Σελίδες

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Κυριακή Α΄ Λουκά (Λουκά 5,1-11) Η αναγκαιότης της διδαχής

«Καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους» (Λουκ. 5,3)
Τὸ ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει; Διηγεῖ­ται ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα, τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ ἔκανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. 
Σὲ μιὰ λίμνη οἱ ψαρᾶ­δες ψάρεψαν τὴ μία φορὰ χωρὶς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἄλλη μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, καὶ μὲ τὴν εὐ­λογία του τὰ ἀδειανὰ δίχτυα τους γέμισαν ψάρια.
Ἀλλὰ ἐγώ, ἀγαπητοί μου, δὲν θέλω σήμερα νὰ μιλήσω γιὰ τὸ θαῦμα· θέλω νὰ μιλήσω γιὰ κάτι ἄλλο ἀνώτερο.
 Τὸ εὐαγγέλιο λέει, ὅτι πρῶ­τα ἔγινε αὐτὸ καὶ με­τὰ ἔγινε τὸ θαῦμα. 
Ὁ Χρι­στὸς δηλαδή, προτοῦ νὰ εὐλογήσῃ τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων καὶ νὰ πιάσουν τόσα ψάρια, ἔκανε κάτι ἄλλο· ἀνέβηκε στὶς βάρκες καὶ «κα­θίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους» (Λουκ. 5,3). 
Πρῶτα δηλαδὴ εἶνε ἡ διδασκαλία καὶ με­τὰ τὸ θαῦμα, προηγεῖται ἡ διδασκαλία – ἀ­κο­λουθεῖ τὸ θαῦμα. Τὸ θαῦμα εἶνε τρόπον τι­νὰ ἡ σφραγῖ­δα ποὺ βάζει ὁ Χριστὸς στὸ κείμενο τῆς διδαχῆς, γιὰ νὰ πιστοποιηθῇ ἡ γνησιότητά της.
Τί μᾶς διδάσκει αὐτό;
Ἀκοῦνε μερικοὶ καὶ θαυμάζουν «τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Νε­κταρίου!» – μεγάλη ἡ χάρις του, 
«τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος!» – μεγάλη ἡ χάρις του,
«τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Γερασίμου!» – μεγάλη ἡ χάρις του, 
«τὰ θαύμα­τα τῶν ἁγίων, τῆς Παναγίας!» – ὑψίστη ἡ χάρις. 
Τὰ παραδεχόμεθα. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὰ θαύματα εἶνε ἡ διδασκαλία, τὰ ἀνεκτίμητα λόγια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ναί, ὁ Χριστὸς δίδασκε. Τί δίδασκε; Τὴν ἀ­γάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, τὸ «Ἀ­γα­πᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34· 15,12,17). 
Μόνο αὐτὸ δίδασκε;
Αὐτὸ εἶνε ἡ κορυφή· ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ φτάσῃ στὴν κορυφὴ θὰ περάσῃ πρῶτα τοὺς πρόποδες. 
Μᾶς ἀρέσει ἡ κορυφή, μᾶς ἀρέσει ὁ τροῦλλος, ἀλλὰ δὲν φροντίζουμε νὰ βάλου­με βαθειὰ θεμέλια, τὰ ὁποῖα βέβαια δὲν φαίνονται, ἀλλ᾽ ἀπὸ ᾽κεῖ ἀρχίζει ἡ οἰ­κοδομή. 
Ὅ­λοι μιλοῦν περὶ ἀγάπης, σὰν καρα­μέλλα τὴν πιπιλίζουν δίδοντάς της ποικίλο περιεχόμενο. 
Γιὰ νὰ φτάσουμε ὅμως στὴν κορυφή, πρέπει ν᾽ ἀνοίξουμε, βαθειὰ στὴ γῆ, θεμέλια καὶ νὰ τὰ θάψουμε ἐκεῖ. 
Τὸ δὲ θεμέλιο ποιό εἶνε; Προτοῦ νὰ πῇ τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» ὁ Χριστὸς εἶπε ἄλλα. 
Τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» τὸ εἶπε ὅταν πλησίαζε στὴ Γεθσημανῆ· ὅταν πλησίαζε νὰ προσ­φέρῃ τὴν ὑψίστη θυσία, τότε εἶ­πε· Παιδιά μου, φεύγω· «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» καὶ «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε» (ἔ.ἀ. 13,35). 
Δὲν εἶνε ὅμως αὐτὸς ὁ πρῶ­τος λόγος του· ὁ πρῶτος λόγος του εἶνε κάτι ἄλ­λο, ποὺ ἂν τὸ κάνουμε ὅλοι θ᾽ ἀλλάξῃ ὁ κόσμος, μιὰ λέξι δυναμίτης ποὺ σπάει τὸ βράχο, ἕνα φάρμακο πικρὸ ἀλλὰ σωτήριο. 
Ἂν μποροῦ­­σα θὰ τὸ ἔγραφα στὴν προμετωπίδα τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν. 
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸ λέει· Ὦ ἀν­θρωπότης, «μετανοεῖτε» (Ματθ. 4,17). «Ἐὰν μὴ μετα­νοῆτε, πάντες ὡσαύτως ἀπολεῖσθε» (Λουκ. 13,3). 
Ν᾽ ἀλλάξουμε καρδιά, μυαλό, κατεύθυνσι – πορεία βίου. «Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ» μου, λέει ὁ Χριστός (Μᾶρκ. 1,15). 
ὰ θεμέλια τοῦ χριστιανικοῦ οἰκοδομήματος εἶνε ἀφ᾽ ἑ­νὸς μετάνοια, τὰ δάκρυα στὸ ἐξομολογη­τήριο, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου πίστι ἀκράδαντος στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι σιγὰ – σιγά, ἐπάνω στὰ γερὰ αὐτὰ θεμέλια, ὑψώνεται ἡ θεία οἰκοδομή, στὴν ὁποία θὰ κυματίζῃ ἡ αἰώνιος σημαία τῆς ἀγάπης.
Δίδασκε λοιπὸν ὁ Χριστός. Ποῦ ἐδίδασκε; Παντοῦ. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ εἶπε τὸ «Μετανοεῖ­τε» μέχρι τὴν τελευταία του λέξι ὁ Χριστὸς ἦταν ὅλο διδασκαλία. Δίδασκε στὸ ναό. Ποῦ εἶ­­νε οἱ ἰεχωβῖτες, ποὺ δὲν πατοῦν στὴν ἐκ­κλη­­σιά; 
Ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας πῆ­γε δώ­δεκα χρονῶν στὸ ναὸ καὶ δίδασκε τοὺς σο­­φοὺς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ὑπέβαλε ἐρωτήσεις στὶς ὁποῖες δὲν μποροῦσαν ν᾽ ἀπαντήσουν. 
Δί­δασκε στὰ προπύλαια τοῦ ναοῦ. 
Δίδασκε στὶς ἑορτὲς ποὺ ἑώρταζαν οἱ Ἰουδαῖοι μὲ κέν­τρο ἐθνικοθρησκευτικὸ τὸ ναὸ τοῦ Σολο­μῶντος. 
Δίδασκε στὴ συναγωγή, σὲ κτήρια – εἶ­δος σχολείων, ὅπου μέχρι σήμερα συγκεν­τρώνονται κάθε Σάββατο οἱ Ἰσραηλῖτες γιὰ νὰ διαβάσουν τὴν Τορά, τὸ Νόμο καὶ τοὺς Προφήτας. 
Δίδασκε στὰ σπίτια σὲ χαρὲς καὶ σὲ λύπες· ὅταν γι­νόταν γάμος εὐλογοῦσε τὸ γάμο, ὅταν εἶ­χαν ἄρρωστο τοὺς ἔλεγε τὰ παρήγορα καὶ θαυμα­τουργὰ λόγια του, κι ὅταν εἶ­χαν νεκρὸ καὶ φέρετρο πάλι ὁ Χριστὸς ἦταν δίπλα τους. 
