Σελίδες

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Ειρηναίος Βιογραφικό

῾Ο Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος Εὐρώπης, κ.Εἰρηναῖος ἐγεννήθη τό ἔτος 1933. ᾿Εφοίτησεν εἰς τήν ᾿Εκκλησιαστικήν Σχολήν Κρήτης, τήν ῾Ι. Θεολογικήν Σχολήν Χάλκης καί τό Κολλέγιον τοῦ ῾Αγίου Βονιφατίου ἐν Warminster ᾿Αγγλίας. Διετέλεσεν ᾿Εφημέριος τοῦ Βristol ᾿Αγγλίας, Πρωτοσύγκελλος τῆς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως Κισάμου καί Σελίνου καί Διευθυντής–Σχολάρχης τῆς ᾿Εκκλησιαστικῆς Σχολῆς Κρήτης. Τήν 23ην Φεβρουαρίου 1975 ἐξελέγη Μητροπολίτης Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου. Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης ἐξελέγη ὑπό τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῇ 30ῇ Αὐγούστου 2006.
Εκτενές Βιογραφικό
Ο ΑΠΟ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΗΤΗΣ κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ
του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Μακαρίου Γρινιεζάκη

Ιεροκήρυκος και Διευθυντού του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης.
Ου γαρ διδάσκων μόνον, ουδέ φθεγγόμενος, αλλά και ορώμενος απλώς, ικανός εστί άπασαν αρετής διδασκαλίαν εις την των ορώντων ψυχήν εισαγαγείν.
Εισαγωγή.
Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την 30η Αυγούστου του σωτηρίου έτους 2006, εξέλεξε παμψηφεί ως Αρχιεπίσκοπο Κρήτης τον μέχρι τότε Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου κ. Ειρηναίο. Προσέθεσε στην τετιμημένη χορεία των προκαθημένων της Αποστολικής Εκκλησίας της Κρήτης, της Εκκλησίας των Αποστόλων Παύλου και Τίτου, έναν ακόμη σεμνό Ιεράρχη, του οποίου η προσωπικότητα προβάλλει φωτεινή και ανάγλυφη για τριάντα και πλέον έτη στην Ιεραρχία του Οικουμενικού Θρόνου και στα εκκλησιαστικά δρώμενα της Κρητικής Εκκλησίας.
Η εκλογή τού από Κυδωνίας και Αποκορώνου Ειρηναίου εγκαινιάζει μια νέα σελίδα στην ιστορία της Εκκλησίας της Κρήτης. Η προσωπικότητα του νέου Αρχιεπισκόπου συνυφαίνεται ήδη με το υψηλό Αρχιεπισκοπικό αξίωμα και με την υπέρτατη αποστολή του. Έχοντας ήδη «πληροφορήσει την διακονία του»[1]και «δόκιμος εν παντί γενόμενος» κρίθηκε άξιος να ηγηθεί της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κρήτης και να πληρώσει κάθε προσδοκία Της. Ιδιαιτέρως δε, μέσα στα πλαίσια των εκτάκτων περιστάσεων των καιρών μας, ο νέος Αρχιεπίσκοπος καλείται να προσφέρει τη μαρτυρία του Χριστού και της Εκκλησίας, κατά τρόπο αριστοτεχνικό, κατά τρόπο που ο ίδιος γνωρίζει, χρησιμοποιώντας την πλούσια εκκλησιαστική εμπειρία του, την ανιδιοτελή προς τον Θεό αγάπη του και την ανυπόκριτη πίστη του.
Τα πολλά χαρίσματά του είναι η τρανότερη εγγύηση ότι θα επιτύχει στη νέα του πορεία. Διότι είναι αλήθεια ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ειρηναίος διακρίνεται για πληθώρα αρετών και χαρισμάτων. Είναι εγνωσμένη η μειλιχιότητα του χαρακτήρα του, η ευγένεια των τρόπων του, η αξιοπρέπεια της παραστάσεώς του, η ωριμότητα της ψυχής του, η ταπεινότητα των βιωμάτων του, η σεμνότητα του ήθους του, η ευρύτητα της σκέψεώς του, η πολύπλευρη μόρφωσή του, η  κηρυκτική του ικανότητα, η λειτουργική του σοβαρότητα, η πλούσια εκκλησιαστική του εμπειρία, μα πιο πολύ η πνευματική και συνετή βιωτή του. Στο πρόσωπό του συγκεφαλαιώνεται ένας ολόκληρος κόσμος αρετών και χαρισμάτων και αντικατοπτρίζεται η ωραιότητα της εν Θεώ ζωής.
Μέσα στα πλαίσια του μεγάλου εκκλησιαστικού γεγονότος της τοπικής Εκκλησίας, ήτοι της Εκλογής και Ενθρονίσεως του νέου Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου, γίνεται μια απόπειρα συγγραφικής προσεγγίσεως και σκιαγραφήσεως της υψηλής προσωπικότητάς του, παρόλο που έχομε βαθιά την επίγνωση ότι είναι δύσκολο το γινόμενο. Αναμφισβήτητα συναισθανόμαστε την σοβαρότητα και την δυσχέρεια του εγχειρήματος, το οποίο όμως αποτελεί προσπάθεια παρουσιάσεως «ουκ εν υπεροχή λόγου» αλλ’ «εν αφελότητι καρδίας» ενός εκκλησιαστικού ανθρώπου, του οποίου η διακονία, ως Επισκόπου της Εκκλησίας του Χριστού, υπάρχει και διαγράφεται «τιμία, ένζηλος και κατά πάντα δόκιμος».
Στην προσπάθειά μας αυτή έχουμε την υποχρέωση και την ευθύνη να αποτυπώσομε πιστά και ευλαβικά την προσωπογραφία της ακέραιης και κεχαριτωμένης από το Θεό μορφής του Αρχιεπισκόπου Ειρηναίου, χωρίς με κανένα τρόπο να συμβεί πρόσκρουση στην εγνωσμένη ταπεινοφροσύνη του τιμωμένου Πρωθιεράρχου ή δίχως με κανένα τρόπο να παραβιασθεί το «άβατον» της ψυχής του[2]. Γι’ αυτό επικαλούμαστε τον «άνωθεν δαψιλή φωτισμόν» και προχωρούμε με την βεβαιότητα ότι το πνεύμα της χάριτος του Θεού, θα θεραπεύσει τα ασθενή και θα αναπληρώσει τα ελλείποντα.

