Σελίδες

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά. Πως θα κοινωνήσουμε!

«Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» (Λουκ. 14,17)
Πλησιάζει, ἀγαπητοί μου, ἡ μεγάλη ἑορτή, ἡ νύχτα ποὺ θ᾽ ἀνοίξουν οἱ οὐρανοὶ καὶ θ᾽ ἀκουστῇ τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰ­ρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Πῶς θὰ ἑορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα; 
Ἡ ἑ­ορτὴ συνδέεται μὲ τὴ θεία κοινωνία τῶν ἀ­χράν­­των μυστηρίων.
 Δὲν νοεῖται Χριστιανὸς χω­ρὶς θεία μετάληψι. 
Ἀλλ᾽ ἐδῶ εἶνε ὁ φόβος καὶ ὁ κίνδυνος. Πολλοὶ κοινωνοῦν ἀξίως καὶ ἀνοίγουν γι᾽ αὐτοὺς οἱ οὐρανοί, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ – πρῶτος ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ἰούδας– δὲν κοινωνοῦν ἀξίως. 
Γι᾽ αὐ­τὸ ἂς ρωτήσῃ ὁ καθένας τὸν ἑ­αυτό του· πῶς θὰ κοινω­νήσω τὰ ἄχραντα μυστήρια; 
Σ᾽ αὐτὸ ἀπαν­τᾷ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴ θαυμάσια παρα­βολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ποὺ ἀκούσαμε. Εἶνε γνωστὴ ἡ παραβολή.

