Σελίδες

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 7,11-16). Οι νεκροί θ΄ Αναστηθούν

Ο ΚΥΡΙΟΣΑΚΟΥΣΑΤΕ τὸ εὐαγγέλιο. Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Ἕνα βιβλίο εἶνε. Ἀλλὰ τί βιβλίο! Λόγια θεόπνευστα, αἰώνια, ἀθάνατα.
Ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα θὰ σβήσουν, ἀλλὰ τὰ λόγια αὐτὰ θὰ μένουν αἰώνια. Γι᾿ αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο διαβάζεται στὴν ἐκκλησία. Δὲ᾿ γίνεται λειτουργία χωρὶς Εὐαγγέλιο. Ὅπως δὲ᾿ γίνεται λειτουργία χωρὶς θεία μετάληψι, ἔτσι δὲ᾿ γίνεται λειτουργία χωρὶς Εὐαγγέλιο. Καὶ ὄχι μόνο στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε σπίτι πρέπει νὰ ὑπάρχῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὄχι τὸ κουτὶ τοῦ διαβόλου, ἡ τηλεόρασι, ποὺ τρέλλανε τὸν κόσμο. Εἶσαι Χριστιανός; πάρε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἄρχισε νὰ τὸ διαβάζῃς.
Μέρα χωρὶς ψωμὶ νὰ περνάῃ, χωρὶς Εὐαγγέλιο νὰ μὴν περνάῃ. Εἶνε ἀπαραίτητο τὸ Εὐαγγέλιο πρὸς σωτηρίαν.
Τί λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο;
Ὁ Χριστὸς δὲν ἔμενε σ᾿ ἕνα τόπο. Μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του πήγαινε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ κι ἀπὸ πόλι σὲ πόλι, καὶ δίδασκε τὰ οὐράνια λόγια του. Βαδίζοντας λοιπὸν μὲ τὰ πόδια ἔφτασαν καὶ σὲ μιὰ ὡραία πόλι, τὴ Ναΐν, ποὺ τὰ ἐρείπιά της ὑπάρχουν μέχρι σήμερα. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἔβγαινε μιὰ κηδεία. Κόσμος πολὺς συνώδευε τὸ νεκρό. Ποιός ὁ νεκρός; Ἦταν κανένας γέρος ἀσπρομάλλης, ποὺ σὰν ὥριμος καρπὸς πέφτει ἀπὸ τὸ δέντρο; Ὄχι. Ἦταν νέος, στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του, καὶ μάλιστα μονάκριβο παιδὶ μιᾶς χήρας. Δὲν εἶχαν περάσει πολλὰ χρόνια ποὺ ἡ γυναίκα αὐτὴ ἡ πονεμένη συνώδευσε στὸν τάφο τὸν ἄντρα της, καὶ τώρα δοκίμαζε τὸ πικρότερο ποτήρι· συνώδευε ἐκεῖ καὶ τὸ μονάκριβο παιδί της.
Καὶ τώρα νά ὁ Χριστός. Ὁ θάνατος συναντᾶται μὲ τὴ ζωή. Καὶ ὁ θάνατος φοβήθηκε τὴ ζωή. Ποιός εἶνε ἡ ζωή; Ὁ Χριστός μας.
