Σελίδες

Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Άγιος Κήρυκος και η μητέρα του Αγία Ιουλίττα +15 Ιουλίου

 Εισαγωγικά.Πολλά παιδιά βασανίζονται και σκοτώνονται σ’ όλες τις εποχές. Εκείνα που πεθαίνουν εξαιτίας της πίστης τους στο Θεό, τα τιμάμε ως αγίους  τα λέμε “παιδομάρτυρες”, δηλ. “παιδιά μάρτυρες”. Α.Παιδομάρτυρες των πρώτων αιώνων, είναι οι: Άγιος  Κήρυκος  που ήταν τριών ετών,   Άγιος  Ταρσήλιος  που ήταν δώδεκα, Αγία Μαρίνα που ήταν δεκατέσσερα και πολύ άλλοι.
Β.Παιδομάρτυρες της εποχής της Τουρκοκρατίας είναι:
Η Αγία Ειρήνη απ’ τη Μυτιλήνη μαρτύρησε δώδεκα ετών το χίλια τετρακόσια εξήντα τρία.
Ο Άγιος Γεώργιος στην Κωνσταντινούπολη δεκαπέντε ετών, το χίλια πεντακόσια δεκαπέντε,
ο Άγιος Μακάριος απ’ τη Χίο αποκεφαλίστηκε, δεκαοκτώ ετών το χίλια
πεντακόσια ενενήντα,
ο Άγιος Θεόφιλος από την Ζάκυνθο, δεκαοχτώ ετών τον έκαψαν ζωντανό,
ο Άγιος Μάρκος από την Κρήτη, δεκαπέντε ετών απεκεφαλίστηκε,
ο Άγιος Ιωάννης απ’ τη Θάσο, και αυτός απεκεφαλίστηκε, δεκατεσσάρων ετών,
ο Άγιος Δημήτριος απ’ τη Φιλαδέλφεια, λιθοβολήθηκε και τον σκότωσαν με τις πέτρες δεκατριών ετών παιδάκι, επειδή φώναζε «δε θέλω να γίνω Τούρκος, θέλω να μείνω χριστιανός, όπως ο μπαμπάς μου και η μαμά μου»,
ο Άγιος Νικόλαος από το Καρπενήσι, του ’κόψαν το κεφάλι και αυτουνού, δεκαπέντε ετών,
ο Άγιος Νικήτας από την Ρόδο, βασανίστηκε και πέθανε δεκαέξι ετών,
η Αγία Κυράνα από την Θεσσαλονίκη, βασανίστηκε δεκαπέντε ετών,
η Αγία Ακυλίνη από Ζαγκλιβέρι, μαστιγώθηκε μέχρι θανάτου δεκαοχτώ ετών, το χίλια επτακόσια εξήντα τέσσερα,
ο Άγιος Μιχαήλ απ’ τα Βουρλά, τον αποκεφάλισαν δεκαοχτώ ετών,
Ο  Άγιος Ιωάννης  από την Μονεμβασία, τον σφάξανε δεκαπέντε ετών,
Ο  Άγιος  Πολύδωρος  απ’ την Κύπρο (τον κρέμασαν δεκαπέντε ετών), 
ο  Άγιος  Ιωάννης  απ’ την Θεσσαλονίκη, τον έσφαξαν δεκαπέντε ετών, το χίλια εφτακόσια ενενήντα πέντε,
ο Άγιος Κωνσταντίνος από την Ύδρα βασανίστηκε δεκαοκτώ ετών, 
ο Άγιος Χριστόδουλος απ’ τη Μακεδονία, τον αποκεφάλισαν δεκατεσσάρων ετών το χίλια οκτακόσια εξήντα,
η Αγία Αναστασία απεκεφαλίσθη δεκαπέντε ετών το χίλια οκτακόσια δέκα,
και τον Άγιο Παναγιώτη που τον απεκεφάλισαν δεκαοκτώ ετών στο Βόλο.


Η εκκλησία μας τιμά την ήμερα αυτή ένα νήπιο τριών χρονών! Ναι, έναν άγιο, που αγίασε στην νηπιακή ηλικία του («Νηπιάζοντι σώματι και τελειοτάτω Μάρτυς φρονήματι, τον άρχέκακον κατέβαλες…», ψάλλει στον “Ορθρον ή Εκκλησία).
