Σελίδες

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων +7 Δεκεμβρίου

Αγ. Αμβροσιος«ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ, ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ…»
ΠΟΙΟΣ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ;
Τὴ στιγμὴ αὐτή, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἄντρες, γυναῖκες, τὴ στιγμὴ αὐτὴ ποὺ μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ συγκεντρωθοῦμε ἐδῶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος διὰ νὰ ἀκούσωμε τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, τὴ στιγμὴ αὐτὴ πρέπει νὰ εὐχαριστήσουμε τὸ Θεό. 
Διότι τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ὅσο πτωχὸ καὶ νὰ εἶνε καὶ ὅσο καὶ ἀπὸ ἁμαρτωλὰ χείλη καὶ ἂν ἐξέρχεται, τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου εἶνε μία εὐλογία Θεοῦ. Ἐκκλησία ποὺ δὲν ἀκούεται τὸ κήρυγμα, ἐνορία ποὺ δὲν ἀκούεται τὸ κήρυγμα, εἶνε μιὰ ἐνορία νεκρά. 
Οἱ Χριστιανοὶ δὲν γνωρίζουν τὰ ἱερά τους καθήκοντα, ποὺ ἔχουν ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ἀπέναντι τοῦ πλησίον καὶ ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ των. Αὐτὴ τὴν ὥρα ποὺ είμεθα ἐδῶ ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν Θεό. Ἡ πατρίς μας μόνο ἡ
Ἑλλάς, μετρῆστε μὲ τὰ δάκτυλα, ἔχει 8.000 ἐνορίες. Ἑσπερινὸ κήρυγμα ζήτημα ἐὰν γίνεται σὲ ἑκατὸ ἐκκλησίες· οἱ ἄλλες ἐκκλησίες εἶνε νεκρές, δὲν ἀκούεται λόγος Θεοῦ. Γιά φανταστῆτε τί θὰ γινότανε, ἐὰν κάθε βράδυ τὴν Κυριακὴ ποὺ ὀργιάζουν τὰ σκυλάδικα, τὰ κέντρα, γιὰ φανταστῆτε τί συναγερμὸς τῶν ψυχῶν θὰ γινότανε ἐὰν κάθε Κυριακὴ στὶς 7 ἡ ὥρα ὅλες οἱ ἐκκλησιές, ὅλες οἱ ἐνορίες μικρὲς καὶ μεγάλες, χτυποῦσαν τὴν καμπάνα καὶ καλούσανε τὸν πιστὸ λαὸ ν᾿ ἀκούσῃ λόγον Θεοῦ! Εὐλογία Θεοῦ θὰ ἦτο. Ἐδῶ στὴ Φλώρινα ἔχετε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ αὐτή. Θά ᾿ρθῃ μέρα, προφητεύω τὴν ὥρα αὐτή, ποὺ δὲν θὰ ἔχετε πλέον αὐτὴ τὴν εὐλογία νὰ ἀκοῦτε τόσο συχνὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.  
Εὐλογία Θεοῦ λοιπὸν εἶνε τὸ ὅτι ἀπόψε εὑρισκόμεθα ἐδῶ στὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος· καὶ ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ φωτίσῃ καὶ αὐτὸν ποὺ ὁμιλεῖ καὶ ἐσᾶς ποὺ ἀκούετε, διὰ νὰ ἀκούσετε μὲ προθυμίαν καὶ νὰ ἐκτελέσετε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.

