Σελίδες

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Ο πολλαπλασιασμός των άρτων 2. Κυριακὴ Η´ Ματθαίου, Ματθ. ιδ´ 14-22. Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

«Μόνο οἱ δαίμονες κι οἱ ἁμαρτωλοὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Χριστὸ θαύματα ποὺ εἶναι ὑπερβολικὰ κι ἀχρείαστα, ὄχι ἀπαραίτητα»
Γιατί ὁ Κύριος δὲν μετακίνησε ὄρη ἀπὸ ἕνα σημεῖο σὲ ἄλλο ἢ δὲν τὰ ἔριξε στὴν θάλασσα; 
Θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει κι αὐτό, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Γιατί λοιπὸν δὲν τὸ ἔκανε; Ἐκεῖνος ποὺ μποροῦσε νὰ διατάξει τὴν τρικυμισμένη θάλασσα καὶ νὰ γαληνέψει, τοὺς ἀνέμους καὶ νὰ ἠρεμήσουν, σίγουρα θὰ μποροῦσε νὰ μετακινήσει ὄρη καὶ νὰ τὰ
ρίξει στὴν θάλασσα. Ποιό σκοπὸ ὅμως θὰ εἶχε ὑπηρετήσει ἔτσι; Κανέναν. Γι᾽ αὐτὸ κι ὁ Κύριος δὲν ἔκανε τέτοιο θαῦμα. Ὑπῆρχε ὅμως μεγάλη ἀνάγκη νὰ γαληνέψει ἡ θάλασσα καὶ νὰ ἠρεμήσει ὁ ἄνεμος, γιατί ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἔκραζαν γιὰ βοήθεια, ἐπειδὴ κινδύνευαν νὰ πνιγοῦν.

         Μόνο οἱ δαίμονες κι οἱ ἁμαρτωλοὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Χριστὸ θαύματα ποὺ εἶναι ὑπερβολικὰ κι ἀχρείαστα, ὄχι ἀπαραίτητα. Προσέξτε τί ἀνόητα πράγματα ζήτησε ὁ σατανᾶς ἀπὸ τὸν Κύριο: νὰ μετατρέψει τὶς πέτρες σὲ ψωμιὰ στὴν ἔρημο, νὰ πηδήσει κάτω ἀπὸ τὸ πτερύγιο τοῦ ναοῦ! 
Κοιτάξτε τώρα καὶ τοὺς σκληροτράχηλους ἁμαρτωλούς, τοὺς Φαρισαίους. Εἶχαν δεῖ πολλὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τά ᾽κανε ὅλα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τοῦ ζητοῦσαν ἔπειτα νὰ κάνει κάποια ἄσκοπα κι ἀνώφελα θαύματα, ὅπως τὸ νὰ ρίξει κάποιο βουνὸ στὴν θάλασσα! 
Ὁ Κύριος ἀρνιόταν νὰ κάνει τέτοια θαύματα, νὰ ἱκανοποιήσει τέτοιες ἀπαιτήσεις τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ὑποκριτῶν. 
Ποτὲ ὅμως δὲν ἀρνήθηκε νὰ κάνει θαύματα ποὺ ἦταν ἀπαραίτητα, ἐπειδὴ ὑπηρετοῦσαν τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

         Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα τέτοιο ἀπαραίτητο καὶ χρήσιμο θαῦμα: τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἄρτων στὴν ἔρημο. 
Αὐτὴ δὲν ἦταν κάποια ἀκατοίκητη ἔρημος, μία ἔρημος ὅπου μόνο ὁ διάβολος κατοικοῦσε. 
 Ἦταν μία ἔρημος ὅπου βρέθηκαν πάνω ἀπὸ δέκα χιλιάδες πεινασμένοι ἄνθρωποι. 
Τὸ συμπέρασμα γιὰ τὸν ἀριθμό τους προκύπτει ἀπ᾽ ὅσα γράφει ὁ εὐαγγελιστής, πὼς τὸ πλῆθος ἦταν πέντε χιλιάδες ἄντρες, χωρὶς νὰ συνυπολογίσει τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά.