Πρόκειται για τον “Αγιο Μάρτυρα Κήρυκο, που συνεορτάζεται με την επίσης Αγία Μητέρα του Ίουλίττα. Κι όταν γιορτάζει η Εκκλησία έναν “Αγιο, δεν είναι μόνον για να τιμήσει την μνήμη του, οΰτε μόνο για να παρακαλέσει όπως μεσιτεύσει στην ‘Αγία Τριάδα υπέρ όλου του κόσμου, υπέρ νεκρών και ζώντων. Ή εορτή έχει επίσης σκοπόν να προβάλει στους πιστούς ένα υπόδειγμα βίου, ένα πρότυπο ζωής. Γι’αυτό μας υπενθυμίζει τον Βίο και την Πολιτεία του και μας παρακινεί στην μίμησή του, αφού πρότυπο όλων των Αγίων είναι και ήταν πάντοτε ό Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.
«Δεύτε και θεάσασθε άπαντες ξένον θέαμα και παράδοξον. Τις έώρακε νήπιον, τριετή όντα, τύραννον αίσχύναντα;».
Αυτή είναι η αρχή από το Δοξαστικόν (του Εσπερινού) για τον “Αγιο Κήρυκο και σε σύγχρονη γλώσσα θέλει να πει:
«Ελάτε να δήτε ένα παράδοξο καί ασυνήθιστο θέαμα. Ποιος είδε ένα νήπιο τριών χρονών να ντροπιάζη τύραννο;».
Και είναι αλήθεια ότι το μικρό νήπιο μπόρεσε να ντροπιάση τον Ρωμαίο Τύραννο της Ταρσού με την πίστη του στον Χριστό. Καλύτερα όμως να δοϋμε τι γράφει το Συναξάρι του αγιασμένου αύτοΰ ζευγαριού — μητέρας και παιδιού — που αρχίζει με τους στίχους:
«Ίουλίττα σύναθλος υίώ Κηρύκω η λαιμότμητος τω κάραν τεθλασμένω…».
Σέ σημερινή άπόδοσι σημαίνει:
«Ή Ίουλίττα υπήρξε συναθλήτρια με τον γιο της Κήρυκο, εκείνη, πού της έκοψαν τον λαιμό, με εκείνον, πού του έσπασαν το κρανίο του…».
Γράφει λοιπόν το Συναξάρι (βιογραφία) ότι ή Αγία Ίουλίττα καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς “Ασίας και έζησε στην εποχή του αυτοκράτορας Διοκλητιανου, πού ήταν μεγάλος διώκτης των Χριστιανών, γύρω στο τέλος του τρίτου αιώνος. Επειδή όμως γίνονταν φοβεροί διωγμοί εναντίον εκείνων, πού πίστευαν στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, πήρε το γιο της Κήρυκο, πού ήταν τότε τριών χρονών και πήγε για περισσότερη ασφάλεια στην πόλι Σελεύκεια. “Αλλά κι’ έκεί τα ίδια και χειρότερα γίνονταν είς βάρος των πιστών. Φυλακίσεις, βασανιστήρια, θανατώσεις τρομερές, κατασχέσεις και άλλα φρικτά και απαίσια. Οι Χριστιανοί αναγκάζονταν να κρύβωνται και να συναντιούνται μυστικά, για να τελέσουν την θεία Λειτουργία (ενώ σήμερα, πού γίνεται ελεύθερα παντού, πολλοί Χριστιανοί αδιαφορούν και δεν πηγαίνουν να προσευχηθούν μαζί και να κοινωνήσουν τα θεια και άχραντα Μυστήρια…). “Ετσι αναγκάστηκε να φύγη κι από κεί και να πάη στην Ταρσό της Κιλικίας, πού βρίσκεται και αυτή στην Μ. Ασία.
Την πόλι εκείνη την διοικούσε τότε ένας πολύ σκληρός και άγριος ηγεμόνας, πού τον έλεγαν Αλέξανδρο. Και ήταν φοβερός και μαυρόψυχος για τους Χριστιανούς, πού τους κυνηγούσε μέρα και νύχτα και τους δίκαζε ό ίδιος με αυστηρότητα και μεγάλη εχθρότητα. Τους βασάνιζε με μύριους τρόπους και προσπαθούσε να τους άναγκάση να αρνηθούν τον Χριστό.
