«Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ἰωάν. 5,14)
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ τὸ Θεό, ποὺ μὲ ἀξιώνει νὰ κηρύξω καὶ πάλι.
Θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ δώσετε προσοχή. Τὰ λόγια θὰ εἶνε ἁπλᾶ καὶ σύντομα.
Ὑπῆρχε, ἀγαπητοί μου, ἐποχὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι στὰ βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια τῆς πατρίδος μας δὲν ἤξεραν γράμματα πολλά, συχνὰ δὲν ἤξεραν οὔτε τὴν ὑπογραφή τους νὰ βάλουν, δὲν εἶχαν σχολειὰ καὶ
πανεπιστήμια καὶ ἀκαδημίες.
Ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο; Ἐκεῖνοι ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι. Ἄξιζαν παραπάνω ἀπὸ ἐπιστήμονες μὲ διπλώματα.
Οἱ παπποῦδες μας εἶχαν τὴν πραγματικὴ σοφία. Γιατὶ ποιό εἶν᾽ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τὴν ἀξία;
Δὲν περιφρονοῦμε τὰ γράμματα καὶ τὶς ἐπιστῆμες· ὁ Θεὸς τὰ ἔδωσε κι αὐτά. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ζυγίζει περισσότερο εἶνε ἡ καρδιά, εἶνε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.
Παλαιὰ στὰ σχολεῖα ἔγραφαν· «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (πρβλ. Σ. Σειρ. 1,14,18). Ἐφοβοῦντο τὸν Θεό, ἐσέβοντο τὸ ὄνομά του τὸ ἅγιο, τηροῦσαν τὶς ἐντολές του.
Ἡ γιαγιὰ ἡ ἀγράμματη δίδασκε, παιδαγωγοῦσε, μάλωνε καὶ τιμωροῦσε τὰ ἐγγόνια της· καὶ τότε αὐτὰ ἦταν ἀγγελούδια, καὶ εὐλογία Θεοῦ φτερούγιζε πάνω ἀπ᾽ τὴν πατρίδα μας.
Τώρα; Ἐπικρατεῖ ἀθεοφοβία.
Ποῦ; Παντοῦ· καὶ στὸ σπίτι, καὶ στοὺς δρόμους, ἀκόμη καὶ στὴν ἐκκλησία.
Μέσα στὸ ἅγιο βῆμα βλέπεις παιδιὰ νὰ μὴν κάθωνται ἥσυχα, νὰ γελᾶνε μπροστὰ στὴν ἁγία τράπεζα ποὺ τρέμουν οἱ ἄγγελοι.
Ἀλλοίμονό μας. Θὰ πέσῃ φωτιὰ νὰ μᾶς κάψῃ.
Ποιόν νὰ κατηγορήσω; τὸν παπᾶ, τὸν ἑαυτό μου, τοὺς δασκάλους, τὸ σχολεῖο, τοὺς γονεῖς, τὴν οἰκογένεια, τὴν κοινωνία;
Ἀθεοφοβία λοιπόν, λείπει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι ὄχι μόνο μικρὰ ἀλλὰ καὶ μεγάλα ἁμαρτήματα (ὅπως ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία, οἱ σαρκικὲς σχέσεις), ποὺ ἄλλοτε προκαλοῦσαν φρίκη, τώρα πιὰ θεωροῦνται πρόοδος καὶ ἐξέλιξις.
Ἔφθασαν τὰ χρόνια πού, ὅπως λέει τὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, θὰ πίνουν τὴν ἁμαρτία σὰν νερό (βλ. Ἰὼβ 15,16).
Εἶνε λοιπὸν ἡ ἁμαρτία παιχνιδάκι; Ὄχι· εἶνε φωτιὰ ποὺ καίει, εἶνε συμφορά, ὄλεθρος, καταστροφή.
Φαίνονται ὑπερβολικὰ αὐτά;
Ἂν φαίνωνται ὑπερβολικά, ῥίξτε μιὰ ματιὰ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀκούσατε τί εἶπε;
Θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ δώσετε προσοχή. Τὰ λόγια θὰ εἶνε ἁπλᾶ καὶ σύντομα.
