Σελίδες

Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

Κυριακή Γ΄ Ματθαίου. Μεγάλα τα διδάγματα της Ευαγγελικής περικοπής!!!

ΜΑΤΙΑ-ΠΙΣΤΙ-ΝΟΥΣ
«Ὁ λύχνος τοῦ σώματος ἐστιν ὁ ὀφθαλμός»(Ματθ. 6,22)
Κυριακὴ Γ΄ Ματθαίου (Ματθ. 6,22-33)
«Σε συμβουλευω ν᾿ αγορασης κολλυριο!» (Ἀπ. 3,18) 
«Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται» (Ματθ. 6,22)
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα ἐξαιρετικὸ δῶρο, μία ἀκτίνα τοῦ παν­σόφου
Δημιουργοῦ. Δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴ δυνατότητα νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν ἀρχικὴ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «Πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κα­τακυ­ριεύσατε αὐτῆς» (Γέν. 1,28). Καὶ πράγματι, ὁ ἄνθρω­πος κυριαρχεῖ ὅλο καὶ πιὸ βαθειὰ πάνω στὴ φύσι· παρουσιάζει τέτοιες κατακτήσεις πού, ἂν τὶς ἔβλεπαν οἱ ἄνθρω­ποι τῆς ἐποχῆς τοῦ λίθου θὰ ἔλεγαν κατάπληκτοι· «Ἐ­­σεῖς εἶστε μικροὶ θεοί!». «Ἐγὼ εἶ­πα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες» (Ψαλμ. 81,6). Θεὸς ὁ ἄνθρωπος!
Ἀλλ᾿ αἴφνης –ἀλλοίμονο!– ἡ σκηνὴ ἀλλάζει· βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο νὰ φτάνῃ σὲ ἀδιέξοδο. Μόλις ἀφήνει τὰ ἐπιστημονικὰ ἐργα­στήρια κι ἀρχίζει νὰ ἐξετάζῃ ὄχι πλέον τὶς σχέσεις τῶν μορίων τῆς ὕλης, ἀλλὰ τὶς σχέσεις τῶν ἀν­θρώπων μεταξύ τους, τότε χάνει τὸ φῶς του, βυ­θί­ζεται σὲ σκοτάδι, συγκρούεται μὲ τοὺς ἄλ­λους.
Δὲ βλέπετε; Προηγήθησαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι καὶ τόσοι τοπικοί, καὶ θὰ ἔπρεπε ἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ πικρὰ πεῖρα νὰ ἀποστρέφεται κάθε πολεμικὴ ἐπιχείρησι· ἐν τούτοις νέες φλόγες πολέμου ἀνάβουν, νέα θύματα θρηνοῦνται· καὶ οἱ ἐξοπλισμοὶ ἐντείνονται.
Ταλαίπωρη ἀνθρωπότης! Τὰ παιδιά σου ἀ­νακάλυψαν πῶς συμβιώνουν τὰ μόρια τῆς ὕ­λης, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν τὸν τρόπο τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως τῶν λαῶν. Γι᾿ αὐ­τοὺς τοὺς σοφοὺς τοῦ αἰῶνος μας, ποὺ περι­έπλεξαν καὶ τὰ πιὸ ἁπλᾶ ζητήματα, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶ­ναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν» (῾Ρωμ. 1,21-22).
Πῶς συμβαίνει αὐτό; Γιατί τόσο φῶς ἐκεῖ, τόσο σκοτάδι ἐδῶ; Στὸ ἐρώτημα ὑπάρχει ἀ­πάντησις, ἀλλὰ πόσοι τὴν προσέχουν; Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ μυστικὸ κλειδὶ ποὺ λύνει τὰ προβλήματα. Ἡ ἀπάντησι βρίσκεται στὸν στίχο 22, κεφάλαιο 6 τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Εἶπεν ὁ Κύριος· «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται» (Ματθ. 6,22).
Κύριε, βοήθησέ μας στὸν στίχο αὐτὸν νὰ κάνουμε μία μικρὴ ἀνάλυσι.

