Σελίδες

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

Όσιος Ιωάννης ο Καλυβίτης +15 Ιανουαρίου. Δώστε στα παιδιά το Ευαγγέλιο!

Ὅποιος, ἀγαπητοί μου, ἀκούει τὸ πρωὶ τὴν καμπάνα, τρέχει στὴν ἐκκλησία καὶ παρακολουθεῖ μὲ προσοχὴ ὅσα λέγονται, ὅποιος ἔχει αὐ­τιά, μάτια καὶ πρὸ παντὸς καρδιὰ –γι᾽ αὐ­τὸ ἡ Ἐκκλησία φωνάζει «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδί­ας» (Θ. Λειτ.)–, ἔχει μεγάλη ὠφέλεια. 
Ἐκεῖ ὑ­πὸ τὴν πνοὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅλα διδάσκουν· ἀναγνώσματα, ὑμνῳδίες, ἀπολυτίκια, τροπάρια, ἀπόστολος, εὐαγγέλιο.   
Ἀλλὰ σήμερα 15 Ἰανουαρίου, ἐκτὸς ἀπὸ αὐ­­τά, διδάσκει καὶ ὁ ἅγιος ποὺ ἑορτάζει· εἶνε ὁ ἅ­γιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης. 
Γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἐμεῖς θὰ ποῦ­­με λίγα λόγια ἐπάνω στὸν βίο του.
Τὸν πέμπτο (5ο) αἰῶνα μ.Χ. στὴν Κωσταν­τινούπολι, ἐπὶ Λέοντος Σοφοῦ, ζοῦσε ἕνα εὐ­σε­βὲς ἀντρό­γυνο. 
Ὁ σύζυγος, ὁ Εὐτρόπιος, κατεῖχε μεγά­λο ἀξίωμα στὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, ἦ­ταν συγκλητικός.
Ἡ σύζυγός του Θεοδώρα ἦ­ταν ἀ­πὸ τὶς πρῶ­τες κυρίες τῆς κοινωνίας. 
Καρπὸς τοῦ γάμου τους ἦταν τρία ἐκ­λεκτὰ παιδιά, ποὺ μαθήτευσαν κοντὰ στοὺς καλύτε­ρους δασκάλους. 
Τὰ δύο ἔγιναν ἀξιωματοῦ­χοι. 
Ὁ τελευταῖος, ὁ Ἰωάννης, ἐνῷ κανεὶς θὰ περίμενε νὰ κά­νῃ τὸ ἴδιο, δὲν τοὺς ἀκολούθησε.  
Ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια μέσα του ἄναψε ἕ­νας μεγάλος ἔρωτας γιὰ τὸ Θεό. Ἀπὸ νωρὶς τὸ παιδὶ δείχνει τί ὄνειρα ἔ­χει. Ἔτσι καὶ ὁ μι­κρὸς Ἰωάννης ἔδειχνε τὴν κλίσι του
Κάθε Κυ­­ριακὴ πρῶτος στὴν ἐκ­κλησία, μὲ μάτια καὶ αὐ­­τιὰ προσηλωμένα στὴ θεία λειτουρ­γία. 
Καὶ στὸ σπίτι, ἀπ᾽ ὅ­λα τὰ βιβλία ποὺ εἶχε ὁ πατέρας του, αὐ­τὸς ἀ­γαποῦσε περισσότερο καὶ ἤ­θελε ν᾽ ἀ­κούῃ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου.
Χαρακτηριστικὸ εἶνε καὶ τὸ ἑξῆς. Τότε τὰ βι­­βλία ἦταν σπάνια· δὲν ἦταν ὅ­πως τώρα, ποὺ τ᾽ ἀγοράζεις μὲ λίγα χρήματα. Δὲν ὑ­πῆρχε τυπο­γραφία, τὰ βιβλία ἦταν πα­ν­άκριβα. 
Ὁ μικρὸς Ἰ­ωάννης ὅμως ἤ­θε­­λε τὸ Εὐαγγέλιο νὰ μὴν τ᾽ ἀ­κούῃ μόνο στὴν ἐκ­κλησία, ἀλ­λὰ νὰ τό ᾽χῃ καὶ στὸ προσκέφαλό του. Ὅπως ὁ Μέ­γας Ἀ­λέξανδρος στὸ προσκέφαλό του εἶχε τὸν Ὅμη­ρο, ἔ­τσι αὐτὸς ἤθελε νά ᾽χῃ τὸ Εὐαγ­γέλιο. 
Ζήτησε λοιπὸν ἀπὸ τοὺς γονεῖς του ἕνα Εὐαγγέ­λιο. 
Άγιος Ιωάννης Καλυβίτης & Παύλος Θηβαίος
Ἐ­κεῖνοι πλήρωσαν καλλιγράφο, ἔ­δωσαν χρήμα­­τα πολλὰ γιὰ νὰ γράψῃ ὁλόκληρο τὸ Εὐ­αγγέλιο μὲ ὡ­ραῖα γράμματα, τὸ ἔδεσαν, τὸ χρύσωσαν, τὸ στόλισαν, καὶ τὸ ἔδωσαν στὸ παιδί τους.  
Ἔτσι, μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διάβαζε, ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης στὸ Χριστὸ μεγάλωνε. Καὶ φούν­τω­σε ἀκόμη πιὸ πολὺ ὅταν ἀπὸ ᾽κεῖ πέρασε ἕ­νας ἀσκητής, ποὺ πήγαινε γιὰ προσκύνημα στὰ Ἰεροσόλυμα. 
