Σελίδες

Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Κυριακὴ Β΄ Ματθαίου (Ματθ. 4,18-23). Ὑπάρχουν στιγμές… (οἱ Ἀπόστολοι)

Μπορεῖτε, ἀγαπητοί μου, ν᾿ ἀναπαραστήσετε νοερὰ τὸ φυσικὸ περιβάλλον, μέσα στὸ ὁποῖο ἀκούστηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἡ φωνὴ τοῦ Ναζωραίου; Εἶνε ἡ θελκτικὴ πεδιάδα τῆς Γαλιλαίας μὲ τὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος.
Ἐκεῖ ζοῦσαν ἥσυχα καὶ ταπεινὰ τέσσερις ψαρᾶδες· ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος. Ἂν κανεὶς τοὺς ἔλεγε ὅτι μετὰ δύο χιλιάδες χρόνια τὰ ὀνόματά τους θὰ μείνουν στὴν παγκόσμιο ἱστορία, ποιός θὰ τὸν πίστευε; Τί λές; θ᾽ ἀπαντοῦσαν· ἐδῶ
ἔσβησαν ὀνόματα αὐτοκρατόρων, τὰ δικά μας θὰ μείνουν;
Ὦ Θεὲ τῶν ταπεινῶν, τί ἔνδοξο μέλλον ἐπεφύλασσες σ᾽ αὐτοὺς τοὺς ταπεινοὺς ψαρᾶδες! Τοὺς ὕψωσες πάνω ἀπὸ βασιλεῖς καὶ σοφούς.
Εἶνε κάτι στιγμὲς ποὺ ζυγίζουν αἰωνιότητα!
Ὁ ἥλιος ἔρριχνε τὶς πρῶτες ἀκτῖνες του κ᾽ ἡ λίμνη ἔμοιαζε καθρέφτης. Ὁ Ἀνδρέας κι ὁ Πέτρος ῥίχνουν ἀκόμη τὰ δίχτυα, ὁ Ἰωάννης κι ὁ Ἰάκωβος μόλις τὰ ἔχουν σύρει, κι ἀκοῦνε φωνή· «Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4,19). Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Κάτι μυστηριῶδες συμβαίνει μέσα τους. Ἡ φωνὴ αὐ­τὴ τοὺς τραβᾷ σὰν μαγνήτης. Ἀμέσως, δίχως χρονοτριβή, τὸν ἀκολουθοῦν. Ἐκεῖ στὴν ὄχθη ἀφήνουν ὅ,τι πολύτιμο καὶ ἀγαπητὸ ἔχουν (δίχτυα, πλοιάρια, φίλους, γέροντες γονεῖς, γυναῖκα, παιδιά, τὰ πάντα), λένε «Χαῖρε, κόσμε» καὶ προσκολλῶνται σὲ κάποιον, ποὺ δὲν ἔχει ποῦ νὰ κλίνῃ τὴν κεφα­λή. Τί μυστήριο! Κόσμε, ποὺ μετρᾷς τὰ πάν­τα μὲ τὸν πῆχυ τοῦ συμφέ­ροντος, μπορεῖς νὰ ἐκτιμή­σῃς τὴ θυσία τῶν τεσσάρων αὐτῶν ψαράδων τῆς Γαλιλαίας;
Στὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἐπιμείνουμε, γιὰ νὰ βγοῦν μερικὰ διδακτικὰ συμπεράσματα.
Ἂς θαυμάσουμε πρῶτον τὴν ἐκλογή. Ὁ Κύριος γιὰ τὴν ἀναγέννησι τοῦ κόσμου, ἔργο μοναδικό, καλεῖ ὡς συνεργάτες του ψαρᾶδες!