Ὑπῆρχε, ἀγαπητοί μου, ἐποχὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι στὰ βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια τῆς πατρίδος μας δὲν ἤξεραν γράμματα πολλά, συχνὰ δὲν ἤξεραν οὔτε τὴν ὑπογραφή τους νὰ βάλουν, δὲν εἶχαν σχολειὰ καὶ
πανεπιστήμια καὶ ἀκαδημίες.
Ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο; Ἐκεῖνοι ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι. Ἄξιζαν παραπάνω ἀπὸ ἐπιστήμονες μὲ διπλώματα.
Οἱ παπποῦδες μας εἶχαν τὴν πραγματικὴ σοφία. Γιατὶ ποιό εἶν᾽ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τὴν ἀξία;
Δὲν περιφρονοῦμε τὰ γράμματα καὶ τὶς ἐπιστῆμες· ὁ Θεὸς τὰ ἔδωσε κι αὐτά. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ζυγίζει περισσότερο εἶνε ἡ καρδιά, εἶνε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.
Παλαιὰ στὰ σχολεῖα ἔγραφαν· «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (πρβλ. Σ. Σειρ. 1,14,18). Ἐφοβοῦντο τὸν Θεό, ἐσέβοντο τὸ ὄνομά του τὸ ἅγιο, τηροῦσαν τὶς ἐντολές του.
Ἡ γιαγιὰ ἡ ἀγράμματη δίδασκε, παιδαγωγοῦσε, μάλωνε καὶ τιμωροῦσε τὰ ἐγγόνια της· καὶ τότε αὐτὰ ἦταν ἀγγελούδια, καὶ εὐλογία Θεοῦ φτερούγιζε πάνω ἀπ᾽ τὴν πατρίδα μας.
Τώρα; Ἐπικρατεῖ ἀθεοφοβία.
Ποῦ; Παντοῦ· καὶ στὸ σπίτι, καὶ στοὺς δρόμους, ἀκόμη καὶ στὴν ἐκκλησία.
Μέσα στὸ ἅγιο βῆμα βλέπεις παιδιὰ νὰ μὴν κάθωνται ἥσυχα, νὰ γελᾶνε μπροστὰ στὴν ἁγία τράπεζα ποὺ τρέμουν οἱ ἄγγελοι.
Ἀλλοίμονό μας. Θὰ πέσῃ φωτιὰ νὰ μᾶς κάψῃ.
Ποιόν νὰ κατηγορήσω; τὸν παπᾶ, τὸν ἑαυτό μου, τοὺς δασκάλους, τὸ σχολεῖο, τοὺς γονεῖς, τὴν οἰκογένεια, τὴν κοινωνία;
Ἀθεοφοβία λοιπόν, λείπει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι ὄχι μόνο μικρὰ ἀλλὰ καὶ μεγάλα ἁμαρτήματα (ὅπως ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία, οἱ σαρκικὲς σχέσεις), ποὺ ἄλλοτε προκαλοῦσαν φρίκη, τώρα πιὰ θεωροῦνται πρόοδος καὶ ἐξέλιξις.
Ἔφθασαν τὰ χρόνια πού, ὅπως λέει τὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, θὰ πίνουν τὴν ἁμαρτία σὰν νερό (βλ. Ἰὼβ 15,16).
Εἶνε λοιπὸν ἡ ἁμαρτία παιχνιδάκι; Ὄχι· εἶνε φωτιὰ ποὺ καίει, εἶνε συμφορά, ὄλεθρος, καταστροφή.
Φαίνονται ὑπερβολικὰ αὐτά;
Ἂν φαίνωνται ὑπερβολικά, ῥίξτε μιὰ ματιὰ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀκούσατε τί εἶπε;
* * *
Ἐπάνω σ᾽ ἕνα κρεβάτι ἦταν ἕνας παράλυτος 38 ὁλόκληρα χρόνια. Τὸ κορμί του ἦταν μαρμαρωμένο.