* * *

Ἕνας βασιλιᾶς ἔκανε δεῖπνο καὶ κάλεσε πολλούς. Περιέργως ὅμως οἱ προσκεκλημένοι δὲν προσῆλθαν προβάλλοντας διάφορες προφάσεις. 
Ὁ ἕνας, ποὺ εἶχε μανία ν᾽ ἀγορά­ζῃ γῆ, ὁ κτηματίας ἄν­θρωπος, ἀπήντησε· Ἀ­γόρασα χωράφι. 
Ὁ ἄλ­λος, ἔμ­πο­ρος – ὁ ἄν­θρω­πος τῆς ἀγορᾶς, εἶπε· Ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω. 
Ὁ τρίτος, πιὸ ἀναιδής, ὁ ἄνθρωπος τῶν ἡ­δο­νῶν ποὺ δὲν κάνει χωρὶς αὐτές, εἶπε· Παν­τρεύτη­κα καὶ δὲν μπορῶ νὰ ᾽ρθῶ. 
«Καὶ ἤρξαν­το ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάν­τες» (ἔ.ἀ. 14,18).  
Ἔτσι τὰ χωράφια, τὰ κτήματα, τὰ σπίτια, τὸ ἐμπόριο, τὰ χρήματα, οἱ ἡδονές, οἱ διασκε­δάσεις, οἱ γυναῖκες, οἱ αἰσχροὶ ἔρωτες, ὅλα αὐ­τὰ γίνονται παγίδες, σχοινιὰ τοῦ δι­αβόλου ποὺ δένουν τὶς ψυχές. Λὲς σὲ κάποιο­ν, Ἔλα νὰ κοινω­νήσῃς, καὶ δὲν ἔρχεται. 
Ἔχει τώρα 10 – 15 – 20 χρόνια νὰ μεταλάβῃ· ἄσπρισαν τὰ μαλλιά του, τρίζουν τὰ πόδια του, ὁ χάρος τοῦ σκάβει τὸ λάκκο, κι αὐτὸς τὶς ἅγιες αὐτὲς μέρες δὲν πλη­σιάζει τὰ ἄχραντα μυστήρια. 
Θὰ κάνῃ Χριστούγεννα χωρὶς Χριστό. Τί θλιβερό! Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ σὰν τὴν κλῶσσα. Ἐ­λᾶτε! φωνάζει ὁ Χριστός· οἱ φιλήδονοι κ᾽ οἱ ἄν­θρωποι τοῦ πλούτου, ποὺ ἔχουν θεὸ τὸ χρῆμα καὶ τὴν κοιλιά, δὲν ἔρχονται. 
Ἐλᾶτε λοι­πὸν οἱ ἄλ­λοι. Καὶ ἔρ­χονται. Ποιοί εἶνε, τοὺς εἴ­δατε; Αὐ­τοὶ δὲν ἔ­χουν ἀξιώματα· εἶνε φτωχοί, ἀνάπηροι, ντυμένοι ῥάκη. Κι ἀνοίγει γι᾽ αὐ­τοὺς ἡ πόρτα; Βεβαίως. Ἐὰν γιὰ φτωχοὺς δὲν ἀ­νοίγουν τὰ μέγαρα τοῦ κόσμου τούτου, ἀνοίγουν ὅμως τὰ ἀνάκτορα τοῦ οὐ­ρανοῦ.  
Παραβολι­κὸς εἶνε ὁ λό­γος· ποιός εἶνε ὁ τυφλός, ὁ κουτσός, ὁ ῥακέν­­δυτος; Εἴμαστε ἐ­μεῖς, ποὺ φέρουμε τὰ ῥά­κη τῆς ἁμαρτί­ας. Ἀλ­λά, ἔ­στω κ᾽ ἔτσι, ὁ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ στὴ λατρεία του. 
Ἐλᾶτε λοιπόν, μπο­ροῦμε νὰ προσ­­έλ­θουμε. Ἀλλ᾽ ἂς προσέξου­με τὴν πρόσκλησί του. Ὅταν ἀνοίξῃ ἡ ὡ­ραία πύ­λη καὶ φα­νῇ τὸ φρικτὸ δισκοπότηρο μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, θ᾽ ἀκούσουμε· «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστε­ως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». 
Θέτει ὅρους. Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ κοινωνήσῃ κανεὶς ἐὰν δὲν ἔχῃ μέσα στὴν καρδιά του τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, τὴν πίστι, καὶ περισσότερο τὴν ἀγάπη.   
⃝ Προσέλθετε μὲ φόβο Θεοῦ. Τί θὰ πῇ φόβος Θεοῦ; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, ἂς σκεφτοῦμε δύο πράγματα· τί εἴμαστε ἐμεῖς, καὶ τί εἶνε Ἐ­κεῖνος. 
Τί εἴμαστε ἐμεῖς; Ὅσο ψηλὰ κι ἂν ἀ­νε­βήκαμε, ὅση μόρφωσι κι ἂν ἀποκτήσαμε, εἴ­μαστε σκουλήκια, ἄχυρα, σκόνη, καπνός, ὄ­νειρο ποὺ διαλύεται. Ὁ Ἀ­βραὰμ εἶπε· «Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός», μιὰ χούφτα χῶμα καὶ στάχτη (Γέν. 18,27· νεκρ. ἀκολ.). Ὁ Δαυῒδ ἔλεγε «Ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7). 
Ὁ προφήτης Ἠσαΐας ἔλεγε· Ταλαί­πωρος ἐγώ, «ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχον­τος…» (Ἠσ. 6,5). 
Ὁ Ἰὼβ λέει· «Τίς καθαρὸς ἔσται ἀ­πὸ ῥύπου; ἀλλ᾽ οὐθείς, ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βί­ος αὐτοῦ ἐ­πὶ τῆς γῆς» (Ἰὼβ. 14,4). Ἂς θυμηθοῦμε τὴν αἱμορροοῦσα τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ μὲ φόβο πλησίασε καὶ ἄγγιξε μόνο τὸ ἄκρο τοῦ ἐνδύμα­τος τοῦ Χριστοῦ. 
Ἂς θυμηθοῦμε τὸν ἀπόστο­λο Πέτρο, ποὺ ὅταν ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα τῆς ἁλιείας στὸ πλοῖο του αὐτὸς εἶπε· «Ἔξελθε ἀπ᾽ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε» (Λουκ. 5,8).  
Μὲ τέτοιο φόβο κοινωνοῦσαν τὰ ἄχραντα μυστήρια οἱ ἅγιες ψυχές, ἔτσι ἂς πλησι­άσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Διότι ἂν δὲν ἀγαπήσου­με καὶ δὲν πιστέψουμε Ἐκεῖνον, ματαίως περά­σαμε ἀπ᾽ τὸ φλούδι αὐτῆς τῆς γῆς. 