* * *

Γιὰ νὰ δοῦμε κάτι, ἀγαπητοί μου, χρειαζόμα­στε δύο πράγματα, φῶς καὶ μάτια. Τὸ φῶς ἔ­χει βαθμῖδες· ἀπὸ τὸ φῶς μιᾶς πυγο­λαμπίδας μέχρι τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, πόση δι­αφορά! Ποιός δὲν προτιμᾷ τὸν ἥλιο; Ἀλλὰ καὶ ποιός μέσ᾽ στὸ σκοτάδι δὲν θὰ ἤθελε νά ᾽χῃ ἕνα κερὶ γιὰ νὰ δῇ ποῦ βρίσκεται; Οὔτε ὅμως τὸ κερὶ οὔτε οἱ ἠ­λεκτρικὲς λάμπες οὔτε οἱ φάροι οὔτε οἱ προβολεῖς οὔτε κι αὐτὸς ὁ ἥλιος δὲν πρόκειται νὰ μᾶς χρησιμεύσουν, ἂν ἐμεῖς δὲν ἔχουμε μάτια, ἤ, ἂν ἔχουμε μὲν μάτια, ἀλλ᾽ αὐτὰ ἔχουν ὑποστῆ ὀργανικὲς βλάβες ἀπὸ ὀφθαλμικὲς παθή­σεις. Οἱ τυφλοὶ δὲ βλέπουν οὔτε τὸ μεσημέρι.
Φῶς καὶ μάτια χρειάζεται τὸ σῶμα, γιὰ νὰ δῇ τὸν φυσικὸ κόσμο. Ἀλλὰ φῶς καὶ μάτια χρειά­ζεται καὶ ἡ ψυχή, γιὰ νὰ δῇ τὸν δικό της κόσμο.
Καὶ φῶς μὲν πνευματικό, δόξα τῷ Θεῷ, ὑ­πάρχει. Δὲν εἶνε ἁπλὸ φῶς, εἶνε ἥλιος ὁλόκλη­­ρος· εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός! Ἐμ­πρὸς στὸ δικό του φῶς πόσο ἀσθενικὰ καὶ ὠ­χρὰ εἶ­νε τὰ φῶτα τῶν διαφόρων σοφῶν! Κύριε, ἄδυτε ἥλιε, «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Δοξολ.)!
Ἀλλ᾿ ὅπως τὸ σῶμα γιὰ νὰ δῇ ἔχει ἀνάγκη ἀ­πὸ ὑγιῆ μάτια, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, γιὰ νὰ δῇ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ διακρίνῃ καὶ ν᾽ ἀπολαύσῃ τὴν ἀ­­λήθεια, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ὑγιῆ ἐσωτερικὴ ὅρασι· καὶ ἡ ὅρασις αὐτή, μὲ τὴν ὁποία βλέπει ἡ ψυ­χή, εἶνε ὁ νοῦς. Αὐτὸς εἶνε ὁ ὀφθαλμός, ὁ «λύ­χνος» τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου. Εἶνε ὑγιὴς ὁ νοῦς μας, καθαρὸς δηλαδὴ ἀπὸ πάθη, πλάνες, προκαταλήψεις; τότε ἡ ψυχὴ βλέπει, θαυ­μάζει τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ἀγάλλεται. Δὲν εἶνε ὑ­γιὴς ὁ νοῦς μας; εἶνε δηλαδὴ ὑποδουλω­μένος σὲ πάθη καὶ κακίες; τότε ἡ ψυχὴ ζῇ καὶ κυλιέται σὲ σκοτάδια· «ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου», ὁ σατανᾶς, «ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 4,4).