              «Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾽ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν» (Ματθ. ιδ´ 14). 
Αὐτὸ ἔγινε τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης εἶχε ἀποκεφαλίσει τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή. 
Κι ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ἐπιβιβάστηκε σ᾽ ἕνα πλοῖο κι ἀναχώρησε «εἰς ἔρημον τόπον κατ᾽ ἰδίαν» (Ματθ. ιδ´ 13). Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ τὸ ἀναφέρουν καὶ οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές. 
Μερικοὶ ἀναφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες, ἄλλοι λιγότερες. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἰωάννη, ὁ Κύριος μπῆκε στὸ πλοῖο κοντὰ στὴν Τιβεριάδα καὶ πέρασε στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας, ποὺ ὀνομάζεται καὶ θάλασσα τῆς Τιβεριάδας. 
Ὁ Λουκᾶς λέει πὼς «ὑπεχώρησε κατ᾽ ἰδίαν εἰς τόπον ἔρημον πόλεως καλούμενης Βηθσαϊδᾶ» (θ´ 10).

         Τὸ συνήθιζε ὁ Κύριος ν᾽ ἀποσύρεται συχνὰ στὴν ἔρημο, σὲ ἐρημικὲς τοποθεσίες καὶ σὲ βουνά. 
Τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ τρεῖς λόγους: 
Πρῶτον, γιὰ νὰ κάνει σύντομα διαλείμματα ἀπὸ τὶς ἐντατικὲς καὶ πολυσχιδεῖς δραστηριότητές Του, ὥστε νὰ χωνέψουν κι οἱ ἄνθρωποι τὶς διδαχές Του καὶ τὰ θαύματα ποὺ εἶχε κάνει.
Δεύτερον, γιὰ νὰ δώσει τὸ παράδειγμα στοὺς ἀποστόλους καὶ σὲ μᾶς πὼς εἶναι ἀπαραίτητο ν᾽ ἀποσυρόμαστε, νὰ εἰσερχόμαστε στὸ ταμιεῖο μας (Ματθ. ϛ´ 6), γιὰ νὰ παραμένουμε στὴν προσευχὴ μόνοι μας μὲ τὸν Θεό. 
Ἡ ἡσυχία κι ἡ σιωπὴ καθαρίζουν τὸν ἄνθρωπο, τοῦ διδάσκουν τὴν ὑποταγὴ στὸν Θεὸ καὶ τοῦ χαρίζουν πνευματικὴ διαύγεια καὶ δύναμη. 
Τρίτον, γιὰ νὰ μᾶς δείξει πὼς ὁ καλὸς καὶ χρήσιμος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ – «Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Ματθ. ε´ 14). Ἔτσι ἔδειξε κι ἐπισήμανε ποιὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς τόπος γιὰ τοὺς ἐρημίτες καὶ τοὺς μοναχούς.

         Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τὸ ἔχει ἀποδείξει αὐτὸ χιλιάδες φορές. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας μοναδικὸς ἐρημίτης, ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καὶ θαυματουργός, ποὺ νὰ κατόρθωσε νὰ κρυφτεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. 
Πολλοὶ ρωτᾶνε ἀναιτιολόγητα: Τί κάνει ὁ μοναχὸς στὴν ἔρημο; 
Δὲν θά ᾽ταν καλύτερα ὁ μοναχὸς νὰ μένει στὸν κόσμο, ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ τοὺς ὑπηρετεῖ; 
Πῶς ὅμως μπορεῖ νὰ φωτίσει ἕνα κερὶ ποὺ δὲν εἶναι ἀναμμένο; 
Ὁ μοναχὸς κουβαλάει τὴν ψυχή του στὴν ἔρημο σὰν κερὶ ἄκαφτο. 
Τὴν φέρνει στὴν ἔρημο γιὰ νὰ τὴν ἀνάψει μὲ προσευχή, μὲ νηστεία, μὲ περισυλλογὴ καὶ ἄσκηση. Ἂν κατορθώσει νὰ τὴν ἀνάψει, τὸ φῶς Του θὰ λάμψει σ᾽ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος θὰ τὸν ἀκολουθήσει καὶ θὰ τὸν βρεῖ, ἀκόμα κι ἂν αὐτὸς κρυφτεῖ στὴν ἔρημο, σὲ ἀπομακρυσμένα βουνὰ ἢ σὲ ἀπρόσιτες σπηλιές. Ὄχι, ὁ μοναχὸς δὲν εἶναι ἄχρηστος. Εἶναι ἱκανὸς νὰ γίνει πολὺ πιὸ χρήσιμος στοὺς ἄλλους ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον. 
Αὐτὸ φαίνεται πολὺ καθαρὰ σ᾽ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. 
Μάταια κρυβόταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἔρημο, γιατί τὰ πλήθη τὸν ἔβρισκαν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν.