Πλησίασε τὴ συνοδεία καὶ λέει στὴ χήρα· «Μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,13)· δὲν ἁρμόζουν τὰ δάκρυα. Μετὰ ἀπευθύνθηκε στὸ νεκρό, στὸ φέρετρο, καὶ εἶπε ἕνα λόγο· «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» (ἔ.ἀ. 7,14), σήκω ἐπάνω. Καὶ ὁ νεκρὸς ἀναστήθηκε! Τί δύναμι ἔχει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ! Τὰ δικά μας λόγια δὲν ἔχουν δύναμι· ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶνε παντοδύναμος, ὁμιλεῖ ὁ Θεός. Ἐκεῖνος κατὰ τὴ δημιουργία εἶπε, καὶ ἔγιναν τὰ πάντα· τὰ ἀμέτρητα ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι, οἱ γαλαξίες, ἡ γῆ, ἡ θάλασσα, οἱ κάμποι, τὰ βουνά, ἡ χλόη, τὰ δέντρα, τὰ δάση, τὰ ζῷα, τὰ ψάρια, τὰ πουλιά· ὅλα εἶνε δημιουργήματά του· «αὐτὸς εἶπε, καὶ ἐγενήθησαν» (Ψαλμ. 148,5). Ὁ λόγος του ἦταν ἔργο. Τελευταῖο ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τὸν ἔπλασε ἀθάνατο, νὰ μὴ πεθαίνῃ ποτέ, ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι θὰ ὑπακούῃ στὴν θεία ἐντολή του. Δυστυχῶς ὅμως ὁ πρῶτος ἄνθρωπος δὲν ὑπήκουσε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μπῆκε στὸν κόσμο ἡ ἁμαρτία, καὶ μαζὶ μὲ τὴν ἁμαρτία ὁ θάνατος ποὺ θερίζει τὴν ἀνθρωπότητα. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ θὰ ζήσῃ καὶ δὲν θὰ πεθάνῃ. Ὁ θάνατος εἶνε πλέον ἀναπόφευκτος. Ἀλλὰ ὁ θάνατος εἶνε μεγάλος διδάσκαλος. Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Σᾶς πέθανε ἄνθρωπος; Μὴ τὸν θάβετε ἀμέσως. Πηγαίνετε κοντά του, μαζευτῆτε γύρω του, διανυκτερεῦστε δίπλα του. Ὅσα θὰ σᾶς διδάξῃ ἕνας νεκρός, δὲ᾿ σᾶς διδάσκουν χιλιάδες ἱεροκήρυκες. Ἐπισκεφθῆτε τὸ νεκροταφεῖο. Ἄκρα σιωπὴ βασιλεύει· στοὺς τάφους δὲν ἀκοῦς πλέον καμμιά ὁμιλία. Ποῦ εἶνε τὰ κάλλη καὶ ἡ ὀμορφάδα; ποῦ τὰ πλούτη καὶ οἱ θησαυροί; ποῦ οἱ δόξες καὶ οἱ ἀπολαύσεις; Ὅλα μηδέν. Ποιός τὸ λέει αὐτό; Ὁ βασιλιᾶς Σολομῶν, ποὺ καὶ λεφτὰ καὶ δόξες καὶ ἀπολαύσεις, τὰ πάντα εἶχε. Καὶ τὸν ἐρώτησαν· ―Τί κατάλαβες ὅσο ἔζησες; Καὶ ἀπήντησε· ―«Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα…» (νεκρ. ἀκολ.). Τετρακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ζοῦσε στὴ Μακεδονία μας ὁ βασιλεὺς Φίλιππος, πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Αὐτός, μολονότι πρὸ Χριστοῦ, εἶχε ὁρίσει ἕνα στρατιώτη κάθε πρωῒ ἀντὶ γιὰ καλημέρα νὰ τοῦ λέῃ· «Φίλιππε, ἐνθυμοῦ ὅτι θνητὸς εἶ», νὰ θυμᾶσαι πὼς θὰ πεθάνῃς. Καὶ μὲ τὴ σκέψι αὐτὴ ὁ Φίλιππος ἀπέφυγε πολλὲς ἀδικίες καὶ ἁμαρτήματα. Κ᾿ ἐμεῖς λοιπὸν νὰ σκεπτώμαστε τὸ θάνατο. Νὰ γνωρίζουμε ὅμως, ὅτι τὸ θάνατο τὸ νίκησε ἡ ζωή· ἡ δὲ ζωὴ εἶνε ὁ Χριστός. Τὸ είδαμε αὐτὸ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ὅταν εἶπε «Νεανίσκε, ἐγέρθητι» κι ὁ νέος ἀναστήθηκε.

