Σελίδες

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Κυριακή του Παραλύτου. Οι έρημοι

«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω…» (Ἰω. 5,7)
Τίνος, ἀγαπητοί μoυ, εἶνε ἡ φωνὴ αὐτή; Τὸ ἀκούσατε σήμερα στὴ θεία λειτουργία, ὅταν ὁ ἱερεὺς διάβασε τὴν περικοπὴ ποὺ ἐξιστορεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ ποὺ διαλαλοῦν τὴ θεότητά του. Μόνο σκοτεινὲς ψυχὲς ὅπως οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι τολμοῦν νὰ τ᾿ ἀμφισβητοῦν. Οἱ πιστοὶ ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο σὰν φωνὴ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κάθε λέξι του
—τί λέω;—, κάθε ψηφίο του φυτεύεται στὴν καρδιά τους σὰν λουλούδι τοῦ παραδείσου.
* * *
Ὁ Κύριος ἦρθε στὰ Ἰεροσόλυμα. Καὶ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ πόνου ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, στὴ Βηθεσδὰ ὅπως λεγόταν στὰ ἑβραϊκά. Τί ἦταν ἡ Βηθεσδά; Μία μικρὴ φυσικὴ λίμνη κοντὰ στὴν προβατικὴ πύλη, πρὸς τὸ βόρειο τεῖχος τῆς πόλεως, ποὺ τὰ νερά της κάποιες στιγμὲς ἀποκτοῦσαν ἰαματικὴ ἰδιότητα.
Κατὰ διαστήματα ἡ ἐπιφάνειά της ἀναταρασσόταν ἀπὸ ἄγγελο Κυρίου, καὶ ὁ ἀσθενὴς ποὺ θὰ πρόφθανε νὰ πέσῃ πρῶτος στὸ νερὸ θεραπευόταν ἀμέσως, ὅποια κι ἂν ἦταν ἡ ἀσθένειά του. Ἡ θεραπεία ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι ἀπὸ τὸ νερό.
Γι᾽αὐτὸ γύρω ἀπ᾽ τὴ λίμνη συνωστίζονταν πλῆθος ἀσθενεῖς, κάτω ἀπὸ πέντε στοές, κ᾽ ἐκεῖ περίμεναν μὲ ἀγωνία τὴν ταραχὴ τοῦ νεροῦ.Ὁ Κύριος σὰν ἕνας ἄγνωστος ἐπισκέπτεται αὐτὸ τὸ βασίλειο τοῦ πόνου . Ἐκεῖ ἦταν τὸ δειγματολόγιο ὅλων τῶν χρονίων καὶ ἀνιάτων ἀσθενειῶν· ἐκεῖ ἕνας τυφλὸς ἐντείνει τὴν ἀκοή του ν᾿ ἀκούσῃ πότε θὰ ταραχθῇ τὸ νερό, ἕνας κουφὸς ἐντείνει τὴν ὅρασί του νὰ δῇ πότε θ᾽ἀρχίσῃ ὁ κυματισμός, ἕνας κουτσὸς κάθεται στὸ χεῖλος ἕτοιμος νὰ κάνῃ τὸ σωτήριο ἅλμα,μιὰ μάνα κρατάει στὴν ἀγκαλιὰ τὸ ἄρρωστο παιδί της χλωμό, κίτρινο, μὲ ὄψι θανάτου…Σὲ ὅλους ῥίχνει τὸ βλέμμα μὲ ἄπειρη συμπάθεια Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε«Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς»(Ματθ. 11,28). Ἀλλ᾿ ἀπ᾿ ὅλους περισσότερο τὴν προσοχὴ τοῦ Θεανθρώπου ἑλκύει ἕνας παράλυτος . Ἦταν πράγματι ὁ πιὸ δυστυχισμένος. Ἂν στὴ Βηθεσδὰ κρατοῦσαν μητρῷο τῶν ἀσθενῶν, αὐτὸς ἦταν ὁ ἀρχαιότερος. 