Σελίδες

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Κυριακή Ε' Λουκά. Πέραν του τάφου ζωή!

Ο Απόστολος της Κυριακής "Τι καυχάσαι;"
Λουκά 16, 19 - 31
Πολλά, ἀγαπητοί μου, κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ φοβᾶται. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο ποὺ τὸν φοβί­ζει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα εἶνε ὁ θάνατος. Καὶ μόνο ἡ λέξι θάνατος προκαλεῖ τρόμο. 
Ὁ θάνατος μυστήριο μεγάλο! Ὅλοι κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ἔχουν τὴν ἀ­πορία· Τί γίνεται μετὰ τὸ θάνατο; Ὑπάρχει τίποτα πέρα ἀπὸ τὸν τάφο, ἢ ἡ ζωὴ τελειώνει ἐκεῖ καὶ ὁ ἄνθρωπος σβήνει;… Τὸ ἐρώτημα εἶνε
σπουδαῖο. 
Ἐὰν πιστέψου­με, ὅτι στὸν τάφο τελειώνει ἡ ζωή, τότε ὁ ἄν­θρωπος εἶνε ἐλεύθερος νὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει· νὰ ἁμαρτάνῃ, νὰ πορνεύῃ, νὰ μοιχεύῃ, νὰ δι­α­­πράττῃ τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα, ἀρκεῖ μό­νο νὰ διαφεύγῃ τὰ μάτια τῆς ἀστυνομίας καὶ τῆς δικαιοσύνης. 
Ἐὰν ὅμως ὑπάρχῃ πέραν τοῦ τάφου ζωή, τότε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ῥυθμίσῃ ἐδῶ τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Στὸ ἐρώτημα τί ὑπάρχει μετὰ θάνατον ἀ­πάντησι μᾶς δίνει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μὲ τὴν ὡραία παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου ποὺ ἀκούσατε. Τί μᾶς λέει;


Ἦταν ἕνας πλούσιος, ποὺ εἶχε ὅλα τ᾿ ἀγα­θὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ᾿ ὅλα αὐτὰ (σπίτια, χωράφια καὶ ὅ,τι ἄλλο) τὰ χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ μόνο. Ἦταν ἕνας ἰδιοτελὴς συμφε­ροντολόγος καὶ σαρκολάτρης. 
Ἔφτειαχνε τὰ καλύτερα ροῦχα, φοροῦσε ἐνδυμασίες πανά­κριβες ποὺ μόνο βασιλιᾶδες φοροῦσαν, ἔ­τρω­γε τὰ καλύτερα φαγητά, ἔπινε τὰ καλύτερα κρασιά, διασκέδαζε καθημερινῶς στὸ μέγαρό του· ὀργανοπαῖκτες – βιολιτζῆδες κάθε βράδυ ἔπαιζαν ἐκεῖ, καὶ γυναῖκες ἁμαρτωλὲς χόρευαν ἀνήθικους χορούς. Ἔτσι περνοῦσε τὴ ζωή του, «εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμ­πρῶς» (Λουκ. 16,19). Γιὰ ἄλλον δὲν ἔδινε σημασία.  
Στὴν πόρτα του καθόταν ὁ Λάζαρος, ἕνας φτωχὸς καὶ ἄρρωστος, ἔρημος κ᾿ ἐγκαταλελειμμένος, ποὺ δὲν εἶχε οὔτε στέγη οὔτε φάρμακα οὔτε ἄλλη ἀνθρώπινη βοήθεια. Ὁ πλούσιος ποτέ δὲν ἄνοιξε τὴν πόρτα του νὰ τὸν φιλοξενήσῃ, κι αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ ζήσῃ μὲ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἦταν γεμᾶτος πληγὲς καὶ σκυλιὰ ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Ἔτσι ζοῦσε.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα ὁ πλούσιος, ἐκεῖ ποὺ νόμιζε πὼς θὰ ζήσῃ μὲ τὰ βουνά, ἄκουσε νὰ χτυ­πᾷ κάποιος τὴν πόρτα του. Ποιός ἦταν; Ὁ χάρος! Αὐτὸς εἶνε ὁ ἐπισκέπτης ὁ αἰφνίδιος, ποὺ ἔρχεται σὲ ὥρα ποὺ δὲν τὸν περιμένουμε κι ἁρπάζει μικροὺς – μεγάλους, τὸν πλούσιο καὶ τὸ φτωχό, καὶ τοὺς ὁδηγεῖ στὸν ἄλλο κόσμο. Πέθανε λοιπόν. Καὶ τότε τὸ μὲν σῶμα του ἔγινε τροφὴ σκωλήκων καὶ δυσωδία, ἡ δὲ ψυχή του πῆγε στὸν ᾅδη, ὅπου ἔνιωθε νὰ τὸν ἐ­λέγχουν οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως· καὶ προ­τιμότερο, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, νὰ σὲ δαγκώσῃ σκορπιὸς παρὰ νὰ σὲ δαγκώσῃ ἡ συν­είδησι. 