Γέννηση και ανατροφή.
Ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Ειρηναίος γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου το 1933 στα Μιξόρρουμα, γραφικό και ιστορικό χωριό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου του Νομού Ρεθύμνου. Οι γονείς του Δημήτριος και Δέσποινα τον μεγάλωσαν με ευσέβεια και αγάπη προσφέροντάς του ό,τι καλύτερο μπορούσαν, υλικό και πνευματικό, παρόλο που τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολα και οι εποχές σκληρές και απαράκλητες. Τη δυσκολία των καιρών ενέτεινε και το γεγονός ότι η οικογένεια του Νικολάου Αθανασιάδη, όπως ήταν το κατά κόσμον όνομά του, ήταν αφενός πολύτεκνη - έξι αδέλφια εκ των οποίων το τρίτο είναι ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος - και αφετέρου ήταν αγροτική, δίχως δηλαδή να έχει ιδιαίτερους και πολλούς πόρους για να ζήσει με ανέσεις.
«Με τα βασικά μεγαλώσαμε» θα ομολογήσει αργότερα ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος θεωρώντας την φτώχεια και τη στέρηση της εποχής του ως ευλογία Θεού, πράγμα το οποίο υπογραμμίζει και η αγιοπνευματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, που θεωρεί την ευδαιμονία έναν από τους επικινδυνοδέστερους πειρασμούς της.
Οι γονείς του δεν ήταν μορφωμένοι με την θύραθεν παιδεία, ήταν όμως τίμιοι βιοπαλαιστές, δίκαιοι με τους συχωριανούς τους, γνήσιοι και παραδοσιακοί άνθρωποι, που είχαν υψηλά ιδανικά και ειλικρινή πιστεύω για την Θρησκεία και το Γένος, τα οποία μετέδωσαν στον μικρό Νικόλαο. Είναι συγκλονιστικό το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν αιχμάλωτος στη Σμύρνη για επτά ολόκληρους μήνες. Σώθηκε και επέστρεψε στην Κρήτη  μέσα από αντίξοες συνθήκες. Την απελευθέρωσή μπορεί να αποδώσει κανείς περισσότερο στη θέληση του Θεού παρά στην ανθρώπινη δυναμική.
Ωστόσο αυτό το γεγονός ενήργησε ευεργετικά για την ψυχή του μικρού Νικολάου. Και είναι όντως αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα ότι η καλύτερη ανατροφή των παιδιών είναι αυτή που πραγματοποιείται με έργα και όχι με λόγια. Μπορεί απόλυτα να εφαρμοστεί για τα παιδικά χρόνια του Αρχιεπισκόπου Ειρηναίου αυτό το οποίο λέγεται για τους γονείς, που με παραδείγματα εμφυτεύουν στην καρδιά του παιδιού τους υψηλά και ωραία ιδανικά «Αμφότεροι δια του παραδείγματος προδείξαντες τω παιδίω και σπέρματα παρασχόντες ευσεβείας, φιλοπτωχείας δε και φιλοπατρίας της μέχρις αίματος»[3].
Έχοντες αυτό κατά νουν μπορούμε να ερμηνεύσομε τα έντονα αισθήματα του Αρχιεπισκόπου Ειρηναίου για την πατρίδα και το γένος καθώς και τη στάση του απέναντι στα εθνικά ζητήματα. Συνεχιστής των μεγάλων εκκλησιαστικών μορφών της Ρωμηοσύνης με κάθε ευκαιρία τονίζει την προσφορά των ηρώων, την αγάπη που οφείλουμε να έχουμε προς την πατρίδα μας και την ανάμνηση που χρεωστούμε να κάνουμε προς όλους όσοι έχυσαν το αίμα τους για να ποτισθεί η Ελληνική Γη.
Είναι χαρακτηριστικοί οι λόγοι που απηύθυνε στο λαό των επαρχιών Κυδωνίας και Αποκορώνου κατά την τελετή ενθρονίσεώς του ως Μητροπολίτης, λόγοι που αποδεικνύουν αυτήν ακριβώς την εσωτερική του πεποίθηση για την αξία της πατρίδας και της ηρωικής ιστορίας της: «Με σεβασμό και τιμή στέκομαι μπροστά την μνήμη των μακαριστών Επισκόπων, των ιερέων, διακόνων και μοναχών, που υπηρέτησαν την Μητρόπολή μας, που θυσιάστηκαν για την αλήθεια, την αξιοπρέπεια και την ελευθερία αυτού του τόπου και του γενναίου λαού του, την μνήμη των ηρώων, των αγωνιστών, των υπέρ της πίστεως και της Πατρίδος πεσόντων… Υποκλίνομαι μπροστά στην Ιστορία, την αρετή, την λεβεντιά και τον ηρωισμό των ευγενών τέκνων της Μητροπόλεώς μας»[4].
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Ειρηναίος ουδέποτε κάθισε κατά τη διάρκεια των εθνικών παρελάσεων, αλλά πάντοτε με σεβασμό και με ρίγη συγκινήσεως ατενίζει τον ελληνικό στρατό, όρθιος, ευλογώντας τους νέους μας, αναπολώντας το παρελθόν και φυσικά ενθυμούμενος τον πατέρα του που αγωνίστηκε για το Ορθόδοξο Ελληνικό Γένος.

Παιδεία και Θεολογικές Σπουδές.
Τα εγκύκλια γράμματά του τα άκουσε στη γενέτειρα του. Το 1945 αναχωρεί για το Ρέθυμνο, όπου παρακολουθεί τα μαθήματα των δύο πρώτων τάξεων στο εκεί Γυμνάσιο Αρρένων και στη συνέχεια εγγράφεται στην Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης όπου ολοκληρώνει την παρακολούθηση των υπολοίπων τάξεων του εξαταξίου Γυμνασίου τότε. Η είσοδος του πρόσηβου Νικολάου στο περιβάλλον της Σχολής ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη της κλήσεως του Θεού προς την Ιερωσύνη. Εκεί συνάντησε λογίους και καλλιεργημένους διδασκάλους, γνώρισε μοναχούς και κληρικούς με αρετή και πνευματικότητα που σημάδεψαν την ψυχή του και τον ενέπνευσαν για την ιερωσύνη. Με την ευλογημένη αυτή συναναστροφή προτύπων και διδασκάλων, κληρικών και λαϊκών, ο νεαρός ιεροσπουδαστής Νικόλαος Αθανασιάδης πλάθει τα πρώτα του ευγενικά όνειρα για την Εκκλησία και το μέλλον του. Και τότε εκπληρώνεται το σχέδιο του Θεού. «Της φωνής Κυρίου λέγοντος, τίνα αποστείλω και τις πορεύσεται προς τον λαόν τούτον; και είπα. Ιδού εγώ ειμί, απόστειλόν με»[5].