Μια μέρα οί στρατιώτες του συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς και την Ιουλίττα με τον μικρό γιο στην αγκαλιά και τους παρουσίασαν στον Αλέξανδρο. Εκείνος διέταξε αμέσως να τους ρίξουν όλους στα υπόγεια των φυλακών και να τους βασανίσουν, μέχρι πού ν’ αρνηθούν τον Κύριο και να προσκυνήσουν τα είδωλα. Καθώς κοίταγε όμως τους αλυσοδεμένους Χριστιανούς, του έκανε έντύπωσι ή νεαρή Ιουλίττα, με τον Κήρυκο στην αγκαλιά. Γι’ αυτό και την άλλη μέρα, πού κάθισε στον δικαστικό θρόνο για να κρίνη τους συλληφθέντες, θέλησε να έκμεταλλευθή την μητρική άγάπη της Ίουλίττας.
— Φέρτε μου αυτήν με το παιδί, διέταξε.
Αμέσως έτρεξαν οι φρουροί και ώδήγησαν μπροστά του την πιστή Ίουλίττα, πού κρατούσε πάντα τον Κήρυκο στην αγκαλιά της. Ηταν άγρυπνη, ταλαιπωρημένη, κουρελιασμένη καϊ αίματωμένη από τους ξυλοδαρμούς και τα αλλά βασανιστήρια. Το θάρρος της όμως παρέμενε άκμαίο και ή πίστη της φλογερή και αδάμαστη.
Ό τύραννος της μίλησε φιλικά και ήρεμα, για νά τήν καλοπιάση και να της άλλάξη την γνώμη. Να την συγκίνηση και να την κάνη να λυπηθή το παιδί της και να θυσιάση στα είδωλα.
— Είναι κρίμα να χαθήτε και οι δυο σας, είπε. Γιατί, αν δεν προσκυνήσετε τον αυτοκράτορα και τα είδωλα, σας περιμένουν πολλά βασανιστήρια και φοβερός θάνατος.
— Δεν είναι κρίμα, καθώς λες Αρχοντα της Ταρσου, να ύποφέρη κανείς και να θανατώνεται για την αγάπη, του αληθινού Θεού, που είναι ό Χριστός και όχι τα άψυχα είδωλα σας. Αντίθετα είναι τιμή μεγάλη και ευτυχία αιώνια. Μη προσπαθής να μου άλλάξης την γνώμη. Ή πίστις μου αξίζει πιο πολύ απ όλα και από την ίδια την ζωή.
Ό  Αλέξανδρος θαύμασε το θάρρος της βασανισμένης Ίουλίττας, αλλά και θύμωσε ταυτόχρονα για την άρνησή της. ΄Εμεινε για μια στιγμή συλλογισμένος και ύστερα πήρε ξαφνικά στην αγκαλιά του τον μικρό Κήρυκο, με σκοπό να τον προσελκύση με το μέρος του και με τον τρόπο αυτό να λυγίση την αποφασιστικότητα της μητέρας του.
— Και καλά εσύ, είπε πάλι με συγκρατημένη οργή ό Αλέξανδρος, μπορεί να θέλης να βασανισθής και να πεθάνης. Το αθώο αυτό παιδί, ό γιος σου ό μονάκριβος, γιατί να χαθή άδικα; “Ε; Τί λες κι’ εσύ μικρέ μου; θέλεις να πεθάνης για τον Χριστό;
Ό Κήρυκος όλη αυτήν την ώρα, πού τον κρατούσε στα χέρια του ό ηγεμόνας, του είχε γυρίσει το πρόσωπο και κοίταζε συνεχώς την μητέρα του, ψιθυρίζοντας αδιάκοπα το όνομα του Χρίστου.
— Χριστέ μου, έλέησον! Χριστέ μου, έλέησον!
Γιατί ή πιστή μητέρα του, σαν όλες τις αληθινές Χριστιανές, είχε συμβουλέψει τον μικρό Κήρυκο ν’ αγαπά με όλη του την καρδιά τον Κύριο και ποτέ, μα ποτέ, να μη τον άρνηθή. Ακόμα τον είχε διδάξει σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής του να προσεύχεται θερμά καϊ να επικαλείται το όνομα του Κυρίου Ίησου Χρίστου. (Αύτη είναι ή παντοδύναμη έπίκλησι «Κύριε Ίησου Χριστέ, Υιέ του θεού, έλέησον με», ή γνωστή με το όνομα «νοερά η καρδιακή προσευχή», πού γίνεται με την καρδιά κι όχι με το στόμα και είναι από τα πιο ισχυρά πνευματικά όπλα του Χριστιανού).
— Λοιπόν; Δεν μιλάς, μικρέ; ξαναρώτησε ό Αλέξανδρος.