        Ὁ Κύριος τοὺς κοίταξε καὶ «ἐσπλαχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ´ 36). 
Κάτω στὶς πόλεις οἱ συναγωγὲς ἦταν γεμάτες ἀπὸ αὐτόκλητους ποιμένες, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἦταν λύκοι μὲ ἐμφάνιση προβάτων. 
Οἱ ἄνθρωποι τὸ  ἤξεραν αὐτό, τὸ ἔνιωθαν, ὅπως ἤξεραν κι ἔνιωθαν τὴν ἀμέτρητη εὐσπλαχνία καὶ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γι᾽ αὐτούς. 
Οἱ ἄνθρωποι ἤξεραν καὶ ἔνιωθαν πὼς ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ μόνος Καλὸς Ποιμένας, πὼς ἡ μέριμνά Του γι᾽ αὐτοὺς ἦταν γνήσια, στοργική. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν στὴν ἔρημο. Κι ὁ Κύριος ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. Οἱ ἄνθρωποι ἔνιωθαν πὼς τὸν χρειάζονταν τὸν Χριστό, δὲν τοῦ ζητοῦσαν νὰ θαυματουργήσει ἀπὸ μάταιη περιέργεια, ἀλλ᾽ ἀπὸ μεγάλη ἀνάγκη. Κι ὁ Μάρκος μᾶς λέει πὼς ἐκεῖ ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκει.

         «Ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα» (Ματθ. ιδ´ 15). 
Ὁ Ματθαῖος δὲν μᾶς λέει τί τὸν κρατοῦσε τόσο πολὺ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Γράφει μόνο πὼς θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους. Ὁ Μάρκος τὸ συμπληρώνει αὐτὸ καὶ λέει πὼς τοὺς δίδασκε πολλὰ πράγματα. 
Προσέξτε πόσο ὄμορφα συμπληρώνουν ὁ ἕνας εὐαγγελιστὴς τὸν ἄλλο! 
Ὁ Κύριος συνέχισε νὰ διδάσκει τοὺς ὄχλους γιὰ πολλὲς ὧρες, ὡσότου ἄρχισε νὰ νυχτώνει. 
Ὅλες αὐτὲς τὶς ὧρες ὁ Κύριος δίδαξε τόσο πολλὰ στὸν λαό, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ γεμίσει ὁλόκληρο εὐαγγέλιο. Αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅταν ἔγραψε πὼς «οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ἰωάν. κα´ 25).

        Παρατηροῦμε ὅμως καὶ τὴν ἀγάπη τῶν μαθητῶν: Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν. Τὸ πλῆθος πεινάει κι εἶναι ἀργὰ πιὰ γιὰ νὰ φύγουν καὶ νὰ πᾶνε στὸν τόπο του ὁ καθένας. Τὰ σπίτια τους εἶναι μακριά. Δές, ἐδῶ ἔχουμε καὶ πολλὲς γυναῖκες, ἔχουμε καὶ παιδιά. Πρέπει νὰ βροῦν τροφὴ ὅσο πιὸ σύντομα γίνεται. Ἂσ᾽ τους λοιπὸν νὰ πᾶνε στὰ γύρω χωριά, γιὰ νὰ βροῦν κάτι νὰ φᾶνε.