Όταν ο ίδιος ενεγράφη στην Εκκλησιαστική Σχολή δεν είχε αποφασίσει ολοκληρωτικά να γίνει κληρικός. Η είσοδός του όμως και η συναναστροφή του με εκκλησιαστικούς ανθρώπους τον βοήθησαν ώστε να πάρει την τελική απόφαση για να αφιερωθεί στο Θεό. Αξίζει να αναφερθεί ότι σ’ αυτό συνέβαλλε εν πολλοίς και η παρουσία του τότε υποδιευθυντού της Σχολής Αρχιμανδρίτου Ειρηναίου Γαλανάκη του μετέπειτα Μητροπολίτου Κισάμου και Σελίνου. Ο έντονος λόγος, ο νεανικός ενθουσιασμός, ο ιερός ζήλος, η εν Θεώ αφοσίωση, επηρέασαν καθοριστικά τον ιεροσπουδαστή Νικόλαο. Ο Αρχιμανδρίτης Ειρηναίος Γαλανάκης πραγματοποιούσε συνάξεις των μαθητών, όπου με το μελίρρυτο λόγο του τους σαγήνευε. Έτσι ο Νικόλαος, τον οποίο είχε πραγματικά αγγίξει η ζωή του Διδασκάλου του πήρε την απόφαση «τέτοιος άνθρωπος θέλω να γίνω. Θα γίνω και ’γω Ειρηναίος».
Αργότερα όταν αξιώθηκε να καταστεί Επίσκοπος της Εκκλησίας μεταξύ άλλων ευχαρίστησε τον αγαπημένο του διδάσκαλο με θερμούς λόγους: «Ευχαριστώ ιδιαιτέρως το Θεό γιατί ωδήγησε από νωρίς τα βήματά μου κοντά στο δάσκαλο και επίσκοπό μου, Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Γερμανίας κ. Ειρηναίον τον από Κισάμου και Σελίνου, που πρώτος άνοιξε σε μένα το δρόμο της ιερωσύνης»[6].
Μετά την ολοκλήρωση της Εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης, το έτος 1952, ο Επίσκοπός του, Μητροπολίτης Λάμπης και Σφακίων Ευμένιος Φανουράκης τον αποστέλλει στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης για ευρύτερες σπουδές θεολογικής παιδείας. Οι εμπειρίες του στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης αλλά και η συναναστροφή του με μεγάλες προσωπικότητες του Οικουμενικού Πατριαρχείου σημάδεψαν καθοριστικά τη ζωή του. Μεταξύ αυτών αξίζει να σημειωθεί η πληθωρική φυσιογνωμία του τότε Πατριάρχου Αθηναγόρα και η εξέχουσα προσωπικότητα του τότε Σχολάρχου της Ιεράς Θεολογικής Σχολής, Μητροπολίτου Ικονίου Ιακώβου. Για το Σχολάρχη του ο Αρχιεπίσκοπος Ειρηναίος μιλά με θαυμασμό και ευγνωμοσύνη. «Ήταν χαλκέντερος, ακούραστος, πρόθυμος πάντοτε, πάντοτε στο καθήκον. Είχε απεριόριστη αγάπη μέσα του. Αγαπούσε όλους τους φοιτητές της Σχολής αλλά ποτέ δεν το έδειχνε».

Είσοδος στην Ιερωσύνη.
Με την είσοδό του στην Θεολογική Σχολή αρχίζει με ιερό ενθουσιασμό στη νεανική του ψυχή, τη μάθηση της Επιστήμης της Θεολογίας, δαπανώντας το δόλιχο της εφηβείας του στη μελέτη της Αγίας Γραφής, και των Πατερικών συγγραμμάτων. Αφιερώνει τον εαυτό του κυριολεκτικά στο άπειρο πέλαγος της θεολογικής γνώσης και σοφίας. Και ήταν φυσικό η μυστική αυτή δύναμη που απέκτησε, η ευλογία της ψυχής του, η πεφωτισμένη πίστη, η αφοσίωση στην Εκκλησία, ο έρωτας προς την διακονία του λαού του Θεού να τον οδηγήσουν «εις την τέχνην των τεχνών και την επιστήμην των επιστημών», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος[7].
Στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης πραγματώνει την απόφαση του για την ιερωσύνη. Έτσι στις 22 Νοεμβρίου το 1956 χειροτονείται Διάκονος από τον πολυσέβαστο Σχολάρχη του Μητροπολίτη Ικονίου Ιάκωβο, στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος της Θεολογικής Σχολής και λαμβάνει, κατά την επιθυμία του, το όνομα Ειρηναίος, το όνομα του διδασκάλου του και πρώτου εμπνευστή του για την Ιερωσύνη. Ήταν το τελευταίο έτος του στη Θεολογική Σχολή. Συνεπώς, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκτός από την μεγάλη εκκλησιαστική εμπειρία που του προσέφερε, εκτός από τη γνώση και το καταξιωμένο πτυχίο που του απένειμε, του χάρισε και την ιερωσύνη για να διακονεί τα μυστήρια του Θεού.
Εμφορούμενος από σεμνά και υψηλά ιδεώδη προς το λαό του Θεού, όπως την διάσωση των Ευαγγελικών διδαγμάτων, την ομολογία της πίστεως, την μετάδοση της αγάπης, το κήρυγμα της μετανοίας και της συγγνώμης και εμπνεόμενος από την διάθεση φιλόμαθειας που είχε, αποφασίζει να συνεχίσει τις σπουδές του στον χώρο της Εσπερίας. Με υποτροφία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μεταβαίνει στην Μεγάλη Βρετανία για μεταπτυχιακές σπουδές.
