Σελίδες

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Κυριακὴ Η΄ Λουκά (Λουκ. 10,25-37). Το Ευαγγέλιο της Κυριακής. Ποιός άλλος είναι τόσο "πλησίον" όσο ο Χριστός;

ανω σχ. π. Α«Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι;… Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ»(Λουκ. 10,36)
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Πρὶν διαβάσῃ ὁ ἱερεὺς τὸ Εὐαγγέλιο λέει· «Σοφία· ὀρθοί…». Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει, ὅτι αὐτὸ ποὺ θὰ διαβάσῃ εἶνε σοφό, εἶνε ἀληθινό, δὲν ἔχει μέσα τίποτε τὸ ψευδές. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε καθαρὸ χρυσάφι.
Γι᾿ αὐτὸ νὰ ἀκοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο μὲ προσοχὴ καὶ νὰ τὸ ἐφαρμόζουμε στὴ ζωή μας. Τὸ ἐφαρμόζουμε; Ἂν τὸ ἐφαρμόζαμε, τότε ἡ γῆ αὐτὴ θὰ ἦταν παράδεισος. Τώρα ποὺ δὲν τὸ ἐφαρμόζουμε, ἡ γῆ αὐτὴ ἔγινε κόλασις.
Σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραιότερες παραβολὲς ποὺ εἶπε ὁ Κύριος. Τί λέει ἡ παραβολὴ αὐτή;

Κάποιος ἄνθρωπος ξεκίνησε ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, τὰ Ἰεροσόλυμα, καὶ βάδιζε νὰ πάῃ στὴν Ἰεριχώ. Στὸ δρόμο ποὺ πήγαινε ἦταν κρυμμένοι λῃσταί. Τὸν σταμάτησαν, τὸν χτύπησαν, τὸν πλήγωσαν, τὸν ἔψαξαν, βρῆκαν τὰ χρήματα ποὺ εἶχε, τὰ πῆραν ὅλα, καὶ κατόπιν τὸν ἄφησαν ἐκεῖ νὰ κυλιέται στὸ χῶμα ἀπὸ τὸν πόνο, κι αὐτοὶ ἐξαφανίστηκαν μέσα στὸ ἄγριο δάσος.
Ὁ τραυματίας εἶχε ἀνάγκη βοηθείας. Βοήθεια! φώναζε. Νά κ᾿ ἔρχεται ἕνας καβάλλα στὸ ἄλογό του. Ἦταν ἱερεύς, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Τὸν εἶδε, ἀλλὰ προσπέρασε ἀστραπιαίως. Βοήθεια! φωνάζει πάλι ὁ τραυματίας. Νά κ᾿ ἔρχεται ἕνας λευΐτης, δηλαδὴ διάκονος ποὺ ὑπηρετοῦσε στὸ θυσιαστήριο τοῦ ναοῦ. Τὸν κοίταξε, ἀλλὰ ἔφυγε κι αὐτός.
Ὁ τραυματίας κινδύνευε ν᾿ ἀποθάνῃ. Νά τώρα ἔρχεται κάποιος ἄλλος. Τὸν βλέπει ὁ χτυπημένος. Ὤχ χάθηκα! λέει. Ἦταν ἐχθρός του. Περίμενε τώρα πλέον νὰ τοῦ δώσῃ αὐτὸς τὴ χαριστικὴ βολὴ καὶ νὰ τὸν ἀποτελειώσῃ. Ἀλλ᾿ αὐτὸς τὸν πλησίασε. Κατέβηκε ἀπὸ τὸ ζῷο του. Τὸν περιποιήθηκε. Τοῦ ἔπλυνε τὶς πληγὲς μὲ κρασὶ καὶ τὶς ἄλειψε μὲ λάδι. Κ᾿ ἐκεῖ στὸν ἔρημο τόπο ἔσχισε τὸ πουκάμισό του, τό ᾿κανε ἐπίδεσμο, καὶ τοῦ ἔδεσε τὶς πληγές. Μετὰ τὸν ἀνέβασε στὸ ζῷο του καὶ τὸν πῆγε σ᾿ ἕνα πανδοχεῖο, σ᾿ ἕνα χάνι. Ἐκεῖ ὅλη νύχτα ἔμεινε στὸ προσκέφαλό του. Τὸ πρωΐ, ὅταν θὰ ἔφευγε, ἔδωσε ἐντολὴ στὸν ξενοδόχο νὰ περιποιηθῇ τὸν τραυματία, καὶ ὅ,τι ξοδέψῃ ἀνέλαβε νὰ τὰ πληρώσῃ αὐτός.
Αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολή. Ἀλλὰ ἡ παραβολὴ ἄλλα λέει κι ἄλλα ἐννοεῖ. Ποιός εἶνε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστάς; Ποιοί εἶνε λῃσταί; Ποιός εἶνε ὁ ἱερεύς; Ποιός εἶνε ὁ λευΐτης; Ποιός εἶνε ὁ Σαμαρείτης; Αὐτὰ θέλουν ἑρμηνεία. Ἂς ἀπαντήσουμε πολὺ σύντομα.