Και τότε, ό τρίχρονος Κήρυκος, πού καταλάβαινε ολην αυτήν την δραματική σύγκρουση για την πίστη, ανάμεσα στα δαιμόνια των ειδώλων και την χάρη του Κυρίου, έσφιξε τις μικρές γροθιές του και με όλη του την δύναμι κλώτσησε στην κοιλιά τον ηγεμόνα, για να του δείξη ποιά ήταν ή άπάντηση του. Εκείνος όργίσθηκε φοβερά, εξαγριώθηκε κι’ όπως κρατούσε τον μικρό Κήρυκο στα χέρια τον πέταξε με μανία πάνω στα μαρμαρένια σκαλιά του θρόνου του. Τόσο ισχυρή ήταν ή πτώση, πού το κρανίο του παιδιού τσακίστηκε κι έβαψε με το αίμα του τα σκαλιά του τυράννου, ενώ την ίδια στιγμή οί άγγελοι επήραν την άγια ψυχή του και την οδήγησαν στον Κύριο των Δυνάμεων, από τον όποιον έλαβε και τον δοξασμένο στέφανο του Αγίου Μάρτυρος της Πίστεως.
— Δόξα σε Σένα, Κύριε, φώναξε με άγαλλίαση ή Ίουλίττα. Σ’ ευχαριστώ πού πήρες το παιδί μου κοντά Σου!
Αξίωσε με να ‘ρθώ κι’ εγώ στην αιώνια βασιλεία Σου!
Ή καλή μητέρα δεν κλονίστηκε από την τραγική αύτη σκηνή, πού είδε με τα μάτια της και ήταν ευχαριστημένη και υπερήφανη, πού το παιδί της δεν αρνήθηκε τον Χριστό, άλλα κέρδισε την αιώνια ευτυχία. Αντίθετα ό  Αλέξανδρος ταράχτηκε πολύ και ένοιωσε ταπεινωμένος και ντροπιασμένος, πού ένα νήπιο τριών χρονών τον περιφρόνησε τόσο και αυτόν και την εξουσία του. 
Διέταξε λοιπόν να πάρουν την Ίουλίττα στις φυλακές και να την βασανίσουν και πάλι, χωρίς κανένα έλεος.
— Πάρτε την! Βασανίστε την! ούρλιαξε ό ηγεμόνας.
Κι όπως την έσερναν οι φρουροί, εκείνη φώναζε δυνατά:
— Χριστιανή είμαι! Χριστιανή ! Και ποτέ δεν θ’ αρνηθώ τον Κύριο μου Ίησού Χριστό, τον αληθινό Θεό!
Της έκαναν πολλά βασανιστήρια και μαρτύρια οι δήμιοι των φυλακών. Εκείνη όμως έμεινε πιστή «άχρι θανάτου» και ούτε μια φορά δεν λύγισε. Στό τέλος, με διαταγή του Αλεξάνδρου, την αποκεφάλισαν και ή μαρτυρική και Άγια μητέρα του Αγίου Κηρύκου παρέδωσε την ψυχή της στον ΘΕΟ, που την στεφάνωσε κι’ εκείνη με το αμάραντο στεφάνι της Άγιας Μάρτυρος. Ηταν το έτος 269, μήνας Ιούλιος, ακριβώς ή δεκάτη πέμπτη ημέρα του μηνός.
Πηγή το βιβλίο του Π.Μ.Σωτήρχου ”ΠΑΙΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ”
Εκδόσεις ”Ορθοδόξου Τύπου”/orthodoxigynaika
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: 

Ο Άγιος Κήρυκος στις σελίδες του Παπαδιαμάντη…




Του Αγίου Κηρύκου και της Αγίας Ιουλίττης αύριο και να πως τους μνημονεύει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο μυθιστόρημά του «Στο Χριστό στο κάστρο» (1892):

«Ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημενον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς της αρίστης Βυζαντινής τέχνης εικόνας του… 
Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσίων και Ομολογητών. 
Ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τω Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. 
Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τας περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγόν τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και ορών, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην. 
Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβήνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν’ αποσπάση από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, και εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του. 
Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδιον, κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της Άγιας Ιουλιττης. 
Δία δώρων και θυσιών εζήτει ο διώκτης Αλέξανδρος να ελκύση το παιδόον, και δια του παιδιού την μητέρα. 
Αλλ’ ο παίς, καλών την μητέρα του και υποψελλίζων του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον τύραννον κατά πρόσωπον, και εκείνος εξαγριωθείς εκρήμνισε το παιδίον από της μαρμαρίνης κλίμακος, όπου συνέτριψε το τρυφερόν και διά στεφάνους πλασθέν κρανίον…».