Ἔβλεπε τὰ πουλιὰ νὰ φτερουγίζουν, τὶς πεταλοῦδες τὰ πετοῦν, τὰ πρόβατα νὰ τρέχουν, τὰ παιδιὰ νὰ πηδοῦν, τοὺς γέρους νὰ περπατοῦν· ἔβλεπε ὅλη τὴ φύσι νὰ κινῆται.
Αὐτὸς ὅμως ἦταν ἀκίνητος, βαρὺς σὰν τὸ μολύβι.
Γιατί; ποιά ἡ αἰτία; Ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀσωτία.
Ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωὴ παρέλυσε τὸ νευρικό του σύστημα· οὔτε τὸ κουτάλι δὲν μποροῦσε νὰ σηκώσῃ. Κι αὐτὸ δὲν συνέβη μόνο τότε σ᾽ αὐτόν.
Δὲν πᾶτε στὸ ἄσυλο τῶν ἀνιάτων, στὸ φθισιατρεῖο, στὸ φρενοκομεῖο; Ἂν πλησιάσετε καὶ τεντώσετε τ᾽ αὐτί σας καὶ ἐξετάσετε τὴν κάθε περίπτωσι, τὸν κάθε παράλυτο, τὸν κάθε φθισικό, τὸν κάθε διασαλευμένο, θὰ δῆτε ὅτι πίσω ἀπὸ κάθε ἀσθένεια, στὸ βάθος κάθε περιπτώσεως, εἶνε ἡ ἁμαρτία. Κάποια παρεκτροπή, ποὺ φάνηκε στὴν ἀρχὴ γλυκειά, ὡδήγησε τὸ νέο καὶ τὴ νέα νὰ πέσουν μέσα στὸ λάκκο τῆς ἀσθενείας. «Τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος», εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος (῾Ρωμ. 6,23), ὅποιος ψωνίζει τὴν ἁμαρτία παίρνει θάνατο.
Ἡ ἁμαρτία δὲν καταστρέφει μόνο ἄτομα· καταστρέφει καὶ οἰκογένειες καὶ πόλεις καὶ κοινωνίες ὁλόκληρες.
Ἔχετε ἀκούσει γιὰ τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα;
Ἦταν πόλεις ποὺ εἶχαν τὴν πιὸ πλούσια γῆ, καλλιέργειες καὶ κοπάδια. Ἀλλὰ ἔφθασαν σὲ τέτοιο σημεῖο διαφθορᾶς, ὥστε μιὰ νύχτα τί ἔγινε· ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ τὶς τιμωρήσῃ.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει πάντα. Ξέρετε πῶς ζοῦμε; Μᾶς κρατάει μέσ᾽ στὴ φούχτα του ὁ Θεὸς μὲ τὸ ἔλεός του.
Δὲν μᾶς κρατᾶνε οὔτε παπᾶδες οὔτε δεσποτάδες οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἐξεκλίναμε ὅλοι. Κάτι μικρὰ ἀθῷα παιδιὰ ἑλκύουν ἀκόμα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἂν λείψῃ τὸ ἔλεος αὐτό, σβήσαμε.
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ γλεντοκοποῦσαν τὰ Σόδομα, ἔπεσε φωτιά, λαμπάδιασε ὁ τόπος, κάηκαν τὰ πάντα· ἄνοιξε ἔπειτα ἡ γῆ καὶ κατάπιε τὰ ἐρείπια σὲ βάθος· καὶ τέλος τὸ νερὸ κάλυψε τὰ πάντα, καὶ ἔτσι ἔγινε μία λίμνη, νεκρὰ λίμνη.
Αὐτὴ εἶνε ἡ Νεκρὰ Θάλασσα· ψάρι ἐκεῖ δὲν ζῇ, πουλὶ δὲν πετάει, ἴχνος ζωῆς δὲν ὑπάρχει· οὔτε τὰ σπίτια οὔτε τὰ παλάτια οὔτε τὰ πλούτη οὔτε οἱ ὀμορφιές. Καὶ ποιά ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς; Τὰ ἁμαρτήματα. Ποιά ἁμαρτήματα; Ντρέπομαι νὰ τὰ ὀνομάσω. Ἁμαρτήματα ὄχι μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικός· ἁμαρτήματα φρικτά, ἀνομολόγητα. Αὐτὰ κατέστρεψαν τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα.