  • Ἀρχίζω τὸ κήρυγμα μὲ ἕνα ἐρώτημα. Γιὰ ποιό σκοπὸ ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν; Ποιός ὁ σκοπὸς ποὺ ὁ ἄνθρωπος ζῇ στὸν πλανήτη αὐτὸ τοῦ σύμπαντος; Ὁ σκοπός του εἶνε, ὅπως ἔλεγε κάποιος ἀρχαῖος ὑλιστής, «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32); Σκοπὸς εἶνε νὰ ἀπολαύσῃ τὰς ἠδονὰς τοῦ κόσμου τούτου; Σκοπὸς εἶνε νὰ πλουτίσῃ, νὰ θησαυρίσῃ, νὰ ἀγοράσῃ οἰκόπεδα, νὰ χτίσῃ πολυκατοικίας, νὰ γίνῃ πλούσιος, πάμπλουτος, Ὠνάσης; Σκοπός του εἶνε νὰ καταλάβῃ διάφορα ἀξιώματα καὶ νὰ ἀνέλθῃ εἰς τὸν κολοφῶνα τῆς δόξης; Σκοπὸς εἶνε νὰ ἀποκτήσῃ γνώσεις καὶ ἐπιστήμας καὶ νὰ γίνῃ ἐπιστήμων μεγάλος καὶ ὑψηλός; Σκοπὸς εἶνε νὰ κυριαρχήσῃ ἐπάνω εἰς τὴν νεκρὰν φύσιν; Σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ σκοπὸς λοιπὸν τέτοιος εἶνε; Νὰ γίνῃ Μέγας Ἀλέξανδρος; Νὰ γίνῃ Κροῖσος καὶ Μίδας ὡς πρὸς τὸν πλοῦτον; Νὰ γίνῃ Σαρδανάπαλος ὡς πρὸς τὰς ἡδονὰς καὶ διασκεδάσεις; Νὰ γίνῃ Σωκράτης ἢ Ἀϊνστάιν ὡς πρὸς τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν γνῶσιν; Δὲν εἶνε ὁ σκοπὸς αὐτός. Ποιός εἶνε ὁ σκοπός; Δὲν τὸν λέγει ἄνθρωπος τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, τὸν λέγει ὁ Θεός, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Λέγει λοιπὸν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶνε· Ἔσεσθε ἅγιοι (πρβλ. Ματθ. 5,48· Λευϊτ. 20,7,26· Α΄ Πέτρ. 1,16), ὅτι πρέπει νὰ γίνωμεν ἅγιοι, αὐτὸς εἶνε ὁ σκοπός. Ἅγιος ποιός εἶνε; Ἕνας καὶ μόνον εἶνε. «Εἶς ἅγιος, εἶς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ἅγιος εἶνε ὁ Πατήρ, ἅγιος ὁ Υἱός, ἅγιον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου» (Ἠσ. 6,3 καὶ θ. Λειτ.). Ἅγιος σὲ ἀπόλυτο βαθμὸ εἶνε ὁ Θεός, ὁ ἐν Τριάδι Θεός· καθαρὸς – πεντακάθαρος ἀπὸ κάθε κακία, ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Ἅγιοι εἶνε οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι σὲ σχετικὸ βαθμό. Ἅγιοι ὅμως εἶνε καὶ οἱ ἄνθρωποι· καὶ οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ γίνουν ἅγιοι. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνῃ κακοῦργος καὶ Ἰούδας καὶ νὰ διαπράξῃ τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ διαπράξῃ καὶ τὰ μεγαλύτερα θαύματα καὶ τὰ μεγαλύτερα κατορθώματα ἀρετῆς, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἅγιος ὁ ἄνθρωπος, σχετικῶς ἅγιος.
    Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὸ «κατ᾿ εἰκόνα». Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ἐπλάσθη «κατ᾿ εἰκόνα» ἀλλὰ καὶ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ. «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26). Τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» ποιό εἶνε; Ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μυαλὸ ποὺ δὲν τό ᾿χει κανένα πλάσμα στὸν κόσμο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐλευθερίαν ποὺ δὲν ἔχουν τὰ ζῷα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει συνείδησιν ἡ ὁποία λαλεῖ μέσα εἰς τὴν καρδία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἐπειδὴ ἔχει αὐτὰ τὰ ἐξαίρετα χαρίσματα, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν κάνῃ καλὴ χρῆσι τῶν χαρισμάτων αὐτῶν, νὰ ἀνέλθῃ εἰς μεγάλας σφαίρας ἀρετῆς καὶ καλωσύνης. Τότε, κοντὰ στὸ «κατ᾿ εἰκόνα», θ᾿ ἀποκτήσῃ καὶ τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» τὸ ἔχει, τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» καλεῖται νὰ τὸ ἀποκτήσῃ· μὲ ἀγῶνα ἰσχυρὸν δηλαδὴ νὰ ξερριζώσῃ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του ὅλα τὰ ἀγκάθια τῆς κακίας ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ φυτέψῃ μέσ᾿ στὴν καρδιά του τὸ δέντρον τῆς ἀρετῆς, τὸ δέντρο τῶν ἀρετῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸ «Ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν» (Ψαλμ. 33,15).