         Ὁ Χριστὸς σίγουρα εἶναι πιὸ εὔσπλαχνος καὶ πιὸ στοργικὸς ἀπὸ τοὺς μαθητές Του. 
Μήπως δὲν ἔνιωθε κι ὁ ἴδιος, ὅπως οἱ μαθητές Του, πὼς οἱ ἄνθρωποι πεινοῦσαν κι ἡ νύχτα ἦταν κοντά; Καὶ βέβαια ὁ Χριστὸς ἦταν περισσότερο ἐλεήμων καὶ στοργικὸς ἀπὸ τοὺς μαθητές Του. Τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων τὶς ἔνιωθε πρὶν ἀπὸ ἐκείνους. 
Στὴν ἀρχή, ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ἐπάρας οὖν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ θεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτόν, λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν οὗτοι;» (Ἰωάν. ϛ´ 5). 
Ἡ συζήτηση μὲ τὸν Φίλιππο ὅμως τελείωσε κι οἱ ἄνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τοὺς ἀσθενεῖς τους. 
Ὁ Κύριος θεράπευσε πρῶτα ὅλους τοὺς ἀρρώστους κι ἔπειτα ἄρχισε νὰ διδάσκει τοὺς ὄχλους. 
Ἡ διδασκαλία κράτησε ὣς τὸ βράδυ. Καὶ τότε μόνο σκέφτηκαν οἱ ἀπόστολοι πὼς οἱ ἄνθρωποι θὰ πεινοῦσαν κι ἔπρεπε νὰ φᾶνε.

         Ὁ Κύριος τὸ εἶχε προβλέψει αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Δὲν μίλησε ὅμως, σκοπίμως. Περίμενε τοὺς ἀποστόλους νὰ θέσουν τὸ πρόβλημα. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ δύο λόγους: πρῶτα γιὰ νὰ τοὺς διεγείρει τὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὴν συμπάθεια καὶ δεύτερον γιὰ ν᾽ ἀποδείξει πόσο ἀδύναμοι ἦταν χωρὶς Ἐκεῖνον. 
Τοὺς εἶπε ὁ Χριστός: «οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν» (Ματθ. ιδ´ 16). 
Γνώριζε πὼς αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κάνουν, ἦταν ἀδύνατο ἀνθρωπίνως νὰ γίνει. 
Τὸ εἶπε ὅμως γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν πλήρως καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ἀδυναμία τους. 
Γι᾽ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶπαν: «οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας» (Ματθ. ιδ´ 17). 
Σύμφωνα μὲ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, τὰ λιγοστὰ αὐτὰ τρόφιμα δὲν ἦταν δικά τους, ἀνῆκαν σὲ κάποιο μικρὸ παιδὶ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ. Γράφει ὁ εὐαγγελιστής: «Ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε, ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους;» (Ἰωάν. ϛ´ 9). 
Στὸν Κύριο αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ Ἀνδρέας. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πρωτόκλητος τῶν ἀποστόλων ζοῦσε τόσο καιρὸ μαζί Του, ἀκόμα δὲν εἶχε ἑδραιωθεῖ στὴν πίστη, δὲν εἶχε τελειοποιηθεῖ. Αὐτὸ εἶναι φανερὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε: ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους; 
Τὸ ψωμὶ ἦταν κρίθινο. Κι αὐτὸ δὲν ἦταν συμπτωματικό. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ἀπ’ αὐτὸ μαθαίνουμε πὼς πρέπει νὰ ἱκανοποιούμαστε μὲ ἁπλὲς τροφές, νὰ μὴν εἴμαστε ἀπαιτητικοί. 
«Ἡ λαιμαργία κι ἡ πολυφαγία εἶναι μητέρες τῆς ἀρρώστιας», συμπληρώνει ὁ ἅγιος πατέρας.

 (Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς


 «Ὁμιλίες Δ´ – Κυριακοδρόμιο», ἐκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)