Πᾶμε παραπέρα.
Πάνω στὸν Εὐφράτη ποταμὸ ἦταν μία μεγάλη πόλις ποὺ τὴν ἔλεγαν Βαβυλώνα.
Τί ἦταν ἡ Βαβυλώνα;
Ἡ πρωτεύουσα τοῦ κράτους τῶν Βαβυλωνίων, ποὺ τὴν διέσχιζε ὁ ποταμός.
Ἦταν, θὰ ἔλεγε κανείς, τὸ Παρίσι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης· ὅπως τὸ Παρίσι ἔχει τὸ Σηκουάνα, ἔτσι ἡ Βαβυλώνα εἶχε τὸν Εὐφράτη.
Καὶ τί δὲν εἶχε ἡ Βαβυλώνα· τί παλάτια, τί δρόμους, τί πλατεῖες, τί κήπους κρεμαστούς (δηλαδὴ περιβόλια πάνω σὲ ταράτσες)!
Μιὰ νύχτα ὅμως, ἐκεῖ ποὺ χόρευαν στὰ ἀνάκτορα καὶ ὠργίαζαν, μπῆκε ὁ ἐχθρὸς κάτω ἀπὸ τὶς πόρτες, κάτω ἀπὸ τοὺς ὑπονόμους, καὶ τοὺς κατέσφαξε.
Οἱ κρεμαστοὶ κῆποι ποτίστηκαν ὄχι πιὰ μὲ νερὸ ἀλλὰ μὲ αἷμα. Στὸ δρόμο τὰ κεφάλια κομμένα, ὁ θρόνος κατεστραμμένος. Σεισμὸς κατόπιν βούλιαξε τὴ Βαβυλῶνα.
Αἰῶνες τώρα μένουν θαμμένα ἐκεῖ τὰ ἐρείπιά της.
Οἱ ἀρχαιολόγοι ξοδεύουν δολλάρια καὶ σκάβουν νὰ βροῦν ποῦ ἦταν τὰ παλάτια καὶ ποῦ ἦταν τὰ δικαστήρια καὶ ποῦ τὰ ἄλλα κτήρια. Καὶ γιατί ἔγινε ἡ καταστροφή; Γιὰ τὴν ἁμαρτία, γιὰ τὴν πολυτέλεια μὲ τὴν ὁποία ζοῦσε ἡ ἄρχουσα τάξις.
Δὲν πᾶτε νὰ δῆτε καὶ τὰ Ἰεροσόλυμα, τὴν πόλι τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐκλεκτὴ πόλι;
Καὶ ἐκεῖ ἦρθε ὥρα ποὺ πάνω ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὰ μέγαρα τῶν ἀρχιερέων πέρασε ἀλέτρι.
Γιατί; Διότι ἦταν ἡ πόλις ἡ προφητοκτόνος καὶ θεοκτόνος· ἐκεῖ ἐφόνευσαν προφῆτες καὶ ἐκεῖ πρὸ παντὸς σταύρωσαν τὸ Χριστό.
Γι᾽ αὐτὸ τιμωρήθηκαν καὶ δὲν ἔμεινε λίθος ἐπὶ λίθον.
Ἔβλεπε τὰ πουλιὰ νὰ φτερουγίζουν, τὶς πεταλοῦδες τὰ πετοῦν, τὰ πρόβατα νὰ τρέχουν, τὰ παιδιὰ νὰ πηδοῦν, τοὺς γέρους νὰ περπατοῦν· ἔβλεπε ὅλη τὴ φύσι νὰ κινῆται.
Αὐτὸς ὅμως ἦταν ἀκίνητος, βαρὺς σὰν τὸ μολύβι.
Γιατί; ποιά ἡ αἰτία; Ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀσωτία.
Ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωὴ παρέλυσε τὸ νευρικό του σύστημα· οὔτε τὸ κουτάλι δὲν μποροῦσε νὰ σηκώσῃ. Κι αὐτὸ δὲν συνέβη μόνο τότε σ᾽ αὐτόν.
