Σελίδες

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Κυριακή Ζ΄ Λουκά. Ο Χριστός είναι εδώ.

Ἀπόστολος (Γαλ. 2,16-20) Κυριακὴ Ζ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 8,41-56)
Που δη­λαδη; Είναι παντού, αλλά ιδιαιτέρως στα άγια μυστήρια. 
Αν θέλουμε να δούμε θαύματα στη ζωή μας χρειάζεται να πλησιάσουμε τον Χριστό με μετάνοια πραγματική και με πίστη. 
Τώρα εμείς δεν λατρεύουμε το Θεό· παπάδες – δεσποτάδες, μικροί – μεγάλοι, ψεύτες είμαστε. 
Η αιμορροούσα του Ευαγγελίου πίστευε και έγινε καλά.
 Να ζητήσουμε να μας δώση ο Θεός πίστι.
Δικαίωσης.
ΟΠΟΥ κι ἂν πᾶμε, ἀγαπητοί μου, κάθε λαὸς ἔχει τὴ θρησκεία του· καὶ οἱ Τοῦρκοι, καὶ οἱ Κινέζοι, καὶ οἱ Ἰάπωνες, καὶ οἱ ῾Ρῶσοι, καὶ οἱ Ἀ­φρικανοί, καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι, καὶ οἱ Ἀμερικανοί, ὅλοι παντοῦ σὲ κάτι πιστεύουν ποὺ τὸ λένε θεό. 
Δὲ νοεῖ­ται ἄν­θρωπος ἄθεος. Κι ἂν καμμιὰ φο­ρὰ κάποιος κάνῃ τὸν ἄθεο, ὅταν βρεθῇ σὲ κίνδυ­νο θυμᾶ­ται τὸ Θεό, ἀπὸ ἀνάγκη ὅμως τότε.
Πολλὲς θρησκεῖες ὑπάρχουν. Ἂν τώρα ρω­τή­σετε, ποιά εἶνε ἡ ἀληθινὴ θρησκεία, κι ἂν ἐγὼ δὲν τὸ πῶ, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα καὶ τὰ ἄ­στρα τ᾿ οὐρανοῦ καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια θ᾽ ἀπαντήσουν· μόνη ἀ­ληθινὴ θρησκεία εἶ­νε ἡ δική μας, ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς· εἶνε καὶ Θεὸς ἀληθινός, Θεάνθρωπος.
Ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζει ἡ διδα­σκαλία – τὰ λόγια του· μιὰ διδασκαλία ποὺ ποτέ ἄλλοτε δὲν ἀκούστηκε στὸν κόσμο καὶ πού, ἐὰν ὅλοι τὴν ἐφαρμόζαμε, ἡ γῆ θὰ ἦταν παράδεισος. 
Θεός λοιπόν, τὸ φωνάζει ἡ διδασκαλία του· Θεός, τὸ φωνάζει ὁ ἅγιος βίος του. Δὲν ἔ­­κανε καμμία ἀπολύτως ἁμαρτία κ᾽ εἶχε τὸ θάρ­ρος νὰ ρωτήσῃ «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46). 
Ὅτι εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζουν ἀκόμα τὰ θαύματά του. Ἔκαναν καὶ οἱ ἅγιοι ὡρισμένα θαύματα, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἔ­κανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ ἄπειρα, ἀμέτρητα θαύματα.
Δύο θαύματά του ἀναφέρει σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο, τὸ ἕνα μικρότερο καὶ τὸ ἄλλο μεγα­λύτερο
Τὸ πρῶτο, τὸ μικρότερο, εἶνε ὅτι θεράπευσε μιὰ γυναῖκα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἀσθένεια, καὶ τὸ ἄλλο εἶνε ὅτι ἀνέστησε ἕνα νεκρὸ κορί­τσι
Ἂς δοῦμε μὲ συντομία τὸ πρῶτο θαῦμα.
   Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, πῆγε σὲ μιὰ πόλι. Καὶ μόλις ὁ κόσμος τὸ ἔμαθε, ἔτρεξαν ὅ­λοι, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, νὰ τὸν δοῦν. 
Ἦταν τόσος ὁ συνωστισμός, ποὺ μῆλο νὰ ἔρ­ριχνες δὲν ἔπεφτε κάτω. 
Σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ Χριστὸς γυρίζει καὶ λέει· 
―Ποιός μὲ ἄγγιξε; Οἱ μα­θηταὶ ἀπόρησαν καὶ τοῦ λένε· ―Κύριε, ἐ­δῶ ὅλος ὁ κόσμος σὲ πιέζει, κ᾽ ἐσὺ λές, Ποιός μὲ ἄγγιξε; Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε· 
―Κάποιος μὲ ἄγγιξε· ἐγὼ αἰσθάνθηκα δύναμι νὰ βγαίνῃ ἀπὸ μένα. 
Τότε μιὰ γυναίκα, τρέμοντας, ἦρ­θε κι ἀ­φοῦ γονάτισε στὰ πόδια του εἶπε μπροστὰ σὲ ὅλους· 
―Χριστέ, συχώρεσέ με, ἐγὼ ἤμουν ποὺ σὲ ἄγγιξα. Δώδεκα χρό­νια ἔπασχα ἀπὸ γυναι­κεία ἀσθένεια, αἱμορραγία. Πῆγα σὲ γιατρούς, πῆρα φάρμακα, ξώδεψα ὅλη τὴν περιουσία μου, μὰ γιατρειὰ δὲν εἶδα, κανένας δὲν μπόρεσε νὰ μὲ θεραπεύσῃ· ἐξακολουθοῦσα νὰ χάνω τὸ αἷ­μα μου. Ἀλλ᾽ ὅταν ἄκουσα ὅτι ἦρθες, εἶπα· Ἐσὺ θὰ μὲ κάνῃς καλά! Ἔτσι σὲ πλησίασα μὲ πίστι. Καὶ μόλις ἄγγιξα τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός σου, ἀμέσως γιατρεύτηκα. 
Τότε ὁ Χριστὸς τῆς εἶπε· «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. 7,48).
Μέσα σὲ τόσο κόσμο μιὰ γυναίκα εἶδε τὴ θε­ραπεία της. Καὶ μπορεῖ νὰ σκεφτῇ κανείς· Ἄχ, γιατί νὰ μὴ ζοῦσα κ᾽ ἐ­γὼ στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, ν᾿ ἀγγίξω τὸ φόρεμά του νὰ γίνω καλά;…
   Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁρατὸς καὶ ἀ­όρατος. 
Εἶνε στοὺς οὐρανούς, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ εἶνε καὶ στὴ γῆ. Ὅπως ὁ ἥλιος, ἂν καὶ εἶνε τόσο μακριά, δὲν δυσκολεύεται νὰ θω­πεύῃ τὸν πλανήτη μας, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς εὑρίσκε­ται ἐν μέσῳ ἡμῶν.  
Ὁ Χριστὸς εἶνε ἐδῶ. Ποῦ δη­λαδή; 
Εἶνε παντοῦ, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως στὴν Ἐκ­κλησία του. 
Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός. Τὸ πιστεύεις; ἔ­λα στὴν ἐκκλησία. 
Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός. Πῶς εἶνε ἐδῶ; Εἶνε στὰ ἅγια μυστήρια.
Εἶνε στὸ βάπτισμα. Τὴν ὥρα ποὺ μπαίνει τὸ παιδὶ μέσα στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα καὶ ὁ ἱερεὺς λέει «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ… εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…», τελεῖται μυστήριο. 
Τὰ νερὰ τῆς κολυμβήθρας εἶνε ἱερὰ πλέον, εἶνε Ἰορδάνης ποταμὸς καὶ παραπάνω ἀπὸ τὸν Ἰ­ορδάνη. Μέσα στὰ νερὰ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος κα­θαρίζεται· ἀράπης μπαίνει – ἄγγελος βγαίνει, αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας.
Ὁ Χριστὸς εἶνε στὴν κολυμβήθρα, στὸ ἅγιο βάπτισμα· εἶνε ἀκόμα, καὶ μάλιστα κατ᾽ ἐ­ξοχήν, στὴ θεία εὐχαριστία. 
Κάθε Κυριακὴ ἢ ἑ­ορτή, ὅταν χτυπᾷ ἡ καμπάνα καὶ οἱ Χριστια­νοὶ μαζεύον­ται γιὰ τὴ λειτουργία κι ὁ ἱερεὺς ντυμένος τὰ ἄμφια σηκώνῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ λέῃ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…», τότε ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. 
