 Ο
  άγιοι Χρύσανθος καί Δαρεία έζησαν τόν 3ο αιώνα μ. Χ. Ο άγιος Χρύσανθος
  ήταν γιός τού ειδωλάτρη άρχοντα Πολέμωνα. Κατηχήθηκε, όμως, στήν πίστη
  τού Χριστού καί βαπτίσθηκε από κάποιον Επίσκοπο. Ο πατέρας του, πού 
δέν  άργησε νά πληροφορηθή τό γεγονός, προσπάθησε μέ διάφορους τρόπους 
νά τόν  μεταπείση, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τότε ο διάβολος τόν οποίο 
λάτρευε,  αφού διά τών ειδώλων ενεργούν τά δαιμόνια, τόν συμβούλευσε νά 
κάνη γιά  τόν γιό του ό,τι έκανε καί εκείνος γιά τόν Αδάμ. Δηλαδή, τόν 
παρέσυρε  στήν ανυπακοή καί τόν έβγαλε από τόν Παράδεισο διά τής Εύας.
Ο
  άγιοι Χρύσανθος καί Δαρεία έζησαν τόν 3ο αιώνα μ. Χ. Ο άγιος Χρύσανθος
  ήταν γιός τού ειδωλάτρη άρχοντα Πολέμωνα. Κατηχήθηκε, όμως, στήν πίστη
  τού Χριστού καί βαπτίσθηκε από κάποιον Επίσκοπο. Ο πατέρας του, πού 
δέν  άργησε νά πληροφορηθή τό γεγονός, προσπάθησε μέ διάφορους τρόπους 
νά τόν  μεταπείση, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τότε ο διάβολος τόν οποίο 
λάτρευε,  αφού διά τών ειδώλων ενεργούν τά δαιμόνια, τόν συμβούλευσε νά 
κάνη γιά  τόν γιό του ό,τι έκανε καί εκείνος γιά τόν Αδάμ. Δηλαδή, τόν 
παρέσυρε  στήν ανυπακοή καί τόν έβγαλε από τόν Παράδεισο διά τής Εύας.
Απεφάσισε, λοιπόν, ο Πολέμωνας νά 
νυμφεύση τόν Χρύσανθο  μέ ειδωλολάτρισσα, μέ τήν ελπίδα νά τόν μεταπείση
 εκείνη νά επιστρέψη  στήν ειδωλολατρεία, καί τού έδωσε διά τής βίας ως 
σύζυγό του τήν Δαρεία,  μιά γυναίκα πολύ έξυπνη καί δυναμική. 
Επαληθεύθηκε, όμως, η γνωστή  παροιμία, πού λέει ότι «τό έξυπνο πουλί 
από τήν μύτη πιάνεται». Δηλαδή,  αντί νά πείση εκείνη τόν Χρύσανθο νά 
αρνηθή τόν Χριστό, αντίθετα, τήν  έπεισε αυτός νά πάψη νά αποδίδη 
λατρεία στά άψυχα είδωλα καί νά λατρεύη  τόν ζωντανό Θεό. Τήν κατήχησε 
καί στήν συνέχεια τήν οδήγησε στό  βάπτισμα. Από τότε έγιναν μία ψυχή σέ
 δύο σώματα καί άρχισαν νά  εργάζονται μαζί ιεραποστολικά μέ ενθουσιασμό
 καί ένθερμο ζήλο. Ο βίος  τους ήταν όντως οσιακός, αλλά «ηξιώθησαν καί 
μακαρίου τέλους». Δηλαδή,  αξιώθηκαν τήν μαρτυρία τους γιά τόν Χριστό νά
 τήν σφραγίσουν μέ τό αίμα  τού μαρτυρίου τους. Ο βίος καί η πολιτεία 
τους μάς δίνουν τήν αφορμή νά  τονίσουμε τά ακόλουθα:
Όταν ο τρόπος τής ζωής μας είναι 
σύμφωνος μέ τό θέλημα  τού Θεού, τότε είμαστε ανοικτοί στήν Χάρη Του καί
 έτσι γίνεται στήν ζωή  μας αυτό πού θέλει ο Θεός. Στήν αντίθετη 
περίπτωση, ενδεχομένως ο Θεός  νά μήν θέλη νά συμβούν στήν ζωή μας 
κάποια γεγονότα, αλλά τά επιτρέπει,  επειδή σέβεται απεριόριστα τήν 
ελευθερία μας, τήν οποία Εκείνος μάς  χάρισε. Στήν πρώτη περίπτωση ο 
Θεός ευδοκεί, δηλαδή ευαρεστείται γι’  αυτό πού γίνεται, ενώ στήν 
δεύτερη περίπτωση παραχωρεί.
Στό σημείο αυτό θά πρέπη νά τονισθή ότι 
μπορεί κανείς μέ  τήν Χάρη τού Θεού νά αγαπά όλους τούς ανθρώπους, αλλά 
είναι αδύνατο νά  είναι μέ όλους φίλος, επειδή η φιλία θέλει δύο. 
Δηλαδή, δέν μπορείς νά  είσαι φίλος μέ τόν άλλον άν εκείνος δέν τό θέλη,
 αλλά μπορείς νά τόν  αγαπάς, φροντίζοντας, όμως παράλληλα, νά παραμένης
 ανεπηρέαστος από τήν  ενδεχόμενη αρνητική συμπεριφορά του καί έτσι νά 
διασφαλίζης τήν  εσωτερική σου ειρήνη. Ο άγιος Νεκτάριος όταν 
πληροφορήθηκε, τότε πού  βρισκόταν στήν Αίγυπτο, ότι κάποιοι τόν 
συκοφαντούν μέ σκοπό νά τόν  διώξουν, είπε τά εξής αξιομνημόνευτα: «Εγώ 
τούς αγαπώ καί είναι αρκετόν  ίνα διατηρώ γαλήνην εντός μου».
Όποιος έχει εσωτερική πληρότητα καί 
νόημα ζωής, αυτός  είναι όντως μακάριος, αφού κατορθώνει νά παραμένη 
ανεπηρέαστος από τήν  αρνητική συμπεριφορά τών άλλων, καί επομένως 
ελεύθερος νά αγαπά καί νά  χαίρεται αληθινά τήν ζωή του. 
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