Αὐτὸς τοῦ μίλησε γιὰ τὴν πνευμα­τι­κὴ ζωή, τὴν προσευχὴ καὶ τὸν μοναχικὸ βίο. 
Ὁ Ἰωάννης χάρηκε τόσο πολύ, ὥστε τοῦ ζήτησε ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸ προσκύνημα νὰ τὸν πάρῃ μαζί του στὸ μοναστήρι.  
Ὁ ἀσκητὴς αὐτὸς ἀνῆκε στὴ μονὴ τῶν Ἀ­κοι­­­μήτων, τῆς ὁποίας τὰ ἐρείπια σῴζον­ται. 
Ἡ μο­νὴ αὐτὴ ἦταν ξακουστή· ἐκεῖ, ὅποια ὥ­ρα κι ἂν πήγαινες, πρωὶ – με­σημέρι – βράδυ – μεσάνυχτα, ἄκουγες ψαλμῳδίες, δὲν σταμα­τοῦσε ὁ ὕμνος καὶ ἡ δοξολογία στὸ Θεό. 
Οἱ καλόγεροι κρατοῦσαν βάρδιες, ὅπως οἱ στρατιῶτες στὰ φυλά­κια τῶν συνόρων κι ὅπως οἱ ἐργάτες στὰ ἐρ­γοστάσια. 
Ἦταν ἕνα αὐστηρὸ μοναστήρι. Ἐκεῖ λοιπὸν ἤθελε νὰ πάῃ ὁ Ἰωάν­νης. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἦταν μικρὸς καὶ οἱ γονεῖς του, μολον­ότι εὐσεβεῖς, δὲν θὰ τοῦ ἔδιναν τὴν ἄδεια, γι᾽ αὐτὸ ἔφυγε ἀπ᾽ τὸ σπίτι κρυφά. 
Ὅ­σοι εἶστε γο­νεῖς, μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τὴ λύπη τῶν γο­νέων του. Ἀνησύχησαν, βγῆκαν νύχτα στοὺς δρόμους ψάχνοντας, μὰ πουθε­νὰ ὁ Ἰωάννης. Τὸ πρωὶ ὁ πατέρας κινητοποίησε στρα­τό· ἔ­ψαξαν σὲ λιμάνια, δρόμους, βουνὰ – φαράγγια, μὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν βροῦν. 
Ὁ πό­νος τους μεγάλος, ἡ ὀδύνη ἀπερίγραπτη. Καὶ ὁ Ἰωάννης; Ἔφτασε ἐκεῖ ποὺ ἐπιθυμοῦ­σε. Καὶ παρὰ τὴν ἡλικία του τὸν δέχτηκαν στὸ μοναστήρι. Καὶ πρόκοψε στὴ μοναχικὴ ζωή· ἔδειξε μεγάλο ζῆλο γιὰ τὴν ἄσκησι, τὴ νηστεία, τὴν προσευχή, γιὰ ὅλα τ᾽ ἀγωνίσματα.  
Μὰ ἕνα «σκουλήκι» τὸν ἔτρωγε μέσα του, δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἡσυχάσῃ. Εἶχε φύγει κρυφά, εἶ­χε λυπήσει τοὺς καλοὺς γονεῖς του, κι αὐτὸ τό ᾽χε βάρος στὴν ψυ­χή. Ὁ χρόνος περνοῦσε, μὰ ὁ πόνος του δὲν γιατρευόταν. 
Γι᾽ αὐτὸ τελικά, χω­ρὶς νὰ ἐγ­κα­ταλεί­ψῃ τὴν καλογερική, χωρὶς ν᾽ ἀθετήσῃ τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσε μπροστὰ στὸ Χριστό, ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου νὰ ἐπιστρέ­ψῃ στὸ πατρικό του.  
Μιὰ μέρα, ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ ἡ­γουμένου καὶ ὅλης τῆς ἀδελφότητος, ξεκίνη­σε. 
Μεγάλος πιὰ καὶ ἀγνώριστος ἀπὸ τὴν ἄ­σκησι καὶ τὴν κακοπάθεια, νάτον κ᾽ ἐπιστρέφει. 
Στὸ δρόμο συνάντησε ἕνα ζητιάνο κουρελιάρη· βγάζει τὰ ροῦχα του, τοῦ τὰ δίνει, παίρνει τὰ ῥάκη τοῦ ζητιάνου καὶ τὰ φοράει αὐτός. 
Ξυπό­λητος καὶ ταλαιπωρημένος πλησίασε στὸ σπίτι καὶ χτύπησε τὴν πόρτα. 
Τὰ σκυλιὰ γαύγισαν, βγῆκαν οἱ ὑπηρέτες, μὰ δὲν τὸν γνώρισαν. Οὔτε οἱ γονεῖς του τὸν ἀναγνώρισαν.  
Μὴ σᾶς φανῇ παράξενο. 
Θυμᾶμαι μικρὸς στὸ χωριό μου, ὅταν γύρισαν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία τὰ παιδιὰ ποὺ πολέμησαν κ᾽ ἔφτασαν ὣς τὴν Ἄγκυρα. Ἦρθαν σκελετωμένα, κουρελια­σμένα, ἐλεεινὰ – τρισάθλια. Δὲν τὰ γνωρίσαμε ὄχι ἐ­μεῖς οἱ χωριανοί, μὰ οὔτε οἱ μανάδες τους.  
Ἔτσι καὶ τὸν Ἰωάννη. 

