Σελίδες

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Ο Βασιλιάς και ο δούλος

Ένας βασιλιάς της Ισπανίας ήταν γνωστός για την σκληρότητα του απέναντι στους υπηκόους του. Έτρεφε δε την σκληροκαρδία του με καυχησιολογίες για τους προγόνους του και για τα πολεμικά τους κατορθώματα.

Κάποια μέρα, διέσχιζε με την ακολουθία του μια πεδιάδα της Αραγονίας. Εκεί, χρόνια πριν, είχε χάσει τον πατέρα του σε μια μάχη. Εκεί συνάντησε έναν ασκητή, πού σκάλιζε ένα σωρό με οστά.

—Γέροντα, τί κάνεις εκεί; ρώτησε ο βασιλιάς.
—Δόξα στη Μεγαλειότητα σου! είπε ο ασκητής. Έμαθα, ότι θα περνούσατε από εδώ, και ήλθα να μαζέψω τα οστά του μακαρίτη του πατέρα σας, για να σας τα παραδώσω. Ωστόσο, όσο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω. Φαίνεται, ότι δεν διαφέρουν από τα οστά των στρατιωτών του, τα οστά των χωρικών, των φτωχών και των δούλων!
****
Ο σοφός γέροντας προσπαθούσε να θυμίσει στον ματαιόδοξο και σκληρόκαρδο βασιλιά, ότι μπροστά στον θάνατο, ούτε ο βασιλιάς διαφέρει από τον στρατιώτη, ούτε ο πλούσιος από τον φτωχό, ούτε ο πρωτευουσιάνος από τον χωριάτη. Μπροστά στον θάνατο, ούτε τα γαλόνια μετράνε! Ούτε ψευτοπαλληκαριές χωράνε!

Μόνο μια παλληκαριά μετράει μπροστά στον θάνατο: Η παλληκαριά της γνήσιας αγάπης προς τον Θεό και της ευσπλαχνίας προς τον συνάνθρωπο!

Μόνον όποιος έχει δουλέψει σκληρά για να καλλιεργήση αυτές τις δυο αγάπες, μπορεί να πορεύεται προς τον θάνατο με το κεφάλι ψηλά! Έστω κι αν χρειαστή να σκύψη... για να του το κόψουν!

Τέτοια παλληκαριά είχε και ο νεομάρτυρας άγιος Αντώνιος ο Αθηναίος, ο όποιος σε ιδιόχειρη επιστολή του — λίγο πριν τον οδηγήσουν στο μαρτύριο (5 Φεβρουαρίου 1774)—έγραφε:

«Από εμένα τον Αντώνη, χαιρετίσματα πολλά. Ασπάζομαι χείρας και πόδας των τε Ιερέων και των επιτρόπων. Το όνομα μου να μη λείψη μέσα από την Εκκλησίαν. Μην έχετε σμφιβολίαν. Εγώ με το θέλημα του θεού χύνω το αίμα μου. Εσείς εύχεσθε υπέρ εμού και εγώ δια λόγου σας. Και αποκεφαλίζομαι, (έλα, μη γελάς) ίνα ακουσθή εις τους επτά ρηγάδες. Και παρακαλώ σας, το όνομά μου μην το αφήσετε χωρίς κόλυβα. Και να στείλετε εις την μάνα μου μίαν επιστολήν, δια να χαρεί και αυτή. Και να αγοράσετε τον νεκρόν μου' μην ειπήτε: τόσα άσπρα εδώσαμεν και καν ένα κουμάρι νερού δεν έπιαμεν από το χέρι του. Το έλεος σας είναι έλεος εις τους φίλους και εις εκείνους, οπού με αγαπούν. Άπαντας χαιρετώ».

Συγκλονίζεται κανείς από το μεγαλείο της παλληκαριάς του νεομάρτυρα Αντωνίου! Μιας παλληκαριάς πού —λίγο πριν τον θάνατο— έχει την δύναμη να κάνη ακόμα και... χιούμορ! Εδώ πια, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα άσημο δούλο Οθωμανών. Εδώ, ντυμένος την άκρα ταπείνωση της —έως θανάτου— υπακοής του προς τον Χριστό, πορεύεται στο μαρτύριο ένας αλλού είδους βασιλιάς. Ένας «βασιλιάς» ασύγκριτα πιο ένδοξος από όλους τους ρηγάδες της Δύσης και της Ανατολής! Ένας «βασιλιάς», πού ήξερε να κυβερνάη το σώμα, την σκέψη του, και την καρδιά του!

Να λοιπόν, πού είναι δυνατόν, μπροστά στον θάνατο, ένας δούλος να γίνεται βασιλιάς, όπως ο άγιος Αντώνιος και ένας βασιλιάς, να αποδεικνύεται δούλος της κενοδοξίας του και της αφροσύνης του, όπως ο παραπάνω βασιλιάς της Ισπανίας!
Άρχιμ. Β.Λ.