Μά, Κύριε, στὴν ἐποχή σου ὑπῆρχαν τόσοι ἄλλοι καταλληλότεροι. Στὴν Ἰεριχὼ κατοικοῦσαν 7.000 ἱερεῖς καὶ λευΐτες. Στὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν οἱ κεφαλὲς τοῦ Ἰσραήλ, ἀρχιερεῖς, γραμματεῖς, φαρισαῖοι, νομοδιδάσκαλοι, τὸ ἄνθος τοῦ θρησκευτικοῦ καὶ διανοουμένου κόσμου τῶν Ἰουδαίων. Ἀπ᾿ ὅλους αὐτοὺς δὲν θὰ ἦταν φυσικὸ νὰ ἐκλέξῃς τοὺς συνεργάτες σου;
Ἀλλ᾿ ὄχι! Τὰ κριτήρια τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὴν ἀξία τῶν ἀνθρώπων εἶνε πολὺ διαφορετικά. Ὁ κόσμος ἔβλεπε τὰ ἐξωτερικά, τὸ χρυσὸ καὶ τὸν ἄργυρο, τὶς μεγαλοπρεπεῖς ἐμφανίσεις, τὶς συ­χνὲς θεατρικὲς ἐπιδείξεις τῆς θρησκευτικότητος, καὶ θαμπωνόταν. Θαύμαζε τὴν ἐπιφάνεια, ἀλλὰ τί κρυβόταν στὸ βάθος δὲν μποροῦσε νὰ διακρίνῃ. Οἱ ἄνθρωποι, ποὺ φαίνονταν ὑποδείγματα ἠθικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ βίου, ἀπατοῦσαν τὸν κόσμο. Ἔμοιαζαν μὲ μεγαλοπρεπὲς ἄγαλμα, ποὺ ἀπὸ μακριὰ ἀκτινοβολεῖ, ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ μιὰ λεπτὴ ἐπιχρύσωσι ὅλο τὸ ὑπόλοιπο εἶνε μολύβι. Τέτοιοι ἦταν καὶ οἱ θρησκευτικοὶ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ. Εὐτελεῖς στὸ χαρακτῆρα, σκέπαζαν τὶς μεγαλύτερες κακίες μὲ μία ἐπίπλαστη θρησκευτικότητα, ποὺ μποροῦσε ν᾿ ἀπατᾷ ὅλους ἐκτὸς ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ τὸ βλέμμα του σὰν ἀκτῖνες Ραῖντγκεν φτάνει στὰ βάθη καὶ βλέπει καθαρὰ τί ὑπάρχει στὸν πυθμένα.
Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Κύριος ἔβλεπε τί βόρβορος κρύβεται σ᾽ αὐτούς, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος διέκρινε τί θησαυροί, τί καλωσύνη, τί εὐγενικὰ αἰσθήματα ὑπῆρχαν στὶς καρδιὲς τῶν ψαράδων τῆς Γαλιλαίας. Αὐτοὶ ἦταν ἄνθρωποι μὲ ἀξία.
Θαυμάστε τὴν προθυμία τους· εἶνε γενναῖοι στὶς θυσίες. Στὴν πρόσκλησι τοῦ Κυρίου δίνουν ἡρωικὴ ἀπάντησι στὴν πρᾶξι· «Γιὰ σένα, Κύριε, τὰ θυσιάζουμε ὅλα»! Θέλετε νὰ ἐκτιμήσετε πρεπόντως τούτη τὴ θυσία, ποὺ ἔκαναν αὐτοὶ οἱ ψαρᾶδες τὴν ἡμέρα ἐκείνη;
Ὑποθέστε, ὅτι ὁ Κύριος ἐπισκέπτεται σήμερα τὴ γῆ καὶ θέλει νὰ ἐκλέξῃ τοὺς νέους συνεργάτες του· κι ἀντὶ νὰ πάῃ στὴν Τιβεριάδα, αὐτὴ τὴ φορὰ πηγαίνει στὴν ἀγορά, στὸ χρηματιστήριο, στὰ μεγάλα ἐμπορικὰ καταστήματα, καὶ στέκοντας στὴν πόρτα ἀπευθύνει τὴν πρόσκλησί του «Δεῦτε ὀπίσω μου!» ἤ, ὅπως τὴ μεταφράζει ὁ Τζοβάνι Παπίνι, «Ἄφησε τὸ μαγαζὶ καὶ τὴν κάσσα σου». Ποιοί ἆραγε ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς κυριάρχους τοῦ πλούτου, ποὺ ἔχουν κλείσει τὴν ψυχή τους μέσα σὲ ἀποθῆκες ἐμπορευμάτων καὶ χρηματοκιβώτια, θὰ φαίνονταν πρόθυμοι νὰ τὸν ἀκολουθήσουν; Ἤ, ἂν πήγαινε στὰ πανεπιστήμια καὶ τὶς ἀκαδημίες καὶ ἀπηύθυνε τὴν πρόσκλησι στοὺς σοφοὺς καὶ ζητοῦσε νὰ διαθέσουν τὰ πνευμα­τικά τους κεφάλαια στὴν ὑπηρεσία του, ποιοί ἆραγε ἀπ᾿ αὐτοὺς θὰ ἔσπευδαν ν᾽ ἀνταλλάξουν τὴ σοφία τοῦ κόσμου μὲ τὴ «μωρία» τοῦ κηρύγματός του; Ἢ τί ὑποδοχὴ θὰ εὕρισκε ἡ πρόσκλησι τοῦ Κυρίου, ἂν ἀπευθυνόταν στοὺς πολιτικοὺς καὶ διπλωμάτες; «Δεῦτε ὀπίσω μου· ἀφῆστε πιὰ τοὺς ἑλιγμούς, τὶς δολοπλοκίες, τὰ ψέματα· βαδίστε τὴν εὐθεῖα ὁδό, πέστε τὴν ἀλήθεια!». Καὶ ἂν τέλος ὁ Κύριος στρεφόταν στοὺς θρησκευ­τικοὺς ἀρχηγοὺς καὶ ἔλεγε σ᾽ αὐ­τοὺς ποὺ τὸν ἐκπροσωποῦν «Δεῦτε ὀπίσω μου· ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς χλιδῆς καὶ εὐμαρείας σᾶς καλῶ σὲ ζωὴ λιτότητος καὶ αὐταπαρνήσεως, νὰ βαδίσετε στὰ ἴχνη μου, νὰ ζήσετε ὅπως ἐγώ!», πόσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἆραγε θὰ τὸν ἀκολουθοῦσαν;
Καὶ ἂν ὁ Κύριος ἄφηνε ὅλους αὐτούς, ποὺ κατέχουν τὰ σκῆπτρα τοῦ ἐμπορίου, τῆς παιδείας, τῆς πολιτείας καὶ τῆς θρησκείας, κ᾽ ἐρχόταν σ᾽ ἐσένα, ἀγαπητέ μου, καὶ σοῦ ἔλεγε «Παιδί μου, δεῦρο ὀπίσω μου! Δίνω αὐτὴ τὴ στιγμὴ μάχη σὲ κάποιο σημεῖο τῆς γῆς καὶ γιὰ νὰ νικήσῃ ἡ ἀλήθειά μου σοῦ ζητῶ νὰ δώσῃς ὄχι ἁπλῶς ἕνα ἢ δύο ἀπὸ τὰ χίλια ποὺ ἔχεις, ἀλλὰ ὅλα, καὶ τὰ χίλια· τὰ νιᾶτα, τὸ χρῆμα, τὴν ἐργασία, τὴ ζωή σου. Σὲ χρειάζομαι», εἶσαι ἕ­τοιμος γιὰ μία τέτοια ἐπιστράτευσι;
Δειλὲς ψυχές, ποὺ τρέμετε νὰ θυσιάσετε γιὰ τὴν ἀγάπη Ἐκείνου κάθε ἀδυναμία καὶ προσ­κόλλησι στὴν ὕλη, ἐλᾶτε λοιπὸν νὰ δῆτε τοὺς τέσσερις ψαρᾶδες, ποὺ μὲ τὴν πρώτη ἐπαφὴ μὲ τὸν Διδάσκαλο ἠλεκτρίζονται κ᾽ ἐγκαταλείπουν τὸ πᾶν γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν.
Γιὰ τοὺς πολλούς, ἀγαπητοί μου, ἡ θρησκεία τοῦ Ναζωραίου εἶνε ὡραία καὶ θελκτικὴ ὅταν παρουσιάζεται σὰν μία ψυχαγωγία· ὡραία ἡ μουσικὴ τῶν ψαλτάδων της, ὡραία ἡ ῥητορεία τῶν ὁμιλητῶν της, ὡραῖα τὰ θρησκευτικὰ βιβλία, μοναδικὲς οἱ σελίδες τῆς ἁγίας Γραφῆς. Ἀλλ᾿ ὅταν ἡ θρησκεία παρουσιαστῇ ὡς θυσία, ὡς μαρτύριο, ὡς σταυρός, τότε ἀρχίζει ἡ τρομακτικὴ διαρροή. Ἀπὸ τοὺς χίλιους κοντὰ στὸν Ἰησοῦ δὲν θὰ μείνουν οὔτε πέντε, ὅταν ζητήσῃ δάκρυα καὶ αἷμα! Κοιτάξτε πόσα πλήθη ἔτρεξαν ὅταν πολλαπλασίασε τοὺς πέντε ἄρτους, καὶ πόσοι ἔμειναν κοντά του τὴν ὥρα τοῦ μεγάλου μαρτυρίου, τῆς ὑψίστης θυσίας του.