Ἐκεῖνος εἶ­νε τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα (Ἀπ. 1,8· 21,6· 22,12), ἡ πηγή, τὸ ἄστρο τῆς αὐγῆς, ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει, ὁ καθα­ρώτε­ρος κι ἀπ᾽ τὸ χιόνι, ὁ ἀκατάληπτος, ἐκεῖνος ποὺ τῆς βασιλείας του «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33. Σύμβ. πίστ. 7). Τὸ σκεφθήκαμε; 
Ἐκεῖνος, ποὺ δὲν τὸν χωροῦν οἱ οὐρανοί, χωράει στὴν καρδιὰ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ! Ἀνοῖξτε τὶς πύλες τῆς καρδιᾶς νὰ εἰσ­έλθῃ «ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης» (Ψαλμ. 23,7-10). Αὐτὸς θέλει νὰ κάνῃ τὴν καρδιά σου ἀνάκτορο. Σκέψου· εἶνε «πῦρ καταναλίσκον» (Δευτ. 4,24· 9,3. Ἑβρ. 12,29). Ἂν εἶ­σαι χρυσάφι, ἡ φωτιὰ θὰ σὲ καθα­ρίσῃ· ἂν ὅ­μως εἶσαι ἄχυρο, τότε θὰ καῇς.  
 ⃝ Προσέλθετε, ἀκόμη, μὲ πίστι. Ποιά πίστι; Ὄ­χι τὴ γενικὴ πίστι ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ἀλλὰ τὴν εἰδικὴ πίστι, τὴν πίστι στὸ μέγα τοῦτο μυστήριο.  
Τί νὰ πιστεύῃς ὅταν πλησιάζῃς τὰ ἅγια μυστήρια· ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶνε μέσ᾽ στὸ δισκοπό­τηρο δὲν εἶνε κρασί, εἶνε αἷμα, τὸ αἷμα τοῦ Χρι­στοῦ μας· δὲν εἶνε ψωμί, εἶνε τὸ σῶμα ἐ­κεῖνο τὸ ἄχραντο ποὺ ἐκήδευσε ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀ­πὸ Ἀ­ριμαθαίας, κι ὅτι τὸ δορυφοροῦν ἄγγελοι. 
Ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, μὴν πλη­σιάσῃς, μὴ γίνῃς θεομπαίχτης. 
―Μὰ πῶς γίνεται αὐτό; τὰ μάτια μου βλέπουν κρασὶ καὶ ψωμί… Ὦ ἄνθρωπε, ρω­τᾷς «πῶς»; 
Κ᾽ ἐγὼ σὲ ρωτῶ· πῶς τὸ αἷ­μα ἀπ᾽ τὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας γίνεται γάλα στὸ μαστό; πῶς τὸ κάρβουνο στὰ σπλάχνα τῆς γῆς γίνεται διαμάντι; 
Ὁ Θεὸς «ὁ ποιῶν θαυμάσια (μό­νος)» (Ψαλμ. 76,15), αὐτὸς κάνει καὶ τὸ μέγα τοῦτο θαῦ­μα. Θυ­μᾶμαι τὴν ἀγράμματη γιαγιά μου στὸ μι­κρό μου χωριὸ ποὺ μοῦ ἔλεγε· Πήγαινε, παιδάκι μου, νὰ πάρῃς σήμερα τὸ διαμάντι! 
Νὰ προσ­έλθῃς ἀκόμα μὲ τὴν πίστι, ὅτι μία σταλαγματιὰ – ἕνα ἠλεκτρόνιο ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ φτάνει νὰ πλύνῃ ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Πόσες εἶνε οἱ ἁμαρτίες σου; Ὅσες κι ἂν εἶνε, τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ φτάνει νὰ τὶς ἐξαλείψῃ. Αὐτὸ «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω. 1,7). 
Πίστευε ἀκόμη, ὅτι τὴν ὥρα ποὺ κοινωνεῖς ἔρχεσαι σὲ μυστικὴ ἐπαφή, ἑνώνεσαι μὲ τὸν Κύριο, θεοῦσαι· γίνεται μυστικὴ θέωσις.  
 ⃝ «Προσέλθετε» λοιπὸν μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ πίστι, κι ἀκόμη μὲ ἀγάπη. Ποιά ἀγάπη; Ὄχι τὴν εὐτελῆ ἀγάπη, τὸ κίβδηλο ἐκεῖνο νόμισμα· ὄχι τὰ μάταια κομπλιμέντα, ποὺ μπροστά σου ὁ ἄλλος σοῦ λέει «σὲ ἀγα­πῶ» ἀλλὰ πίσω σου σοῦ σκάβει τὸ λάκκο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὴ γνησία καὶ ἀκίβδηλη καὶ ἄδολη. Τί εἶνε ἡ ἀγάπη; Μία κλῖμαξ οὐρανοδρόμος. Ἐμπρός, χωλοὶ καὶ τυφλοί, ἀνεβαίνετε τὰ θεῖα αὐτὰ σκαλοπάτια. Μιὰ τέτοια σκάλα εἶ­δε κ᾽ ἕ­νας ἅγιος, ὁ Δανιὴλ ὁ Στυλίτης (γιορτάζει στὶς 11 Δεκεμβρίου), καὶ ἄκουσε μιὰ χειμωνιάτικη νύχτα τὴ φωνή· 
–Ἀνέβαινε, Δανι­ήλ, ἔλα πρὸς ἐμένα. 
–Μὰ πῶς, Κύριε; δὲ μπο­ρῶ. Καὶ τότε φτερὰ ἀγγέλων τὸν βοήθησαν κι ἄρχισε ν᾽ ἀ­νεβαίνῃ ἐλαφρὰ – ἐλαφρά. Μπρὸς ἀνεβαίνετε! Ἂν δὲν ἀνεβῆτε τὰ σκαλοπάτια τῆς ἀγάπης, μὴν πλησιάσετε τὸ μυστήριο. Τρία σκαλοπάτια σᾶς δείχνω. Τὸ πρῶτο γράφει· ἡ ἀγάπη δὲν κάνει καμμιά ἀδικία. 
Τὸ δεύτερο· ἡ ἀ­γάπη ὄχι μόνο δὲν ἀδικεῖ ἀλλὰ καὶ σκορπάει – δίνει τὶς δωρεές της στοὺς ἄλλους. 
Καὶ τὸ τρί­το, ποὺ εἶνε γιὰ τὶς μεγάλες ψυχές, εἶνε τὸ σκα­­λὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34), καὶ σ᾽ αὐτὸ γράφει· ὄχι μόνο νὰ μὴν ἀδικῇς, ὄχι μόνο νὰ δίνῃς τὰ ἀγαθά σου, ἀλλὰ καὶ νὰ συγχωρῇς καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐχθρό σου.