* * *

Αὐτὸς ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστὰς δὲν εἶνε ἕνας. Εἶνε τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι, ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, εἶνε ὁ τραυματίας τῆς παραβολῆς.
Βάδιζε τὸ δρόμο της ἡ ἀνθρωπότης ψάλλοντας τὸ ἀλληλούϊα. Ἀλλ᾿ ἐνῷ βάδιζε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἔπεσε σὲ λῃστάς. Ποιοί εἶνε αὐτοὶ οἱ λῃσταί; Ἀρχιλῃστὴς εἶνε ὁ διάβολος. Μισεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ θέλει νὰ τὸν ἐξοντώσῃ, καὶ μεταχειρίζεται ποικίλους τρόπους. «Ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. 5,8).
Λῃσταὶ ἐπίσης εἶνε οἱ δαίμονες καὶ οἱ κακοὶ – δαιμονικοὶ ἄνθρωποι, τὰ ὄργανα τοῦ διαβόλου, ποὺ κι αὐτοὶ κάνουν κακό. Καὶ ὅσο κακὸ μπορεῖ νὰ κάνῃ ἕνας ἄνθρωπος κακός, δὲ᾿ μποροῦν νὰ κάνουν χίλιοι δαίμονες.
Λῃστὴς ὅμως εἶνε καὶ ὁ ἑαυτός μας. Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον; Μποροῦσε νὰ ζήσῃ ἑκατὸ χρόνια, καὶ δὲ ζῇ οὔτε τριάντα. Τὰ ἑβδομήντα χρόνια ποιός τὰ λῄστεψε; Ὁ ἑαυτός του, τὰ ναρκωτικά… Τὸν βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἄλλο, ποὺ πίνει μπουκάλια ὁλόκληρα οὐίσκυ καὶ ἄλλα ποτά; Σκοτώνεται μόνος του μὲ τὸ ἀλκοόλ. Τὸν βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἄλλο, ποὺ ἔπεσε στὰ ἀκατονόμαστα πάθη τῆς σαρκός; Λῃστεύει κι αὐτὸς τὸν ἑαυτό του. Τὶς μεγαλύτερες ζημιὲς μᾶς τὶς κάνει ὁ ἑαυτός μας, μὲ τὰ διάφορα πάθη. Λῃσταὶ τὰ πάθη, λῃσταὶ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ λογισμοί.
Καὶ ἡ ἀνθρωπότης ζητεῖ βοήθεια. Ποιός θὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ σατανᾶ; Ποιός θὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους; Ποιός θὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, τὰ πάθη καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς λογισμούς; Ὁ ἱερεύς; Ὁ λευΐτης; Οἱ σοφοί; Οἱ ῥήτορες; Τὰ διάφορα θρησκεύματα;
Ἕνας εἶνε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, καὶ ἐδῶ εἶνε τὸ κέντρο τῆς παραβολῆς. Μπροστὰ στὸ δρᾶμα τῆς ἀνθρωπότητος παρουσιάζονται διάφοροι σωτῆρες, ψευδοσωτῆρες. Ἀλλ᾿ ἕνας μόνο μπορεῖ νὰ δώσῃ τὴ λύτρωσι. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ προσκυνοῦν οἱ ἄγγελοι. Καὶ ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, καὶ οἱ πέτρες θὰ φωνάξουν, ὅτι «Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν».
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Σαμαρείτης. Αὐτὸς κατέβηκε ἀπὸ τὰ οὐράνια, πλησίασε τὸν ἄνθρωπο, βρέθηκε κοντά του. Καὶ τὸν θεράπευσε μὲ τὴ θεία διδασκαλία του, μὲ τὰ θαύματά του, καὶ μὲ τὸ τίμιο αἷμα του.