Δὲν πᾶτε στὸ ἄσυλο τῶν ἀνιάτων, στὸ φθισιατρεῖο, στὸ φρενοκομεῖο; Ἂν πλησιάσετε καὶ τεντώσετε τ᾽ αὐτί σας καὶ ἐξετάσετε τὴν κάθε περίπτωσι, τὸν κάθε παράλυτο, τὸν κάθε φθισικό, τὸν κάθε διασαλευμένο, θὰ δῆτε ὅτι πίσω ἀπὸ κάθε ἀσθένεια, στὸ βάθος κάθε περιπτώσεως, εἶνε ἡ ἁμαρτία. Κάποια παρεκτροπή, ποὺ φάνηκε στὴν ἀρχὴ γλυκειά, ὡδήγησε τὸ νέο καὶ τὴ νέα νὰ πέσουν μέσα στὸ λάκκο τῆς ἀσθενείας. «Τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος», εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος (῾Ρωμ. 6,23), ὅποιος ψωνίζει τὴν ἁμαρτία παίρνει θάνατο.
Ἡ ἁμαρτία δὲν καταστρέφει μόνο ἄτομα· καταστρέφει καὶ οἰκογένειες καὶ πόλεις καὶ κοινωνίες ὁλόκληρες.
Ἔχετε ἀκούσει γιὰ τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα;
Ἦταν πόλεις ποὺ εἶχαν τὴν πιὸ πλούσια γῆ, καλλιέργειες καὶ κοπάδια. Ἀλλὰ ἔφθασαν σὲ τέτοιο σημεῖο διαφθορᾶς, ὥστε μιὰ νύχτα τί ἔγινε· ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ τὶς τιμωρήσῃ.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει πάντα. Ξέρετε πῶς ζοῦμε; Μᾶς κρατάει μέσ᾽ στὴ φούχτα του ὁ Θεὸς μὲ τὸ ἔλεός του.
Δὲν μᾶς κρατᾶνε οὔτε παπᾶδες οὔτε δεσποτάδες οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἐξεκλίναμε ὅλοι. Κάτι μικρὰ ἀθῷα παιδιὰ ἑλκύουν ἀκόμα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἂν λείψῃ τὸ ἔλεος αὐτό, σβήσαμε.
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ γλεντοκοποῦσαν τὰ Σόδομα, ἔπεσε φωτιά, λαμπάδιασε ὁ τόπος, κάηκαν τὰ πάντα· ἄνοιξε ἔπειτα ἡ γῆ καὶ κατάπιε τὰ ἐρείπια σὲ βάθος· καὶ τέλος τὸ νερὸ κάλυψε τὰ πάντα, καὶ ἔτσι ἔγινε μία λίμνη, νεκρὰ λίμνη.
Αὐτὴ εἶνε ἡ Νεκρὰ Θάλασσα· ψάρι ἐκεῖ δὲν ζῇ, πουλὶ δὲν πετάει, ἴχνος ζωῆς δὲν ὑπάρχει· οὔτε τὰ σπίτια οὔτε τὰ παλάτια οὔτε τὰ πλούτη οὔτε οἱ ὀμορφιές. Καὶ ποιά ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς; Τὰ ἁμαρτήματα. Ποιά ἁμαρτήματα; Ντρέπομαι νὰ τὰ ὀνομάσω. Ἁμαρτήματα ὄχι μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικός· ἁμαρτήματα φρικτά, ἀνομολόγητα. Αὐτὰ κατέστρεψαν τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα.
Πᾶμε παραπέρα.
Πάνω στὸν Εὐφράτη ποταμὸ ἦταν μία μεγάλη πόλις ποὺ τὴν ἔλεγαν Βαβυλώνα.
Τί ἦταν ἡ Βαβυλώνα;
Ἡ πρωτεύουσα τοῦ κράτους τῶν Βαβυλωνίων, ποὺ τὴν διέσχιζε ὁ ποταμός.
