Σελίδες

Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Κυριακή Αγίων Πατέρων Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (Ματθ. 5,14-19). Είμαστε Χριαστιανοί;

Αλήθεια, είμαστε χριαστιανοί;
ΔΙΣΤΑΖΩ, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω, γιατὶ δὲν ἔχετε ἀνάγκη ἐσεῖς ἀπὸ κηρύγματα. Εἶμαι ὅμως ὑποχρεωμένος. Ἀλλὰ ἔχω κ᾽ ἕ­ναν ἄλλο δισταγμό· τί κήρυγμα νὰ κάνω, ἐ­ποικο­δο­μητικὸ ἢ ἐλεγ­κτι­κό; νὰ παίξω φλογέρα ἢ ν᾿ ἁρπά­ξω σφενδόνα;
νὰ ἑρμηνεύσω πρακτικὰ τὸ εὐ­αγγέλιο καὶ νὰ εὐχαριστηθῆτε, ἢ νὰ κάνω ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἔκαναν οἱ 630 πατέρες τῆς Τετάρ­της (Δ΄) Οἰκουμενικῆς Συνόδουἑορτάζουν σήμερα―, ποὺ ὅταν εἶδαν νὰ πέφτουν οἱ αἱρε­τι­­κοὶ σὰν λύκοι στὸ μαντρὶ καὶ ν᾿ ἁρπάζουν τὰ πρό­βατα τοῦ Χριστοῦ, ἄφησαν τὴ φλογέρα καί, ὅπως λένε σήμερα οἱ αἶνοι, τοὺς ἔδιωξαν «τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος»; Ἄλλωσ­τε τὸ μῆνα αὐτὸν ἑορτάζει καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας, ποὺ ὄχι μόνο μίλησε καυστι­κά, ἀλλὰ καὶ ἔσφα­ξε κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ 450 ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης ποὺ ἔτρωγαν εἰς «τράπεζαν Ἰεζάβελ» (Γ΄ Βασ. 18,19).
Σήμερα γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας αἰωρεῖται πά­νω ἀπ᾽ τὰ κεφάλια μας κίνδυνος ὀλέθρου· ὄχι βέβαια ἀπ᾽ τὸ μαχαίρι τοῦ προφήτη Ἠλία, ἀλλὰ τώρα ἀπὸ τὴν πυρηνι­κὴ ἐνέργεια. Ἂν διαβάζε­τε Ἀποκά­λυψι, θὰ δῆτε, ὅτι τὸ ἓν τρίτον τῆς ἀνθρωπό­τητος θὰ σφαγῇ (βλ. Ἀπ. 9,15,18). Ἂς παρακαλέσουμε τὸν προφήτη Ἠλία νὰ πρεσβεύῃ στὸ Θεό, νὰ μὴν πέσῃ ἡ ὀργή του πάνω μας.
Ἂν λοιπὸν φοβούμεθα τὴ θεία ὀργὴ καὶ θέ­­λουμε ν᾽ ἀποτραπῇ ἡ μεγάλη συμφορά, ὑπάρ­χει τρόπος. Πῶς;
Τ᾽ ἀκούσαμε σήμερα· νὰ πά­ψου­με νὰ εἴμαστε ψευτοχριστιανοί, χριστιανοὶ στὶς ταυ­τότητες, καὶ νὰ γίνουμε πραγματικὰ Χρι­στια­νοί. Πραγματικοὶ Χριστιανοί, εἶπε τὸ εὐαγγέλιο, εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἐκτελοῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ («ὃς ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ» Ματθ. 5,19), ὄ­χι αὐτοὶ ποὺ λένε «Κύριε Κύριε» (ἔ.ἀ. 7,21). Καὶ ὁ ἀ­πόστολος λέει, ὅτι οἱ ἀληθινὰ πιστοὶ πρέ­πει νὰ φροντίζουν «καλῶν ἔργων προΐστασθαι» (Τίτ. 3,8, 14), νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα. Σεῖς τὰ παιδιά μου, λέει ὁ Κύριος, οἱ ὀρ­θόδο­ξοι Χριστια­νοί, ποὺ βα­­πτιστή­κατε, ποὺ μελετᾶτε τὸ θεῖο νό­μο, ποὺ κοινω­νεῖ­τε τὰ ἄχραντα μυστήρια, νὰ λάμπετε παν­τοῦ· σεῖς εἶ­στε «τὸ φῶς τοῦ κό­σμου» (Ματθ. 5,14-16, 13), τὸ ἁλάτι τῆς κοινωνίας.