Ἡ μάνα κι ὁ πατέρας του τὸν συμπάθησαν σὰν ἕνα ξένο. 
Αὐτὸς ζήτησε μόνο νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ κάνῃ μιὰ καλύ­βα στὴν ἄκρη τῆς αὐλῆς τους καὶ νὰ μείνῃ ἐκεῖ. 
Καὶ ἔμεινε κλεισμένος ἐκεῖ τρία χρόνια, ὅπως ὁ Λάζαρος τῆς παραβολῆς στὸν «πυλῶνα» τοῦ πλουσίου (Λουκ. 16,20). 
Στὸ διάστημα αὐτὸ κανείς δὲν ὑπωψιάστηκε ὅτι ὁ ζητιάνος αὐτὸς εἶνε τὸ παιδὶ τοῦ ἄρχοντα. 
Τοῦ ἔδιναν φαγητό, μὰ αὐ­τὸς τὸ μοίραζε σὲ ἄλλους φτωχούς. Ἔζησε σκληρά, πιὸ σκληρὰ ἀπὸ ὅ,τι στὸ μοναστήρι του, περιφρονημένος ἀπὸ ὅλους.  
Ὅταν ἔφτασε πιὰ τὸ τέλος του, ὁ Χριστὸς τὸν εἰδοποίησε, ὅτι φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμο. 
Κά­­λεσε τότε τὴ μητέρα του καὶ τῆς ἔδωσε τὸ πο­λύτιμο κειμήλιο, τὸ Εὐ­αγγέλιό του. 
Ἐκείνη ἔκ­­πληκτη ἔτρε­­ξε νὰ τὸ δείξῃ στὸν ἄντρα της. 
Ἦρθαν λοιπὸν καὶ δύο μαζὶ στὴν καλύβα καὶ ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης τοὺς ἀπεκάλυψε τὸ μυστικό. Ἐγὼ εἶμαι, τοὺς εἶπε, τὸ παιδί σας ὁ Ἰωάννης· καὶ τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ἐσεῖς μοῦ δώσατε πρὶν δέκα χρόνια
Τώρα ὅμως ἦρ­θε ἡ ὥρα νὰ φύγω ἀπ᾽ τὴ ζωὴ αὐτή. 
Σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴ φιλοξενία ποὺ μοῦ κάνατε, συχω­ρέστε με γιὰ τὴ λύπη ποὺ σᾶς προξένησα!… 
Ἔ­γινε μιὰ σκηνὴ ποὺ δὲν περιγράφεται. 
Ἔ­κλαι­γαν οἱ γονεῖς, ἔκλαιγε κι ὁ Ἰωάννης. 
Χαρὰ γιὰ τὴν ἀναγνώρισι, λύπη γιὰ τὸν ἀποχωρισμό. 
Ἔτσι φτερούγισε στὰ οὐράνια ἡ ἁγία του ψυχή.  
Τὸν ἔθαψαν ἐκεῖ, στὴν καλύβα, καὶ κατόπιν στὸν τάφο χτίστηκε ναός. 
Τὸ σκήνωμά του ἔ­γινε βρύση ἰαμάτων καὶ ἄλλων θαυμάτων.

