Σελίδες

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Το «ευαγγέλιο» του Ιούδα

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Είναι γνωστό το πρόσωπο του Ιούδα που από μαθητής έγινε προδότης του Χριστού, όπως το περιγράφουν τα Ευαγγέλια και οι Πράξεις των Αποστόλων και σύνολη η εκκλησιαστική παράδοση. Βέβαια, δια μέσου των αιώνων δόθησαν πολλές ερμηνείες για τα αίτια της προδοσίας του που αρχίζουν από το πάθος της φιλαργυρίας και φθάνουν μέχρι και τις μεσσιανικές και εθνοφυλετικές του απόψεις.
Το «ευαγγέλιο» του Ιούδα, που μεταφράστηκε από τα κοπτικά και δημοσιεύθηκε
πρόσφατα, δημιούργησε μια σειρά συζητήσεων για τον ρόλο του Ιούδα στην αποστολική ομάδα και την παράδοση του Χριστού. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να απενοχοποιηθή ο Ιούδας και από προδότης να μεταβληθή σε ήρωα. Στο βάθος γίνεται μια προσπάσθεια να εξανθρωπισθή το πρόσωπο και το έργο του Χριστού, αλλά και αυτός ο χαρακτήρας του Χριστιανισμού.
Τρία σημεία θα ήθελα να τονίσω πάνω στο θέμα αυτό.

1. Γνωστικισμός και «ευαγγέλιο» του Ιούδα
Το «Ευαγγέλιο» αυτό του Ιούδα, όπως έχει ήδη γραφή, είναι προϊόν των διαφόρων γνωστικών συστημάτων που εμφανίσθηκαν πριν τον Χριστιανισμό και ενεργοποιήθηκαν στις αρχές της Εκκλησιαστικής ζωής. Άλλο, βέβαια, είναι ο αγνωστικισμός που βρίσκεται στο μέσον μεταξύ της αθεΐας και του δυϊσμού και είναι δημιούργημα κυρίως των τελευταίων χρόνων, και άλλο ο γνωστικισμός.
Κατά τον αείμνηστο Καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου, τα γνωστικά συστήματα αναπτύχθηκαν στους χώρους της ελληνικής διασποράς και διακρίνονταν από ένα συγκρητισμό, γιατί συνεδύαζαν στοιχεία της ελληνικής φιλοσοφίας, των ανατολικών θρησκευτικών δοξασιών και των ιουδαϊκών παραδόσεων. Πρόκειται για «παραθρησκευτικά και παραφιλοσοφικά» συστήματα. Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού οι γνωστικοί παρέλαβαν και από αυτόν μερικά άλλα στοιχεία και έτσι εκφράσθηκε ο λεγόμενος Χριστιανικός γνωστικισμός.
Έτσι, όταν εξέλιπαν από την Εκκλησία οι Απόστολοι, τότε εμφανίσθηκαν μερικοί φιλοσοφούντες Χριστιανοί που ισχυρίζονταν ότι αυτοί έχουν την απόρρητη και μυστική γνώση και ερμήνευαν κατά διάφορο τρόπο την διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων.
Οι γνωστικοί πολεμούσαν τον Χριστιανισμό και πιθανόν σε αυτούς αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος όταν έγραφε στους Κολασσαείς: «Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν» (Κολ. β , 8).
Διασώζονται πολλά τέτοια γνωστικά κείμενα, όπως το Ευαγγέλιο της αληθείας, περί της Αναστάσεως, το απόκρυφον Ευαγγέλιο του Ιωάννου, το Ευαγγέλιο του Θωμά, το Ευαγγέλιον του Φιλίππου, η Αποκάλυψις του Παύλου, η προσευχή του Αποστόλου Παύλου κλπ.
Η Εκκλησία, δια των Αποστολικών Πατέρων, αντέδρασε στις θεωρίες του γνωστικισμού που υπονόμευαν την διδασκαλία του Χριστού, όπως διασώθηκε δια των αγίων Αποστόλων, των αυτοπτών μαρτύρων και ομολογητών.
Είναι χαρακτηστικό ότι ο άγιος Ειρηναίος, επίσκοπος Λυώνος, έγραψε βιβλίο με τίτλο «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως» στο οποίο ανατρέπει τις απόψεις των γνωστικών και κάνει λόγο για ψευδώνυμη γνώση και, βεβαίως, συνέδεσε την αλήθεια που φανέρωσε ο Χριστός με την αποστολική παράδοση και αποστολική διαδοχή, με την παρουσία του Επισκόπου στην Εκκλησία. Τόνισε ιδιαιτέρως ότι η πραγματική γνώση μεταδίδεται όχι με διαφόρους φιλοσοφούντας ανθρώπους, που παρουσιάζονται ως προφήτες, αλλά με τους επισκόπους που είναι διάδοχοι των αγίων Αποστόλων. Γι’ αυτό ο άγιος Ειρηναίος κατήρτισε τους πρώτους επισκοπικούς καταλόγους.