* * *

Ἀδελφοί μου, αὐτὰ τὰ τρία νὰ ἔχουμε· φόβο Θεοῦ, πίστι ἀκράδαντη, καὶ τὴν ἀγάπη τὴν κο­ρυφαία ἀρετή. 
Μ᾽ αὐτὰ ἂς κάνουμε φτεροῦ­γες ἀετοῦ κι ἂς πλησιάσουμε στὰ ἅγια μυστήρια. Κάποτε ὁ μέγας Ναπολέων κάλεσε τοὺς ἀ­ξιωματικοὺς τοῦ ἐπιτελείου του καὶ τοὺς ρώτησε· Πέστε μου, ποιά ἦταν ἡ εὐτυχέστερη στι­γμὴ τῆς ζωῆς σας; 
Ὁ ἕνας εἶπε· Ὅταν μπῆκα στὴ σχολὴ τῶν εὐελπίδων. 
Ὁ ἄλλος· Ὅταν μοῦ ἔδωσαν τὸ ξίφος τοῦ ἀξιωματικοῦ. 
Ὁ τρίτος· Ὅταν πῆρα τὸ πρῶτο παράσημο ἀνδρείας. 
Ὁ τέταρτος· Ὅταν μετὰ τὸν πόλεμο γύρι­σα στὸ σπίτι μου. 
Ὁ πέμπτος· Ὅταν ἀρραβωνιάστηκα. Καὶ οὕτω καθεξῆς. 
Τέλος ὁ Ναπολέων λέει· Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ποιά ἦταν καὶ γιὰ μένα ἡ εὐτυχέστερη στιγμὴ τῆς ζωῆς μου; 
Τοῦ ἀπαρίθμησαν δέκα – δεκαπέντε περιπτώσεις. Ὄχι, τοὺς λέει· ἡ ὡραιότερη στιγμὴ τῆς ζωῆς μου ἦταν ὅταν μικρὸ παιδάκι μὲ πῆ­ρε ἡ μάνα μου καὶ μὲ πῆγε στὴν ἐκκλησία καὶ ἔλαβα γιὰ πρώτη φορὰ τὴ θεία κοινωνία.  
Αὐτὴ εἶνε ἡ ὡραιότερη στιγμή. Μὴ μοῦ μι­λᾶ­τε γιὰ τίποτε ἄλλο. Ὦ θεία κοινωνία, ὦ φτερὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὦ Ἰησοῦ Χριστὲ παμβασιλεῦ τοῦ κόσμου, ἀξίωσέ μας νὰ κοινωνήσουμε τὰ ἄχραν­­τα μυστήρια μὲ φόβο Θεοῦ, πίστι καὶ ἀγάπη, γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας σου· ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Δανιὴλ Βοτανικοῦ – Ἀθῆναι τὴν 11-12-1960. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 11-12-2011.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 18β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

ΕΛΑΤΕ ΣΤΟ ΔΕΙΠΝΟ

Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά (Προπατόρων). Μακριά οι προφάσεις!

Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά. Των Αγίων Προπατόρων!!!  (Λουκ. ιδ΄ 16-24) (Κολ. γ΄ 4-11) Το Δείπνο της θεϊκής αγάπης

Κλικ στις ιστοσελίδες μας: Αρμενιστής, Εμείς και η Κοινωνία μας, Γιάννης Αργυρός Σαντορίνη