Σελίδες

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Άγιος Αυγουστίνος +15 Ιουνίου

ΑΓΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣΗ ΩΡΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ
«Ἀδελφοί, ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (Ῥωμ. 13,13-14)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ἐὰν ἐξετάσουμε τὸν ἅγιο Αὐγουστῖνο κατὰ κόσμον, χωρὶς ἀμφιβολία ἦταν χαρισματοῦχος μὲ ἔξοχα τάλαντα· ῥήτορας σπάνιος, συγγραφεὺς ἐμπνευσμένος, δημιουργὸς μὲ πλούσια φαντασία, μεγαλοφυΐα, πνεῦμα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ σπανίως παρουσιάζονται. Ἀλλὰ τί νὰ τὰ κάνῃς ὅλα αὐτά; Τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾿ ὅλα γιὰ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο εἶνε, ὅτι ἦταν ἅγιος. Περιφρονημένη σήμερα ἡ ἀξία τῆς ἁγιότητος. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ὡραιότερος τίτλος ἀπὸ αὐτόν. Μία εὐσεβὴς ψυχὴ λέει· «Θέλω νὰ γίνω ἅγιος, ὅσο κι ἂν μοῦ στοιχίσῃ». Ἅγιος θὰ πῇ καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτία.
Ἅγιος λοιπὸν ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Ἀλλὰ ἦταν ἅγιος ἐκ γενετῆς; Ὄχι. Κάθε ἄνθρωπος γεννιέται μὲ τὸ λεγόμενο προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ὅπως ψάλλει ὁ Δαυΐδ, «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7). Νιώθει ἔνοχος γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ἀλλ᾿ ἔνοχος καὶ λόγῳ τῶν προσωπικῶν του ἁμαρτημάτων. Γι᾿ αὐτὸ ζητάει τὴ λύτρωσι. Ξέρετε πῶς μοιάζει; Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἔπεφτε στὸ λαβύρινθο τῆς ἀρχαίας μυθολογίας. Ποιός νὰ τὸν βγάλῃ ἀπό ᾿κεῖ; ἡ φιλοσοφία; ἡ ποίησις; ἡ πολιτική;… Μόνο ὁ μίτος, τὸ νῆμα. Καὶ ποιός εἶνε ὁ μίτος; Ἡ πίστις στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ μετανοεῖ εἰλικρινῶς, βρίσκει τὴ λύτρωσι. Αὐτὸ βλέπουμε στὸν βίο καὶ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ἁμαρτωλὸς ἦταν, μεγάλος ἁμαρτωλός. Παρασύρθηκε ἀπὸ τὸ ῥεῦμα τοῦ κακοῦ στὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ἡλικία. Ἡ ἁγία μητέρα του, ἡ Μόνικα, προσευχόταν στὸ Θεὸ καὶ ἔκλαιγε γι᾿ αὐτόν. Τότε ἕνας ἐπίσκοπος ποὺ τὴν ἄκουσε τῆς εἶπε· «Παιδί, ποὺ ἡ μάνα του κλαίει τόσο πολὺ γι᾿ αὐτό, εἶνε ἀδύνατον νὰ χαθῇ». Καὶ πράγματι ὁ Αὐγουστῖνος ἐν τέλει μετανόησε. Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ καθόταν στὸ περιβόλι του κάτω ἀπὸ μιὰ συκιά, ἄκουσε μία μυστηριώδη φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ· «Πάρε καὶ διάβασε». Μόλις ἄνοιξε τὴν ἁγία Γραφή, τὰ μάτια του ἔπεσαν στὸ ῥητὸ «Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (Ῥωμ. 13,13-14). Τότε ἦλθε σὲ μετάνοια, μετάνοια βαθειά. Καὶ ὄχι ἁπλῶς ἐξωμολογήθηκε τὰ ἁμαρτήματά του, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔγραψε σὲ βιβλίο ποὺ λέγεται «Ἐξομολογήσεις». Ἔτσι ὁ Αὐγουστῖνος ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄρχισε πλέον μιὰ νέα ζωή.

