο απόστολος Παύλος· 
«Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13,14).

* * *

Τι υπάρχει πέρα απ᾽ τον τάφο; Ιδού, αγαπη­τοί μου, ερώτημα που τίθεται σε κάθε αν­θρωπο. Γιατί ο θάνατος είνε διαρκώς μπροστά μας! Κοιμάσαι και μεσάνυχτα σε ξυπνάει μια σειρήνα· κάποιος στη γειτονιά πέθανε. 
Σηκώνεσαι το πρωί, αγοράζεις ε­φημερίδα και διαβάζεις αγγελτήρια κηδειών. 
Περπατάς στο δρόμο και βλέπεις νεκροφόρες που μεταφέρουν σω­ματα για να καταλάβουν κάπου εκεί μια στενή λουρίδα γης· σώμα­τα ποιών; εκείνων που ο­ταν ζούσαν αγόραζαν τετράγωνα οικοπέδων και έ­χτιζαν πολυκα­τοι­κίες. 
Βγαίνεις στην ύπαιθρο κι ακούς πένθιμο σήμαν­τρο από εξωκκλήσι που μεταδίδει στα βουνά και τα λαγκάδια την είδησι του θανάτου ενός αθώου βοσκού. Ταξιδεύεις με υπερωκεάνιο κ᾽ οι ναυ­τες ρίχνουν στη θάλασσα πτώμα ε­­πιβάτου, που ο θάνατος διέκοψε το ταξίδι για τις νέες χω­ρες για να του δώση εισιτήριο για τον άλλο κόσμο. Μπαίνεις σε αεροπλάνο κι ο­ταν προσ­γειώνεται κι ανοίγει η πόρτα κατε­βάζουν νεκρό κάποιον που πέθανε την ώρα της πτήσεως…

Στην ξηρά, στη θάλασσα, στον αέρα, παν­τού παραμονεύει ο θάνατος. Παντού μνήματα, α­πο δυστυχήματα η εγκλήματα η πολέμους, και πάνω στους τάφους κλαίνε χήρες και ορ­φα­να. Και τότε κι ο πιο σκληρός άνθρωπος δι­ε­ρω­τάται· Λοιπόν τι υπάρχει πέρα απ᾽ τον τάφο;

–Μηδέν! φωνάζει ο υλιστής. Δίκαιος και α­δικος, ευσεβής και ασεβής, όλοι καταλήγουν στο μηδέν. Προς τι επομένως οι ιδρώτες, οι κο­ποι και μόχθοι για την α­ρετή; «Φάγωμεν και πι­ωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν»… (Ησ. 22,13. Α  Κορ. 15,32).

Ιδού το σύνθημα, η σημαία που υψώνει ο υ­λισμός. Άλλη όμως είνε η σώφρων απάντησις. Το μηδέν είνε απαράδεκτο, ο θάνατος δεν ει­νε εκμηδένισις του ανθρώπου. Ώστε μη­δεν ο άνθρωπος; Όχι! α­κούγον­ται σοβα­ρές φωνές.

⃝ Όχι! φωνάζει η λογική. Ποιός τεχνίτης κατα­σκευάζει πολύπλοκη μηχανή και τοποθετεί ε­στω και ένα μικρό τροχό, αν αυτός δεν έχη προορισμό; Και αν τέτοιο σφάλμα δεν κάνη ο άνθρωπος, θα το κάνη ο Δημιουργός, ο πάνσο­φος τεχνίτης του παντός; Ερωτώ α­κόμη· Αν ο άνθρωπος καταλήγη στο μηδέν, τότε γιατί να προικιστή με θαυμαστό νου, με ελευθερία, με τη φωνή της συνειδήσεως προ παντός; Ω η συνείδησις! Διέπραξε κάποιος ένα έγκλημα και δεν τον είδε κανείς, εξ­αφάνισε όλα τα ίχνη. Αλ­λα ξαφνικά η συνείδη­σι του φωνάζει· Εγ­κλημα­τία Κάϊν, «που είνε ο αδελφός σου;» (Γεν. 4,9). Αυ­τη η φωνή είνε ο τάφος του υλισμού.