Τότε ἔμαθε, ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλος κόσμος. Ἀπὸ ᾿κεῖ ποὺ ἦταν ὁ πλούσιος διέκρινε μακριὰ ἕναν ἄλλο τόπο, τόπο φωτεινὸ ὡραῖο καὶ εὐχάριστο, τὸν παράδεισο. Καὶ βλέπει στὴν καρδιὰ τοῦ παραδείσου, στὴν ἀγκάλη τοῦ Ἀ­βραάμ, νὰ εἶνε – ποιός; Ὁ Λάζαρος ὁ φτωχὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δικαίους. Τότε ἡ ψυχή του ἀναστέναξε καὶ εἶπε· 
Τί ἔπαθα, πῶς πίστεψα ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος κόσμος!… Καὶ παρακάλεσε τὸν Ἀβραὰμ γιὰ δυὸ πράγματα. Τὸ ἕνα, νὰ στείλῃ τὸ Λάζαρο νὰ τὸν δροσίσῃ μὲ μιὰ σταλαγματιὰ νερό. Γιατὶ καίγομαι, λέει, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν κόλασι. Καὶ τὸ ἄλλο, νὰ πάῃ ὁ Λάζαρος κάτω στὸν κόσμο, νὰ εἰδοποι­ήσῃ τὰ πέντε ἀδέρφια του, νὰ προσέξουν μὴ καταντήσουν στὸ ἴδιο τέλος. 
Ἀλλ᾿ ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἔκανε δεκτὲς τὶς παρακλήσεις του. Τοῦ λέει· Ἐδῶ μᾶς χωρίζει χάσμα· «μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται» (ἔ.ἀ. 16,26)· δὲν ὑπάρχει γέφυρα νὰ ἑνώσῃ τὴν κόλασι μὲ τὸν παράδεισο· καὶ ἀκόμη, ὅτι δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πάῃ κανεὶς κάτω στὸν κόσμο, διότι ἔχουν τὴ Γραφή, ποὺ μαρτυρεῖ περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἄλλου κόσμου.


Λοιπόν, ἀδέρφια μου, ὑπάρχει ἄλλη ζωή. Αὐτό, ἂν ῥωτήσετε σήμερα, ἡ πλειονότης τῶν λεγομένων Χριστιανῶν δὲν τὸ πιστεύει. Σὲ ποιά χρόνια ζοῦμε!… Στὰ παλιὰ χρόνια δὲν εἶ­χαν ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις, ζοῦσαν σὲ καλύβες· ἀλλὰ μέσ᾿ στὶς καλύβες κατοικοῦ­σαν ἄγγελοι, ἅγιοι ἄνθρωποι, Λάζαροι. 
Τώρα θεὸς ἔγινε τὸ χρῆμα. Τὰ εὐλογημένα ἐκεῖνα χρόνια τὰ φτωχαδάκια εὔχονταν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο «καλὸν παράδεισο». Σήμερα ἀκοῦτε καν­ένα νὰ λέῃ στὸν ἄλλο «καλὸν παράδεισο»; Τώρα δὲν πιστεύουμε. Τὰ παιδιὰ στὰ σχολειὰ τέτοια μόρφωσι παίρνουν. 