38 ὁλόκληρα χρόνια ἔμενε κάτω ἀπ᾽ τὶς στοές. Στὸ διάστημα αὐτὸ εἶδε πολλοὺς νὰ ἔρχωνται ἀσθενεῖς καὶ νὰ φεύγουν ὑγιεῖς. Ἀλλ᾿ αὐτὸς σὰν ἄλ λος Προμηθέας ἔμενε καθηλωμένος ἐκεῖ. Ὁ μέγας Ἄγνωστος τὸν πλησιάζει. Μὲ λεπτὴ εὐγένεια τὸν ἐρωτᾷ· «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» . Κι ὁ παράλυτος ἀπαντᾷ· «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω…» (Ἰω. 5,7)!Μὰ τί λές, ἄνθρωπε; δὲν κατοικεῖς στὴν ἔρημο· κατοικεῖς σὲ μιὰ πόλι μὲ 200 χιλιάδες κατοίκους. Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας νὰ σὲ βοηθήσῃ;
Οὔτε ἕνας δυστυχῶς. Ἰερουσαλήμ, ἱερὴ πόλις τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ μὲ τὸν μεγαλοπρεπῆ ναό σου, κρίμα στοὺς τόσους ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, γραμματεῖς καὶ φαρισαίους σου! Προσεύχονται δημοσίᾳ, θυσιάζουν ἀγέλες ζῴων, καῖνε τόννους λιβάνι, δὲν ἔχουν ὅμως αἰσθανθῆ τὸ χρέος τῆς ἀγάπης σ᾽ ἕνα συνάνθρωπο. Ὅλοι τὸν ἔχουν διαγράψει ἀπὸ τὴ μνήμη τους. Ἔρημος ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φίλους, πλησίαζε νὰ συμπληρώσῃ 40 χρόνια θητείας στὸ βασίλειο τοῦ πόνου, καὶ καμμιά ἐλπίδα ἀπολύσεως δὲν φαινόταν. Ἕνας μόνο θὰ τὸν ἀπέλυε ὁριστικὰ ἀπὸ τὸν πόνο· ὁ θάνατος!
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ἀλλ᾿ ὦ παράλυτε τῆς Βηθεσδά, σκούπισε τὰ δάκρυά σου· ἔ-φθασε ἡ ὥρα τῆς λυτρώσεώς σου. Ξέρεις ποιος εἶν᾽ αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ποὺ στέκει ἐμπρός σου;Ἂν τὸν ἀναγνώριζες, θὰ σκιρτοῦσες ἀπὸ χαρὰ καὶ θὰ τοῦ ἔλεγες· —Κύριε, ἐσύ, ποὺ σὲ ζητῶ τὶς ἡμέρες καὶ τὶς νύχτες τῶν πόνων μου, τώρα εἶσαι ἐμπρός μου; Καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου θὰ ἔλεγε· —Παιδί μου! Ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὔτε κι αὐτοὶ ποὺ λέγονται εὐσεβεῖς, δὲν ἦρθαν κοντά σου, ἐγὼ ὁ Δημιουργός σου ἔγινα ἄνθρωπος, γιὰ νὰ βρεθῶ καὶ σωματικὰ δίπλα σου. Ἀπὸ σήμερα μὴ παραπονιέσαι, ἔχεις Ἄνθρωπο, ποὺ ἂν θέλῃς εἶνε ἕτοιμος νὰ σοῦ δ-σῃ ὅ,τι δὲν μποροῦν νὰ σοῦ δώσουν, κι ἂν ἀ-κόμη ἔσπευδαν νὰ βοηθήσουν, ὅλα τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑγεία τοῦ σώματος εἶνε τὸ μικρότερο ποὺ δίνω· ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ γαλήνη τῆς συνειδήσεως, ἡ σύνδεσι μὲ τὸν οὐρανό, ἡ ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς, αὐτὰ εἶνε τὰ μεγάλα δωρήματά μου!