Ο πολύς Αρχιεπίσκοπος Μεγάλης Βρετανίας Αθηναγόρας Καββάδας τον υποδέχεται και αναγνωρίζοντας τα υψηλά του ποιμαντικά προσόντα τον χειροτονεί πρεσβύτερο στις 22 Δεκεμβρίου το 1957 και του αναθέτει όλη την περιοχή της Νοτίου Αγγλίας. Εργάστηκε σκληρά ο πρεσβύτερος πλέον Ειρηναίος ενδυναμώνοντας την ομογένεια της διασποράς και βοηθώντας με κάθε τρόπο τους ξενιτεμένους Έλληνες. Ίδρυσε την κοινότητα του Μπρίστολ και έκτισε τον περικαλλή ναό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στον τομέα της Ποιμαντικής Θεολογίας στο Κολέγιο του Αγίου Βονιφατίου λαμβάνοντας τον τίτλο του Μαΐστορος της Θεολογίας.

Πρωτοσύγκελλος στην Ιερά Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου.
Στη Μεγάλη Βρετανία παρέμεινε μέχρι το έτος 1960, δηλαδή διακόνησε την Αρχιεπισκοπή Θυατείρων για τρία χρόνια. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών του σπουδών επιστρέφει στην Κρήτη και εντάσσεται στο δυναμικό της Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου. Κοντά στον αγαπημένο του διδάσκαλο και πνευματικό οραματίζεται να υπηρετήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ιερατικής του πορείας, ενώ από την άλλη ο συνετός και διορατικός Μητροπολίτης Κισάμου τον χειροθετεί σε Αρχιμανδρίτη και του αναθέτει τα καθήκοντα του Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως.
Ως Πρωτοσύγκελλος πλέον κατάφερε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να επιβληθεί σε όλους με το ιερατικό του ήθος, με το πνευματικό του κύρος και με την γενικότερη πνευματική και ηθική του συγκρότηση αλλά προπάντων με την υποδειγματική του ζωή. Έτσι λοιπόν ο π. Ειρηναίος ως Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου, έγινε φωτεινό παράδειγμα για τους κληρικούς, αλλά και το σεβαστό πρόσωπο για το λαό της πόλεως και περιφέρειας των δύο επαρχιών, που διδάσκονταν από το κήρυγμά του και μεταρσιώνονταν από τη θεία του Ιερουργία[8].
Η υπεύθυνη αυτή θέση ήταν ένα ακόμα πανεπιστήμιο για τον Αρχιμανδρίτη Ειρηναίο. Τα έντεκα χρόνια που υπηρέτησε ως Πρωτοσύγκελλος ήταν χρόνια κτιριακού και πνευματικού οργασμού για τη Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου. Και ο Πρωτοσύγκελλος Ειρηναίος συμμετείχε σε όλες τις προσπάθειες του γέροντός του. Είχε την ευθύνη όλων των ιδρυμάτων και την επίβλεψη όλων των έργων που ελάμβαναν χώρα στην Μητρόπολη. Πέραν τούτου επισκεπτόταν τα χωριά και τις κωμοπόλεις της Μητροπόλεως και μάλιστα μη υπάρχοντος μεταφορικού μέσου τις περισσότερες φορές πορευόταν πεζός. Κήρυξε σε κάθε γωνιά της Μητροπόλεως το λόγο του Θεού. Στήριξε τον επίσκοπο και γέροντά του, αγαπήθηκε από τον κλήρο και το λαό. Οι δύο Ειρηναίοι συνιστούσαν την ταυτότητα της Μητροπόλεως και ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο για να δοξάζεται το όνομα του Θεού.

Σχολάρχης και καθηγητής στην Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης.
Στη Μητρόπολη Κισάμου παρέμεινε ως Πρωτοσύγκελλος για έντεκα χρόνια μέχρι δηλαδή το 1972 οπότε και ανέλαβε τα καθήκοντα του Σχολάρχου της Εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης. Τα έτη εκείνα την Εκκλησιαστική παιδεία την είχε αναλάβει εξολοκλήρου, μετά από πρόταση του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και οι διορισμοί καθηγητών και σχολαρχών γινόταν κατ’ επιλογήν και μετά από πρόταση της Ιεράς Συνόδου. Έτσι η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος πρότειναν στο Υπουργείο Παιδείας τον Αρχιμανδρίτη Ειρηναίο Αθανασιάδη να αναλάβει την Σχολαρχεία της Εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης. Η επιλογή ήταν αρίστη όπως αποδείχθηκε αργότερα.
Ως Σχολάρχης εγκαινιάζει μια νέα περίοδο για τα δεδομένα της Σχολής. Εφάρμοσε πρώτος το πιλοτικό σύστημα ποιμαντικής της ενορίας σε μικρές ομάδες μαθητών. Έτσι το κάθε τραπέζι συνιστούσε εικονικά και μια ενορία. Ο μεγαλύτερος είχε το ρόλο του ποιμένα, που έπρεπε να φροντίζει, να νουθετεί και να διδάσκει με το παράδειγμά του. Οι μικρότεροι είχαν το ρόλο των ποιμενομένων που έπρεπε να υπακούουν και να σέβονται τον ποιμένα τους. Οι δε μέσες ηλικίες ήταν οι συνδιάκονοι του ποιμένα που είχαν την υποχρέωση να βοηθούν και να στηρίζουν το έργο του. Έτσι ο καθένας αναλάμβανε τις ευθύνες του.
Ως καθηγητής πάλι, ήταν ακέραιος και υποδειγματικός στη ζωή του πρωτίστως, στο ήθος και στη διδασκαλία του. Άνθρωπος ασκήσεως, μελέτης και προσευχής κατάφερνε να μεταποιήσει την ώρα του μαθήματος σε αληθινή μυσταγωγία. Οι μαθητές ήταν προσηλωμένοι στον διδάσκαλο. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το ότι επί της Σχολαρχείας του Αρχιμανδρίτου Ειρηναίου όλες οι αποφάσεις για τα θέματα της Σχολής παίρνονταν από κοινού. Όλοι συμμετείχαν στη συζήτηση και όλοι είχαν λόγο. Ήταν ένα ξεχωριστό σύστημα κοινωνίας προσώπων μέσα σε μια κοινότητα που προσέβλεπε στην Ιερωσύνη και στην υπηρεσία των ανθρωπίνων εμπειριών. Ως Σχολάρχης ο πατήρ Ειρηναίος αφιέρωνε πολλές ώρες και είχε άοκνη υπομονή με τα παιδιά. Άκουγε τους λογισμούς τους, συμμεριζόταν τα προβλήματά τους, συμμετείχε στις ανησυχίες τους. Γι’ αυτό αγαπήθηκε από τα παιδιά. Όμως η διακονία του στη Σχολή δεν κράτησε για πολύ, μόλις τρία χρόνια.