⃝ Όχι δεν τελειώνει στον τάφο ο άνθρωπος, φωνάζει η λογική. Όχι όμως φωνάζει και η ψυ­χολογία των λαών, που ερευνά και ανακαλύπτει, ότι στην καρδιά και του πιο αγρίου της Α­­φρικής υπάρχει η πεποίθησις «Είμαι αθάνα­τος· κι αν καώ, κι αν με φάνε τα όρνεα, κι αν απ᾽ το σώμα μου δε μείνη ούτε μόριο, εγώ υ­πάρχω, εξακολουθώ να ζω ως πνεύμα αθάνατο σε άλλο κόσμο». Ενώ όλα πεθαίνουν γύρω, εκείνος που δεν τον μόλυνε η απιστία α­κούει μέσα σου τη μυστηριώδη φωνή· Αν­θρωπε, πλάστηκες για την αιωνιότητα!…

⃝ Αλλά και η φιλοσοφία με τους μεγαλυτέρους εκπροσώπους της έρχεται να μαρτυρήση, ότι πέρα του τάφου δεν απλώνεται Σαχάρα ανυπαρξίας. Ο Κικέρων έλεγε· «Η φύσις δε μας ε­βαλε σε τούτο τον κόσμο για να τον κατοικού­με παντοτινά αλλά παροδικά. Τι ωραία η­μέρα θα είνε όταν θ᾽ αποδημήσω προς την ου­ράνια ε­κείνη ομήγυρι, το θείο ε­κείνο συμβού­λιο των ψυχών, και θ᾽ απομακρυνθώ από την τύρβη και το βόρβορο της γης!».
Ο δε Σωκράτης, λίγες στιγμές πριν το θάνατό του, φιλοσοφεί. «Πηγαίνω», λέει, «προς την αιωνιότη­τα. Εκεί θα συναντήσω ανωτέρους δικαστάς, τον Μίνω, τον Ραδάμανθυ, τον Αιακό. Αυτοί θα με κρίνουν και θα μου α­ποδώσουν το δίκαιό μου».

Ω αιωνιότης! για σένα μαρτυρούν η λογική, η ψυχολογία, η φιλοσοφία, η ιστορία, μύρι­ες φωνές. Πάνω απ᾽ όλα όμως ακούγεται η φω­νη ενός! Ο ένας αυτός είνε «ο εκ του ουρανού καταβάς» (Ιω. 6,41. Εφ. 4,10), ο Ιησούς Χριστός. 
Μίλησε για την ύπαρξι άλλου κόσμου με τόση βεβαιότητα με όση μιλούμε ημείς για την ιδιαίτερη πατρίδα μας όπου είδαμε το πρώτο φως. Κι αν δεν πιστέψουμε στο Χριστό, σε ποιόν να πιστέψουμε; στις αισθήσεις που πολλές φο­ρες μας απατούν, η στην επιστήμη που κάθε τόσο αναιρεί τον εαυτό της; Δεν υπάρχει πιο εγ­κυρη μαρτυρία από τη μαρτυρία του Χριστού· αυτή είνε η βεβαίωσις του Αψευδούς.

Ω Ιησού! συ, που απ᾽ το στόμα σου η αλήθεια βγήκε σαν διαυγής ποταμός, συ απάν­τησε στο φλέγον ερώτημά μας· Υπάρχει η δεν υ­πάρχει πέρα του τάφου ζωή; υπάρχει αιωνι­ότης, ναι η όχι; «ΝΑΙ», απαντά το αψευδές στο­μα του Κυρίου. 
Υπάρχει αιωνιότης! Ανοίξτε την Καινή Διαθήκη σας και θα δήτε, ότι η αιώνιος ζωή, η βασιλεία των ουρανών, είνε το θέμα όλης της διδασκαλίας του Ιησού. Αυτή η­ταν στη σκέψι του, αυτή ζούσε στην καρδιά του, αυτή χρωμάτιζε τα λόγια του, αυτή ήρθε στα χείλη του και τις τελευταίες στιγμές της επιγείου ζωής του. 
Στον μετανοημένο ληστή ει­πε· «Α­μην λέγω σοι, σήμερον μετ  ἐμοῦ έση εν τω πα­ραδείσω» (Λουκ. 23,43)· σε βεβαιώνω δηλαδή, ότι σήμερα, πριν ακόμη δύση ο ήλιος της ημέρας αυτής, θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο.