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ἀλλὰ ἡ φωνὴαὐτὴ ἀκούγεται —ἀλλοίμονο— καὶ σήμερα ἀπὸ παντοῦ. Μία σύγχρονη Βηθεσδὰ προβάλλει πάλι, ὄχι μὲ πέντε ἀλλὰ μὲ μύριες στοὲς δυστυχούντων. Καὶ ποῦ δὲν ἀκούγεται ἡ φωνὴ«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»; Κάνετε, ἀγαπητοί μου, μερικὲς ἐπισκέψεις ὅπως ὁ Κύριοςστὰ ὑπόστεγα τῆς Βηθεσδά, καὶ θὰ τὴν ἀκούσετε. Ἐπισκεφθῆτε τὴ μαυροφορεμένη γυναῖκα καὶ μητέρα ποὺ μοιάζει μὲ τὴν Παναγία, ἐπισκεφθῆτε τὶς οἰκογένειες τῶν δυστυχούντων καὶ τῶν πενθούντων, ἐπισκεφθῆτε τὰ νοσοκομεῖα, ἐπισκεφθῆτε τὶς φυλακές…
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ὦ σεῖς, ποὺ κάθε βράδυ πλημμυρίζετε τὰ κέντρα διασκεδάσεων καὶ πίνετε καὶ παίζετε καὶ μεθᾶτε καὶ ὀργιάζετε καὶ μέσα σὲ λίγες ὧρες καῖτε ποσὰἀμύθητα, σταθῆτε μιὰ στιγμὴ νὰ σᾶς ρωτήσω·Εἶστε ἄνθρωποι μὲ καρδιά, εἶστε Χριστιανοὶμὲ πίστι; Ποῦ ζῆτε; Καὶ ἂν ἀκόμη κατοικούσα-τε μακριὰ καὶ δὲν βλέπατε ἀλλ᾿ ἀκούγατε μόνο τὸ δρᾶμα τῶν ἀδελφῶν σας, θά ᾽πρεπε νὰ σταματήσετε τὴ διασκέδασι, νὰ κρεμάσετε τὰ ὄργανα καὶ νὰ πῆτε μεταξύ σας· Ἐκεῖ ὁ κόσμος καίγεται, ἐμεῖς ἐδῶ γλεντᾶμε; θὰ εἴμα-στε ἀνάξιοι νὰ λεγώμαστε Χριστιανοί, ἂν δὲν συντονίσουμε τὴ ζωή μας μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας ποὺ πάσχει… Εἶνε ἐξοργιστικὴ πρόκλησι ἡ ἀμέριμνη καὶ σκανδαλώδης δισκέδασι τῶν ἄλλων. Γι᾽ αὐτοὺς ταιριάζει νὰ ἐπαναλάβουμε τὸ γνωστό Ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκείνους ποὺ γελοῦν ὅταν οἱ ἄλλοι κλαῖνε! Ὁ πόνος τῆς ἐγκαταλείψεως καὶ τῆς ἐρημίας ἐκφράζεται ζωηρὰ στὰ μάτια τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν. Καὶ βασίλισσα ἀκόμη νὰ τὰ πάρῃ στὰ γόνατά της καὶ νὰ τὰ χαϊδέψῃ, δὲν παρηγοροῦνται· ζητοῦν τὴ μητέρα τους.
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ἰδιαιτέρως στὶς μέρες μας ἡ φωνὴ αὐτὴ ἀκούγεται ἀπὸ πολλοὺς νέους ποὺ εἶνε θύματα τοῦ κλονισμοῦ τοῦ γάμου καὶ τῆς διαλύσεως τῆς οἰκογενείας. Στεροῦνται τὴ θαλπωρὴ καὶ τὴ φροντίδα τοῦ οἰκογενειακοῦ περιβάλλοντος. Ἀλλὰ νὰ τὸ ξέρουμε· αὐτὸ ποὺ ζοῦν εἶνε κάτι τρομερό, αὐτὸ ἐκκολάπτει τοὺς μεγάλους αὐριανοὺς ἐγκληματίες. Τὸ ἀδύνατο αὐτὸ παιδί, ποὺ ἐγκαταλελειμμένο περιφέρεται σὰ σπουργίτης στοὺς δρόμους καὶ βλέπει ἀπέναντί του μιὰ κοινωνία νὰ ὀργιάζῃ καὶ ν᾽ ἀδιαφορῇ γιὰ τὸ μέλλοντου, θὰ μεγαλώσῃ μὲ μῖσος ἐναντίον της,γιατὶ τοῦ φέρθηκε ἀπάνθρωπα, σὰν μητρυιά,στὰ πιὸ τρυφερά του χρόνια, καὶ θὰ γίνῃ εὔκολη λεία ἐκμεταλλευτῶν. Ἀπὸ τέτοιους νέους καὶ παιδιὰ ἁλιεύει ὁ Ἑωσφόρος τρομεροὺς συνεργάτες του, Ἰοῦδες τῆς θρησκείαςκαὶ Ἐφιάλτες τῆς πατρίδος. Ἐκεῖνοι ποὺ διέπραξαν τὰ στυγερώτερα ἐγκλήματα ἦταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον παιδιὰ διαλυμένων οἰκογενειῶν, ψυχὲς ποὺ ἔμειναν χωρὶς παρακολούθησι· δὲν εἶχαν κανένα νὰ τοὺς πονέσῃ, νὰ τοὺς συμβουλέψῃ, νὰ τοὺς βοηθήσῃ. Γι᾽ αὐτοὺςχρειάζονται οἱ Μυριὴλ τοῦ Οὑγκώ.