* * *

Μερικοὶ ἀκούγοντας αὐτὰ ὑψώνουν ἀ­διάφοροι τοὺς ὤμους καὶ λένε· Αὐτὰ εἶνε γιὰ τοὺς πα­πᾶδες καὶ τοὺς καλογέρους, δὲν εἶνε γιὰ μᾶς ποὺ ζοῦμε στὸν κόσμο… Τὰ λό­για ὅ­μως τῆς ἁ­­γίας Γραφῆς δὲν εἶνε γιὰ μία τάξι ἀν­θρώ­­πων. Δὲν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο γιὰ ὡρισμένους μόνο, οὔτε ἔδωσε πολλὰ Εὐ­αγ­γέ­λια· ἕνα Εὐαγγέλιο ἔδωσε, ὅπως ἕναν ἥ­λιο ἔφτεια­ξε νὰ φωτίζῃ ὅλο τὸν κόσμο. Συνε­πῶς, οἱ ἐν­το­λές του εἶνε γιὰ ὅ­λους ὑ­ποχρεω­τικές. Μία λοιπὸν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου εἶνε καὶ αὐτὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα· «Ὃς δ᾽ ἂν ποιήσῃ καὶ διδά­ξῃ, οὗ­τος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐ­ρα­νῶν» (ἔ.ἀ. 5,19). Δὲν κάνει βλέπετε διάκρισι. Μέγας στὴ βα­σι­­λεία τοῦ Θεοῦ, ἀληθινὸς δηλαδὴ Χριστι­ανός, θὰ εἶνε καθένας ποὺ θὰ προσπα­θήσῃ πρῶτα νὰ ἐφαρμό­σῃ ὁ ἴδιος τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο κ᾽ ἔπειτα νὰ τὸ μεταδώσῃ καὶ σὲ ἄλλους.
Θὰ πῆτε· Ἐμεῖς τώρα δὲν εἴμαστε οὔτε Χρυ­σόστομοι οὔτε Βασίλειοι, δὲν ἔχουμε τὸ χάρι­­σμα νὰ διδάσκουμε τὸ Εὐαγγέλιο… Ἄκουστε, ἀγα­πητοί. Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ὅλοι νὰ δι­δά­σκου­με τὸ Εὐαγγέλιο. Γιατί ὑποχρεωμένοι; Διότι εἶνε δυνατὸν νὰ τὸ κάνουμε. Πῶς;
Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν τὸ διδάσκει μόνο αὐτὸς ποὺ ἀνεβαίνει στὸν ἄμβωνα. Μπορεῖ νὰ τὸ δι­δάξῃ καὶ μιὰ ἀγράμματη γυναίκα. Κάτι τέ­τοιες ψυχὲς κρατᾶνε τὴν πίστι. Ἡ γιαγιὰ π.χ., ποὺ παίρνει τὸ παιδάκι στὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὸ συμβου­λεύει νὰ μὴ λέῃ ψέματα καὶ ἄσχημα λόγια, νὰ μὴν πειράζῃ τὰ ξένα πράγματα, νὰ κάνῃ τὸ σταυ­ρὸ καὶ τὴν προσευχή του, αὐτὴ διδάσκει Εὐαγ­γέλιο. Μιὰ μάνα, ποὺ μαζὶ μὲ τὸ γάλα της τρέφει τὸ παιδὶ καὶ μὲ τὸ μέλι τοῦ Χριστοῦ μας, ἀ­ξίζει παραπάνω ἀπὸ πολλοὺς ἱεροκήρυκες καὶ δεσποτάδες, ποὺ λένε μὰ δὲν πράττουν. «Ὅς δ᾽ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ…». Μπορεῖ νά ᾿σαι ἀ­γρότης, τσοπᾶνος, τεχνίτης, ὁ,τιδήποτε· ὅ­ταν ζῇς τὸ Χριστό, μπορεῖς νὰ μιλήσῃς μὲ λόγια ἁπλᾶ γι᾽ αὐτὸ ποὺ ζῇς. Δὲν χρειάζεται κοσμικὴ μόρφωσι, φιλοσοφία καὶ ῥητορεία.
* * *
Καὶ τώρα, ἀδελφοί μου, ἂς βάλουμε τὸ χέρι στὴν καρδιὰ καὶ ἂς ἐξετάσουμε ὅλοι· ζοῦμε τὸ Χριστό, ἐκτε­λοῦ­με αὐτὰ ποὺ λέει ὁ Κύριός μας; Δυστυχῶς, ἂν ζυγίσουμε ὄχι τὰ λόγια ἀλλὰ τὰ ἔργα μας, πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι εἴμα­στε πολὺ πίσω. Ὁ χριστιανισμός μας δὲν ἔχει νὰ δείξῃ καρπούς, τὰ «καλὰ ἔργα» ποὺ λέει σή­μερα ὁ ἀπόστολος. Μοιάζουμε σὰν ἕνα περιβό­λι μὲ χίλια δέντρα, ποὺ παρ᾽ ὅλη τὴ φροντίδα οὔτε ἕνα καρπὸ δὲν ἀποδίδει. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι «πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν κα­λὸν ἐκ­κόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (ἔ.ἀ. 7,19 κ.ἀ.).