Ἰδίως στὸ κρισιμώτερο σημεῖο, ὅταν εὐλογῇ τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον καὶ γίνωνται σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Κάθε ψίχουλο εἶνε ὁ Χριστὸς καὶ κάθε σταλαγματιὰ εἶνε ὁ Χριστός.
⃝ Στὴν κολυμβήθρα ὁ Χριστός, στὸ δισκοπότη­ρο ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἀκόμα στὸ γάμο. 
Ὅταν ἔρχωνται στὸ ναὸ ἕνα νέο ζευγάρι νὰ στεφανωθοῦν, ὁ Χριστὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἑ­νώνει τὸν ἄντρα μὲ τὴ γυναῖκα. 
Καὶ «ὃ ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Ματθ. 19,6). 
Ὅταν ἑνώνῃ ὁ Χριστός, αὐτὸ δὲν εἶνε πολιτικὸς «γά­μος», εἶνε χριστιανικὸς γάμος. 
Καί, ὅπως εἶ­πα πολλὲς φορές, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκρο­θάφτη πρέπει νὰ χωρίζῃ τὸ ἀντρόγυνο. Μέχρι θανάτου πρέπει νὰ εἶνε ἀγαπημένοι.
Ὁ Χριστὸς εἶνε σὲ ὅλα τὰ μυστήρια, εἶνε καὶ στὸ εὐχέλαιο. Ἀρρώστησες; δὲ λέω, θὰ καλέ­σῃς γιατρὸ καὶ θὰ πάρῃς φάρμακα. Ἀλλ᾽ ὅταν, ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ξοδεύῃς καὶ θεραπεία δὲ γίνεται, τί πρέπει θὰ κάνῃς; Μὴν καλεῖς μάγους, ὅ­πως ἔκαναν σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ συνέβη τὸ ἑξῆς. 
Ὁ καλὸς παπᾶς, κατὰ καθῆ­κον, πῆγε νὰ δῇ ἕ­ναν ἄρρωστο. Χτυποῦσε χτυποῦ­σε, καὶ κάποια στιγμὴ βγαίνει ἡ γυναίκα καὶ τοῦ λέει· 
—Φύγε, δὲ σὲ θέλουμε, ἔχουμε μέσα τὸ μάγο… 
Στὸ μάγο πίστευαν, ὄχι στὸ Χριστό. 
Ἀρρώστησες λοιπόν; κάλεσε τὸ γιατρό, ἀλλὰ πρὸ παντὸς νὰ καλέσῃς τὸν ἱερέα γιὰ εὐ­χέλαιο. 
Μεγάλο πρᾶγμα τὸ εὐχέλαιο. Ἂν κάνῃς εὐχέλαιο μὲ πίστι, θεραπεύεσαι. 
Εἶνε πολλὲς οἱ περιπτώσεις ποὺ ἔγιναν θαύματα.
Ποῦ ἀλλοῦ εἶνε ὁ Χριστός; Στὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι – ἄλλο μεγάλο μυστήριο. Ἁμαρτάνεις; μετανόησε. Δὲ θὰ σὲ δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτά­νεις. 
Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο, τὸ ἐμμένειν στὴν ἁμαρτία εἶνε σατανικό· μόνο ὁ σατα­νᾶς δὲ μετανοεῖ. 
Ἁμαρτάνεις; τρέ­ξε στὸν πνευματικὸ πατέρα νὰ ἐξομολογηθῇς, νὰ πῇς τὰ κρίματά σου· καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ἐκεῖ παρών, θὰ σοῦ τὰ συχωρέσῃ ὅλα.
  Ὁ Χριστὸς λοιπὸν εἶνε παντοῦ. Ἀλλὰ τί συμ­βαίνει μ᾽ ἐμᾶς· δὲν τὸν πλησιάζουμε ὅπως πρέπει, ὅπως τὸν πλησίασε ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα. Πρέπει νὰ τὸν πλησιάζουμε μὲ πίστι.
Ἕνας ἀσκητὴς εἶχε τὸ χάρισμα νὰ βλέ­πῃ τὶς ψυχές· ὄχι τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο ἀλλὰ τὸν ἐσωτερικό. 
Πῆγε λοιπὸν καὶ στάθηκε ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία κα­θὼς ἔμπαιναν οἱ χριστιανοί. 