Ανάδειξή του σε Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου.
Τον Φεβρουάριο του 1975 η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης και η Πατριαρχική Εξαρχία, αφού εκτίμησαν την προσφορά και τα χαρίσματα του Αρχιμανδρίτου Ειρηναίου τον εκλέγουν παμψηφεί Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου. Ο νέος Επίσκοπος της Εκκλησίας του Χριστού χειροτονήθηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά στις 23 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, από τον Αοίδιμο Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ευγένιο και πλήθος άλλων αρχιερέων, μεταξύ αυτών των νέων συνεκλεγέντων Αρχιερέων Κισάμου και Σελίνου Κυρίλλου και Λάμπης και Σφακίων Θεοδώρου, καθώς και των Αρχιερέων της Πατριαρχικής Εξαρχίας, του Σταυρουπόλεως Μαξίμου, Σχολάρχου της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, του Ειρηνουπόλεως Συμεών και του Κολωνίας Γαβριήλ.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος κατά τον νουθετήριο λόγο του εξήρε την προσωπικότητα του εψηφισμένου Μητροπολίτου Κυδωνίας και Αποκορώνου κ. Ειρηναίου και μεταξύ άλλων σημείωσε: «Η άρτια θεολογική και θύραθεν κατάρτισίς σου, η αναμφισβήτητος ορθόδοξος πνευματικότης σου και η μέχρι τούδε εν τη Εκκλησία και τη Εκκλησιαστική Εκπαιδεύσει πλουσία διακονία και προσφορά σου, επιμαρτυρούσιν, ότι μέλλεις να διακονήσης θεοφιλώς την Εκκλησίαν εν τη λαχούση σοι Θεοσώστω επαρχία ως Καλός Ποιμήν…»[9]. Τελειώνοντας δε τις νουθεσίες του ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος συμπλήρωσε: «Εν τη πολυευθύνω δε ταύτη διακονία σου έχε πάντοτε κατά νουν και τους λόγους του Αγίου Ιγνατίου: ουδέν μοι ωφελήσει τα τερπνά του κόσμου. Καλόν μοι αποθανείν εν Χριστώ Ιησού. Εκείνον ζητώ τον υπέρ ημών θανόντα. Εκείνον θέλω τον δι’ ημάς Αναστάντα. Η Χάρις Αυτού μετά σου»[10].
Ο Μητροπολίτης Κυδωνίας και Αποκορώνου Ειρηναίος έγινε δεκτός από το λαό του Θεού με αισθήματα ικανοποιήσεως και ενθουσιασμού. Από την πρώτη στιγμή δε της διακονίας του αναλώθηκε για το ποίμνιό του, με αυτοθυσία και ανιδιοτελή προσφορά. Στον ενθρονιστήριο λόγο του που δεν ήταν «προγραμματικές δηλώσεις ή υποσχέσεις και έκθεσις μελλοντικών σχεδίων»[11] όπως ο ίδιος δήλωσε, έκαμε μια εκ βαθέων εξομολόγηση για το πώς οραματιζόταν να ποιμάνει την επαρχία του.
Αναφέρθηκε στο θεοΐδρυτο θεσμό της Εκκλησίας και στη σχέση μας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην συνεργασία του κλήρου με τον επίσκοπο και του επισκόπου με τον κλήρο. Μάλιστα είναι μνημειώδης η θέση του σχετικά με τους αδελφούς πρεσβυτέρους «Τιμώ την ηλικία και την πείρα των γεροντοτέρων και υπολογίζω ιδιαίτερα στην δύναμη και τον ενθουσιασμό των νεωτέρων αδελφών μου…. παράπονο και στεναχώρια για τίποτα δεν θα υπάρξη»[12]. Αναφέρθηκε επίσης στις μοναχικές αδελφότητες και στα μοναστήρια εξαίροντας την προσφορά τους στο γένος και στην πίστη μας. Αναφέρθηκε στην Ιερατική Σχολή Κρήτης, το μέλλον του κλήρου της τοπικής Εκκλησίας μας, στη Λατρεία και στην Προσευχή που αποτελούν την ζωή της Εκκλησίας διότι «η Εκκλησία χωρίς λατρεία είναι νεκρή»[13].
Αναφέρθηκε ακόμα, στην εκκλησιαστική αγωγή των νέων και του λαού, στο κοινωνικό έργο στο οποίο πρέπει να πρωτοστατεί η Εκκλησία ενώ πραγματοποίησε γενική πρόσκληση προς πάντες για συνεργασία, ενεργοποίηση των δυνάμεων τους υπέρ Χριστού και Εκκλησίας και τέλος για τη διακονία της καταλλαγής. Η τελετή ενθρονίσεως του Σεβασμιωτάτου πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου της πόλεως των Χανίων στις 5 Μαρτίου το 1975.

Ποιμαντική διακονία και προσφορά.
Από τον ενθρονιστήριο λόγο του αλλά και από την μετέπειτα πορεία του καταδείχθηκε ότι οι οραματισμοί του ήταν και συνεχίζουν να είναι πνευματικοί. Η οικοδομή και η δόξα της Εκκλησίας. Η πνευματική καλλιέργεια του ποιμνίου, η διδαχή, ο ευαγγελισμός, η σωτηρία ψυχών. Μια σκέψη τον συνταράσσει και ένας είναι ο στόχος όλων των ενεργειών του. Η ενεργός εκκλησιαστική ζωή. Ιδιαιτέρως αγωνίζεται για τη διατήρηση των εκκλησιαστικών θεσμών και εκκλησιαστικών παραδόσεων, για την προβολή και τόνωση των ορθοδόξων βιωμάτων στις ψυχές του λαού του. Γι’ αυτό σε κάθε του συναναστροφή γίνεται «τύπος των πιστών», που ομιλεί, διδάσκει, χειραγωγεί, ευαγγελίζεται, θεραπεύει, συμβουλεύει, αγιάζει και χαριτώνει όλους όσοι είναι γύρω του[14].
