Το δεύτερο είναι η παραβολή των ταλάντων, που συνδέει την αμοιβή με την επιτυχή χρήση των θεοσδότων δώρων. Η παραίτηση από της αξιοποιήσεως των ταλάντων συνεπάγεται
αφαίρεσή της και αντιστρόφως, η αξιοποίησή τους
συνεπάγεται την αύξησή τους. « Τῷ γάρ ἔχοντι παντί δοθήσεται καί περισσευθήσεται , ἀπό δέ τοῦ μή ἔχοντος καί ὅ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ ‘ αὐτοῦ » ( Ματθ. κε ΄ 29).
Το τρίτο είναι η έκθεση της  Τελικής Κρίσεως των ανθρώπων. Προβάλλεται ότι το κριτήριο του Θεού στην  έσχατη κρίση του ανθρώπου είναι η κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου  προς τον άνθρωπο. Ο Θεός τιμάται στο πρόσωπο του ανθρώπου, που πάσχει  από παντός είδους δεινά, όπως η πείνα και η δίψα, η ανεστιότητα και η  στέρηση της ελευθερίας ( Ματθ. κστ ΄ 31 και εξής). Προβάλλεται η  μοναδική θεολογική της αδελφοσύνης του ενσάρκου Θεού με τους ασήμους  ανθρώπους, ως θεολογία της πράξεως ή ως εφαρμοσμένη πίστη, που  περιλαμβάνεται στην κλασική φράση: « ἐφ ‘ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν  ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων , ἐμοί ἐποιήσατε ». Η σύμπτωση της εμπράκτου  τιμής προς τον υπέρτατο Θεό με την έμπρακτη τιμή και φροντίδα για τον  ασήμαντο άνθρωπο ανήκει στα κορυφαία και ανυπέρβλητα δέον του  χριστιανού. Η κατηγορηματική επιταγή είναι σαφεστάτη. Το υπέροχο του  Θεού πρέπει να τιμάται στο ασήμαντο του ανθρώπου.
 


