Σελίδες

Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Μία αμαρτωλή γυναίκα. Κυριακή της Σαμαρείτιδος (Ίωάν. 4,5-42)

ΤΗ ΝΥΧΤΑ της Αναστάσεως, αγαπητοί μου, ανάβουμε λαμπάδα κι ακούμε για πρώτη φορά το «Χριστός ανέστη». Στα παλιά τα χρόνια τα ευλογημένα, οί άνθρωποι το «Χριστός ανέστη» το λέγανε πρωί, μεσημέρι, βράδυ επί σαράντα μέρες. Τώρα ακούγεται μόνο τη νύχτα της Αναστάσεως, και μετά σβήνει πλέον και στις καρδιές μας και στα χείλη μας.

Το «Χριστός ανέστη», ή ανάστασις του Χριστού, είναι ή πιο τρανή απόδειξης ότι ό Χριστός ζή και βασιλεύει, ότι είναι Θεός, ότι ή θρησκεία μας είναι αληθινή, κι ότι κανένας σατανάς δέν μπορεί να ξεριζώσει το δέντρο πού λέγεται Εκκλησία του Χριστού.

Θεός ό Χριστός. Αυτό φωνάζει και ή σημερινή ήμερα. Ακούσατε τι είπε το ευαγγέλιο;

Μιλάει για μία γυναίκα. Κατοικούσε σ' ένα μικρό χωριό της Σαμάρειας πού λεγόταν Συχάρ. 

Αυτή παντρεύτηκε, πήρε άντρα, αλλά δεν έζησε μαζί του πολύ. Σε λίγο τον άφησε και πήρε δεύτερον άντρα. Σύντομα όμως τον πέταξε κι αυτόν και πήρε τρίτο. Άλλα κι αυτόν τον χώρισε και πήρε τέταρτο. Δεν άργησε να παρατήσει κι αυτόν και να πάρη πέμπτον άντρα. Μα ούτε εκεί σταμάτησε• έδωσε και σ' αυτόν μια κλωτσιά και πήρε έκτον άντρα. Έξι άντρες άλλαξε!

Αυτά συνέβαιναν εκείνα τα χρόνια, πού το ευαγγέλιο ήταν άγνωστο στον κόσμο. Πετούσαν η γυναίκα τον άντρα κι ό άντρας τη γυναίκα. Αλλ' αυτά γίνονται και σήμερα σε όσους δεν πιστεύουν και ζουν χωρίς Θεό.

Πλήθος τώρα τα διαζύγια. 
Πρώτα στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, εκατό χρόνια περνούσαν και διαζύγιο δεν ακουγόταν. 
Μόνο το φτυάρι του νεκροθάφτη χώριζε το αντρόγυνο. 
Τώρα; Από τα διαζύγια ζουν και πλουτίζουν οί δικηγόροι. 
Μου 'λεγε κάποιος χωρικός, ότι αναγκάστηκε να πούληση το βόδι του για να πλήρωση το δικηγόρο. Τα δικαστήρια έγιναν φάμπρικα του διαβόλου πού βγάζει κάθε μέρα διαζύγια. Θεσπίσθηκε ακόμα και το αυτόματο διαζύγιο (εγώ προτίμησα να πάω φυλακή παρά να υπογράφω τέτοια σατανικά διαζύγια). 
Φτάσαμε έτσι στα λόγια του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, πού προφήτευσε και είπε, ότι θα 'ρθη μέρα πού οί άντρες θ' αλλάζουν γυναίκα όπως αλλάζουν πουκάμισο και οί γυναίκες θ' αλλάζουν άντρα όπως αλλάζουν ρόμπα. 
Πάει η οικογένεια, έσβησε μακριά από το Θεό.

Μην παραξενεύεστε λοιπόν ακούγοντας ότι εκείνα τα χρόνια μια γυναίκα άλλαξε πέντε άντρες και ζούσε με έναν έκτο άντρα παρανόμως, αστεφάνωτη, αφού τέτοια αστεφάνωτα αντρόγυνα υπάρχουν πολλά και σήμερα στην πατρίδα μας. Μήπως και στον κύκλο σας υπάρχει κάποιος αστεφάνωτος; Πρώτα δεν υπήρχε ούτε ένας. Βλέπετε πού φθάσαμε;

Ας επανέλθουμε στη Σαμαρείτιδα. Αυτή ζούσε έτσι εκεί στο χωριό της. Είχε όμως κ' ένα καλό• είχε ντροπή. Ένιωθε πώς αμαρτάνει, και κρυβόταν. Οι γυναίκες πήγαιναν πρωί στη βρύση για νερό αυτή πήγαινε μεσημέρι, όταν ό ήλιος έκαιγε τις πέτρες• τότε δειλά -δειλά έβγαινε να πάρει νερό για το σπίτι της.