    Ἔσεσθε ἅγιοι. Μάλιστα. Τί μεγάλο πρᾶγμα εἶνε ὁ ἅγιος! Ἀλλὰ σπάνιο πρᾶγμα. Γέμισε ἡ πατρίδα μας ἀπὸ ἐπιστήμονας· ἀπὸ γιατρούς, ἀπὸ δικηγόρους…. Ἀπὸ διπλωματούχους γέμισε. Γέμισε ὁ κόσμος. Τὸ ἅγιον εἶνε σπάνιο. Ὅσο σπάνιο εἶνε τὸ διαμάντι, τόσο σπάνιον πρᾶγμα ἔγινε ὁ ἅγιος. Καὶ ὁ ἅγιος εἶνε ἕνας ἄγγελος. Ὅσον διαφέρει Ὅπως ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ὁ κακὸς καὶ διαστραμμένος, ὁμοιάζει μὲ τὸν διάβολον ―καὶ διάβολοι ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν αἰῶνα μας―, ἀντιθέτως αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ κάνει καλὴ χρῆσι τῶν θείων χαρισμάτων, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἀνέρχεται σὲ ἕνα μεγάλο ὕψος καὶ γίνεται ἄγγελος, ἔνσαρκος ἄγγελος «Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν προφητῶν ἡ κρηπίς…»), ὅπως ὁ προφήτης Ἠλίας καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Λοιπὸν ἅγιος εἶνε τὸ ἀνώτερο ἀπὸ ὅλα. Τί εἶνε ὁ ἅγιος; Εἶνε ἅλας· «Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς» (Ματθ. 5,13). Τί εἶνε ὁ ἅγιος; Εἶνε φῶς· «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (ἔ.ἀ. 5,14). Τί εἶνε ὁ ἅγιος; Ἕνας μικρὸς ἥλιος. Τί εἶνε ὁ ἅγιος; Εἶνε μιὰ πηγὴ εὐλογίας εἰς τὸν κόσμον. Τί εἶνε ὁ ἅγιος; Ἕνας μικρὸς Θεός, ἕνας μικρὸς Χριστὸς στὴ γῆ. Ὅπως ὁ Χριστὸς περπάτησε στὴ γῆ καὶ σκόρπισε τὴν εὐλογία εἰς τὸν κόσμον, ἔτσι καλεῖται καὶ κάθε Χριστιανὸς νὰ βαδίσῃ εἰς τὰ ίχνη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς τὴν θέωσιν καὶ εἰς τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς. Μάλιστα, ἅγιοι!
    Κάποιος ἄθεος στὸ Παρίσι, ποὺ ἐτάραξε τὴν οἰκουμένη μὲ τὶς θεωρίες του, προτοῦ νὰ πεθάνῃ εἶπε ὅτι· «Πάει πλέον ὁ Θεός, πάει πλέον τὸ παραμύθι αὐτό, ἔσβησε» – ἔτσι νόμιζε αὐτὸς ὁ ἠλίθιος. «Πάει πλέον ὁ Θεός, πάει πλέον τὸ παραμύθι αὐτό, ἔσβησε. Δὲν τὸ πιστεύουν πλέον οἱ ἄνθρωποι. Ἐμεῖς οἱ φιλόσοφοι» ―ἐθεωροῦσε τὸν ἑαυτόν του φιλόσοφον, ὁ κενόδοξος ἄνθρωπος― «ἐμεῖς ἀποδείξαμε μὲ ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα» ―ἔτσι ἐνόμιζε― «ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον Θεός». Ἔτσι εἶπε αὐτός. Συνέχισε ὅμως παρακάτω· «Τελειώσαμε μὲ τὸ Θεό· ἀλλὰ τώρα πῶς θὰ τελειώσουμε μὲ τοὺς ἁγίους;…». Ἐτρόμαζε ὅτι ὑπάρχουν εἰς τὸν κόσμον ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν. Ἐτρόμαζε ὅτι ὑπάρχουν γυναῖκες καὶ ἄντρες, μέσα στὸ Παρίσι καὶ εἰς τὴν Εὐρώπη ὅλη, ποὺ πιστεύουν εἰς τὸν Θεόν. Ἐτρόμαζε καὶ ἔλεγε, ὅτι ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει καὶ ἕνας ἅγιος, ἐφ᾿ ὅσον πάνω στὴ γῆ ὑπάρχει καὶ ἕνας ἅγιος, ἀρκεῖ ὁ ἅγιος αὐτὸς νὰ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Στὸν αἰῶνα μας ἔχει ὑπάρχουν πολλοὶ ἅγιοι· πολλοὺς ἁγίους ἀνέδειξε ὁ αἰώνας μας. Ἕναν ἅγιο, τὸν ἅγιο Νεκτάριο, ―ὑπάρχουν ἀκόμα πολλοί― ζοῦν ἄνθρωποι ποὺ τὸν θυμοῦνται· καὶ αὐτὸς ὁ ἅγιος ταράσσει ὁλόκληρον τὴν κοινωνία καὶ συγκινεῖ. Μεγάλο πρᾶγμα εἶνε ὁ ἅγιος. Παραπάνω ἀπὸ τὴ θεολογία, παραπάνω ἀπὸ τὴ φιλοσοφία, παραπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ χαρίσματα ἡ ἁγιότης ἐπικρατεῖ.
