Σελίδες

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Χριστούγεννα..... Θα ετοιμασθείς να Κοινωνήσεις;

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ΠΩΣ ΘΑ ΚΟΙΝΩΝΗΣΕΙΣ;

Eφθασαν τα Xριστούγεννα. Θὰ χτυπήσουν τὰ σήμαντρα. Θὰ συγκεντρωθοῦμε νὰ ἑορτάσουμε τὴ Γέννησι τοῦ Κυρίου. Τὴν περιμένουν ὅλοι. Πῶς ὅμως τὴν περιμένουν;
Ἄλλοτε μὲ δάκρυα παρακολουθοῦσαν τὴν ἱερὰ μυσταγωγία, ἄκουγαν τοὺς ὕμνους, κοινωνοῦσαν μὲ φόβο Θεοῦ. Κι ὅταν γύριζαν στὸ σπίτι δὲ᾿ βάζανε μπουκιὰ στὸ στόμα, ἂν δὲν ψάλλανε ὅλοι μαζὶ τὸ «Χριστὸς γεννᾶται…».

Τώρα οἱ Χριστιανοὶ περιμένουν τὰ Χριστούγεννα σὰν
μιὰ κοσμικὴ ἑορτή. Ἐπικρατεῖ τὸ τί θὰ φᾶμε, τί θὰ πιοῦμε, τί θὰ φορέσουμε, σὲ ποιό πάρτυ θὰ πᾶμε νὰ χορέψουμε. Ἑορτάζουμε Χριστούγεννα μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἂν σηκωνόταν ἀπὸ τὸν τάφο ἕνας
εἰδωλολάτρης κ᾿ ἔβλεπε πῶς γιορτάζουμε, δὲν θὰ ἔβρισκε διαφορὰ ἀπὸ τὶς γιορτὲς τὶς δικές τους.
Οἱ λίγοι, ἡ μειοψηφία, ποὺ ἐξακολουθοῦμε νὰ πιστεύουμε στὸ Χριστό, πρέπει νὰ τὸν πλησιάσουμε, νὰ τὸν ἀγαπήσουμε.

―Μὰ ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; θὰ πῆτε. Μήπως πρέπει νὰ ταξιδέψουμε στὴ Βηθλεέμ, νὰ προσκυνήσουμε τὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε;

Δὲν εἶνε ἀνάγκη. Ἡ Βηθλεὲμ εἶνε πολὺ κοντά μας. Ἄνοιξε, Κύριε, τὰ μάτια μας νὰ δοῦμε. Μιὰ ματιὰ στὴν ἁγία τράπεζα· μέσα στὸ δισκοπότηρο εἶνε αὐτὸς ὁ αἰώνιος Χριστός!

* * *
Χριστούγεννα = ὄχι διασκέδασι, ἀσωτία, ἀκολασία.
Χριστούγεννα = Θεία Κοινωνία. 
Ὅποιος βάλῃ τὸ Χριστὸ μέσα του προετοιμασμένος, αὐτὸς θὰ νιώσῃ τὴν παρουσία του, αὐτὸς θὰ γιορτάσῃ. Ὡς πρὸς τὴ θεία κοινωνία οἱ Χριστιανοὶ σήμερα διαιροῦνται σὲ 4 κατηγορίες. Θὰ σᾶς τὶς πῶ, κ᾿ ἐσεῖς βάλτε τὸ χέρι στὴν καρδιὰ καὶ ἐξετάστε σὲ ποιάν ἀνήκετε.
1. Οἱ ἀκοινώνητοι. Εἶνε πολλοί. Γι᾿ αὐτὸ ἔχουν εὐθύνη καὶ οἱ ἱερεῖς. Πολλοὶ ἔχουν νὰ κοινωνήσουν ἀπὸ παιδιά. Μάθανε γράμματα ἀπὸ δασκάλους ἀθέους. Μεγάλωσαν μέσα στὴ βρωμερὰ κοινωνία, χάσανε κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο. Ἄσπρισαν πιὰ τὰ μαλλιά τους, τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη τοὺς περιμένει. Κ᾿ ἐνῷ ἔρχονται μεγάλες γιορτές, μένουν ἀκοινώνητοι. Ὁ Ασωπος ἔχει ἕνα μῦθο ποὺ ταιριάζει ἐδῶ. Ἕνας πετεινός, λέει, σκάλιζε τὸ χῶμα νὰ βρῇ σκουλήκια. Ἐκεῖ ποὺ ἔψαχνε, βρῆκε ἕνα διαμάντι. Τὸ τίναξε μὲ τὸ πόδι θυμωμένος καὶ εἶπε· «Τί νὰ τὰ κάνω ἐγὼ αὐτὰ τὰ σκουπίδια; σκουλήκια θέλω». Καταλάβατε; Κ᾿ ἐμεῖς σκαλίζουμε τὴν κοπριὰ τῆς γῆς, γιὰ νὰ βροῦμε μηδαμινὰ πράγματα, ἐνῷ μπροστά μας εἶνε τὸ διαμάντι, ὁ Χριστός. Οἱ γιαγιάδες μας ἔλεγαν· «Ἔλα, παιδί μου, νὰ κοινωνήσῃς· νὰ πάρῃς τὸ διαμάντι, τὸ Χριστό!». Ἂν κάποιος πλούσιος μὲ μιὰ βαλίτσα διαμάντια τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων ἔλεγε «Ὅποιος ἀνεβῇ στὴ χιονισμένη κορφὴ τοῦ Ὀλύμπου, θὰ πάρῃ ἕνα διαμάντι», ὅλοι θὰ ἐγίνοντο ὀρειβάτες. Ἔτσι ἂς τρέξουμε κ᾿ ἐμεῖς πρόθυμα στὴν ἐκκλησία νὰ πάρουμε τὸ Χριστό, τὴ θεία κοινωνία.