Ε, λοιπόν αυτή ή γυναίκα, αυτό το κουρέλι του διαβόλου, σώθηκε και έγινε - τι; Αγία! Πώς; Πήγε ό Χριστός και τη βρήκε. Ξεκίνησε από μακριά, πέρασε βουνά λαγκάδια γεφύρια ...., περπάτησε με τα πόδια του —τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα—, βάδισε χιλιόμετρα, κ' έφτασε στο χωριό. Πήγε γι' αυτήν.

Σταμάτησε ό Χριστός εκεί στη βρύση κουρασμένος. Κι όπως ό κυνηγός περιμένει το λαγό να πέραση, όπως ό ψαράς ρίχνει το αγκίστρι να πιάσει το ψάρι, έτσι κ' εκείνος έστησε καρτέρι εκεί και περίμενε. Και νάτην έρχεται. Δεν τον ήξερε το Χριστό. Κατάλαβε από τα ρούχα του και εν συνεχεία από τα λόγια και την προφορά του, ότι είναι ξένος. Αυτή ήταν ντόπια. Και οι ντόπιοι —όπως και μέχρι σήμερα δυστυχώς— μισούσαν τους ξένους. Οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να βλέπουν τους Σαμαρείτες και οι Σαμαρείτες δεν ήθελαν να βλέπουν τους Ιουδαίους. 

Ο Χριστός, όπως ήταν διψασμένος, λέει στη γυναίκα• —Δός μου λίγο νερό να πιω. Αντέδρασε εκείνη• —Πώς τολμάς Ιουδαίος εσύ να ζητάς από μένα τη Σαμαρείτισσα νερό; τι δουλειά έχουμε εμείς οί ντόπιοι με τους ξένους; Αλλά ο Χριστός, πού ήρθε να ένωση τον κόσμο και να κάνη όλους μια οικογένεια, της λέει• — Αν ήξερες ποιος ειν' αυτός πού σου ζητάει νερό, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε νερό αθάνατο. (Εγώ, δηλαδή, έχω το αθάνατο νερό - εννοούσε την αλήθεια του και τη σωτηρία)... Έτσι άρχισε μια μοναδική συζήτηση, πού έκανε τη γυναίκα να θαυμάσει και, η αμαρτωλή αυτή, να ξυπνήσει και να πιει —Περιμένουμε το Μεσσία• όταν έρθει εκείνος, θα μας τα εξήγηση όλα. — Εγώ είμαι πού σου μιλώ! της είπε ο Χριστός.
Η αποκάλυψις αυτή της έκανε τέτοια εντύπωση, ώστε άφησε εκεί τη στάμνα της, τρέχει στο χωριό και φωνάζει• — Ελάτε να δείτε κάποιον, πού μου είπε όλα τα μυστικά της ζωής μου' μήπως αυτός είναι ό Χριστός; 
Οι χωριανοί άφησαν τις δουλειές τους, χωράφια και ζώα, και βγήκαν όλοι εκεί πού ήταν ό Χριστός. Αυτή ή μαρτυρία της έκανε πολλούς να πιστέψουν. Κάθισαν και τον άκουγαν αχόρταγα. Τον παρακάλεσαν μάλιστα και έμεινε εκεί δύο μέρες. Νηστικοί έμεναν κοντά του και τον άκουγαν συνεχώς - όχι μια ώρα, πού στεκόμεθα εμείς στην εκκλησία. Κι από τη διδαχή του πίστεψαν πολύ περισσότεροι. Και έλεγαν στη γυναίκα- —Τώρα πιστεύουμε στηριζόμενοι όχι πλέον στα δικά σου λόγια• οι ίδιοι ακούσαμε και διαπιστώσαμε, ότι αυτός είναι πράγματι ό σωτήρας του κόσμου, ό Χριστός.

  Η γυναίκα αυτή τι απέγινε; Αφού πίστεψε στο Χριστό, άλλαξε ζωή. Διέλυσε το παράνομο συνοικέσιο. Με το βάπτισμα της ονομάσθηκε Φωτεινή. 