Σ᾿ ἕνα χωριὸ ἦταν μιὰ γριὰ 90 χρονῶν καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνῃ. Πῆγε ὁ καλὸς πνευματικὸς πατέρας καὶ τῆς λέει· –Γερόντισσα, ἐξωμολογήθηκες καμμιὰ φορά; –Μπᾶ, λέει, ποτέ. –Κοινώνησες; –Μερικὲς φορές. –Πᾷς ἐκκλησία; –Ὄχι καὶ πολύ. –Γιατί; Τώρα φεύγεις, πᾷς σ᾿ ἄλλο κόσμο. –Μπᾶ, λέει ἡ γριά, αὐτὰ εἶνε παραμύθια. –Ποιός τό ᾿πε, γιαγιά, ὅτι εἶνε παραμύθια; –Νά, ἕνας ἐγ­γονός μου, πού ᾿νε στὸ πανεπιστήμιο στὴ Θεσσαλονίκη, ἦρθε καὶ μοῦ ᾿πε, πὼς δὲν ὑ­πάρχει τίποτα μετὰ τὸν τάφο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε μόνο ὕλη, σάρκες καὶ ὀστᾶ…  
Ἔτσι ξερριζώνεται ἡ πίστι στὴν ἄλλη ζωή. Ἐν τούτοις τὸ Εὐαγγέλιο βεβαιώνει, ὅτι ἐκεῖ­νος ὁ κόσμος ὑπάρχει. –Καὶ ποιός τὸν εἶδε; θὰ πῇς. –Μὰ εἶδες ἐσὺ τὴν Ἀμερική; εἶδες τὴν Αὐστραλία; εἶδες τὸν Καναδᾶ; Κάποιος ἄλ­λος σοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχουν, τὸ πιστεύεις, κι ἂν πῇ κανεὶς τώρα ὅτι δὲν ὑπάρχουν γελᾷς. 
Ὅπως λοιπὸν εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει Αὐ­στραλία, ὅτι ὑπάρχουν ἄστρα, ὅτι ὑπάρχει ὁ τόπος αὐτός, ἔτσι νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη ζωή, γιὰ τὴν ὁποία πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος. Ποιός μᾶς τὸ βεβαιώνει; Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Κι ἂν δὲν πιστέψουμε στὸ Χριστό, ποῦ θὰ πιστέψουμε, στὸν διάβολο; Ἀφοῦ λοιπὸν εἶνε βέβαιο – ὑπερβέβαιο ὅτι ὑπάρχει ἡ ἄλλη ζωή, τί πρέπει νὰ κάνουμε;  
 ⃝ Πρῶτον νὰ σκεπτώμεθα, ὅτι οἱ ψυχὲς ζοῦν ἐκεῖ κι ὅτι θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ ὁ Κύριος θὰ στή­σῃ δικαστήριο νὰ μᾶς δικάσῃ ὅλους ἀνεξαιρέτως· καὶ οἱ μὲν «τὰ φαῦλα πράξαντες» θὰ πο­ρευθοῦν στὴν αἰωνία κόλασι, οἱ δὲ «τὰ ἀ­γα­θὰ ποιήσαντες» εἰς αἰώνιον παράδεισον (Ἰω. 5,29). Αὐτὸ νὰ τὸ πιστεύῃς. Δὲν τὸ πιστεύεις; δὲν εἶσαι Χριστιανός, ὑλιστὴς εἶσαι. Μόνο ὑ­λισταὶ λένε, Δὲν ὑπάρχει τίποτα, μόνο ὕλη ὑπάρχει. Δὲν εἶνε ὅμως μόνο ὕλη ὁ ἄνθρωπος. ⃝ Δεύτερον νὰ προετοιμαζώμεθα, νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι. Δὲν ξέρουμε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. 