Και τι είνε ο παράδεισος; Ας αφήσουμε τα ψευδο – ευαγγέλια των χιλιαστών και τα Κορά­νια να φλυαρούν περί υλικών αγαθών. Ο πα­ρα­δεισος του Χριστού δεν είνε ο παράδεισος του Μωάμεθ. 
Ο Χριστός μας είπε, ότι όλα μαζί τα αγαθά του κόσμου τούτου δεν αντισταθμίζουν ούτε μια σταγόνα της μακαρίας εκείνης ζωής· αλλά δεν μας την περιγράφει.
Διότι, απλούστατα, ξεπερνά κάθε περιγραφή. Ανεξιχνίαστοι οι θησαυροί της, α­κατάληπτη η δόξα της. Δεν υπάρχει στη γη κάτι όμοιο για να χρησιμεύ­ση ως ακριβής ει­κόνα του κόσμου εκείνου.

Ο απόστολος Παύλος, που για την αγιότητά του «ηρπάγη» από το άγιο Πνεύμα κι αξι­ω­θηκε για λίγο να βρεθή στον παράδεισο, α­δυνατεί, ο εύγλωττος αυτός κήρυξ του ευαγγελίου, να μας δώση περιγραφή· άναυδος εμ­προς στο μεγαλείο της αιωνιότητος, λέει μόνο, ότι τα αγαθά εκείνα, που ετοίμασε ο Θεός γι᾽ αυτούς που τον αγαπούν, μάτι δεν τα είδε, αυτί δεν τα άκουσε και γλώσσα ρήτορος δεν μπορεί να τα περιγράψη. «Ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β  Κορ. 12,4).

Ω αιωνιότης! Όλοι αιωρούμεθα πάνω από σένα, κρεμώμαστε από μια λεπτή κλωστή· και η κλωστή αυτή είνε η παρούσα ζωή! Ήρθε ο θάνατος, κόπηκε η κλωστή; αμέσως βρεθήκαμε στην αιωνιότητα, σε θέσι που ο καθένας μας προετοίμασε εδώ με τα έργα του.

* * *

Αγαπητοί μου! Η πατρίδα μας από την αρ­χαιότητα κήρυττε την αθανασία, πίστευε στην αιωνιότητα, και αυτή φωτίζει τις σελίδες της ιστορίας της. Στη χώρα αυτή η ύλη δεν ήταν σκοπός, αλλά μέσον για τη δόξα του πνεύματος, μαρτυρία αθανασίας και αιωνιότητος.
 
Πριν από τη μάχη του Κιλκίς, το 1913, όπου εκρίνετο το μέλλον της Ελλάδος στα Βαλκάνια, είχαν συγκεντρωθή νύχτα στη σκηνή του βασιλέως στρατηλάτου όλοι οι ανώτεροι αξιω­ματικοί και έπαιρναν οδηγίες. –Αύριο το Κιλκίς πρέπει να πέση! είπε ο βασιλεύς. 
Οι αξιωματικοί αμίλητοι είχαν πάρει την απόφασί τους και ένας εκ μέρους όλων απήν­τησε· –Μεγαλειότατε, αφού το διατάσσει η Ελ­λας, το Κιλκίς θα πέση. Καλήν αντάμωσι στην αιωνιότητα!… Την επομένη το Κιλκίς έπεφτε, αλλά οι περισσότεροι από τους άνδρες εκείνους δεν υπήρχαν πλέον στη ζωή.
 
Ανέφερα το ανέκδοτο αυτό, για να δήτε πόσο ζωηρή ήταν στις καρδιές των ηρώων μας η πίστι στην αιωνιότητα. Γεννάται όμως το ερώτημα· Σήμερα πιστεύ­ουμε στην αιωνιότητα; η αρχίσαμε ν᾽ απεμπο­λούμε αυτή την προγονική μας κληρονομιά;…
 
(†) επίσκοπος Αυγουστίνος
(ραδιοφωνική ομιλία του έτους 1949. Μεταγλώττισις από την καθαρεύουσα στην απλή δημοτική)