Πήρε κατόπιν ένα ραβδί και έφυγε. Έγινε ιεροκήρυκας. Πέρασε βουνά -λαγκάδια, πήγε παντού. Έφτασε —πού νομίζετε;— και στη Μικρά Ασία, στη Σμύρνη. 
Κήρυξε κ' εκεί το Χριστό. Γι' αυτό αργότερα οί Έλληνες, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, έχτισαν στη Σμύρνη μια όμορφη εκκλησία της Αγίας Φωτεινής. Την έχτισαν μέσα σε δύο μήνες! θα τη θυμούνται όσοι ως στρατιώτες πήγαν στη Μικρά Ασία και πέρασαν από το ναό της Αγίας Φωτεινής ν' ανάψουν ένα κερί στην εικόνα της. 
Μετά μπήκαν οί Τούρκοι στη Σμύρνη και βάλανε φωτιά. Το περίφημο τέμπλο της εκκλησίας εκείνης σώθηκε και έχει μεταφερθεί στην Αθήνα. Βρίσκεται τώρα στο ναό της Άγιας Φωτεινής Νέας Σμύρνης, πού σήμερα πανηγυρίζει.

Αυτά με λίγα λόγια λέει το ευαγγέλιο σήμερα, αγαπητοί μου. Εγώ θέλω να σταματήσω σ' ένα σημείο. Είδαμε, ότι ή γυναίκα αυτή, όταν πίστεψε, πήγε στο χωριό και φώναξε• Ελάτε να δείτε το Χριστό!... Και πήγαν όλοι. Καταλαβαίνετε τι θέλω τώρα να πω; Ότι και σήμερα, κάθε φορά πού γίνεται Θεία Λειτουργία, ό Χριστός είναι εδώ. 

Μη βλέπετε ότι οί λειτουργοί είμεθα άνθρωποι, παπάδες ή δεσποτάδες. Αμαρτωλοί άνθρωποι είμεθα, ατελείς άνθρωποι είμεθα, ανίκανοι να κρατούμε στα χέρια μας τα άγια• άλλ' όταν φορέσουμε την ιερατική στολή, εκείνη την ώρα ό παπάς δεν είναι πλέον άνθρωπος, δεν είναι ό παπα -Δημήτρης ή ό παπα - Νικόλας• είναι ό Χριστός ό ίδιος. 
Κι όταν χτυπούν οί καμπάνες τι λένε; Δεν ακούτε; 
Ελάτε Χριστιανοί, λένε, είναι ό Χριστός στην εκκλησιά!... Εδώ είναι το Ευαγγέλιο, εδώ ό Απόστολος, εδώ ή κανδήλα της πίστεως, εδώ το θυμίαμα της προσευχής, εδώ ή κολυμβήθρα του βαπτίσματος, εδώ το πανάγιο σώμα και το τίμιο αίμα του Χριστού, εδώ είναι ή ευλογία του Χριστού, ό ίδιος ό Χριστός.

'Αλλά οί Χριστιανοί τι κάνουν; Οί Σαμαρείτες έτρεξαν αφήνοντας τα πάντα. Τώρα, πού είναι πάλι ό Χριστός εδώ και ή καμπάνα κράζει Ελάτε, ποιοι έρχονται; Για μετρήστε. Πού είναι τα παιδιά; που είναι οί νέοι; πού είναι οί νέες; πού είναι οί Χριστιανοί; Βλέπετε λοιπόν, ότι εμείς σήμερα αμαρτάνουμε, υστερούμε εν συγκρίσει μ' εκείνους.

Μην επηρεάζεστε, αδελφοί μου, από το πνεύμα του κόσμου τούτου. Όταν ακούτε την καμπάνα, φτερά στα πόδια! 

Οί Τούρκοι δεν επέτρεπαν να χτυπούν καμπάνες• αλλά και χωρίς καμπάνα γέμιζαν οί εκκλησιές. Τώρα χτυπούν καμπάνες, αλλά «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις χτύπα». 
Φτάσαμε σε χρόνια σατανικά. Γι' αυτό τιμωρούμεθα και σειόμεθα. Και θα γίνουν κι άλλα φοβερά πράγματα• γιατί αφήσαμε το Θεό, φύγαμε απ' το Θεό.

Αυτά μας διδάσκει μια αμαρτωλή γυναίκα, πού είχε έξι άντρες, αστεφάνωτη, και μετανόησε κ' έγινε ή αγία Φωτεινή, πού εορτάζουμε σήμερα και ακούσαμε το ευαγγέλιό της.

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, η οποία έγινε στον ιερό ναό Άγιου Νικολάου Κάτω Υδρούσης – Φλώρινας την 24-05-1981. καταγραφή και σύντμησης 29-05-2005.