    Περὶ ἁγίων ὡμιλήσαμε σήμερα τὸ πρωῒ εἰς τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου (6-12-1980, θέμα «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ»), εἰδικῶς γιὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο ποὺ γιορτάζει σήμερον. Χθὲς ἑώρταζε ὁ ἅγιος Σάββας ὁ ἡγιασμένος, ὁ ἀσκητὴς πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό. Καὶ προχθὲς πάλι ἑώρταζε ἡ ἁγία Βαρβάρα, ποὺ προστατεύει τὸ ἔνδοξον πυροβολικὸ τῆς πατρίδος μας καὶ τοὺς ἐργάτας τοῦ ἐργοστασίου Πτολεμαΐδος. Αὔριο στὸν ὁρίζοντα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀνατέλλει ἕνα λαμπρό ἀστέρι ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος Μεδιολάνων. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, γι᾿ αὐτὸν τὸν ἄγνωστο ἅγιο νὰ σᾶς πῶ ὀλίγα λόγια ἀπόψε. καὶ Παρακαλῶ νὰ προσέξετε· θὰ εἶνε σύντομο τὸ κήρυγμα.

  • * * *

    «ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ, ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ…»

    Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος γεννήθηκε τὸ 340 μ.Χ. στὴ Ῥώμη καὶ ἔδρασε στὰ Μεδιόλανα, τὸ σημερινὸ Μιλᾶνο τῆς Ἰταλίας, ὅπου ἐκοιμήθη τὸ 397 μὲ τίμια γηρατειά. Ἀνῆκε σὲ πλουσία καὶ εὐγενῆ οἰκογένεια. Ἦτο εὐφυὴς καὶ ἀπὸ μικρὸς ἔδειξε κλίσι στὰ γράμματα. Ἄξιζε λοιπὸν νὰ σπουδάσῃ, καὶ οἱ πλούσιοι γονεῖς τοῦ ἔδωσαν ὅλα τὰ μέσα. Πέρασε τὸ δημοτικό, τὸ γυμνάσιο, πῆγε καὶ σὲ μεγάλες σχολές. Διάβασε Λατίνους καὶ Ἕλληνες συγγραφεῖς. Ἔμαθε φιλολογία, ῥητορικὴ καὶ νομική. Καὶ μετά; Δὲν ἦταν ἀκόμα Χριστιανός, δὲν τὸν εἶχε φωτίσει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἀγαποῦσε ὅμως τὴν ἀλήθεια, καὶ τὸ ἔδειχνε μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα. Ἦταν εὐθὺς καὶ τηροῦσε πάντα τὸ ὀρθό.