―Μά, θὰ πῇς, τὸ διαμάντι εἶνε διαμάντι. Ἐγὼ ὅμως κοινωνῶ καὶ βλέπω ψωμὶ καὶ κρασί.

Μὴ βλέπῃς τὸ μυστήριο μὲ μάτια σαρκικά. Ρωτῆστε ἕνα καθηγητὴ τῶν φυσικῶν νὰ σᾶς πῇ πῶς ἔγινε τὸ διαμάντι. Πρὶν χιλιάδες χρόνια ἦταν κάρβουνο, κρυμμένο στὰ σπλάχνα τῆς γῆς· ἐκεῖ ὑπέστη ἀλλοιώσεις καὶ ἐπεξεργασία μέσα στὸ μεγάλο αὐτὸ χημεῖο. Ὁ Θεός, ποὺ ἔκανε τὸ κάρβουνο διαμάντι, μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ ψωμὶ σῶμα Χριστοῦ καὶ τὸ κρασὶ αἷμα.

2. Ἄλλη κατηγορία ἀνθρώπων εἶνε οἱ ἀδιάφοροι. Δὲν εἶνε ἄπιστοι, ἀλλὰ εἶνε ἀμελεῖς. Μοιάζουν μὲ τοὺς προσκεκλημένους στὸ δεῖπνο τῆς παραβολῆς τοῦ Χριστοῦ (βλ. Λουκ. 14,16-24· Ματθ. 22,14). Ὁ ἕνας γιὰ τὰ χωράφια, ὁ ἄλλος γιὰ τὰ βόδια, ὁ τρίτος γιὰ τὴ γυναῖκα, δὲν δέχτηκαν τὴν πρόσκλησι· εἶπαν, ὅτι δὲν εὐκαιροῦν. Ἔτσι καὶ οἱ σημερινοὶ Χριστιανοί· δὲν δέχονται τὴν πρόσκλησι τοῦ Χριστοῦ ποὺ τοὺς λέει «Λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα…» (Ματθ. 26,26). Αὐτοὺς ἐρωτῶ· Πιστεύετε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. 6,55,54) ποὺ εἶπε «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ», καὶ «ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ»; Τότε γιατί φεύγετε μακριὰ ἀπὸ τὴ θεία κοινωνία; Ἂν καλέσετε ἐσεῖς κάποιον σὲ τραπέζι, τὸν περιμένετε κι αὐτὸς δὲν ἔρχεται, δὲν θὰ τὸ θεωρήσετε περιφρόνησι καὶ δὲ᾿ θὰ στενοχωρηθῆτε; Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς λυπᾶται ποὺ περιφρονεῖτε τὸ μέγα αὐτὸ μυστήριο.