Ἐκεῖνοι ποὺ μένουν κοντά του γιὰ νὰ ἔχουν κέρδη, εἶνε κερδοσκόποι. Ἀλλὰ ὁ Χριστιανός, ὁ πιστός, δὲν σκέπτεται ἔτσι. Σύνθημα ἔχει τὸ τοῦ Παύλου ἢ μᾶλλον τοῦ Κυρίου· «Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν» (Πράξ. 20,35). Δίνει, συνεχῶς δίνει, ἰδίως ἂν εἶνε πλούσιος. Ὅπως ὁ ἀείμνηστος πρόγονός μας Λάζαρος Κουντουριώτης, ποὺ ὅταν κηρύχθηκε ἡ ἐπανά­στασι τοῦ ᾽21 στὰ ὑπόγεια τοῦ ἀρχοντικοῦ του εἶχε στέρνα ἀπὸ χρυσᾶ νομίσματα, ἀλλ᾿ ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἐλευθερώθηκε δὲν εἶχε πιὰ οὔ­τε ἕνα χρυσὸ νόμισμα· τά ᾽δωσε ὅλα γιὰ τὴν πατρίδα. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ὅταν καίῃ στὴν καρδιά, εἶνε τὸ μυστικὸ ἐλατήριο ποὺ ὠθεῖ σὲ ὕψιστες θυσίες. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη στὴν ἰδανικώτερη μορφή της ἐνέπνεε τοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔθεσαν ὡς πρόγραμμα τῆς νέας τους ζωῆς τὸ σύνθημα· Τὰ πάντα γιὰ τὸ Χριστό!
Ὤ ἡ ἀγάπη στὸ Χριστό! Ἀπαιτεῖ θυσίες, ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ μικρὲς καὶ φτάνουν ὣς τὰ ἄστρα. Καὶ στὶς θυσίες αὐτὲς πρῶτοι ἀναδείχθηκαν οἱ ἀπόστολοι. Ἐγκατέλειψαν τὴ λίμνη μὲ τὴν ὁ­ποία ἀπὸ παιδιὰ εἶχαν ἐξοικειωθῆ, πλοιάρια, συν­τρόφους, γονεῖς. Δὲν ἦταν βράχοι ἀναίσθη­τοι, ὥστε νὰ μὴ αἰσθανθοῦν αὐτὸ τὸ ξερρίζωμα.
Ἀλλ᾿ «ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνεῖχεν αὐτούς» (Β΄ Κορ. 5,14). Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἀκολούθησαν δὲν ἔχουν πιὰ ἡσυχία· σὰν τὸ ἐλάφι ποὺ πληγώνεται καὶ τρέχει παντοῦ φέροντας τὸ βέλος τοῦ κυνηγοῦ, ἔτσι κι αὐτοὶ τετρωμένοι ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας, σπεύδουν παντοῦ ὅπου τοὺς καλέσῃ ἡ ἀγάπη του. Θὰ φτάσουν μέχρι τὴ Ῥώμη, θ᾿ ἀντικρύσουν τοὺς ἄγριους διῶκτες, θὰ κλειστοῦν στὶς φυλακές, θὰ δοῦν τὰ ξίφη τῶν δημίων, μὰ πουθενὰ δὲν θὰ ὑποχωρήσουν. Προχωροῦν πάντα μπρός, πρὸς μεγαλύτερες θυσίες. Ὁ Γολγοθᾶς εἶνε μπροστά τους. Ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου τοὺς κάνει νὰ θυσιάζουν κάθε μέρα καὶ κάτι περισσότερο, ἕως ὅτου θὰ προσφέρουν καὶ τὸ αἷμα τους γιὰ τὸν Κύριο ποὺ θυσιάστηκε γιὰ μᾶς.
Ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, εἴμαστε ἕτοιμοι; Οἱ στι­γμὲς εἶνε κρίσιμες. Σὲ θυσίες ἡρωικὲς μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος. Ὅσο περισσότερα δίνουμε γι᾽ αὐτόν, τόσο πιὸ γρήγορα θὰ διαλυθῇ τὸ σκοτάδι, θ᾽ ἀνατείλῃ ἥλιος, θὰ ἔρθῃ ἡ βασιλεία τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ νίκη καὶ ὁ θρίαμβος, ἡ ἀνάστασι καὶ ἡ εἰρήνη τῆς μαρτυρικῆς μας πατρίδος.
1949 (19-6-1949 ἐκπομπὴ ἀπὸ Ρ.Σ.Λ.)