* * *


Αὐτὸ ποὺ ἔγινε μὲ τὸ νεανίσκο, ποὺ θαύμασαν ὅλοι καὶ ἔλεγαν ὅτι «προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν» ( Λουκ. 7,16), δὲν τὸ ἔκανε μόνο μιὰ φορὰ ὁ Χριστός. Ἀνέστησε καὶ τὸ κορίτσι τοῦ Ἰαείρου, πῆγε καὶ στὸν τάφο τοῦ φίλου του Λαζάρου καὶ εἶπε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰωάν. 11,43). Ὅσο λοιπὸν βέβαιοι εμαστε ὅτι ἀνέστησε αὐτούς, τόσο βέβαιοι νὰ εμαστε ὅτι θ᾿ ἀναστήσῃ κ᾿ ἐμᾶς. Ἡ γενεά μας βέβαια δὲν πιστεύει. ―Κόλασι; σοῦ λέει, παράδεισος; ἄσ᾿ τα αὐτά, εἶνε παραμύθια· «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32). Ἐμεῖς ὅμως πιστεύουμε στὸ Χριστὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιό του καὶ ὁμολογοῦμε· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» (Σύμβ. πίστ.). Λέμε λοιπόν, ὅτι τὸ «ἐγέρθητι» θ᾿ ἀκουστῇ καὶ πάνω στὸν τάφο τοῦ πατέρα μας, στὸν τάφο τῆς μητέρας μας, στοὺς τάφους τῶν συγγενῶν μας, στοὺς τάφους ὅλων. Μιὰ μέρα στὰ νεκροταφεῖα ―ναί, νὰ εἶστε ἀκραδάντως πεπεισμένοι―, ἀγγελικὴ σάλπιγξ θὰ σαλπίσῃ· Νεκροί, ἀναστηθῆτε! Τί σημαίνει αὐτὸ γιὰ μᾶς; 
πέντε πράγματα.
1. Μετὰ τὴν ἀνάστασι μᾶς περιμένει κρίσις. «Ὤ ποία ὥρα τότε καὶ ἡμέρα φοβερά!» (αν. Κυρ. Ἀπόκρ.)! Τρομερὰ ἡμέρα καὶ ὥρα τότε, ὅταν θὰ παρουσιαστῇ ὁ καθένας μας ἐκεῖ. Θὰ δώσουμε λόγο. Μὴν τὸ λησμονοῦμε.  
2. Θὰ προηγηθῇ ὁ θάνατος. Ἀλλ᾿ ἀγνοοῦμε τὴν ὥρα του. Πότε ἔρχεται; πρωΐ, βράδυ, μεσάνυχτα; στὸ δρόμο, στὸ αὐτοκίνητο, στὸ ἀεροπλάνο; Ἔρχεται ὅταν εἶσαι μικρὸς στὴν κούνια, ὅταν μεγαλώσῃς καὶ πᾷς σχολεῖο, στὸ γυμνάσιο ἢ στὸ λύκειο, ἢ ὅταν πᾷς στρατιώτης; Ἔρχεται στὸ χωράφι, τὴν ὥρα ποὺ ἁλωνίζεις, ποὺ ἀρμέγεις τὴν ἀγελάδα;… Ἄγνωστη ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Γι᾿ αὐτὸ νά ᾿μαστε πάντα ἕτοιμοι.  
3. Ἀφοῦ ὑπάρχει ἀνάστασις, μὴν κλαῖμε γιὰ τὸ θάνατο. Τὰ κλάματα δὲν εἶνε δεῖγμα πίστεως. Δὲ᾿ μπορεῖς βέβαια νὰ μὴ λυπηθῇς γιὰ τὸ νεκρό· ἀλλ᾿ ὄχι νὰ θρηνῇς ἀπαρηγόρητα. Μερικοὶ στὸ πένθος τους δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία. Αὐτὸ εἶνε δαιμονικό. Διότι ἂν κάποιος μπορῇ τότε νὰ παρηγορήσῃ καὶ νὰ σφογγίσῃ τὰ δάκρυά μας, εἶνε μόνο ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε «ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος» (ἀπολυτ. ἤχ. β΄). Ἔλα λοιπὸν στὴν ἐκκλησία, ν᾿ ἀκούσῃς τὸ Χριστὸ νὰ σοῦ λέῃ «Μὴ κλαῖε».  
4. Νὰ μὴν κλαῖμε γιὰ τὸ θάνατο, νὰ κλαῖμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες. Ἁμάρτησες ὡς ἄνθρωπος; κλάψε. Ποιός μετὰ τὸ βάπτισμα ἔμεινε καθαρός; Κανείς. Τί θὰ γίνῃ λοιπόν; Ἕνας ἅγιος ―ὄχι ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς Αὐγουστῖνος― λέει, ὅτι πρέπει νὰ κλάψῃς τόσο πολύ, ὥστε νὰ γεμίσῃς ἄλλη μιὰ κολυμβήθρα μὲ τὰ δάκρυά σου! Κλάψε, γιὰ ν᾿ ἀνακτήσῃς τὴν καθαρότητα ποὺ εἶχες μετὰ τὸ βάπτισμα. Τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας λάμπουν σὰν διαμάντια. Κάθε δάκρυ γίνεται Ἰορδάνης, μέσα στὸν ὁποῖο πλένεται καὶ καθαρίζεται ὁ ἄνθρωπος.  
5. Δὲν ἀρκεῖ ὅμως νὰ μετανοοῦμε μόνο· πρέπει καὶ νὰ ἐξομολογούμεθα. Μερικοὶ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία εἶπαν, ὅτι τὰ μετὰ τὸ βάπτισμα ἁμαρτήματα δὲ᾿ συγχωροῦνται· ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τοπικὲς καὶ οἰκουμενικὲς Συνόδους, εἶπε, ὅτι συγχωροῦνται. Τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως εἶνε ἕνα δεύτερο βάπτισμα. Ὅπως παιδὶ χωρὶς βάπτισμα δὲν εἶνε Χριστιανός, ἔτσι καὶ ἄνθρωπος χωρὶς ἐξομολόγησι δὲν εἶνε Χριστιανός.