    Στὴν ἀρχὴ ἔγινε συνήγορος, δικηγόρος. Ἀλλὰ τί δικηγόρος! Ὑποστήριζε μόνο τὸ δίκαιο. Δὲν ἦταν ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ κάνουν τὸ μαῦρο ἄσπρο καὶ τὸ ἄσπρο μαῦρο. Ἦταν ἀπὸ τοὺς εὐσυνείδητους δικηγόρους, ποὺ πάει ὁ πελάτης, ἀκοῦνε τὴν ὑπόθεσί του καὶ τοῦ λένε· Ἔχεις ἄδικο, μὴ χαλᾷς τὰ χρήματά σου… Ποτέ δὲν ὑπεστήριξε ἄδικη ὑπόθεσι. Στὸ δικαστήριο μιλοῦσε μὲ δύναμι καὶ ὑποστήριζε ἀδικουμένους, ὀρφανά, χῆρες κ.λπ.. Καὶ ἀμισθί, παρακαλῶ· δραχμὴ δὲν ἔπαιρνε ἀπὸ τὰ φτωχαδάκια. Ποῦ σήμερα τέτοιος δικηγόρος!
    Μετά; Μετὰ ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα ἀνώτερο σκαλοπάτι. Ἦταν ἤδη ἐπιφανής, Ῥωμαῖος πολίτης καὶ μέλος τῆς συγκλήτου. Τότε οἱ υἱοὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, οἱ βασιλεῖς Κωνσταντῖνος καὶ Κώνστας, ἐκτιμώντας τὰ ἐξαίρετα προσόντα του, τὸν διώρισαν ἔπαρχο. Ὅταν ἀκοῦτε ἔπαρχο, μὴ νομίσετε ὅτι διοικοῦσε ἕνα νομὸ ἢ μιὰ περιφέρεια. Ὁ Ἀμβρόσιος εἶχε τὴν ἡγεμονία ὅλης τῆς Ἰταλίας. Διοικοῦσε μὲ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία, μὲ σοφία καὶ σύνεσι. Καὶ τέλος, ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ αὐτὰ κοσμικὰ ἀξιώματα, τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ – τί; ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας! Πῶς; Θαῦμα.
    Εἶχε πεθάνει ὁ ποιμὴν τῶν Μεδιολάνων καὶ μαζεύτηκαν οἱ δεσποτάδες, ὅπως μαζεύονται καὶ σήμερα, νὰ ἐκλέξουν νέο ποιμενάρχη. Δὲ᾿ συμφωνοῦσαν ὅμως μεταξύ τους καὶ διαιρέθηκαν. Οἱ μὲν ἤθελαν τὸν ἕνα, οἱ δὲ τὸν ἄλλο, καὶ εἶχε δημιουργῆ θόρυβος γύρω ἀπὸ τὴν ἐκλογή. Περνοῦσαν οἱ μέρες, καὶ ἀποτέλεσμα δὲν ἔβγαινε. Τότε ἀκούστηκε ξαφνικὰ μιὰ φωνή· «Ὁ Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος!». Ποιός φώναξε; ἄγγελος; διᾶκος; παπᾶς; δεσπότης; Ὄχι. Ἕνα μικρὸ παιδί, ἕνα ἀθῷο παιδάκι. Τὰ παιδάκια εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἄχ τὰ παιδιά, ποὺ τὰ διαφθείραμε ἐμεῖς οἱ μεγάλοι! Θὰ δώσουμε λόγο στὸ Θεό. Ἔγιναν παιδιὰ τῆς τηλεοράσεως, παιδιὰ τοῦ κακοῦ, διεστραμμένα καὶ δυστυχισμένα παιδιὰ τοῦ αἰῶνος τούτου. Πρῶτα δὲν ὑπῆρχε ῥαδιόφωνο· ἡ γιαγιὰ ἦταν τὸ ῥαδιόφωνο, ἡ γιαγιὰ ἦταν ἡ τηλεόρασι. Ἡ ἁγία γιαγιά, καὶ φύτευε στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν ὅ,τι ἅγιο καὶ ἱερὸ εἶχε.