Εἴμαστε ἄκαρπα δέντρα σὰν τὴ συκιὰ ποὺ καταράστηκε ὁ Κύριος καὶ εἶπε «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξη­ράν­θη παραχρῆμα ἡ συκῆ» (ἔ.ἀ. 21,19). Ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε τίποτε ἐναντίον τοῦ δέντρου. Τὸ εἶ­πε αὐ­τὸ γιὰ τοὺς λεγομένους χριστιανούς, μὲ τὴν ἔν­νοια ὅτι, ἂν εἶνε ἄκαρπα δέν­τρα, θὰ τοὺς ἐγ­κα­ταλείψῃ. Γι᾿ αὐτὸ βλέπουμε θεομηνίες, συμφο­ρές, ἀσθένειες, πολέμους… Εἴμαστε ἄκαρ­ποι, φύλλα μόνο ἔχουμε· εἴμαστε κενοὶ ἀπὸ οὐσία, περιεχόμενο, ἀγάπη, εὐσπλαχνία. Εἴ­μαστε σὰν ἕνα περιβόλι ποὺ σ᾽ ὅλα τὰ φυτά του ἔχει πέσει περονόσπορος. Οἱ δεσποτά­δες μας εὐλο­γοῦν καὶ λένε «Κύριε Κύριε, ἐ­πίβλεψον ἐξ οὐ­ρανοῦ καὶ ἴδε καὶ ἐπίσκεψαι τὴν ἄμπελον ταύ­την καὶ κατάρτισαι αὐτήν, ἣν ἐφύτευσεν ἡ δε­ξιά Σου» (Ψαλμ. 79,15-16· ἀρχιερ. θ. λειτ.)· ἀλ­λὰ δὲν κατεβαί­νουν κάτω νὰ δοῦν ὅτι τὸ ἀμ­πέλι ξεράθηκε, ὅτι ὁ περονόσπορος τῆς ἁμαρ­τίας καὶ τῆς αἱρέσεως ἄφησε μόνο τὶς ῥίζες.
Ὁ χριστιανισμὸς μοιάζει νὰ συρρικνώνεται ἀντὶ νὰ ἁπλώνεται. Κοιτάξτε τὸ χάρτη. Στὸ νό­το εἶνε ἡ Ἀφρικὴ καὶ στὴν ἀνατολὴ ἡ Ἀσία. Ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἐκεῖ ἀσκοῦν τὴ μαγεία, λατρεύουν δαιμόνια καὶ εἴδωλα (πέτρες, ποτάμια, τὸν ἥλιο, τοὺς κροκοδείλους…), ἢ εἶ­­νε μουσουλμᾶνοι, βουδδισταὶ κ.τ.λ.. Ἄλλοτε λίγοι Χριστιανοὶ μὲ φλόγα, οἱ δώδεκα ἀπόστο­λοι, πῆγαν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ ἄλ­λαξαν ὅλο τὸν κόσμο. Τώρα πλῆθος «χριστιανοὶ» ἀπὸ τὴν Εὐρώπη πηγαίνουν στὶς ἠπείρους αὐτές, ἀλλ᾽ ὄχι ὅ­πως οἱ ἀ­πόστολοι γιὰ νὰ φωτίσουν τοὺς λαούς· πηγαίνουν, γιὰ νὰ τοὺς ἐκμεταλλευτοῦν καὶ νὰ πλουτίσουν. Γι᾽ αὐ­τὸ οἱ ἰθαγενεῖς τοὺς φοβοῦνται πιὸ πολὺ κι ἀπ᾽ τὰ θηρία τῆς ζούγ­­κλας. Ἐνῷ δέχονται τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνες ἱεραπο­στόλους, γιατὶ τοὺς βλέπουν νὰ ἐκδαπανῶνται ἐκεῖ ἀνιδιοτελῶς, ὅταν ἀκοῦ­νε Εὐρωπαῖο «χριστιανὸ» φεύγουν μακριά.