Από την πρώτη στιγμή της ενθρονίσεώς του ο Σεβασμιώτατος κ. Ειρηναίος δεν έπαυσε να ιερουργεί, να χοροστατεί και να διδάσκει. Επισκέφθηκε επανειλημμένα όλες τις ενορίες της Μητροπόλεως Κυδωνίας και όλα τα χωριά. Από τα πιο μικρά μέχρι και τα πιο μεγάλα. Ιδιαιτέρως κατά τις περιόδους των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και του Δεκαπενταυγούστου επισκέπτεται δύο και τρεις ενορίες την ημέρα ούτως ώστε να έχει άμεση επικοινωνία με το ποίμνιό του.
Διοργανώνει ιερατικά συνέδρια και ιερατικές συνάξεις για την επιμόρφωση του κλήρου σε όλα τα σύγχρονα κοινωνικά, θεολογικά και επιστημονικά ζητήματα. Ιδρύει τη Σχολή Βυζαντινής Μουσικής για την εκμάθηση της εκκλησιαστικής και παραδοσιακής μας μουσικής αλλά και για την θεραπεία του προβλήματος της ελλείψεως ψαλτών από τις ενορίες της υπαίθρου, ενώ παράλληλα δημιουργεί τις κατασκηνώσεις της Ιεράς Μητροπόλεως που φιλοξενούν κατ’ έτος εκατοντάδες παιδιά. Ένα έργο αποκλειστικά αφιερωμένο στους νέους, στο οποίο ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος μετέχει ενεργά προσπαθώντας έτσι να έχει προσωπική και άμεση επικοινωνία με τους νέους της επαρχίας του.
Θεμελίωσε και ανακαίνισε εκ βάθρων δεκάδες Ιερών Ναών που σήμερα κοσμούν όλη την Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου. Μεταξύ αυτών τον Ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στα Χανιά, τον μεγαλύτερο Ναό της Επαρχίας του, τον Ναό του Αγίου Νεκταρίου Σούδας, Αγίου Στεφάνου Χανίων, Αγίου Χριστοφόρου, Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου, Αγίου Νεκταρίου Χανίων, Αγίου Στυλιανού, Αγίας Σοφίας και πολλών άλλων. Ανακαινίζει το Επισκοπείο, που στεγάζεται σε ιστορικό νεοκλασικό κτήριο των Χανίων και το οποίο παρέλαβε τελείως ερειπωμένο και σχεδόν γκρεμισμένο, όπως ακριβώς ήταν μετά από τον ανελέητο βομβαρδισμό των γερμανικών στρατευμάτων στα Χανιά.
Παράλληλα κτίζει εκ θεμελίων και ιδρύει το Πνευματικό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως με πολυσχιδή δραστηριότητα σε πολλούς τομείς. Μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του Πνευματικού Κέντρου είναι και ο Ραδιοφωνικός Σταθμός “Μαρτυρία” τον οποίο ίδρυσε ο Σεβασμιώτατος Ειρηναίος το 1992 με εικοσιτετράωρο πρόγραμμα οικοδομής και εκκλησιαστικής παρουσίας.
Η αγάπη του για το μοναχισμό υπήρξε καταλυτική για την προσφορά του στον τομέα αυτό. Είναι γνωστό ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ειρηναίος θεωρείται ένας από τους πιο φιλομόναχους Αρχιερείς, γι’ αυτό πολλές μοναχικές ψυχές έχουν βρει ανάπαυση κάτω από τη σκέπη του πατρικού του ωμοφορίου. Ο ίδιος ζει λιτά, ασκητικά και μοναχικά. Ζει ως απλός καλόγερος. Με γνώμονα αυτή του την αγάπη προς τον Μοναχισμό εγκαθιδρύει μοναχικές αδελφότητες στα εγκαταλελειμμένα μοναστήρια της Επαρχίας του. Είναι γνωστή η αδελφότητα της Μονής Χρυσοπηγής το ευλογημένο αυτό μοναχικό μελίσσι, που συνιστά το μεγαλύτερο ίσως στολίδι της Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου. Παράλληλα ανακαινίζει τις ιστορικές Ιερές Μονές Αγίας Τριάδας Τσαγκαρόλων, Αγίου Γεωργίου Καρυδίου και Αγίου Γεωργίου Χαροδιάς, ενώ εγκαθιδρύει αδελφότητα πατέρων στην ιστορική Μονή Γουβερνέτου.
Στον τομέα των αιρέσεων επίσης υπάρχει έντονη ευαισθητοποίηση και ποιμαντική αγωνία. Γι’ αυτό ο ίδιος εισηγείται στην Ιερά Σύνοδο την ίδρυση επιτροπής επί των αιρέσεων με αντιπροσώπους από την Αρχιεπισκοπή και από όλες τις Μητροπόλεις του νησιού μας. Έτσι ακολουθώντας το ορθόδοξο φρόνημα της Εκκλησίας και «επόμενος τοις αγίοις πατράσιν» μάχεται γενναία να προφυλάξει το ποίμνιο από τους «βαρείς λύκους» και από «άνδρας τους λαλούντας διεστραμμένα». Με το ίδιο πνεύμα αγωνίας για τα σύγχρονα προβλήματα και τις εξελίξεις στον τομέα της βιοϊατρικής, εισηγείται στην Σύνοδο την ίδρυση συνοδικής επιτροπής «επί θεμάτων βιοηθικής και συγχρόνου προβληματισμού», πρόταση την οποία η Σύνοδος ομόφωνα αποδέχθηκε αναθέτοντάς του την προεδρία της.
Πρέπει ακόμα να σημειωθεί η προσφορά του στον τομέα της Ιεραποστολής. Έχοντας ο ίδιος την πεποίθηση ότι Εκκλησία χωρίς Ιεραποστολή είναι Εκκλησία χωρίς αποστολή, ιδρύει το τμήμα Εξωτερικής Ιεραποστολής της Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου, το οποίο με μεγάλη επιτυχία πολλές φορές συνέβαλε στην ανάπαυση του πόνου των ενδεών αδελφών μας ανά την οικουμένη.
