Σελίδες

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Η Αγάπη του Θεού!

προσευχηΚυριακὴ Γ΄ (Γ΄Ματθ.) (Ῥωμ. 5,1-10)
«Συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Pωμ. 5,8)
 AΥΤΑ τὰ λόγια, ἀγαπητοί, δὲν εἶνε δικά μου· εἶνε λόγια θεόπνευστα τοῦ κορυφαίου ἀποστόλου Παύλου, ποὺ σὲ λίγες ἡμέρες θὰ ἑορτάσουμε τὴν ἱερά του μνήμη. Τὰ προσέξαμε ἆραγε; Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ ἀπόστολος· γι᾿ αὐτὴν ὁμιλεῖ σήμερα καὶ τὸ εὐαγγέλιο· γι᾿ αὐτὴν θὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς λίγα λόγια.
  «Συνίστησι», λέει, «τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός» (Ῥωμ. 5,8). «Συνίστησι» θὰ πῇ «φανερώνει», «δείχνει» σ᾿ ἐμᾶς τὴν ἀγάπη του. Ἡ ἀγάπη, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ πιὸ βαθὺ καὶ πλατὺ ασθημα τοῦ ἀνθρώπου. Ποιός ἀπὸ μᾶς θέλει νὰ μὴν τὸν ἀγαποῦν; Ποιός δὲ᾿
στενοχωριέται ὅταν δὲν τὸν ἀγαποῦν; Καὶ ποιός δὲν εὐχαριστιέται ὅταν βλέπῃ ὅτι δίπλα του ὑπάρχουν φίλοι ποὺ τὸν ἀγαποῦν; Ὁ ἄνθρωπος ζῇ μὲ τὴν ἀγάπη καὶ πεθαίνει ἀπὸ ἔλλειψι ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶνε τὸ πιὸ ἀναγκαῖο στὴ ζωή του. Ὑπάρχουν διαφόρων εἰδῶν ἀγάπες· διάλεξε καὶ πάρε. Ὑπάρχει ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς ἄνθρωπο· ἡ ἀγάπη τῶν φίλων, ἡ ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν, ἡ ἀγάπη τῶν συμμαθητῶν, ἡ ἀγάπη ἡ συζυγική (τῆς γυναίκας, τοῦ ἄντρα), ἡ ἀγάπη προπαντὸς τῆς μάνας – μιὰ ἀγάπη μάλαμα. Ἐκεῖ ὅμως σταματᾶμε. Σταματᾶμε, γιατὶ είμεθα ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Παραπάνω; Ἀνεβῆτε σ᾿ ἕνα ἄλλο σκαλοπάτι. Ἂν τὸ ἀνεβῆτε, ὑψώνεστε πρὸς τὰ οὐράνια. Ποιά εἶνε ἡ ἀγάπη ἐκείνη; Παραπάνω ἀπὸ τὶς ἀγάπες τῶν ἀνθρώπων εἶνε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸ τὸν ἄνθρωπο. Ποιός τὴν αἰσθάνεται, ποιός τὴν ζητάει; Τὸ παιδὶ καταλαβαίνει τὴν ἀγάπη τῆς μάνας. Ἂν τὸ ῥίξῃς μέσα σὲ χίλιες γυναῖκες, τὴ μάνα ζητάει· γιατὶ αὐτὴ μὲ τὸ βλέμμα της, μὲ τὰ χαϊδέματά της, μὲ ὅλο τὸν τρόπο της τὸ ἀσφαλίζει. Καταλαβαίνει τὸ παιδάκι καὶ προτιμͺᾶ τὴ μάνα του, ἔστω κι ἂν εἶνε φτωχιά. Ἂν πᾷς τὸ παιδάκι στὴ βασίλισσα, θὰ κλαίῃ· ἂν τὸ πᾷς στὴ φτωχιὰ τὴ μάνα του ἠρεμεῖ, χαίρεται, γελάει. Γιατὶ αὐτὴ τὸ ἀγαπάει. Ὅπως λοιπὸν ἡ μάνα ἀγαπάει τὸ παιδί, ἔτσι κι ἀκόμη περισσότερο ὁ Θεὸς ἀγαπάει τὰ παιδιά του, τὸν κόσμο