3. Ὑπάρχουν μερικὲς εὐγενεῖς ψυχές, ποὺ θέλουν νὰ κοινωνοῦν ἀλλὰ διστάζουν. Τὸν δισταγμὸ αὐτὸ τὸν νιώθουν ὅλοι οἱ ἅγιοι. «Εἶμαι ἄξιος γιὰ τὰ ἄχραντα μυστήρια;…». Αὐτοὶ οἱ διστακτικοὶ μοιάζουν μὲ τὸν ὑπέροχο ἑκατόνταρχο, ποὺ εἶπε ταπεινὰ στὸ Χριστό· ―Διδάσκαλε, κάνε καλὰ τὸν ὑπηρέτη μου. Ὁ Χριστὸς ἀπήντησε· ―Θὰ ἔρθω στὸ σπίτι σου. Ἐκεῖνος ὅμως εἶπε· ―Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ἔρθῃς, Κύριε. Δῶσε ἀπὸ μακριὰ μιὰ διαταγή, καὶ θὰ γίνῃ καλά (βλ. Ματθ. 8,5-13). «Δὲν εἶμαι ἄξιος»· τὸ λέμε κ᾿ ἐμεῖς, ἀλλὰ δὲν ἔχει τόση ἀξία. Δὲν εἶνε γνήσιο νόμισμα, ὅπως τοῦ ἑκατοντάρχου. Ἐκεῖνος τὸ εἶπε μὲ εὐλάβεια, ἐμεῖς τὸ λέμε μὲ ψευτοευλάβεια. Λές, ὅτι δὲν εἶσαι ἄξιος; Προσπάθησε νὰ γίνῃς. Ξέρω στὴ Φλώρινα ἕνα φιλότιμο παιδί, ποὺ ἔπαιρνε μικροὺς βαθμούς. Βλέποντας ὅτι οἱ γονεῖς του στενοχωροῦνται, λέει· «Θὰ βάλω τὰ δυνατά μου καὶ θὰ διορθώσω τοὺς βαθμούς». Ἄφησε τὰ παιχνίδια, στρώθηκε, καὶ ἔφτασε στὸ ἄριστα. Ἔτσι κ᾿ ἐσὺ φιλοτιμήσου ἀπὸ ἀνάξιος νὰ γίνῃς ἄξιος. Ὅταν ἤμουν στὸ Μεσολόγγι, συνέβη τὸ ἑξῆς. Ἕνας νέος ἀγάπησε μιὰ κοπέλλα. Ὁ πατέρας εἶπε ναί, ἡ κοπέλλα εἶπε ναί, ὑπὸ ἕναν ὅρο· σὲ ἕνα χρόνο νὰ πάρῃ τὸ πτυχίο τῆς ἰατρικῆς. Καὶ ὁ φοιτητὴς ὁ ρέμπελος καὶ γλεντζές, στρώθηκε στὴ μελέτη, σταμάτησε τὰ καφενεῖα καὶ τὶς παρέες, καὶ πρὶν περάσῃ ὁ χρόνος πῆρε τὸ πτυχίο. Ἔγινε ἄξιος τῆς ἀγάπης τῆς νέας, καὶ ἔγινε ὁ γάμος. Κ᾿ ἐσύ, ἂν ἀγαπᾷς τὸ Χριστὸ μὲ θεῖο ἔρωτα, θὰ προσπαθήσῃς νὰ γίνῃς ἄξιος τῆς ἀγάπης του καὶ νὰ τὸν βάλῃς στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου. Ὦ γυναῖκες ὦ ἄντρες, δὲν κατηγορῶ τὸν ἁγνὸ ἔρωτα ―ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε δοσμένος―, ὁ ἁμαρτωλὸς εἶνε κακός. Ἀλλὰ στὴν κορυφὴ ὅλων τῶν ἐρώτων εἶνε ἕνας. Ὁ μεγάλος, ὁ ἀνίκητος, ὁ ἀνέκφραστος, ὁ ὑψηλὸς ἔρωτας εἶνε ν᾿ ἀγαπήσῃς τὸ Χριστὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου. Ἂν τὸν ἀγαπήσῃς, θὰ κάνῃς τὸ πᾶν γιὰ νὰ γίνῃς ἄξιος νὰ ἑνωθῇς μαζί του.