Ὅπως ὁ κλέφτης δὲν εἰδοποιεῖ πότε θὰ ἔρθῃ νὰ κάνῃ διάρρηξι, ἔτσι εἶνε ἄγνωστο πότε θὰ μᾶς ἔρθῃ ὁ θάνατος. Κι ὅπως ὅταν πρόκειται νὰ ταξιδέψῃς προετοιμάζεσαι καὶ φροντίζεις νὰ ἔχῃς τὸ εἰσιτήριό σου στὴν τσέπη, ὥστε ὅταν σοῦ τὸ ζητήσουν νὰ τὸ δείξῃς –διότι χω­ρὶς εἰσιτήριο δὲν μπορεῖς νὰ πᾷς πουθενά–, ἔ­τσι κ᾿ ἐδῶ πρέπει νὰ ἔχουμε τὰ εἰσιτήριά μας. Τὰ εἰσιτήριά σας, παρακαλῶ! Καὶ τὰ εἰσιτήριά μας ποιά εἶνε; Ἡ πίστι στὸ Χριστό, τὰ ἔργα τὰ καλά, ἡ ἀγάπη, ἡ φιλανθρωπία, ἡ ἐλεημοσύνη, ὅ,τι καλὸ καὶ ὡραῖο. Τελειώνω μ᾿ ἕνα ἀνέκδοτο. Κάποτε ἦταν ἕ­νας βασιλιᾶς πού ᾿χε τὰ ἴδια μυαλὰ μὲ τὸν πλούσιο τῆς σημερινῆς παραβολῆς. 
Δὲν πίστευε σὲ ἄλλο κόσμο, γλεντοῦσε, διασκέδαζε, ὠργίαζε. Στὰ ἀνάκτορά του εἶχε κ᾿ ἕνα γελωτοποιό. Τί θὰ πῇ γελωτοποιός; Δὲν εἶχαν τότε θέατρα καὶ κινηματογράφους, καὶ πλήρωναν κάποιον, τὸ γελωτοποιό, νὰ τοὺς ψυχαγωγῇ. Αὐτὸς ἔκανε τὸ βασιλιᾶ νὰ γελάῃ μὲ τ᾿ ἀστεῖα ποὺ ἔλεγε· ἀνῆκε κι αὐτὸς στὸ προσωπικὸ τῶν ἀνακτόρων. Μιὰ μέρα ὁ βασιλιᾶς τοῦ εἶπε· 
–Πάρε αὐτὸ τὸ μπαστούνι, σ᾿ τὸ δίνω ὡς βραβεῖο· κι ἂν βρῇς κανένα πιὸ ἀνόητο, πιὸ βλάκα, πιὸ ἠλίθιο ἀπὸ σένα, νὰ τοῦ τὸ δώσῃς. Τοῦ κακοφάνηκε τοῦ γελωτοποιοῦ, ποὺ ἀντὶ νά ᾿νε εὐχαριστημένος τοῦ εἶπε τέτοια λόγια. Πῆρε τὸ μπαστούνι καὶ τὸ φύλαξε. Ὕστερα ἀπὸ χρόνια ἀρρωσταίνει ὁ βασιλιᾶς· ἔπεσε στὸ κρεβάτι. Κάλεσε γιατρούς, τίποτα· πῆρε φάρμακα, τίποτα. Πλησίαζε νὰ πεθάνῃ. 
Τότε ἔρχεται καὶ ὁ γελωτοποιὸς νὰ τὸν δῇ γιὰ τελευταία φορά. –Βασιλιᾶ, τί γίνεσαι; –Δὲν εἶ­μαι καλά. Θὰ φύγω γιὰ ταξίδι μακρινό. –Καὶ πό­τε θὰ γυρίσῃς; –Ἄ, δὲν γυρίζω πιά. –Κ᾿ ἔκανες καμμιὰ προμήθεια, ἔχεις προετοιμαστῆ; –Ὄχι. –Ἔ, τότε νά, βρῆκα λοιπὸν τὸν πιὸ ἠλίθιο τοῦ κόσμου. Πάρε τὸ μπαστούνι!…  
Γι᾿ αὐτό, ἀγαπητοί μου, νὰ κλείσουμε τ᾿ αὐ­τιά μας στοὺς ἀπίστους, καὶ νὰ πιστεύουμε αὐτὰ ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία μας· «Προσδοκῶ ἀ­νάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰ­ῶνος. Ἀμήν» (Σύμβ. πίστ.). Νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι ὅποτε ἔρθῃ ὁ θάνατος, γιὰ νὰ πᾶμε στὸν ἄλλο κόσμο, ὅπου εἶνε οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἄγγελοι, ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τῶν αἰώνων· ἀμήν.


(ἱ. ναὸς Ἀπ. Πέτρου & Παύλου Πετρῶν – Ἀμυνταίου 30-10-1983)