ὅλο. Λέει ὁ προφήτης· Μπορεῖ ἡ μάνα ν᾿ ἀρνηθῇ κάποτε τὸ παιδί της, ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν θὰ παύσῃ νὰ ἀγαπᾷ τὸν κόσμο (βλ. Ἠσ. 49,15). Δείχνει τὴν ἀγάπη του ὁ Θεός. Πῶς τὴ δείχνει; Μὲ χίλιους τρόπους. Παράδειγμα αὐτὸ ποὺ λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (Ματθ. 6,22-33)· ὅτι ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ζήσῃ, ἔχει ἀνάγκες. Ἀφοῦ ἔχει σῶμα, χρειάζεται ἕνα ῥοῦχο, μιὰ στέγη, λίγη τροφή, τὸ ἀναγκαῖο ψωμὶ καὶ προπαντὸς τὸ νεράκι. Παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅμως ἔχει ἀνάγκη τὸν ἀέρα. Πέντε λεπτὰ νὰ λείψῃ, δὲ᾿ μένει κανένας, θὰ πᾶμε ὅλοι ἀπὸ ἀσφυξία. Οὔτε τὸ φεγγάρι οὔτε τὰ ἄλλα ἄστρα ἔχουν ἀέρα. Ἄντε λοιπόν, ἄνθρωπε, ἐκεῖ· χρειάζεσαι μπουκάλες ὀξυγόνου. Ποιός ἔδωσε τὸν ἀέρα; Ποιό ἐργοστάσιο βγάζει τὸ ὀξυγόνο καὶ μᾶς ζωογονεῖ; Ἂν ἀγοράζαμε τὸ ὀξυγόνο ποὺ ἀναπνέουμε, ἔπρεπε νὰ δουλεύουμε μόνο γι᾿ αὐτό. Στὴν ἐκκλησία, ποὺ ἐρχόμεθα κάθε Κυριακή, ὑποβάλλουμε στὸν Κύριο εκοσι περίπου αἰτήματα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶνε· «Ὑπὲρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς καὶ καιρῶν εἰρηνικῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» (θ. Λειτ.). Κύριε, δῶσε μας ἀεράκι καλό, καθαρό, ὑγιεινό, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε. Γιατὶ ἂν μολυνθῇ ὁ ἀέρας μὲ μικρόβια, ὅλοι οἱ γιατροὶ νὰ μαζευτοῦνε, δὲ᾿ θὰ ζήσῃ τίποτα στὴ γῆ. Δείχνει λοιπὸν ὁ Θεὸς τὴν ἀγάπη του καὶ μὲ τὰ ποτάμια καὶ μὲ τὶς θάλασσες καὶ μὲ τοὺς καρποὺς καὶ μὲ τὸ ἀεράκι ποὺ πνέει. Δὲ᾿ σᾶς εἶπα ὅμως ἀκόμη τίποτα, ἀδελφοί μου. Παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει μιὰ ἄλλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο δεῖγμα τῆς ἀγάπης του. Ποιό εἶν᾿ αὐτό; Δὲ᾿ μπορεῖ γλῶσσα ἀνθρώπου νὰ τὸ ἐκφράσῃ, δὲ᾿ μπορεῖ θεολόγος νὰ τὸ περιγράψῃ. Ἂν σᾶς τὸ πῶ ἀμέσως, φοβοῦμαι πὼς δὲ᾿ θὰ συγκινηθῆτε. Γι᾿ αὐτὸ θὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ μιὰ ἱστορία. Κάποτε ἕνας πῆρε μαχαίρι καὶ ἔσφαξε ἕνα συνάνθρωπό του. Καθὼς τοῦ ᾿βαλε τὸ μαχαίρι στὸ λαιμό, τὸ αἷμα πετάχτηκε καὶ τοῦ πιτσύλισε τὸ πρόσωπο καὶ τὸ πουκάμισο. Τὸ θῦμα ἔπεσε νεκρό, κι ὁ φονιᾶς ἄρχισε νὰ τρέχῃ, γιὰ νὰ μὴ τὸν συλλάβουν. Πίσω του ξεσηκώθηκε κόσμος. Πιάστε τον, πιάστε τον! φώναζαν. Αὐτὸς ἔτρεχε νὰ γλυτώσῃ. Ἐπὶ τέλους