Ἦταν, θὰ ἔλεγε κανείς, τὸ Παρίσι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης· ὅπως τὸ Παρίσι ἔχει τὸ Σηκουάνα, ἔτσι ἡ Βαβυλώνα εἶχε τὸν Εὐφράτη.
Καὶ τί δὲν εἶχε ἡ Βαβυλώνα· τί παλάτια, τί δρόμους, τί πλατεῖες, τί κήπους κρεμαστούς (δηλαδὴ περιβόλια πάνω σὲ ταράτσες)!
Μιὰ νύχτα ὅμως, ἐκεῖ ποὺ χόρευαν στὰ ἀνάκτορα καὶ ὠργίαζαν, μπῆκε ὁ ἐχθρὸς κάτω ἀπὸ τὶς πόρτες, κάτω ἀπὸ τοὺς ὑπονόμους, καὶ τοὺς κατέσφαξε.
Οἱ κρεμαστοὶ κῆποι ποτίστηκαν ὄχι πιὰ μὲ νερὸ ἀλλὰ μὲ αἷμα. Στὸ δρόμο τὰ κεφάλια κομμένα, ὁ θρόνος κατεστραμμένος. Σεισμὸς κατόπιν βούλιαξε τὴ Βαβυλῶνα.
Αἰῶνες τώρα μένουν θαμμένα ἐκεῖ τὰ ἐρείπιά της.
Οἱ ἀρχαιολόγοι ξοδεύουν δολλάρια καὶ σκάβουν νὰ βροῦν ποῦ ἦταν τὰ παλάτια καὶ ποῦ ἦταν τὰ δικαστήρια καὶ ποῦ τὰ ἄλλα κτήρια. Καὶ γιατί ἔγινε ἡ καταστροφή; Γιὰ τὴν ἁμαρτία, γιὰ τὴν πολυτέλεια μὲ τὴν ὁποία ζοῦσε ἡ ἄρχουσα τάξις.
Δὲν πᾶτε νὰ δῆτε καὶ τὰ Ἰεροσόλυμα, τὴν πόλι τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐκλεκτὴ πόλι;
Καὶ ἐκεῖ ἦρθε ὥρα ποὺ πάνω ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὰ μέγαρα τῶν ἀρχιερέων πέρασε ἀλέτρι.
Γιατί; Διότι ἦταν ἡ πόλις ἡ προφητοκτόνος καὶ θεοκτόνος· ἐκεῖ ἐφόνευσαν προφῆτες καὶ ἐκεῖ πρὸ παντὸς σταύρωσαν τὸ Χριστό.
Γι᾽ αὐτὸ τιμωρήθηκαν καὶ δὲν ἔμεινε λίθος ἐπὶ λίθον.
* * *
Βλέπετε λοιπόν, ἀδελφοί μου;
Ὅπου νὰ στραφοῦμε καὶ νὰ ἐξετάσουμε, εἴτε στὰ ἄτομα εἴτε στὶς οἰκογένειες εἴτε στὶς πολιτεῖες εἴτε στὰ κράτη, ἕνα εἶνε τὸ συμπέρασμα· ἡ ἁμαρτία εἶνε ὄλεθρος.
Καὶ ὅμως· ἂν πιάσω ἑκατὸ ἀνθρώπους καὶ τοὺς ρωτήσω «ποιό εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο;», ὁ ἕνας θὰ μοῦ πῇ ἡ ἀνεργία, ὁ ἄλλος ἡ οἰκονομικὴ κρίσι, ὁ ἄλλος ἡ φτώχεια, ὁ ἄλλος ἡ φωτιά – ἡ πυρκαϊά, ὁ ἄλλος ὁ σεισμός, ὁ ἄλλος ὁ πνιγμός, ὁ ἄλλος ἡ ἀσθένεια – ὁ καρκίνος…. Ὄχι, ἀγαπητοί μου, ἐγὼ διαφωνῶ.
Τὸ μεγαλύτερο κακὸ δὲν εἶνε κανένα ἀπὸ αὐτά· τὸ ὑπ᾽ ἀριθμὸν ἕνα κακὸ εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Τὸ καταλαβαίνουμε αὐτό;
Ἄμποτε νὰ ἔλθῃ Πνεῦμα ἅγιο, ν᾽ ἀνοίξῃ τὶς καρδιὲς νὰ τὸ καταλάβουμε ὅλοι.