2. «Πηγή» της πίστεως
Πηγή της πίστεώς μας δεν είναι τα Ευαγγέλια, που σίγουρα είναι αυθεντικά και θεόπνευστα, αλλά η αποκαλυπτική αλήθεια που διασώζεται μέσα στην Εκκλησία και εκφράζεται με τα μυστήρια της, την εν γένει ζωή που διαθέτει, με τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και την διδασκαλία της, όπως καθορίσθηκε και οριοθετήθηκε από τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους. Άλλωστε, η Εκκλησία που ως Σώμα Χριστού άρχισε να υπάρχη από την ημέρα της Πεντηκοστής, προϋπήρχε από την συγγραφή και την συγκρότηση των Ευαγγελίων και των άλλων βιβλίων της Καινής Διαθήκης, που άρχισαν να γράφωνται από το 52 μ.Χ. μέχρι το τέλος του πρώτου αιώνος.
Επομένως, η βάση του Χριστιανισμού δεν είναι τα Ευαγγέλια, που περιγράφουν μερικά από τα «σημεία», την διδασκαλία, και το πάθος και την Ανάσταση του Χριστού, αν και είναι αυθεντικά κείμενα, αλλά η Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Χριστού, και αυτή γράφει δια των Αποστόλων τα Ευαγγέλια και αυτή ερμηνεύει δια των Πατέρων τα Ευαγγέλια και γενικά την Αγία Γραφή.

3. Εκκλησία και «άθικτα αρχεία»
Η Εκκλησία είναι εκείνη που ξεχωρίζει αν κάποιο Ευαγγέλιο είναι αληθινό η ψευδές-απόκρυφο. Είναι γνωστόν ακόμη και στους πρωτοετείς φοιτητές της Θεολογικής Σχολής ότι ενώ υπάρχουν πολλά κείμενα –απόκρυφα και ψευδεπίγραφα– που αποδίδονται σε πολλούς Αποστόλους, η Εκκλησία, δια των Πατέρων της και τελικά με την 39η εορταστική Επιστολή του Μεγάλου Αθανασίου, ύστερα από πολύχρονη διαδικασία, κατήρτισε τον «Κανόνα» της Αγίας Γραφής, δηλαδή καθόρισε ποιά βιβλία είναι θεόπνευστα και ποιά ψευδεπίγραφα και απόκρυφα.
Η Εκκλησία είναι ο Θεανθρώπινος Οργανισμός και ισχύει ο,τι και με κάθε οργανισμό, δηλαδή κρατά τα στοιχεία που χρειάζεται και απορρίπτει ο,τι είναι άχρηστο. Μέσα σε αυτά τα άχρηστα, από εκκλησιαστικής πλευράς, που δεν έχουν την αλήθεια, συγκαταλέγεται και το λεγόμενο «ευαγγέλιο» του Ιούδα.
Οι επιστήμονες μπορούν να το μελετούν, αλλά δεν προσφέρει τίποτε στην εμπειρία και την διδασκαλία της Εκκλησίας.
Σε μια εποχή, όπως η δική μας, στην οποία παρατηρείται ένας συγκρητισμός, μια ανάμειξη πολλών ιδεών και απόψεων, είναι φυσικό να υιοθετούνται «ευαγγέλια» που εκφράζουν η καλλιεργούν αυτήν την συγκρητιστική νοοτροπία. Όσοι, όμως, ζουν στην Εκκλησία και μετέχουν, κατά διαφόρους βαθμούς, των ενεργειών του Θεού, δηλαδή διαθέτουν προσωπική πείρα, δεν κλονίζονται από οποιαδήποτε «ευαγγέλια» που έρχονται στο φως, είτε φιλοσοφικά είτε θρησκευτικά, είτε άλλης προοπτικής.
Όταν, για παράδειγμα, διαβάση κανείς τα έργα του Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου και κυρίως τους «θείους περί ερώτων ύμνους», τότε θα αντιληφθή τι είναι ο Χριστιανισμός, ποιό είναι το περιεχόμενο της διδασκαλίας του, τι είναι ο Χριστός και το έργο του, τι σημαίνει σωτηρία και ποιά είναι η εμπειρία την οποία αποκτά ο Χριστιανός, και πως μπορεί να μετάσχη του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού. Μάλιστα δε ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος επαναλαμβάνει τον λόγο του Γέροντος του, Συμεών του Ευλαβούς: «Γνώθι Θεόν και ου δεηθήση βιβλίων».
Οι Χριστιανοί δεν εξαντλούν την γνώση τους σε κείμενα, και μάλιστα αγνώστου η γνωστικής προελεύσεως, ούτε κλονίζονται από αυτά, αλλά ζώντες μέσα στην Εκκλησία εντρυφούν στα «άθικτα αρχεία» και αποκτούν την εμπειρική και υπαρξιακή γνώση του Θεού, μετέχουν του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού.

Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, έχοντας υπ’ όψη του διάφορα γνωστικά κείμενα της εποχής του και την ψευδώνυμη γνώση τους, με την οποία μετέφεραν λάθος την διδασκαλία του Χριστού, έγραφε: «εμοί αρχεία εστίν Ιησούς Χριστός, τα άθικτα αρχεία ο σταυρός και ο θάνατος και η ανάστασις αυτού». Και αυτά τα «άθικτα αρχεία» διασώζονται μέσα στην Εκκλησία και καλούν τους πιστούς προς πνευματική γνώση.
(δημοσιεύθηκε στο «Βήμα», 15-4-2006)