* * *


Στὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο βλέπουμε, ἀγαπητοί μου, δύο πράγματα· τὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος. Ἔφθασε σὲ πυθμένα ἁμαρτίας, ἀλλὰ κατόπιν καὶ σὲ ὕψη ἁγιότητος διὰ τῆς μετανοίας. Ἡ ζωή μας ῥέει συνεχῶς ὅπως τὸ ποτάμι. Συνήθως κινεῖται σ᾿ ἕνα κύκλο καθημερινῶν ἀσχολιῶν καὶ συνηθειῶν· γι᾿ αὐτὸ τὴ λένε ρουτίνα καὶ κάποιος φιλόσοφος εἶπε· Ὅποιος ἔζησε μία ἡμέρα, ἔζησε ἑκατὸ χρόνια. Γιατὶ ὅ,τι συμβαίνει σὲ μία ἡμέρα, κατὰ κανόνα ἐπαναλαμβάνεται ὅλες τὶς ἄλλες ἡμέρες μὲ μικρὲς παραλλαγές· φαγητό, πιοτό, ὕπνος κ.λπ., τετριμμένα πράγματα. Ἐν τούτοις μέσα στὴ ῥοὴ τῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἔρχονται καὶ ὡρισμένες στιγμὲς ποὺ ξεχωρίζουν. Ποιές εἶν᾿ αὐτές; Ἂν ρωτήσῃς τὸν καθένα γύρω σου, Ποιά εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα στιγμὴ ἢ ὥρα τῆς ζωῆς σου; θ᾿ ἀκούσῃς διάφορες ἀπαντήσεις. Ὁ ἕνας θὰ πῇ· Ἡ ἡμέρα ποὺ γεννήθηκα. Ὁ ἄλλος θὰ πῇ· Ὅταν μοῦ ἔπεσε τὸ λαχεῖο. Ὁ ἄλλος θεωρεῖ ἡμέρα μεγάλη ὅταν μετὰ ἀπὸ κόπο πῆρε τὸ πτυχίο του. Ὁ ἄλλος θεωρεῖ ἡμέρα χαρᾶς καὶ εὐτυχίας τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου του. Οὔτε ἐγὼ τὸ ἀρνοῦμαι. Ὁ ἄλλος θεωρεῖ σπουδαία ἡμέρα τῆς ζωῆς του ὅταν πῆρε κάποιο ἀξίωμα. Ὁ καθένας, καὶ ὁ πιὸ ἄσημος, ἔχει μέσ᾿ στὴ ρουτίνα τῆς ζωῆς, στιγμὲς ἐξαιρετικές. Ἀλλ᾿ ἐὰν ρωτοῦσες τὸ Μέγα Κωνσταντῖνο, Ποιά εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς σου; δὲ θὰ σοῦ ἔλεγε, Ἡ ἡμέρα ποὺ ἔγινε στρατηγὸς ἢ βασιλιᾶς; Θ᾿ ἀπαντοῦσε· Ἡ σπουδαιοτέρα ὥρα μου ἦταν ὅταν εἶδα στὸν οὐρανὸ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ἐν τούτῳ νίκα». Ἂν ρωτοῦσες τὸ Μέγα Ἀντώνιο, Ποιά εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς σου, θ᾿ ἀπαντοῦσε· Ὅταν στὴν ἐκκλησία ἄκουσα τὸ «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς…» (Ματθ. 19,21). Ἂν ρωτοῦσες τὴ Μαρία τὴν Αἰγυπτία τὴν ἁμαρτωλόν, Ποιά εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα σου ὥρα; θὰ ἔλεγε· Ἡ ὥρα ποὺ προσκύνησα τὸ σταυρὸ στὰ Ἰεροσόλυμα. Κι ἂν ρωτήσῃς τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη ἑορτάζουμε, θὰ σοῦ πῇ· Ἡ ὥρα τῆς μετανοίας μου, ὅταν ἔκλαψα γιὰ τὸ παρελθόν μου καὶ ἐπέστρεψα στὸ Χριστό. Δὲν γνωρίζω ἂν ζῆτε ἐσεῖς τὸ Χριστὸ συνειδητά, διότι οἱ πιὸ πολλοὶ τὸν ζοῦν τυπικά. Ἂν λοιπὸν τὸν ζῆτε συνειδητά, σᾶς ἐρωτῶ· Ὑπάρχει στὴ ζωή σας αὐτὴ ἡ ὥρα; Μπορεῖ νά ᾿ρχεστε στὴν ἐκκλησία, ν᾿ ἀνάβετε κεριά, νὰ κάνετε σταυροὺς καὶ μετάνοιες, νὰ νηστεύετε, ν᾿ ἀκοῦτε ὁμιλίες· ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ μιὰ ὥρα σημαντική, ποὺ τότε χτυποῦν τὰ σήμαντρα τῶν οὐρανῶν γιὰ τὴν ψυχή μας. Αὐτὴ ἡ ὥρα στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζεται ὥρα τῆς χάριτος. Τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶνε ἕνα μηδὲν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, συγκλονίζεται, κλαίει κι ἀναστενάζει, καὶ λέει στὸ Θεὸ ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ τὸ «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,18,21). Τὴν ἔχουμε λοιπὸν ἐμεῖς αὐτὴ τὴν ὥρα; Θέλω νὰ ἐλπίζω, ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ σᾶς τὴν ἔχουν ζήσει. Ἦταν κι αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ζοῦσαν προηγουμένως μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀλλὰ μὲ διαφόρους μεθόδους τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου (ετε ἀπὸ ἕνα κήρυγμα, ετε ἀπὸ ἕνα βιβλίο, ετε ἀπὸ μιὰ περιπέτεια, ετε ἀπὸ μιὰ ἀσθένεια, ετε ἀπὸ ἕνα διωγμό, ἢ ἀπὸ διάφορα ἄλλα συμβάντα εὐχάριστα ἢ δυσάρεστα – πολυποίκιλος εἶνε ἡ σοφία καὶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ) ἔφθασαν κάποτε νὰ ποῦν τὸ «Ἥμαρτον». Καὶ εἶνε ἁγία ἡ ὥρα ποὺ κατέφυγαν στὸ ἐξομολογητήριο καὶ ἐξωμολογήθηκαν τὰ ἁμαρτήματά τους καὶ αἰσθάνθηκαν νὰ ἐλαφρώνῃ ἡ ψυχή τους, νὰ πετᾷ μὲ φτερὰ ἀγγέλου. Δὲν εἶνε παραμύθια αὐτά. Δοκίμασε, καὶ θὰ δῇς ὅτι ἡ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησις εἶνε ἐκτόνωσις, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἕνα βάρος τῆς ψυχῆς, μέσα στὴν ὁποία συνωθοῦνται οἱ ἐνοχές. Ὁ ἄνθρωπος ὑποφέρει, καθὼς ἀκούει νὰ τοῦ φωνάζουν ὅλα, καὶ οἱ πέτρες καὶ τὰ δάση καὶ τὰ φύλλα τῶν δέντρων καὶ τὰ ἀστέρια, ὅλα τοῦ λένε μιὰ φωνή· Εἶσαι ἔνοχος, εἶσαι ἁμαρτωλός!… Ὅσο καὶ ἂν ἡ θεωρία τοῦ Μὰρξ προσπαθῇ νὰ ἐξαφανίσῃ τὸ ασθημα τῆς ἐνοχῆς, αὐτὸ μένει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς. Καὶ ἡ αἰτία τοῦ δράματος τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶνε τόσο τὰ ἐξωτερικὰ γεγονότα ―εἶνε καὶ αὐτά, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι―, ὅσο εἶνε τὸ ἐσωτερικὸ αὐτὸ βάρος, τὸ ἀφόρητο βάρος τῶν τύψεων, ποὺ καὶ γλῶσσες ψυχολόγων καὶ τραγικῶν ποιητῶν περιέγραψαν. Ἐσωτερικὸ εἶνε τὸ δρᾶμα τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀναστενάζει ὁ ἄνθρωπος, σὰν ἄλλος Προμηθεὺς δεσμώτης ἁλυσοδεμένος στὴν κορυφὴ τοῦ Καυκάσου, καὶ ζητεῖ τὴ λύτρωσι. Καὶ ἡ λύτρωσις δὲν ἔρχεται παρὰ μόνο διὰ τῆς μετανοίας καὶ καταλλαγῆς μὲ τὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ἐρωτῶ· Ἔχεις αἰσθανθῆ στὴ ζωή σου αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; ἐξωμολογήθηκες τὰ ἁμαρτήματά σου ὅπως ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος; Τότε εἶσαι εὐτυχής, ζῇς πραγματικά, αἰσθάνθηκες νὰ πνέουν ἐπάνω σου οἱ αὖρες τοῦ παναγίου Πνεύματος. Σ᾿ ἕνα νεκροταφεῖο ὑπάρχει μιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ λέει· «Ἐδῶ εἶνε θαμμένος ἕνας γέροντας 80 ἐτῶν. Ἔζησε 7 χρόνια καὶ 7 μῆνες». Πῶς, ἀφοῦ ἔζησε 80 χρόνια, σημειώνει ὅτι ἔζησε 7 χρόνια καὶ 7 μῆνες; Δὲν ὑπάρχει ἀντίφασις· διότι ἐννοεῖ ζωὴ πραγματική, τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μετανόησε καὶ γνώρισε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀδελφοί μου· τὸ εἶπε ὁ σοφὸς Σολομῶν, ποὺ εἶχε ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ τῆς γῆς· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Πλοῦτος, δόξα, γνῶσις, ἐπιστήμη, τὰ πάντα μάταια. Ἕνα μόνο ἀξίζει· νὰ βγῇ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ λαβύρινθο, νὰ πιστεύσῃ στὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Ναζωραῖον, νὰ χύσῃ δάκρυα μετανοίας. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος μετανόησε καὶ εἰσῆλθε στὴ σφαῖρα τῆς ἁγιότητος, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, διὰ πρεσβειῶν του νὰ εἰσέλθουμε σὲ νέα ζωή, ζωὴ ἁγιότητος, στὴν ὁποία μόνο ὑπάρχει ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱερό ναὸ Ἁγιου Παντελεήμονος Φλωρίνης 15-6-1984)

Τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου 15 Iουνίου
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ ΣΤΗ ΦΛΩΡΙΝΑ
ΘΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΒΡΑΔΥ ΜΕ ΑΓΡΥΠΝΙΑ

 http://www.augoustinos-kantiotis.gr