Δίδασκε στὰ ἀκρογιάλια κοντὰ στοὺς ψαρᾶδες ποὺ ἔρριχναν τὰ δίχτυα, δίδασκε στὰ χωράφια κον­τὰ στοὺς χωρικοὺς ποὺ ἔσπερναν τὴ γῆ, δίδασκε πάνω στὰ βουνά· ἡ πιὸ περίφημη ὁμιλία του, ἡ μνημειώδης ὁμιλία του, ὁ καταστατικὸς χάρτης τῆς ἀνθρωπότητος, εἶνε ἡ Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία του. 
Δίδασκε ἀκόμα κοντὰ στὰ ποτάμια. Δίδαξε τέλος ὁ Χριστός – ποῦ; καὶ πάνω στὸ σταυρό! 
Ἄνοιξε τὸ στόμα του ἑ­πτὰ φορές, ἑπτὰ λόγους εἶπε ποὺ εἶνε ἀνεκτίμητοι. 
Ὅλες τὶς νεώτερες καὶ παλαιότερες φι­λοσοφίες νὰ πάρῃς καὶ νὰ τὶς στύψῃς σὰ λεμόνι, δὲν φτειάχνεις ἕνα λόγο ἀπὸ αὐτούς. 
Σὰν ἐκεῖνο τὸν ἀπύθμενο καὶ ὠκεάνιο λόγο «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46), ποὺ ἔρχεται καὶ σ᾽ ἐμᾶς πολλὲς φορὲς μέσα στὴ δίνη καὶ τὴ θύελλα τοῦ κόσμου τούτου. 
Ἢ τὸν ἄλλο ἐκεῖνο συγκλονιστικὸ λόγο «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦ­μά μου» (Λουκ. 23,46). 
Δίδασκε διαρκῶς· ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βγῆκε στὸν δημόσιο βίο μέχρις ὅτου νὰ παραδώσῃ τὸ πνεῦμα στὸν οὐράνιο Πατέρα του, ἡ ζωή του ἦταν μιὰ διδασκαλία.
Περισσότερο λοιπὸν ἀπὸ τὰ θαύματα –ποὺ εἶνε ὄχι γιὰ τοὺς πιστοὺς ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀπίστους (βλ. Α΄ Κορ. 14,22)– ἂς προσέξουμε τὴ διδασκαλία. 
Ὁ πιστὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἄλλα θαύματα. Θέλεις θαῦμα; Ἐγὼ ἕνα θαῦμα θεωρῶ μέγιστο· ὅτι τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ πάνω στὴν ἁ­­γία τράπεζα γίνονται σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸ ἔπιασαν στὰ χέρια τους ὁ Νικόδημος καὶ ὁ Ἰωσήφ, καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας ποὺ ἀ­χνίζει μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο. Νά τὸ θαῦ­μα – ἂν πιστεύουμε βέ­βαια. Ἂν πιστεύῃς, ἔμπα στὴν ἐκκλησία· ἂν δὲν πιστεύῃς, μὴν πατᾷς, κάθισε ἀπ᾿ ἔξω, πάρε ἕνα κομπολόϊ καὶ παῖζε, πήγαινε ὅπου θέλεις.
Ἔχουμε ἀνάγκη διδασκαλίας. 
Διδασκαλία χρειάζεται ὁ λαός μας. 
Γι᾽ αὐτὸ οἱ κληρικοί, ὅπως ὁ Κύριος, πρέπει νὰ διδάσκουμε.
Διδασκαλία πρῶτα – πρῶτα στοὺς ναούς. Ἂν τὴν ὥρα αὐτὴ κατέβαινε ἕνας ἄγγελος κ᾽ ἔκανε ἐπιθεώρησι, πόσους ναοὺς θὰ ἔβρισκε νὰ ἔχουν κήρυγμα; Στὶς περισσότερες ἐκκλησίες διδασκαλία δὲν ὑπάρχει.