Ἀκαρπία ἐπικρατεῖ. Ἀλλὰ γιατί πάω τόσο μακριά; ῾Ρῖξτε μιὰ ματιὰ στὸν τόπο μας. Εἴ­μα­στε τόσα ἑκατομμύρια ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ἂν ἤμασταν πραγματικὰ Χριστιανοί, ἂν ἐφαρ­μόζαμε αὐτὰ ποὺ λέει τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἂν οἱ κληρικοὶ πρῶτα καὶ ὅλοι οἱ διοικοῦντες ἤμασταν συνεπεῖς μὲ τὴν πίστι μας, τότε ἡ πτωχή μας πατρίδα θὰ ἦταν ἡ εὐτυχέστερη χώρα τοῦ κό­σμου. Ἀλλὰ τώρα ποῦ Χριστιανός; Ἂν με­τρή­σῃς τοὺς ναούς, τὶς καμπάνες, τὰ χρυ­σᾶ ἄμ­φια, τὶς πατερίτσες, τὰ ἐγκόλπια, τὰ ἐ­ξωτε­ρι­κὰ στοιχεῖα, αὐτὰ εἶνε πολλά. Μὰ Χρι­στια­νὸς ποῦ; Δεῖξτε μου Χριστιανὸ καὶ Χριστι­ανή, ἄν­θρωπο ποὺ νὰ πιστεύῃ στὸ Χριστό, νὰ τρέχῃ στὶς προσταγές του μὲ καρδιά, μὲ μαρτυρία, μὲ τὴν ὅλη βιοτή του, δεῖξτε μου ἕνα πραγματικὸ Χριστιανό, ποὺ νά ᾿νε τὸ φῶς τοῦ κόσμου καὶ τὸ ἁλάτι τῆς γῆς, νὰ πέσω νὰ τὸν προσκυνήσω. Ἂν ἤμασταν πραγματικὰ Χριστιανοί ὀρθόδο­ξοι, ὅπως ἦταν οἱ πρόγονοί μας τοῦ ᾽21, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φυτρώσῃ στὸν τόπο μας οὔτε ἄθεος μαρξισμὸς οὔτε ἀντίχριστος μασονισμὸς οὔτε ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ οὔτε τόσες ἄλλες αἱρέσεις καὶ ἰδεολογίες καὶ θρησκεῖες.

* * *

Τὸ συμπέρασμα, ἀδελφοί μου. Στὸ Μεσολόγ­γι ἦρθε καὶ πέθανε ἕνας μεγάλος Ἄγγλος φι­λέλλην ποιητής, ποὺ προηγουμένως εἶχε ζήσει ἕνα βίο ἁμαρτωλό, ὁ λόρδος Βύρων· τὸ ἄγαλ­μά του εἶνε στη­μένο ἐκεῖ. Μετὰ τὸ θάνα­τό του βρέθηκε ἕνα σημείωμα, στὸ ὁποῖο ὁ μορφωμέ­νος αὐτὸς καὶ λόγιος ἔγραφε· «Ὅ­ποιος γεννή­θηκε στὸν κόσμο καὶ δὲν διάβασε τὸ Εὐαγγέ­λιο, εἶνε δυστυχής». Ἀλλὰ πιὸ δυσ­τυχὴς εἶνε – ποιός; Αὐτὸς ποὺ διάβασε καὶ ἄκουσε τὸ Εὐ­αγγέλιο ἀλλὰ δὲν τὸ ἐφήρμοσε, πῆγε κόντρα καὶ τὸ κατεπάτησε. Γι᾿ αὐτὸν μποροῦμε νὰ ποῦ­με· καλύτερα νὰ μὴ ἐγεννᾶτο (πρβλ. Ματθ. 26,24).
Ἀδέρφια μου, μπροστά μας εἶνε τὸ φῶς, τὸ Εὐαγγέλιο. Δὲ χρειαζόμαστε πολλά. Τὸ Εὐαγ­γέ­λιο στὸ σπίτι, στὸ σχολεῖο, στὸ στρατό, στὰ δικαστήρια, σὲ παλάτια καὶ καλύβες, στὰ χω­ριὰ καὶ τὶς πόλεις. Τὸ ἐφαρμόσαμε, τὸ ζήσα­με; χαρᾶς εὐαγγέλια, εὐτυχία στὴ γῆ.
Εἴθε τὰ λόγια αὐτά, λόγια ποὺ κήρυξε ὁ Χρι­στὸς καὶ οἱ ἀπόστολοι, νὰ γίνουν «καλὰ ἔργα». Καὶ τότε δι᾿ ἡμῶν νὰ δοξάζεται ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(ἱ. ναὸς Προφήτου Ἠλία, Ἁγ. Παρασκευῆς – Ἀθηνῶν 16-7-1961)