Ἡ ἁμαρτία εἶνε τὸ μεγάλο κακό, ἡ ῥίζα ὅλων τῶν κακῶν.
Αὐτὴ ὅπου πάει φέρνει καταστροφή.
Μπῆκε ἡ ἁμαρτία – ἡ δυσπιστία στὸ ἀντρόγυνο; γλυκὸ ψωμὶ δὲν θὰ τρῶνε.
Ἡ ἁμαρτία ξαφρίζει πορτοφόλια, ξεθεμελιώνει σπίτια, καταστρέφει τὸ πᾶν.
Ἀνοῖξτε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ διαβάστε τί λέει ἡ Σοφία Σειράχ·
«Ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως φεῦγε ἀπὸ ἁμαρτίας», φεῦγε μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ὅπως φεύγεις ὅταν βλέπῃς φίδι (Σ.Σειρ. 21,2).
Σᾶς ὁμιλῶ ὡς κληρικὸς ποὺ πιστεύω στὸ Θεὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο. Φορῶ πετραχήλι καὶ σᾶς συνιστῶ.
Εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ ὀφείλουμε νὰ σταθοῦμε συνεπεῖς. Δὲν θὰ παίζουμε μὲ τὸ Θεό.
Δὲν θ᾽ ἀκοῦμε στὴν ἐκκλησία τὸν Ἀπόστολο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ μετὰ ἔξω θὰ πράττουμε τὰ ἀντίθετα.
Δὲν θὰ εἴμαστε σὰν τὰ βατράχια ποὺ εἶνε ἄλλοτε στὸ νερὸ καὶ ἄλλοτε στὴν ξηρά.
Ἄντρες καὶ γυναῖκες, νέοι καὶ νέες, γέροι καὶ γριές, γονεῖς καὶ παιδιά· νὰ πᾶτε στὸ σπιτάκι σας, νὰ μαζέψετε ὅλο ἐκεῖνο τὸ βρώμικο ὑλικό, ἔντυπα καὶ εἰκόνες καὶ ὅ,τι ἄλλο, ποὺ ἀντιστρατεύεται στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ποὺ τὸ κράτος ὤφειλε ν᾽ ἀπαγορεύῃ τὴν κυκλοφορία τους κι ὄχι νὰ ἐπιτρέπῃ νὰ πλουτίζουν ἀπὸ τὸ ἐμπόριό τους ὡρισμένοι κακοποιοί, καὶ νὰ βάλετε μία ἅγια φωτιὰ νὰ τὰ κάψετε.
Καὶ μετὰ νὰ πάρετε στὰ χέρια σας πάλι τὰ Εὐαγγέλια τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τὰ συναξάρια τῶν ἁγίων μας.
Νὰ ἐπανέλθουμε στὴν παλαιά μας σειρά, ὅπως ζοῦσαν οἱ γενεὲς τῶν προγόνων μας, στὰ παλαιά μας χρόνια.
Νὰ ζήσουμε σὰν Χριστιανοί, ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.
Κι ὅταν φτάσῃ ἡ τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, νὰ ποῦμε ὅλοι μας·
«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.
Ὅπου νὰ στραφοῦμε καὶ νὰ ἐξετάσουμε, εἴτε στὰ ἄτομα εἴτε στὶς οἰκογένειες εἴτε στὶς πολιτεῖες εἴτε στὰ κράτη, ἕνα εἶνε τὸ συμπέρασμα· ἡ ἁμαρτία εἶνε ὄλεθρος.
Καὶ ὅμως· ἂν πιάσω ἑκατὸ ἀνθρώπους καὶ τοὺς ρωτήσω «ποιό εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο;», ὁ ἕνας θὰ μοῦ πῇ ἡ ἀνεργία, ὁ ἄλλος ἡ οἰκονομικὴ κρίσι, ὁ ἄλλος ἡ φτώχεια, ὁ ἄλλος ἡ φωτιά – ἡ πυρκαϊά, ὁ ἄλλος ὁ σεισμός, ὁ ἄλλος ὁ πνιγμός, ὁ ἄλλος ἡ ἀσθένεια – ὁ καρκίνος…. Ὄχι, ἀγαπητοί μου, ἐγὼ διαφωνῶ.