Γι᾽ αὐτὸ ὅσοι διαθέτουν τὰ μέσα ἔχουν τεράστιες εὐθῦνες· ἂς σπεύσουν ὅσο ὑπάρχει καιρὸς ὅπου ἀκούγεται πόνος καὶ ἂς κάνουν σύνθημα τῆς ζωῆς τὸ ὡραῖο πρόγραμμα τοῦ Ἰώβ·«Ὑπῆρξα», λέει, «μάτι γιὰ τυφλούς, πόδι γιὰ κουτσούς, πατέρας γιὰ ὀρφανούς, καὶ διέσωσα φτωχὸ ἀπ᾽ τὰ χέρια τυράννου»(βλ. Ἰὼβ 29,15-16).
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ἂς ἐντυπώσουμε μέσα μαςτὸ δίδαγμα ἀπὸ τὴ φράσι «Κύριε, ἄνθρωπον  οὐκ ἔχω» καὶ ἂς τρέξουμε ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη βοηθείας , πνευματικῆς καὶ ὑλικῆς. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὅσο φτωχὸς κι ἂν εἶνε, ποὺ νὰ μὴ μπορῇ νὰ προσφέρῃ κάτι σ᾽ ἕνα συνάνθρωπό του. Καὶ λίγες ἀκόμη λέξεις, ὅταν βγαίνουν ἀπὸ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾷ τὸν πλησίον,στάθησαν πολλὲς φορὲς ἱκανὲς νὰ συγκρα-τήσουν ἀπὸ τὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου ψυχὲς ποὺ εἶχαν ἀπελπιστῆ.Ἂν πάλι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι βρισκώμαστε σὲ πόνο καὶ μένουμε ἔρημοι κ᾽ ἐγκαταλελειμμέ οικι ἀπὸ τὰ χείλη μας εἶνε ἕτοιμο νὰ βγῇ τὸ παράπονο «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», ἂς φανοῦμε γενναῖοι.
Δὲν εἴμαστε μόνοι. Ποιός τὸ εἶπε; Ἂς στρέψουμε τὸ βλέμμα στὸν Ἐσταυρωμένο, τὸν Βασιλέα τοῦ πόνου καὶ τῆς ὀδύνης, καὶ ἂς ποῦμε τὴ μυστικὴ προσευχή·
Κύριε! Ὁ σταυρός σου μὲ γεμίζει θάρρος καὶ χαρά. Κι ἂν ὅλοι μ᾿ ἐγκαταλείψουν, κι αὐτὴ ἀκόμη ἡ μητέρα ποὺ μὲ γέννησε, ἀρκεῖ ἐσὺ νὰ μὴ μ᾿ ἐγκαταλείψῃς. Καὶ «ἐν μέσῳ σκιᾶς θαν του ἐὰν πορευθῶ» (Ψαλμ. 22,4), δὲν θὰ αἰσθανθῶτὴ μόνωσι καὶ τὴν ἐγκατάλειψι. Διότι ἐσύ, Κύριε, τὸ εἶπες καὶ ὁ λόγος σου εἶνε ἀληθινός· «Ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»(Ματθ. 28,20)· ἀμήν.
Ραδιοφωνικὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μετεδόθη στὴν καθαρεύουσα ἀπὸ τὸν Σταθμὸ Λαρίσσης τὴν 30-4-1950.