βρῆκε ἕνα σπιτάκι, μιὰ καλύβα ἀνοιχτή, καὶ τρύπωσε μέσα. Ὁ νοικοκύρης, καλὸς ἄνθρωπος, τρόμαξε καὶ λέει· ―Τί συμβαίνει; ―Σῶσε με! Ἀπὸ σένα ἐξαρτᾶται ἡ ζωή μου. Μὲ κυνηγοῦν, ἂν μὲ πιάσουν χάθηκα… ―Πήγαινε γρήγορα στὴ βρύση καὶ πλύσου, τοῦ λέει ὁ καλὸς ἐκεῖνος ἄνθρωπος· βγάλε τὸ λερωμένο πουκάμισο, βάλε τὸ δικό μου ποὺ εἶνε καθαρό, καὶ μὴ φοβᾶσαι… Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἔφτασαν τρέχοντας οἱ ἀστυνομικοί. Μπαίνουν στὸ σπίτι καὶ ψάχνουν. ―Ἐδῶ εἶν᾿ ὁ φονιᾶς;… Τότε τί ἔγινε· ὁ καλὸς νοικοκύρης φόρεσε αὐτὸς τὸ ματωμένο πουκάμισο καὶ τοὺς λέει· ―Ἐγὼ εἶμαι, ὁρίστε. Ἀμέσως τὸν ἁρπάζουν, τὸν πᾶνε στὸ δικαστήριο, τὸν δικάζουν ὡς φονιᾶ καὶ τὸν καταδικάζουν εἰς θάνατον. Ἔτσι ὁ ἄλλος σώθηκε. Δὲ᾿ μοῦ λέτε, τί θὰ αἰσθάνεται αὐτὸς ποὺ σώθηκε; Δὲ᾿ θὰ αἰσθάνεται τὴ μεγάλη εὐεργεσία; Εἶνε δυνατόν, μπορεῖ ποτὲ ἕνας ἀθῷος ν᾿ ἀναλάβῃ τὴν εὐθύνη ἑνὸς κακούργου; Ὑπάρχει τέτοιο παράδειγμα στὸν κόσμο; Ὑπάρχει, ἀδελφοί μου! Ποιός εἶνε; Ἂν εἶστε Χριστιανοί, ἂν ἔχετε καρδιά, ῥίξτε μιὰ μάτια ἐπάνω στὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ!… Παραβολὴ ἦταν αὐτό. Ποιός εἶνε ὁ κακοῦργος μὲ τὸ λερωμένο πρόσωπο καὶ πουκάμισο; Εἶμαι ἐγὼ κ᾿ ἐσύ! ―Μὰ δὲ᾿ σκοτώσαμε, θὰ πῇς. Δὲ᾿ σκοτώνει ὁ ἄνθρωπος μόνο μὲ τὰ μαχαίρια καὶ τὰ κουμπούρια καὶ τοὺς δυναμῖτες. Κάθε μέρα ποὺ ζοῦμε τί κάνουμε; Λερώνουμε τὸν ἑαυτό μας. Ἔχουμε τὰ χέρια λερωμένα ἀπὸ κλοπές, ἀδικίες, ψευδορκίες…· τὰ πόδια ἀκάθαρτα, γιατὶ ἀντὶ νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησιά, τραβᾶμε στὰ κέντρα διαφθορᾶς· τὴ γλῶσσα μολυσμένη ἀπὸ τὰ παλιόλογα, τὰ ψέματα, τὶς συκοφαντίες· τὴν καρδιὰ λερωμένη, τὸ μυαλὸ λερωμένο… Γι᾿ αὐτὸ ἀκούγεται βοή – δὲν τὴν ἀκοῦτε; Ὅλοι καὶ ὅλα φωνάζουν· ―Πιάστε τον τὸν ἁμαρτωλό!… Δὲν εἶνε μόνο οἱ ἄγγελοι ὠργισμένοι· κι αὐτὴ ἡ φύσις ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Δὲν ἀκοῦς; Φωνάζουν τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως. Λέει ἡ θάλασσα· ―Θεέ μου, ἄφησέ με νὰ ὑψώσω τὰ κύματά μου… Φωνάζουν τὰ ποτάμια· ―Ἄσε μας νὰ φουσκώσουμε τὰ νερά μας νὰ τοὺς καταστρέψουμε!… Φωνάζει ἡ φωτιά· ―Ἄφησέ με νὰ τοὺς κάψω σὰν ποντίκια στὴ φάκα!… Φωνάζει ὁ ἀέρας· ―Ἄφησέ με νὰ φυσήξω θερμά, νὰ ὑψωθῇ τὸ θερμόμετρο, νὰ τοὺς βάλω σὲ φοῦρνο!