4. Σᾶς ἔδειξα τοὺς ἀκοινώνητους, τοὺς ἀμελεῖς, τοὺς διστακτικούς. Τώρα σᾶς δείχνω τὴν τελευταία κατηγορία· εἶνε αὐτοὶ ποὺ κοινωνοῦν ἀξίως τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Καὶ ποιοί εἶνε; Στὰ παλιὰ εὐλογημένα χρόνια κανείς δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία χωρὶς θεία κοινωνία, ὅπως τώρα κάνουν μὲ τὸ ἀντίδωρο. Ὅλοι, ὅταν ἄκουγαν τὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», κοινωνοῦσαν. Φόβος Χριστοῦ, πίστι ἀκράδαντη, ἀγάπη ἀπέραντη, εἶνε τὰ τρία στοιχεῖα γιὰ μιὰ θεάρεστη συμμετοχή. Ἔχουν σήμερα οἱ Χριστιανοὶ φόβο Θεοῦ; Μαζεύονται ὅλοι καὶ σπρώχνονται γιὰ νὰ κοινωνήσουν πρῶτοι. Δυσκολεύεται ὁ παπᾶς, τρέμουν τὰ χέρια του, ἀνατρέπεται ἡ θεία κοινωνία. Ἂν εχαμε ἕνα μόριο φόβου Θεοῦ, θὰ στεκόμασταν σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ θὰ περιμέναμε νὰ κοινωνήσουμε τελευταῖοι. Θὰ λέγαμε· Χριστέ μου, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ πάρω· ἂς κοινωνήσουν πρῶτα τὰ ἀθῷα παιδιά, μετὰ οἱ νέοι, ἔπειτα οἱ γέροντες, κ᾿ ἐγὼ σὰν ἁμαρτωλὸς ποὺ εἶμαι θὰ κοινωνήσω τελευταῖος… Ποῦ εἶνε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ; ποῦ ἡ πίστι στὰ ἄχραντα μυστήρια; ποῦ ἡ ἀγάπη ἡ ἀπέραντη; Πῶς προχωροῦμε γιὰ νὰ λάβουμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας;
* * *
Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ἔβοσκε τὰ πρόβατά του στὸ ὄρος Χωρήβ, στὴ βάτο ποὺ φλεγόταν χωρὶς νὰ καίγεται, ἄκουσε· «Λῦσον τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος ἐν ᾧ ἕστηκας γῆ ἁγία ἐστίν» (Ἔξ. 3,5· Πράξ. 7,33). Αὐτό ἀκοῦμε κ᾿ ἐμεῖς μέσα ἀπὸ τὸ ἅγιο ποτήριο. Ἡ θεία κοινωνία εἶνε φωτιά, ποὺ καίει ὅσους κοινωνοῦν ἀναξίως. Εἶσαι ἄχυρο; θὰ καῇς. Εἶσαι διαμάντι; θὰ καθαριστῇς καὶ θὰ λάμψῃς. Ὅποιος τὰ Χριστούγεννα θελήσῃ νὰ πλησιάσῃ τὰ ἅγια μυστήρια μὲ βρώμικη ψυχή, ἂς προσέξῃ.
Χριστιανέ· τὸ πουκάμισό σου δὲν τὸ ἀφήνεις λερωμένο· τῆς ψυχῆς σου ὅμως τὸ πουκάμισο ἔχεις πολὺ καιρὸ νὰ τὸ πλύνῃς, καὶ τολμᾷς ἔτσι νὰ πλησιάσῃς τὰ ἄχραντα μυστήρια; Πήγαινε στὸν πνευματικὸ πατέρα γιὰ νὰ καθαριστῇς. Γονάτισε, πὲς τ᾿ ἁμαρτήματά σου. Καὶ ἡ καρδιά σου, ὅσο βρώμικη κι ἂν εἶνε, θὰ γίνῃ λευκὴ σὰν τὸ χιόνι στὶς ἀπάτητες κορυφές. «Πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50,9). Κύριε, πολὺ ἁμαρτωλὸς εἶμαι. Πλῦνε με, Χριστέ μου, στὸ πλυντήριο τοῦ Γολγοθᾶ, στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας, καὶ ἀξίωσέ με νὰ κοινωνήσω λέγοντας τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αυγουστίνος
Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις το χωρίον Μελίτης Φλωρίνης στις 21-12-1975