Πολλά ακόμα θα μπορούσαν να αναφερθούν. Και ακόμα περισσότερα είναι αυτά τα οποία δεν φαίνονται και δεν καταγράφονται. Ωστόσο θα ήταν άδικο μια και αναφερόμαστε στο πρόσωπο του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου να μη γίνει κάποιος απολογισμός της τριακονταετούς ποιμαντικής διακονίας και προσφοράς του στη Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου έστω και μέσα στις γραμμές ενός περιορισμένου κειμένου.
Όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω δίδουν μια μικρή μονάχα μαρτυρία αυτής της θεοφιλούς προσφοράς του και του αξιοσημείωτου έργου του. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός για τον Αρχιεπίσκοπο Ειρηναίο είναι ότι εργάζεται με εξαιρετική φιλοπονία παραθεωρώντας τις ανθρώπινες δυνάμεις και ακόμα υπερβαίνοντας την έννοια του χρόνου. Αρμόζει απόλυτα για τον Αρχιεπίσκοπο Ειρηναίο αυτό το οποίο γράφτηκε κάποτε για τον σεμνό Μητροπολίτη πρ. Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης κ. Ιερόθεο. «Για τον Σεβασμιώτατον χρόνος δεν υπάρχει. Όλας τας ώρας της ημέρας, αλλά και τας περισσότερας της νυκτός εργάζεται. Συνήθης ώρα επικοινωνίας μετά των συνεργατών του η 12η του μεσονυκτίου ή η 1η πρωινή. Ήθλησε υπέρ άνθρωπον. Αγωνιστής, σθεναρός και ακατάβλητος»[15].

Εκλογή του σε Αρχιεπίσκοπο Κρήτης.
Ο Μητροπολίτης Κυδωνίας και Αποκορώνου Ειρηναίος κατά το έτος 2005 καλείται από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και την περί Αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδο ως Συνοδικός Αρχιερέας του Θρόνου. Η παρουσία του στην Αγία και Ιερά Σύνοδο ήταν μεγάλη τιμή και ανυπολόγιστη, εκκλησιαστική εμπειρία παράλληλα όμως και ευεργετική για το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο Σεβασμιώτατος ως Συνοδικός Αρχιερεύς διακρίνεται για το γνήσιο εκκλησιαστικό του φρόνημα, τη χρηστότητα του ήθους, την απροσποίητη σεμνότητα του ύφους του και την ανυπόκριτη αγάπη του προς όλους. Η πληρότητα της επιστημονικής του συγκρότησης, η οξύνοια της διεισδυτικής σκέψης του και η ευρυμάθειά του τον αναδεικνύουν αξιόπιστο συνομιλητή, που κατακτά την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση των διαλεγομένων εταίρων, εκκλησιαστικών και πολιτικών παραγόντων. Έτσι αντιπροσωπεύει το Οικουμενικό Πατριαρχείο με επιτυχία σε πολλές σημαντικές, εκκλησιαστικές αποστολές προς τις Ορθόδοξες και μη Εκκλησίες.[16]
Όλα αυτά τα πολύτιμα πνευματικά χαρακτηριστικά, που σπανίως μπορεί να συναντήσει κανείς συγκεντρωμένα σε ένα πρόσωπο, καθώς και η πολυδιάστατη και εγνωσμένη εκκλησιαστική του προσφορά, δεν ήταν εύκολο να αγνοηθούν από την Αγία και Ιερά Σύνοδο, όταν τον Ιούλιο του 2006 εξεδήμησε προς Κύριον ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Τιμόθεος. Θεοκινήτω και θεοπνεύστω ψήφω, στις 30 Αυγούστου του ιδίου έτους, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκλέγει δια παμψηφίας τον Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου Ειρηναίο Αρχιεπίσκοπο Κρήτης. Εκλέγει τον εκλεκτό και Άξιο των περιστάσεων «ον εισήγαγεν εις την δόξαν της Αρχιεπισκοπικής Διακονίας και εις την αίγλην της Ιστορίας»[17].  Αναθέτει στον Κυδωνίας Ειρηναίο το πηδάλιο για την διακυβέρνηση της Αποστολικής Εκκλησίας της Κρήτης, της Εκκλησίας του Αποστόλου Τίτου, την οποία εκλέϊσαν Μεγάλες Ιεραρχικές Μορφές.
Η εκλογή του από Κυδωνίας και Αποκορώνου Ειρηναίου στον ιστορικό Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Κρήτης, εγκαινιάζει μια νέα περίοδο στην Εκκλησιαστική Ιστορία, αφού ο νέος Αρχιεπίσκοπος επωμίζεται την υψηλή ευθύνη να οδηγήσει την Εκκλησία μπροστά σε καιρούς χαλεπούς. Το ευχάριστο άγγελμα της εκλογής του προμηνύει χαρά στους απανταχού Κρήτες. Η παρουσία του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο εμπνέει τις ωραιότερες σκέψεις και τους υψηλότερους οραματισμούς για το μέλλον της Εκκλησίας, διότι ο νέος Αρχιεπίσκοπος έχει ήδη κριθεί Άξιος στη συνείδηση όλου του κόσμου, έχει ήδη πληροφορήσει το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας Κρήτης για την δεδομένη επιτυχία του. Είναι πρόσωπο εκκλησιαστικά γνωστό και οικείο[18].

Επίλογος.
            Όλα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως συνιστούν μια κατά το δυνατόν προσέγγιση και σκιαγράφηση της ευλογημένης προσωπικότητας του νέου Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου. Ωστόσο είναι γνωστό ότι οι καταξιωμένες προσωπικότητες δεν καθιερώνονται μόνο με την αναφορά «εις τα έργα και τας ημέρας αυτών» αλλά και με όλη τους «την αγαθήν εν Κυρίω αναστροφήν» το πώς δηλαδή «ακριβώς περιπατούν» κατά τον Απόστολο, «μη ως άσοφοι, αλλ’ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισίν»[19].