    Ἕνα παιδὶ λοιπὸν φώναξε. Καὶ ἡ φωνὴ τοῦ παιδιοῦ ἐπεκράτησε. Σὲ λίγο ὅλο τὸ πλήρωμα, ἄντρες καὶ γυναῖκες, κλῆρος καὶ λαός, φώναζαν· «Ὁ Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος!». Ἔτσι, καὶ μὲ τὴ συγκατάθεσι τοῦ βασιλέως Οὐαλεντινιανοῦ (363-375), ὁ Ἀμβρόσιος ἐξελέγη ἐπίσκοπος παμψηφεί. Ὅταν τό ᾿μαθε ὁ ίδιος, ἄρχισε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ λέῃ· Δὲν κάνω ἐγὼ γιὰ ἐπίσκοπος, δὲν μπορῶ νὰ σηκώσω τέτοια βάρη καὶ μάλιστα τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Μεδιολάνων. Ἀφῆστε με, ἐγὼ εἶμαι ἀκόμη κατηχούμενος, ἔχω ἀνάγκη νὰ διαβάσω τὴ Γραφή… Ὁ λαὸς ὅμως ἐπέμενε. Διότι, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν ἀκόμη ἀβάπτιστος, ζοῦσε σὰν τὸν καλύτερο Χριστιανό. Τέλος ὁ Ἀμβρόσιος κάμφθηκε. Βαπτίστηκε ἀμέσως καὶ χειροτονήθηκε μέσα σὲ μιὰ ἑβδομάδα· ἔγινε διᾶκος, πρεσβύτερος, ἐπίσκοπος, καὶ ἀνέλαβε τὴ διαποίμανσι τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Μεδιολάνων.
    Πῶς διοίκησε; Πρῶτα – πρῶτα ἦταν ἀφιλάργυρος, δὲν ἀγάπησε τὰ τριάκοντα ἀργύρια. Μόλις ἔγινε ἐπίσκοπος, ὅλη τὴν περιουσία ποὺ εἶχε ἀπὸ τοὺς πλουσίους γονεῖς του τὴ μοίρασε στοὺς φτωχούς. Ὅλα γιὰ τὸ λαό, τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό μας! ἔλεγε.
    Ἔπειτα φρόντισε γιὰ τὸ κήρυγμα. Κήρυττε τὶς Κυριακές, τὶς ἑορτές, σχεδὸν καθημερινῶς. Ἄνοιγε τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἑρμήνευε τὰ ἀθάνατα λόγια της. Σὰν τὸν ψαρᾶ ἔρριχνε τὸ δίχτυ τοῦ εὐαγγελίου καὶ ἁλίευε ψυχές. Μεταξὺ δὲ τῶν ἄλλων ἁλίευσε καὶ – ποιόν; Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ κήρυττε ὁ Ἀμβρόσιος, μπῆκε μέσα, μὲ κάποια διάθεσι νὰ περιεργασθῇ καὶ νὰ σχολιάσῃ τὴ ῥητορική του ἱκανότητα, ἕνας νέος 25 – 30 ἐτῶν. Ἦταν ὑπερήφανος καὶ ἐγωϊστής, ἀκόλαστος καὶ διεφθαρμένος. Ἀλλ᾿ ὅταν τὸ κήρυγμα προχώρησε, ὁ νεαρὸς αὐτός, ἀντὶ νὰ κοροϊδέψῃ τὸν Ἀμβρόσιο, πιάστηκε στὰ δίχτυα. Τέτοια δύναμι ἔχει τὸ εὐαγγέλιο. Μπῆκε μέσα μαῦρος καὶ βγῆκε ἄσπρος, μπῆκε κοράκι καὶ βγῆκε περιστέρι. Ποιός ἦταν αὐτός; Ἦταν ὁ μετέπειτα ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Ἡ ἁγία μητέρα του, ἡ Μόνικα, εἶχε πάει νωρίτερα στὸν Ἀμβρόσιο καὶ ἔκλαιγε. ―Γιατί κλαῖς; ―Χάνω τὸ παιδί μου! ―Παιδί, ποὺ ἡ μάνα του κλαίει γι᾿ αὐτό, δὲ᾿ θὰ χαθῇ! Καὶ ὅπως εἶπε ὁ Ἀμβρόσιος, ἔτσι ἔγινε.
    Τὸ τρίτο ποὺ ἔκανε ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἦταν, ὅτι δὲν ἄφησε τὸ σατανᾶ νὰ σπείρῃ στὴν ἐπαρχία του ζιζάνια αἱρέσεων. Καθάρισε τὴν ἐπαρχία του ἀπὸ τὶς αἱρέσεις τοῦ Ἀρείου, τοῦ Σαβελλίου καὶ τοῦ Εὐνομίου. Ἦτο κήρυξ τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ ἀνοθεύτου εὐαγγελίου.