* * *


Αὐτή, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγα φτωχὰ λόγια ἦ­­ταν ἡ ζωὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου, μιὰ συγκλονιστικὴ ἱστορία. 
Θά ᾽ρθῃ μιὰ μέρα ποὺ ὁ βίος του θὰ γίνῃ κινηματογραφι­κὸ ἔργο καὶ δὲν θὰ μείνῃ καρδιὰ ποὺ νὰ μὴ συγκινηθῇ καὶ μάτι ποὺ νὰ μὴ δακρύσῃ. 
Ἔχει στοιχεῖα σπουδαῖα, ποὺ συμπλέκουν σὲ μία ἀποκορύφωσι τὰ γνήσια ἀνθρώπινα συν­αισθήματα. Τελειώνω. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης μᾶς διδάσκει τρία πράγματα.  
Τὸ ἕνα· στὰ χρόνια ἐκεῖνα ὑπῆρχε εὐλάβεια ὄχι μόνο στὰ φτωχόσπιτα ἀλλὰ καὶ στὰ ἀρχον­τικά. 
Ἀπὸ ᾽κεῖ βγῆκαν ἅγιοι, μάρτυρες, ὁμολογη­ταί, πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκ­κλησίας. 
Ἔ­τσι κράτησε χίλια χρόνια ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρα­­το­ρία κ᾽ ἔγινε ὁ φάρος Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. 
Τώρα; Ἡ εὐσέβεια ἔμεινε στὰ φτωχόσπιτα.  
Τὸ δεύτερο· τί μεγάλο πρᾶγμα εἶνε ἡ ἐλεημο­σύνη! 
Γιά φαντασθῆτε, ὅταν χτύ­πη­σε τὴν πόρτα τους, νὰ τὸν ἔδιωχναν! Θὰ ἔ­διωχναν τὸ θησαυ­ρό τους. 
Κ᾽ ἐ­σύ, ὅταν χτυπάῃ τὴν πόρτα σου ξένος, δὲν ξέρεις τί κρύβεται κάτω ἀπ᾽ αὐτόν· μπορεῖ νά ᾽νε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ μᾶς εἶπε «Ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40).

Καὶ τὸ τρίτο· ὁ ἅγιος Ἰωάννης διδάσκει τί ἀ­ξία ἔχει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτό, δὲν θὰ ὑπῆρχε Ἰωάννης. 
Τὸ κράτησε στὰ χέρια του σὰν θησαυρό· ἦταν ὁ ὁδηγὸς στὴ ζωή του. 
Γονεῖς ποὺ μ᾽ ἀ­κοῦτε· ἕνα Εὐαγγέλιο τότε κόστιζε μιὰ περιουσία, τώρα εἶνε προσιτό. 
Δαπάνησε, σὺ πατέρα, λίγα χρήματα, πάρε ἕνα Εὐαγγέλιο, γράψε πάνω σ᾽ αὐτὸ λίγα λόγια ἀπ᾽ τὴν καρδιά σου, καὶ δῶσ᾽ το στὸ παιδί. 
Μιὰ μέρα ἐσὺ θὰ μπῇς στὴ γῆ, θὰ γίνῃς χῶμα, μὰ τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ τὸ παιδί σου θὰ τὸ ἔχῃ σὰν ἀ­τίμητο δῶρο. 
Δὲν ὑπάρχει κάτι πολυτιμό­τερο· αὐτὸ εἶνε τὸ θεμέλιο τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῆς κοινω­νί­ας. 
Ψάξτε στὰ πράγματα τῶν παιδιῶν, βρῆτε ὅ,τι κακὸ ὑπάρχει, βάλτε μιὰ ἅγια φωτιὰ καὶ κάψτε το. 
Δῶστε στὰ παιδιά σας τὸ ἱερὸ καὶ ἅ­γιο Εὐαγγέλιο· αὐτὸ θὰ σώσῃ τὸν κόσμο.  

Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἡ ῥίζα κάθε εὐγενικοῦ πράγματος. Εἶνε ἡ δύναμις ποὺ φωτίζει, θερμαίνει, ἠλεκτρίζει. 
Σφουγγίζει τὰ δάκρυα, δείχνει τοὺς οὐρανούς, γεννᾷ ἥρωες. Αὐτὸ γέννησε καὶ τὸν Καλυβίτη. Διὰ πρεσβειῶν του ὁ Θεὸς εἴθε νὰ ἐλεήσῃ καὶ ὅλους ἐμᾶς· ἀμήν.


(ἱ. ναὸς Προφήτου Δανιὴλ Βοτανικοῦ – Ἀθηνῶν, Κυριακὴ 15-1-1967)

― cds ἀδελφ. «Ἀγάπη» ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ 150β΄Α

Κλικ στις ιστοσελίδες μας: Αρμενιστής, Εμείς και η Κοινωνία μας, Γιάννης Αργυρός Σαντορίνη