            Ολοκληρώνοντας τη σύνθεση της παρούσης βιογραφίας μπορώ να καταθέσω ότι ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, καθώς μαρτυρεί η μέχρι τώρα βιωτή του, δεν προσφέρει στην Εκκλησία μονάχα τις γνώσεις του, τις διοικητικές του ικανότητες, τον πολύτιμο χρόνο του, την αναγκαία ανάπαυσή του, το πενιχρό βαλάντιό του μαζί με τα πολλά, πνευματικά θεοδώρητα τάλαντα της ψυχής του, αλλά πρωτίστως προσφέρει τον εαυτό του ολόκληρο προκειμένου να δώσει την καλή μαρτυρία Χριστού και Εκκλησίας. Αναλώνει τον εαυτό του με τρόπο θεάρεστο και θεοφιλή υπέρ της «Αγιωτάτης του Σωτήρος ημών Χριστού Εκκλησίας».
Έρχεται στη σκέψη μας ο λόγος του Ιερού Χρυσοστόμου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, τον οποίο απηύθυνε προς την μακαρία μορφή του Αρχιεπισκόπου Αντιοχείας Μελετίου, και με τον οποίο προσαρμοζόμενο στην περίσταση, κατακλείεται η παρούσα ταπεινή βιογραφία του από Κυδωνίας και Αποκορώνου, Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ειρηναίου[20]. «Ου γαρ διδάσκων μόνον, ουδέ φθεγγόμενος, αλλά και ορώμενος απλώς, ικανός εστί άπασαν αρετής διδασκαλίαν εις την των ορώντων ψυχήν εισαγαγείν»[21].
Ειρηναίου του Σεβασμιωτάτου και Θεοπροβλήτου Αρχιεπισκόπου της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κρήτης πολλά τα έτη.

[1]Τιμ. Β΄ 4, 5.
[2]Αρχιμανδρίτου Σεραφείμ Κων. Στεργιούλη, νυν Μητροπολίτου Κυθήρων, «Ο Μητροπολίτης Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης Ιερόθεος, Βιογραφία». Στον Τιμητικό Τόμο – Αφιέρωμα εις τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης Ιερόθεον, επί τη συμπληρώσει τριακονταετούς ποιμαντορίας, 1967-1997. Ύδρα 1997, σελ. 38.
[3] Πρβλ. Κυρού Γρηγορίου του Κυπρίου, Λόγος εις τον Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρον Γεώργιον, P.G. Migne, 142, 305.
[4]Μητροπολίτου Κυδωνίας και Αποκορώνου Ειρηναίου, «Ενθρονιστήριος Λόγος». Στο Περιοδικό: Απόστολος Τίτος, Δελτίον Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης, Έτος Κδ΄, Μάρτιος 1975, τεύχος 3, σελ. 87.
[5]Ησ. 6, 8.
[6]Αρχιμανδρίτου Ειρηναίου Αθανασιάδη, εψηφισμένου Μητροπολίτου Κυδωνίας και Αποκορώνου, «Χειροτονητήριος Λόγος εις την εις Επίσκοπον χειροτονίαν του». Στο Περιοδικό: Απόστολος Τίτος, Δελτίον Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης, Έτος Κδ΄, Μάρτιος 1975, τεύχος 3, σελ. 85.
[7]Γρηγορίου Θεολόγου. Περί της εις τον Πόντον φυγής. PG Migne 35, 425.
[8]Πρβλ. Γεωργίου Παπασταύρου, «Ιερόθεος Τσαντίλης»Στον Τιμητικό Τόμο – Αφιέρωμα εις τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης Ιερόθεον, επί τη συμπληρώσει τριακονταετούς ποιμαντορίας, 1967-1997. Ύδρα 1997, σελ. 334.
[9]Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου, «Προσφώνησις κατά την Χειροτονίαν του Επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου κ. Ειρηναίου». Στο Βιβλίο: «Ευγένιος Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, Υγιαίνουσα Διδασκαλία». Εκδίδεται προνοία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πέτρας Νεκταρίου και επιμελεία Αρχιμανδρίτου Ευγενίου Αντωνοπούλου. Νεάπολις 1998, σελ. 101-102.
[10]Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου, όπ.π., σελ. 102.
[11]Μητροπολίτου Κυδωνίας και Αποκορώνου Ειρηναίου, «Ενθρονιστήριος Λόγος», όπ. π., σελ. 87.
[12]Μητροπολίτου Κυδωνίας και Αποκορώνου Ειρηναίου, «Ενθρονιστήριος Λόγος», όπ. π., σελ. 88.
[13]Μητροπολίτου Κυδωνίας και Αποκορώνου Ειρηναίου, «Ενθρονιστήριος Λόγος», όπ. π., σελ. 89.
[14]Αρχιμανρίτου Εφραίμ Στενάκη, νυν Μητροπολίτου Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης, «Το ποιμαντικόν έργον του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης κ.κ. Ιεροθέου (1967-1997)». Στον Τιμητικό Τόμο – Αφιέρωμα εις τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης Ιερόθεον, επί τη συμπληρώσει τριακονταετούς ποιμαντορίας, 1967-1997. Ύδρα 1997, σελ. 63.
[15]Αρχιμανρίτου Εφραίμ Στενάκη, νυν Μητροπολίτου Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης, όπ. π., σελ. 77.
[16] Πρβλ.Κωνσταντίνου Γιοκαρίνη. Βαρθολομαίος ο Α΄. Στον Χαριστήριο Τόμο προς Τιμήν του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου του Α΄, με τίτλο: Ορθοδοξία και Οικουμένη. Εκδόσεις Αρμός. Αθήνα 2000, σελ. κβ΄.
[17]Μητροπολίτου Πριγκιποννήσων Συμεών, «Πνευματικόν Τρίπτυχον», Εκδόσεις Δόμος. Αθήνα, σελ.231.
[18]Πρβλ. Αρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη, «Πατριαρχικόν Κοντάκιον», Εκδόσεις «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη, 2003, σελ. 22.
[19]Εφεσ. 5, 16.
[20]Πρβλ.Αρχιμανρίτου Σεραφείμ Κων. Στεργιούλη, νυν Μητροπολίτου Κυθήρων, όπ. π., σελ. 53.
[21]Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εγκωμιαστική εις τον άγιον Μελέτιον Αντιοχείας, Ε.Π.Ε. τόμος 37, σελ. 28.

Κλικ στις ιστοσελίδες μας: Αρμενιστής, Εμείς και η Κοινωνία μας, Γιάννης Αργυρός Σαντορίνη