    Ἀναφέρω τέλος ἀπὸ τὴ ζωή του ἕνα γεγονὸς ποὺ δείχνει τὸ χαρακτῆρα τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Μέγας Θεοδόσιος (379-395). Καλὸς αὐτοκράτωρ, ἀλλὰ εἶχε κι αὐτὸς ὡς ἄνθρωπος ἕνα ἐλάττωμα. Ποιό ἐλάττωμα; Ἦταν θυμώδης, θύμωνε. Καὶ ὁ θυμὸς εἶνε μειονέκτημα ἰδίως γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἐξουσία· τὸν πατέρα, τὸν ἄρχοντα, τὸν ἱερέα, τὸν ἐπίσκοπο. Καὶ ἀκοῦστε τί συμφορὰ προξένησε ὁ θυμὸς τοῦ Θεοδοσίου. Στὴ Θεσσαλονίκη ἔγινε μιὰ ἀνταρσία καὶ σκότωσαν μερικοὺς στρατιῶτες τῆς αὐτοκρατορίας. Μόλις τό ᾿μαθε ὁ Θεοδόσιος ἐξωργίστηκε, καὶ κατὰ διαταγήν του ἡ φρουρὰ τῆς Θεσσαλονίκης, μιὰ μέρα ποὺ οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ἦταν μαζεμένοι στὸ Ἱπποδρόμειο γιὰ νὰ παρακολουθήσουν ἀθλητικοὺς ἀγῶνες, εἰσώρμησε τὴν ὥρα ἐκείνη μέσα στὸ στάδιο καὶ σκότωσε – πόσους; 7.000, ἀπὸ μεγάλους ἕως μικρὰ παιδιά! Ἔγκλημα μεγάλο. Ἀλλὰ ὁ Θεοδόσιος τὸ θεωροῦσε ὡς δικαία τιμωρία γιὰ τὴν ἀνταρσία ἐναντίον τῆς ἐξουσίας. Μονοκράτωρ αὐτὸς ἀνεξέλεγκτος καὶ μὲ τεραστία δύναμι, ἦρθε μετὰ τὸ ἔγκλημα στὰ Μεδιόλανα. Τὴν Κυριακή, ὅταν χτύπησε ἡ καμπάνα, ντυμένος τὴν ἁλουργίδα καὶ φορώντας τὸ στέμμα πῆγε μὲ συνοδεία στὴν ἐκκλησία. Μπῆκε; Δὲ᾿ μπῆκε. Γιατί; Στὴν πόρτα ἦταν ὁ Ἀμβρόσιος· ―Ἄλτ, βασιλιᾶ! δὲ᾿ μπαίνεις μέσα. ―Γιατί; ―Διότι τὰ χέρια σου στάζουν αἷμα. ―Μὰ κι ὁ Δαυΐδ, ἀπαντᾷ ὁ Θεοδόσιος, σκότωσε, καὶ ὅμως μπῆκε στὸ ναό. ―Ναί, ἀλλὰ ὁ Δαυῒδ μετανόησε. Μετανόησε λοιπὸν κ᾿ ἐσύ, καὶ κλαῦσε μὲ τὰ δάκρυα τοῦ Δαυΐδ· καὶ τότε θὰ σοῦ δώσω τὴν ἄδεια νὰ εἰσέλθῃς… Ἔφυγε ταπεινωμένος ὁ αὐτοκράτωρ. Μετανόησε, δέχθηκε τὸ ἐπιτίμιο, τὸν κανόνα ποὺ τοῦ ἐπέβαλε ὁ Ἀμβρόσιος. Καὶ μετά, ὄχι πλέον μὲ στολὴ αὐτοκρατορικὴ ἀλλὰ μὲ στολὴ μετανοοῦντος Χριστιανοῦ, ἔγινε δεκτὸς στὸ ναό, κλαίων καὶ ἀναστενάζων καὶ ζητῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
    Ὤ παράδειγμα! Ντροπὴ σ᾿ ἐμᾶς τοὺς νεωτέρους, ντροπή μας. Ἀκοῦτε, ἐκεῖ σ᾿ ἕνα σημεῖο τῆς θ. λειτουργίας πρὶν τὸ «Πιστεύω» τί λέει; «Τὰς θύρας, τὰς θύρας· ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν». Τί σημαίνει αὐτό; Ἐσὺ ποὺ εἶσαι παπᾶς, ἐπίσκοπος, ἐπίτροπος, νεωκόρος, σταθῆτε στὶς πόρτες σὰν φρουροὶ ἄγγελοι, καὶ μὴν ἀφήσετε νὰ μπῇ μέσα στὸ ναὸ ὁ ἄπιστος, ὁ βλάστημος, ὁ διαζευγμένος, ὁ πόρνος καὶ ὁ μοιχός, ὅποιος ἔχει διαπράξει