 * * *


Ὅταν ἤμουν ἱεροκῆρυξ στὴν Ἀθήνα, πέθαινε στὸ νοσοκομεῖο μιὰ γριὰ 90 χρονῶν. ―Θέλω, εἶπε, νὰ ᾿ρθῇ ὁ Αὐγουστῖνος νὰ ἐξομολογηθῶ… Ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν ἐξομολογῶ, ἀλλ᾿ αὐτὴ τὴ φορὰ πῆγα. Τὴ βρῆκα στὸ κρεβάτι, παραμονὴ τοῦ θανάτου, καὶ ἔκλαιγε γοερῶς. Σπόγγιζε τὰ δάκρυά της καὶ ἔλεγε· ―Ἄχ, πάτερ μου, κάρβουνο ἔχω μέσ᾿ στὴν καρδιά μου· δὲ᾿ μ᾿ ἀφήνει νὰ ἡσυχάσω. ―Ποιό εἶν᾿ τὸ κάρβουνο; ―Νά· ὅταν ἤμουν 25 χρονῶν κ᾿ ἔμεινα ἔγκυος, ὁ ἄντρας μου μὲ πῆγε καὶ κάναμε ἔκτρωσι. Δὲν ἀντέχω τὶς τύψεις… Καὶ μετὰ σοῦ λένε μερικοί· Δὲν ἔχω κάνει τίποτα· τί νὰ ἐξομολογηθῶ;… Είμαστε ἁμαρτωλοί. Ἂς τὸ ὁμολογοῦμε, γιὰ νὰ λάβουμε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. 
Ὁ Ῥῶσος Ντοστογιέφσκυ ἔγραφε· «Ἐξωμολογήθηκα, καὶ παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου!». 
Ἐὰν δὲν ἐξομολογηθοῦμε, τότε οὐαὶ κι ἀλλοίμονο. Εθε ὁ Θεὸς τὰ λίγα φτωχὰ λόγια, ποὺ σᾶς εἶπα, νὰ τὰ φυτέψῃ βαθειὰ στὴν καρδιά σας· καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων καὶ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
† Ἐπίσκοπος Aὐγουστινος

(Ομιλια του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
εκφωνήθηκε εις τον ἱερό ναὸ της Kοιμήσεως Θεοτόκου Mεσοχωρίου – Φλωρίνης 6-10-1991)

Κλικ στις ιστοσελίδες μας: Αρμενιστής, Εμείς και η Κοινωνία μας, Γιάννης Αργυρός Σαντορίνη