* * *

«Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός». Μεγάλο τὸ δίδαγμα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ ῥητὸ αὐτό. Τὰ πάθη, στὰ ὁποῖα δουλεύει ὁ ἄνθρωπος, σὰν μαῦρα σύννεφα, σκοτίζουν τὴν πνευ­ματική του ὅρασι· καὶ ἔτσι ἐξηγεῖται, γιατί ὁ μεγάλος ἐπιστήμων, ποὺ λύ­νει γρήγορα προβλήματα ἀλγέβρας, δὲν μπορεῖ νὰ λύσῃ ἕνα στοιχειῶδες πρόβλη­μα ἠθικῆς στὴ ζωή του.
Ἐγκατέλειψε τὴν οἰκογένειά του, ζῇ παράνομα μὲ μιὰ παλλακίδα. Ὅλοι γελοῦν εἰς βάρος του, τοῦ φωνάζουν «Διῶξε την». Μὰ αὐτὸς οὔτε ἀκούει οὔτε βλέπει. Τυφλώθη­κε ὁ ἄ­θλιος ἀπ᾽ τὸ πάθος καὶ σὰν τὸν Οἰδίπο­δα κατέστρεψε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια τὴν πνευμα­τική του ὅ­ρασι. Ἀντὶ ὁ νοῦς νὰ ῥυ­θμίζῃ τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὴ λογική, τὸ πάθος ὑπέταξε τὸ νοῦ καὶ τὸν ἀναγκάζει τώρα νὰ γίνῃ συνήγορός του. Ὅπως ὁ ῥαδιο­φωνι­κὸς σταθμὸς μιᾶς ἐλεύθερης χώρας, ὅ­ταν κα­ταληφθῇ ἀπὸ βαρβάρους, γίνεται πλέ­ον ὄργανο τῶν κατακτητῶν καὶ ὁ­μιλεῖ ἐναν­τίον τῆς πα­τρίδος, ἔτσι καὶ ἡ διάνοια· ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς καταληφθῇ ἀπὸ τὰ βαρβαρικά, τὰ τιτανικὰ πάθη, χάνει πλέον τὴν ἀνεξαρτησία τῆς κρίσεως καὶ γίνεται ὁ ἐλεεινὸς συνήγορος τῶν ἰδιοτροπιῶν τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ διάνοια τοῦ ἐμπαθοῦς εἶνε τυφλή. Ἡ κακία ἔσβησε τὸ λυχνάρι, κατήργησε τὴ λογική. Ὁ νοῦς βυθίστηκε στὸ σκοτάδι, λέει ὅ,τι ὑπαγορεύει ἡ ἁμαρτωλὴ καρδιά.
Ἕνας κήρυκας προσπαθοῦσε νὰ πείσῃ κάποιον ποὺ εἶχε τυφλωθῆ ἀπὸ τὸ χρυσάφι, ὅτι ὑ­πάρχει καὶ ὁ κόσμος τοῦ πνεύμα­τος. Ὁ φιλάρ­γυρος ἀ­παντοῦ­σε «Δὲν πιστεύω». Ὁ κήρυκας χάραξε σ᾽ ἕ­να χαρ­τὶ ἕνα μικρὸ κύκλο καὶ μέσα ἔ­γραψε μὲ κεφαλαῖα «ΘΕΟΣ». –Τί βλέπεις; τὸν ρω­τάει. –Τὴ λέξι «ΘΕΟΣ», ἀπαντᾷ ἐκεῖ­νος. Τότε ὁ κήρυκας πάνω στὸν κύκλο το­ποθετεῖ μία λίρα, ποὺ τὸν κάλυψε ὅλον. –Τί βλέπεις τώρα; τὸν ρω­τάει. –Δὲν βλέπω τίποτε ἄλ­λο παρὰ τὴ λίρα! Νά μιὰ εἰκόνα τοῦ κόσμου ποὺ τυφλώ­θηκε ἀπὸ τὸ μαμωνᾶ ἢ ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο πάθος. Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ὡς δικαιοσύνη, ὡς ἀ­λήθεια, ὡς ἀγάπη εἶνε γραμμένο παντοῦ· ἀλλὰ παρεμ­βάλλεται κάποιο νόμισμα, κάποια κακία, ὁ νοῦς μας σκοτίζεται καὶ τότε δὲν βλέπουμε τίποτε.