Διδασκαλία ἔπειτα στὰ σπίτια. Πατέρα καὶ μάνα, ἔχετε παιδιά; ἔχετε εὐθύνη. Χρέος σας δὲν εἶνε μόνο νὰ ταΐζετε μὲ φαγητό. Τὸ πρωί, μετὰ τὴν προσ­ευχή, καλέστε τὰ παιδιά, καθίστε λίγα λεπτὰ καὶ ἀνοῖξτε τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ κάνετε αὐτό; Ποιός πατέρας καὶ ποιά μάνα μόλις τὰ παιδιὰ σηκωθοῦν τὰ μαθαίνουν νὰ κά­νουν προσ­ευχή; Μὴν παραπονούμεθα ἔπειτα γιατὶ παραστρατοῦν. Γονεῖς, σπεί­ρετε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Θὰ πεθάνετε μιὰ μέρα, ἀλλ᾽ ἐὰν γο­νατίζατε μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ διαβάζατε Εὐαγγέλιο, τὰ παιδιὰ δὲν θὰ σᾶς ξεχάσουν.
Διδασκαλία λοιπὸν στοὺς ναούς, στὰ σπίτια, στὰ σχολεῖα, στὸ στρατό, στοὺς σταθμούς, στὸν τύπο, στὰ ἐργαστήρια, στὴ δημόσια ζωή, στοὺς δρόμους, στὶς πλατεῖες, στὰ δικαστήρια, παντοῦ. 
Θὰ πῇ κάποιος· Νά, τὸ Εὐαγγέλιο ὑπάρχει στὰ δικαστήρια. Ὤ δυστυχία! Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἔχουμε ἐκεῖ ὄχι γιὰ νὰ τὸ διαβάζουμε ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ παλαμίζουμε δίνον­τας ψεύτικους ὅρκους. Κατὰ τὰ ἄλλα δικασταὶ καὶ δικηγόροι τὸ ἀγνοοῦν. Μόνο πρὸς ἐμ­παιγμὸν ὑπάρχει ἐκεῖ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο.
Δυστυχῶς σήμερα δὲν γίνεται διδασκαλία. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ποιό εἶνε; Πάρτε δυὸ σπίτια, ἕνα στὸ ὁποῖο διαβάζουν καὶ ἕνα στὸ ὁποῖο δὲν διαβά­ζουν Εὐαγγέλιο, καὶ συγκρίνετε. 
Πάρ­τε δυὸ ἐνορίες, μία στὴν ὁποία ὁ παπᾶς ξέρει μόνο νὰ μαζεύῃ τυχερὰ καὶ μία στὴν ὁποία ὁ παπᾶς πιστεύει καὶ διδάσκει, καὶ θὰ δῆτε τὴ διαφορά. 
Πάρτε μιὰ κοινωνία ὅπου δὲν ὑπάρχει Εὐαγγέλιο, καὶ θὰ δῆτε ἐγκλήματα, αὐτοκτονίες, κακίες· πάρτε καὶ μιὰ κοινωνία ὅπου βασιλεύει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ θὰ δῆτε ὅτι ἡ κοινωνία αὐτὴ θὰ γίνῃ κοινωνία ἀγγέλων.
Τί εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ διδασκαλία καὶ τὸ κήρυγμα; Εἶνε φῶς ποὺ διαλύει τὰ σκοτάδια, νερὸ ποὺ δροσίζει, μάννα ποὺ πέφτει ἀ­πὸ τὰ οὐράνια, δυναμίτης ποὺ τινάζει τὰ βράχια τῆς κακίας, ἐπανάστασι, ψωμὶ ποὺ τρέφει, νερὸ ἀθάνατο, γάλα ἄδολο.
Ἀδέρφια μου, γράψτε το. 
Ἔρχεται τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, θύελλα ποὺ θὰ σαρώ­σῃ τὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα! 
Ἀλλ᾽ ὅ,τι καὶ νὰ γίνῃ, ἐσεῖς κρατῆστε τὰ ῥήματα τοῦ Ναζωραίου! 
Πιστοὶ στὴν πατρίδα, στὴ θρησκεία, στὴν οἰκο­γένεια! 
Κοντὰ στὸ Χριστὸ καὶ μόνο στὸ Χριστό. 
Ἔτσι θὰ βαδίσουμε ἐμπρός. 
Κι ὅταν ἔρθῃ τὸ τέλος θὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Ἐλευθερίου Ἄνω Πατησίων – Ἀθηνῶν 27-9-1970)