ἐγκλήματα. Φυλάγονται λοιπὸν τώρα οἱ πόρτες, ἢ παίζουμε θέατρο λέγοντας «Τὰς θύρας, τὰς θύρας…»; Ἐγώ, ὅταν ἦρθα ἐδῶ ὡς ἐπίσκοπος, διώρισα θυρωρούς. Καὶ κανείς δυστυχῶς, τὸ ἔχω παράπονον, κανείς δὲν ἀνελάμβανε νὰ γίνῃ θυρωρός. Ἐγώ, σοῦ λέει, νὰ γίνω κακός; ἐγὼ νὰ γίνω κακός;… Γι᾿ αὐτὸ ἔγινα κακὸς ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος μέσ᾿ στὴν πόλι σας. Κακός, διότι μόνο ἐγὼ φωνάζω. Καὶ σεῖς ὅλοι εἶστε καλοὶ καὶ ἅγιοι, καὶ δὲ᾿ λέτε ποτέ ἕνα ὄχι. Ἐνῷ στὴν παλιὰ πρώτη Ἐκκλησία ὑπῆρχε θυρωρὸς καὶ δὲ᾿ μποροῦσε ὁ καθένας νὰ μπῇ μέσα στὴν ἐκκλησία. Δὲν ἄφηναν παλιὰ στὴν Ἐκκλησία οὔτε αὐτοκράτορας νὰ μποῦν μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τοιαύτη ἦτο ἡ τάξις καὶ ἡ ἀκρίβεια. Θὰ ἀνατείλουν, θά ᾿ρθουν πάλι αὐτὲς οἱ ἅγιες ἡμέρες, ποὺ θὰ μπαίνουν μέσ’ στὴν ἐκκλησία «ὅσοι πιστοί». Πέντε; πέντε. Πότε θά ᾿ρθουν αὐτὲς οἱ ἅγιες ἡμέρες; Δὲν ἐλπίζω στὶς ἡμέρες μας. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ἔρχονται στὸ κατηχητικὸ σχολεῖο καὶ ἀκοῦνε παραδείγματα κ.λπ., ἂς ἐλπίσωμε ὅτι θὰ βγοῦν νέοι Ἀμβρόσιοι, θὰ βγοῦνε πνεύματα ἰσχυρά, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι νὰ διδάξουν τὸν λαὸ τί πρέπει νὰ κάνῃ καὶ οἱ ὁποῖοι ὡς ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι νὰ στέκωνται στὶς πόρτες τῶν ἐκκλησιῶν καὶ νὰ μὴν ἀφήνουν μέσα τὰ καθάρματα, τοὺς χοίρους καὶ τοὺς κύνας, τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ γουρούνια. ―Μπᾶ; γλῶσσα ἱεροκήρυκος εἶν᾿ αὐτή;» Μπᾶ; «σκυλιὰ» καὶ «γουρούνια»;… Ἐγὼ τὰ λέγω; Ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε. Ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο· «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7,6). Πῶς ἑρμηνεύεται; Μὴ πετᾶτε, λέει, στὰ σκυλιὰ τὰ ἅγια καὶ μὴ ῥίπτετε τὰ μαργαριτάρια στοὺς χοίρους. Γιατὶ οἱ χοῖροι δὲν θέλουν μαργαριτάρια· θέλουν λάσπη, βόρβορο, βελανίδια καὶ ἀκάθαρτες ὗλες. Μάλιστα.
    Είθε, ἀγαπητοί μου, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου νὰ φυλάῃ τὸν κόσμο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
    † ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
    (ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 6-12-1980 Σάββατο ἑσπέρας)

    Κλικ στις ιστοσελίδες μας: Αρμενιστής, Εμείς και η Κοινωνία μας, Γιάννης Αργυρός Σαντορίνη