Ὅ­λους τοὺς ἔ­βλεπε μαύρους, καὶ ἔκλαιγε. Ὅ­ταν ὁ παπᾶς εἶπε τὸ «Δι᾿ εὐχῶν» καὶ ἔβγαιναν, τοὺς εἶδε πάλι τὸ ἴδιο. Ὅπως μπῆκαν, ἔ­τσι βγῆκαν· μαῦροι μπῆκαν, μαῦροι βγῆκαν. Μόνο ἕνας, καθὼς ἔβγαινε ἦταν ἄσπρος. 
Ὁ ἀ­σκητὴς τὸν πλησίασε. 
―Ὅταν ἔμπαινες, τοῦ λέει, ἡ ψυχή σου ἦταν μαύρη· τώρα σὲ βλέπω νὰ λάμπῃς· τί συνέβη; 
―Εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός, ἀπαντᾷ ἐκεῖνος. Ὅλες τὶς ἀτιμί­ες τὶς ἔ­χω κάνει· λῄστεψα, ἔσφαξα κόσμο, βγῆκα στὰ βουνά…. Ἀλλὰ σήμερα, μόλις ἄκου­σα τὴν καμ­πάνα, θυμήθηκα τὴ γιαγιά μου ποὺ μοῦ ᾿λεγε· 
Παιδί μου, ὅταν ἀκοῦς καμπάνα, νὰ τρέ­χῃς στὴν ἐκκλησία. Εἶχα τριάντα χρόνια νὰ ἐκκλησιαστῶ. 
Μπῆκα λοιπὸν μέσα μὲ δέος, ἔ­τρεμα· φοβόμουν μὴ πέσουν στὸ κεφάλι μου τὰ καν­τήλια κι ὁ πολυέλεος. Ἄκουσα ἀπὸ τὸν παπᾶ τὰ θεϊκὰ λόγια κι ἀναστέναξα. 
Θεέ μου, εἶπα, πόσο ἁμαρτωλὸς εἶμαι! Κ᾽ ἔκλαψα ὅταν βγῆκαν τὰ ἅγια, ἔκλαψα ὅταν ἄκουσα τὸ «Λάβετε, φάγετε…»· ἔκλαψα ὅπως ποτέ ἄλλοτε στὴ ζωή μου. Καὶ εἶπα· Θεέ μου, συχώρεσέ με…
Εἴδατε; Αὐτὸς μαῦρος μπῆκε, ἄσπρος βγῆ­κε. 
Ἐμεῖς μαῦροι μπαίνουμε, μαῦροι βγαίνου­με. Ποιά ἡ ὠφέλεια τοῦ ἐκκλησιασμοῦ μας; 
Ἀ­πὸ μιὰ συνήθεια πᾶμε στὴν ἐκκλησία, παίρνου­με ἀντίδωρο κ.τ.λ.. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν μᾶς σῴζει. 
Θέλεις νὰ ὠφεληθῇς; 
Χτυπάει ἡ καμπάνα; ἔ­λα στὴν ἐκκλησία κι ἄκουσε τὰ θεῖα λόγια, ἀλ­λὰ μὲ πίστι· τότε θὰ γίνῃ τὸ θαῦμα· ὅπως τὴν παλιὰ ἐποχή, ποὺ ἔτρεχαν στὴν ἐκκλησία, στέκονταν ἀμίλητοι, προσεύχονταν μὲ δάκρυα, κ᾽ ἔβλεπαν θαύματα. 
Τώρα ἐμεῖς δὲ λατρεύουμε τὸ Θεό· παπᾶδες – δεσποτάδες, μικροὶ – μεγάλοι, ψεῦτες εἴμαστε. 
Εἴδατε τὴν αἱμορροοῦσα πῶς πίστευε; Γι᾽ αὐτὸ ἔγινε καλά.
Νὰ ζητήσουμε λοιπὸν νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς πίστι. 
Νὰ πιστεύουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως οἱ πρόγονοί μας, ὅπως οἱ μάρτυρες καὶ ὁμολογηταί, ὅ­πως ἡ Παναγία μας καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι. 
Κι ὅπως τὸ μικρὸ παιδὶ ὅταν κινδυνεύῃ τρέχει καὶ φωνάζει «μάνα» καὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του νιώθει ἀσφάλεια, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ πλησιάζουμε τὸ Χριστό μας μὲ μετά­νοια πραγματική. Τότε θὰ δοῦμε στὴ ζωή μας τὸ μεγάλο θαῦμα.
Ὁ Θεὸς δὲ διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Μεσονησίου – Φλωρίνης τὴν 29-10-1989