* * *

Ποιό εἶνε, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγα λόγια τὸ νόημα τῆς παραβολῆς;
Ὑπάρχει κάτι, τὸ ὁποῖο χρειάζεται ἡ ἀνθρωπότης ἀπαραιτήτως. Ὅπως τὸ ὀξυγόνο γιὰ τὸν ἄνθρωπο κι ὅπως τὸ νερὸ γιὰ τὸ ψάρι κι ὅπως ὁ ἀέρας γιὰ τὸ πουλί, ἔτσι καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸ ἀναγκαῖο εἶνε ἡ ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος διψᾷ γιὰ ἀγάπη· δὲ μπορεῖ νὰ ζήσῃ χωρὶς ἀγάπη. Πλάσθηκε ν᾿ ἀγαπᾷ, ὄχι νὰ μισῇ. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὂν κοινωνικό. Ὁ Θεὸς τὸν ἔβαλε μέσα στὴν κοινωνία, γιὰ νὰ ζήσῃ μαζὶ μὲ ἄλλους. Μιὰ κοπέλλα τί λαχταράει; Ν᾿ ἀποκτήσῃ ἕναν ἄντρα. Εἶνε μέσα στὴ φύσι τῆς γυναικός. Νὰ τὸν ἔχῃ συντροφιὰ μέρα – νύχτα, στὴ χαρὰ στὴ λύπη στὸν πόνο της, νὰ τὸν αἰσθάνεται κοντά, νὰ τὸν ἔχῃ παρηγοριὰ καὶ στήριγμα. Καὶ ὁ νέος λαχταρᾷ ν᾿ ἀποκτήσῃ μιὰ κοπέλλα, ποὺ νὰ εἶνε στὸ πλευρό του ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς του, νὰ εἶνε ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίασίς του. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τί ζητᾷ; Ν᾿ ἀποκτήσῃ ἕνα φίλο, νὰ εἶνε κοντά του διαρκῶς, νὰ τὸν παρηγορῇ, νὰ τὸν ἐνισχύῃ.
Καὶ ἐρωτοῦμε· Ὑπάρχει τώρα αὐτὴ ἡ ἀγάπη; Δὲν ὑπάρχει. Τὴ βλέπεις· παντρεύτηκε, κι ἀντὶ νὰ εἶνε εὐτυχισμένη, εἶνε δυστυχισμένη. Γιατὶ ἀντὶ νὰ βρῇ ἀγάπη βρῆκε μῖσος, ἀντὶ νὰ βρῇ παρηγοριὰ βρῆκε μεγάλες δυσκολίες· καὶ ἐνῷ τρῶνε μαζὶ καὶ ἐνῷ κοιμοῦνται στὸ διο κρεβάτι, εἶνε χωρισμένοι ὅπως ἡ Ἀνατολὴ μὲ τὴ Δύσι. Σωματικῶς μὲν εἶνε ἑνωμένοι, ἀλλὰ ψυχικῶς βρίσκονται μακριὰ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ μισεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Καὶ βλέπουμε σήμερα τραγικὰ ἀποτελέσματα· νὰ σκοτώνῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἀπὸ ἕνα μῖσος ἄγριο. Τὸν βλέπεις τὸν ἄλλον; Ἀνατρέφει τὰ παιδιὰ μὲ μιὰ ἐλπίδα· ὅταν γεράσῃ, τὰ παιδιὰ νὰ τοῦ δείξουν κάποια ἀγάπη. Καὶ τώρα τί συμβαίνει; Ἀγρίεψε ὁ κόσμος.
Ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποτε μιὰ γριὰ ἑβδομήντα περίπου ἐτῶν. Κλάμα ἡ γιαγιά!
―Δέσποτα, λέει, θ᾿ αὐτοκτονήσω.
―Τί ἔχεις; τί σοῦ λείπει;
―Ἔπαθα τὴν πιὸ μεγάλη συμφορά. Γέννησα ἑπτὰ παιδιά. Κοπίασα καὶ μόχθησα. Τὰ πάντρεψα ὅλα. Τώρα ποὺ γέρασα καὶ δὲ μπορῶ νὰ δουλέψω στὰ χωράφια, μὲ διώχνουν…
Ταλαίπωρε κόσμε, ἐγκαταλειμμένε, ποὺ διψᾷς ἀγάπη· τὴν ἀγάπη δὲ θὰ τὴ βρῇς πουθενὰ ἀλλοῦ παρὰ μόνο κοντὰ στὸ Χριστό.
Ὁ Χριστὸς μόνο εἶνε κοντὰ στὸν ἄνθρωπο. Ποτέ δὲν τὸν ἀφήνει. Κι ὅπως λέει ὁ ποιητής,
«κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσω, ποῦ νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὁ Θεός μου.
Πῶς ἠμπορῶ ν᾿ ἀπελπισθῶ;».
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πραγματικὸς «πλησίον» τοῦ ἀνθρώπου. Εἶνε κοντά μας ὁ Χριστός; ἅμα εἶνε κοντά μας, παράδεισο ἔχουμε. Εἶνε μακριὰ ὁ Χριστός; εἴμεθα δυστυχισμένοι.
Λέει μιὰ προφητεία, ποὺ πραγματοποιεῖται στὶς ἡμέρες μας· «Ψυγήσεται ἡ ἀγάπη», ἡ ἀγάπη θὰ ψυχρανθῇ (Ματθ. 24,12). Σήμερα πλέον δὲν ὑπάρχει ἀγάπη. Μῖσος ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο. Μόνο ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ ἀναπαύεται ὁ ἄνθρωπος. Καὶ τὴν ἀγάπη τὴ δίνει ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ἡ ἐνσάρκωσις τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.