* * *

Ἂς ἀφαιρέσουμε, ἀδελφοί, τὰ ἐμπόδια, ἂς νεκρώσουμε τὰ πάθη, καὶ τότε θὰ δοῦμε τὴν ἀ­­λήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ λάμπῃ. Τὰ μάτια τῆς ψυ­χῆς, καθαρὰ ἀπὸ τὴν τσίμπλα τῆς ἁμαρτί­ας, θὰ βλέ­­πουν τὰ πράγματα ὅπως εἶνε, ὄχι ὅπως τὰ δεί­χνουν οἱ ψεύτικοι ἀντικατοπτρισμοὶ τῶν παθῶν.
Εὐτυχισμένοι ὅσοι ἔχουν ὑγιῆ τὴν ἐσωτερι­­κὴ ὅρασι! Αὐτοὶ εἶνε «οἱ ὁρῶντες», ἐκεῖνοι ποὺ πράγματι βλέπουν· αὐτοὺς μακάρισε ὁ Κύριος ὅταν εἶπε «Ὑμῶν μακάριοι οἱ ὀφθαλ­μοί, ὅτι βλέ­πουσι, καὶ τὰ ὦτα ὑμῶν, ὅτι ἀκούουσιν» (Ματθ. 13,16).
Ὅταν ὁ Μ. Ἀντώνιος συνάντησε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸν τυφλὸ φιλόσοφο Δίδυμο, εἶπε· «Δίδυμε, μὴ σὲ ταράζει ἡ ἀπώλεια τῶν αἰσθη­τῶν ὀφθαλμῶν. Τέτοια μάτια ἔχουν καὶ οἱ μῦ­γες καὶ τὰ κουνούπια. Νὰ χαίρεσαι γιατὶ ἔχεις μάτια ὅπως τῶν ἀγγέλων, μὲ τὰ ὁποῖ­α καὶ ὁ Θε­ὸς θεωρεῖται καὶ τὸ φῶς του καταλαμβάνεται».
Αὐτὰ τὰ μάτια λείπουν σήμερα. Ὁ κόσμος, παρ᾿ ὅλη τὴν ἐπιστημονικὴ διαφώτισι, ὡς πρὸς τὸ «γνῶθι σαυτόν», στὰ ἠ­θι­­κὰ καὶ πνευματικά, εἶνε τυφλός. «Ἰδοὺ ἐγὼ μὲ τόσα φῶτα, τυφλός, τυφλὸς ὅπως καὶ πρῶ­τα», ποὺ εἶπε ὁ Γκαῖτε.
Ἔτσι τυφλός, μὲ σβησμένο τὸ λυ­χνάρι του, περιπλανᾶται στὰ ἐρέβη ὁ ἄν­­θρωπος. Τυφλός, ὅπως τὸν περιγράφει ἡ Ἀπο­κά­λυψις στὸ 3ο κεφάλαιο. Ὑπερηφανεύθηκε, ἀπο­στάτησε καὶ τυφλώθηκε. Εἶπε ὅτι «πλούσιός εἰ­μι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχω», καὶ δὲν ξέρει ὅτι αὐτὸς εἶνε «ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός». Σ᾽ αὐτὸν τὸν τυφλό, ποὺ ἔπαψε νὰ βλέ­πῃ τὰ θεῖα ὁράματα τῆς πίστεως, λέει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο· Ἄν­­θρωπε, χρειάζεσαι κολλύριο· «ἔγχρισον τοὺς ὀφθαλ­μούς σου ἵνα βλέ­πῃς» (Ἀπ. 3,17-18). Καθάρισε τὴ διάνοιά σου ἀπὸ κάθε προκατάληψι. Πίστεψε ἀκράδαν­τα. Καὶ τότε θ᾽ ἀνοί­ξουν τὰ μάτια σου, θ᾽ ἀνάψῃ τὸ ἐσωτερικὸ λυχνάρι σου, ἕνας ὡραῖος κόσμος θ᾿ ἀναδυθῇ ἀ­πὸ τὰ βάθη σου, θὰ δῇς τὸ πανόραμα τῆς ἄ­νω Ἰερουσαλὴμ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Δαυῒδ θὰ ψάλῃς· «Ἡδυνθείη αὐτῷ ἡ διαλογή μου, ἐγὼ δὲ εὐ­φρανθήσομαι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ» (Ψαλμ. 103,34).
Κύριε, σὲ παρακαλοῦμε! Ἔχουμε ἀνάγκη ἐ­σωτερικῆς ὁράσεως, πίστεως, τῆς ἕκτης αὐτῆς αἰσθήσεως. Κάνε νὰ πιστέψουμε ὅλοι σ᾽ ἐσένα, νὰ καθαρίσουμε τὴν ἐσωτερική μας ὅρασι μὲ τὸ κολλύριο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, γιὰ νὰ γίνῃ καὶ πάλι ὁ τόπος μας «ὁ λύχνος ὁ καιόμε­νος καὶ φαίνων» (Ἰω. 5,35), ὁ φωτει­νὸς ὀ­φθαλμὸς τῶν Βαλκανίων καὶ τῆς ἀνθρωπότητος, τὴν ὁ­ποία καλύπτουν σκοτάδια βαρβαρότητος.
Σ᾽ ἕνα τέτοιο κόσμο, Ἑλλάδα ἀγαπητή μας πα­τρίδα, φέγγε αἰωνίως μὲ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ.
῾Ραδιοφωνικὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε στὴν καθαρεύουσα ἀπὸ τὸν Σταθμὸ τῆς Λαρίσσης τὸ 1949.

Κλικ στις ιστοσελίδες μας: Αρμενιστής, Εμείς και η Κοινωνία μας, Γιάννης Αργυρός Σαντορίνη