… Φωνάζει καὶ ἡ γῆ, βογγάει ―ἂς λένε οἱ ἄπιστοι―, γιατὶ τὴ βαρύναμε μὲ τόσα κακά, καὶ λέει· ―Θεέ μου, ἄφησέ με νὰ τραντάξω μιὰ – δύο – τρεῖς, νὰ πέσουν τὰ μέγαρα, τὰ δικαστήρια, τὰ πάντα, νὰ τοὺς θάψω ὅλους!… Καὶ γιατί νὰ μᾶς λυπηθῇ ὁ Θεός; Προσευχὴ δὲν κάνουμε. Τ᾿ ἀντρόγυνα κάνουν ὅλες τὶς ἀτιμίες, ποὺ δὲν κάνουν οὔτε τὰ ζῷα. Γυναίκα τίμια, ἄντρας σωστὸς δὲν ὑπάρχει. Τὸ στόμα βλαστημάει Χριστό, Παναγία, καντήλια, τὰ πάντα… Ἐνῷ λοιπὸν εἶνε ἕτοιμα ὅλα νὰ φέρουν τὴν καταστροφή, ἔρχεται ὁ Χριστὸς μὲ τὸ σταυρὸ καὶ λέει «Στόπ! Στόπ θάλασσα, στόπ γῆ, στόπ ὅλα· ἐγὼ ἀναλαμβάνω». Μᾶς βγάζει ἀπὸ τὴν εὐθύνη. Φοράει αὐτὸς τὸ δικό μας λερωμένο ῥοῦχο, φορεῖ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι. Γίνεται αὐτὸς ἁμαρτωλὸς καὶ ὑποφέρει γιὰ μᾶς – πότε; προτοῦ ἀκόμη ἐμεῖς νὰ δείξουμε συναίσθησι. Ἰδού ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· «ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε» (ἔ.ἀ.). Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ τί ὀφείλουμε ἐμεῖς; Αὐτὸ λέει ὁ ἀπόστολος σήμερα. Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ τὸν ἥλιο, γιὰ τὴ θάλασσα, γιὰ τὸ νερό, γιὰ τὸν ἀέρα· πρὸ πάντων ὅμως σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ τὸ σταυρό, γιὰ τὴν ἄπειρον ἀγάπην σου.

* * *


Τὴν ἀγάπη αὐτὴ τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ αἰσθανθοῦμε, ἀδέρφια μου. Ἂν κατέβαινε ἕνας ἄγγελος κ᾿ ἔρριχνε μέσα στὴν καρδιά μας μιὰ σταγόνα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, θ᾿ ἀλλάζαμε τελείως. Ἂν ἀγαπούσαμε τὸ Θεό, θ᾿ ἀκούγαμε τὴν καμπάνα τὴν Κυριακὴ καὶ μὲ φτερὰ στὰ πόδια θὰ τρέχαμε στὴν ἐκκλησιά· θ᾿ ἀνοίγαμε τὸ Εὐαγγέλιο· μὲ δάκρυα θὰ διαβάζαμε τὰ συναξάρια καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων· στὸ φαγητὸ θὰ κάναμε τὸ σταυρό μας. Δεῖξτε μου σὲ ποιό σπίτι γίνονται αὐτά; Ἄλλοτε κάθε βράδυ τὸ ἀντρόγυνο ἔκανε μαζὶ τὴν προσευχή· τώρα διαζύγια, κακοήθειες, μοιχεῖες, πορνεῖες, λάσπη καὶ ἔγκλημα. Φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀλλάξαμε. Πήραμε τὸ πνεῦμα καὶ τὴ διαφθορὰ τῆς Δύσεως. Ἂς μετανοήσουμε, ἀδέρφια μου. Ἂς ἐπιστρέψουμε στὴν πίστι τῶν πατέρων μας. Ἂς ζήσουμε κατὰ Θεόν, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίας Παρασκευῆς Χαϊδαρίου – Ἀθηνῶν 25-6-1963)
 http://www.augoustinos-kantiotis.gr

Κλικ στις ιστοσελίδες μας: Αρμενιστής, Εμείς και η Κοινωνία μας, Γιάννης Αργυρός Σαντορίνη