Τὸ μεγαλύτερο κακὸ δὲν εἶνε κανένα ἀπὸ αὐτά· τὸ ὑπ᾽ ἀριθμὸν ἕνα κακὸ εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Τὸ καταλαβαίνουμε αὐτό;
Ἄμποτε νὰ ἔλθῃ Πνεῦμα ἅγιο, ν᾽ ἀνοίξῃ τὶς καρδιὲς νὰ τὸ καταλάβουμε ὅλοι.
Ἡ ἁμαρτία εἶνε τὸ μεγάλο κακό, ἡ ῥίζα ὅλων τῶν κακῶν.
Αὐτὴ ὅπου πάει φέρνει καταστροφή.
Μπῆκε ἡ ἁμαρτία – ἡ δυσπιστία στὸ ἀντρόγυνο; γλυκὸ ψωμὶ δὲν θὰ τρῶνε.
Ἡ ἁμαρτία ξαφρίζει πορτοφόλια, ξεθεμελιώνει σπίτια, καταστρέφει τὸ πᾶν.
Ἀνοῖξτε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ διαβάστε τί λέει ἡ Σοφία Σειράχ·
«Ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως φεῦγε ἀπὸ ἁμαρτίας», φεῦγε μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ὅπως φεύγεις ὅταν βλέπῃς φίδι (Σ.Σειρ. 21,2).
Σᾶς ὁμιλῶ ὡς κληρικὸς ποὺ πιστεύω στὸ Θεὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο. Φορῶ πετραχήλι καὶ σᾶς συνιστῶ.
Εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ ὀφείλουμε νὰ σταθοῦμε συνεπεῖς. Δὲν θὰ παίζουμε μὲ τὸ Θεό.
Δὲν θ᾽ ἀκοῦμε στὴν ἐκκλησία τὸν Ἀπόστολο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ μετὰ ἔξω θὰ πράττουμε τὰ ἀντίθετα.
Δὲν θὰ εἴμαστε σὰν τὰ βατράχια ποὺ εἶνε ἄλλοτε στὸ νερὸ καὶ ἄλλοτε στὴν ξηρά.
Ἄντρες καὶ γυναῖκες, νέοι καὶ νέες, γέροι καὶ γριές, γονεῖς καὶ παιδιά· νὰ πᾶτε στὸ σπιτάκι σας, νὰ μαζέψετε ὅλο ἐκεῖνο τὸ βρώμικο ὑλικό, ἔντυπα καὶ εἰκόνες καὶ ὅ,τι ἄλλο, ποὺ ἀντιστρατεύεται στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ποὺ τὸ κράτος ὤφειλε ν᾽ ἀπαγορεύῃ τὴν κυκλοφορία τους κι ὄχι νὰ ἐπιτρέπῃ νὰ πλουτίζουν ἀπὸ τὸ ἐμπόριό τους ὡρισμένοι κακοποιοί, καὶ νὰ βάλετε μία ἅγια φωτιὰ νὰ τὰ κάψετε.
Καὶ μετὰ νὰ πάρετε στὰ χέρια σας πάλι τὰ Εὐαγγέλια τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τὰ συναξάρια τῶν ἁγίων μας.
Νὰ ἐπανέλθουμε στὴν παλαιά μας σειρά, ὅπως ζοῦσαν οἱ γενεὲς τῶν προγόνων μας, στὰ παλαιά μας χρόνια.
Νὰ ζήσουμε σὰν Χριστιανοί, ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.
Κι ὅταν φτάσῃ ἡ τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, νὰ ποῦμε ὅλοι μας·
«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Κυνοσάργους – Ἀθηνῶν τὴν 8-5-1960
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Κυνοσάργους – Ἀθηνῶν τὴν 8-5-1960