Σελίδες

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Κυριακὴ Β΄ Λουκᾶ (Λουκ. 6,31-36). Αγάπη - μίσος

«Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν…» (Λουκ. 6,35)
Ο ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὑψίστη ἀ­ξία, ἡ κορωνίδα τῆς θείας δημιουργίας. Ἔχει ἕ­να μεγαλεῖο ἀπερίγραπτο. Εἶνε σύνθετος ἀ­πὸ ὕλη καὶ πνεῦμα. Ὕλη εἶνε τὸ σῶμα, ποὺ ὅ­σο κι ἂν τὸ φροντίσουμε, ἐπειδὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ στοιχεῖα φθαρτά, θὰ ἔρθῃ μία ὥρα ποὺ θὰ καταστραφῇ καὶ τὸ τέλος του θὰ εἶνε ὁ τά­φος. Ἀλλ᾽ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο σῶμα, κόκκα­λα, σάρκες, νεῦρα, στομάχι καὶ κοιλιά, δὲν εἶνε μόνο ὕλη. Μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ «ὀ­στράκινον σκεῦος» (Β΄ Κορ. 4,7), σ᾽ αὐτὴ τὴν
πήλινη γλάστρα, ὑπάρχει ἕνα οὐράνιο ἄνθος, κατοικεῖ ἄγγελος, ἡ ἔξοχη ἀόρατη καὶ ἀθάνατη οὐσία ποὺ ὀνομάζεται ψυχή.
Ψυχή! θὰ πῇ κάποιος. Στὸν αἰῶνα τῶν πυραύλων, ἔρχεσαι σὺ νὰ μιλήσῃς γιὰ ψυχή;…

Ὅσο εἶσαι βέβαιος ὅτι ἔ­χεις σῶμα, ἄλλο τόσο καὶ περισσότερο, ἑκα­τὸ τοῖς ἑκατὸ βέβαιος νὰ εἶσαι, ὅτι ὑπάρχει ψυχή

Ποιός τὸ λέει; Οἱ φιλόσοφοι τῆς πατρίδος μας, ἡ ἐπιστήμη μὲ τοὺς πιὸ ἐκλεκτοὺς ἐκπροσώπους της. Παραπά­νω ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανοὺς βαρύνει ὄχι ὅτι τὸ εἶπε ὁ Πλάτων ἢ ὁ Ἀ­ριστοτέλης ἢ ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα ἐπιστήμων, ἀλλ᾽ ὅτι τὸ εἶπε ὁ Χριστός. Γιατὶ ὅλοι μπορεῖ νὰ ψεύδωνται, ἀλλὰ οἱ αἰῶνες ἀπέδειξαν ὅτι ἕνας δὲν ψεύδεται καὶ δὲν ἀπατᾷ, ὁ Χριστός. 
Εἶπε λοιπὸν ὁ Χριστός· «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄν­θρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζη­μιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37).
Εἶνε βέβαιο ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει σῶ­μα καὶ ψυχή. Κι ὅταν αὐτὰ βρίσκων­ται σὲ ἁρ­μονία, τό­τε ἔχουμε τὸν ὑγιῆ ἄν­θρωπο. Ἀλ­λ᾽ ἡ ἁμαρτία διετάραξε τὴν ἁρμονία σώματος καὶ ψυ­χῆς, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶνε ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ θάνατος. Ὅπως ψάλλουμε στὸν Παρακλητικὸ Κανόνα, «ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθε­νεῖ τὸ σῶμα, ἀ­σθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή» (μεγαλυν.).

Γιὰ τὶς ἀ­σθένειες τοῦ σώματος τρέχουμε σὲ γιατροὺς καὶ νοσοκομεῖα, ὑποβαλλόμεθα σὲ ἐξετάσεις καὶ αὐστηρὲς δίαιτες, ταξιδεύου­με στὸ ἐξωτερικό, δαπανοῦμε τεράστια ποσά. Καλῶς πράττουμε. Δὲν θά ᾽πρεπε ὅμως ἐξ ἴ­σου τοὐλάχιστον νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴ θερα­πεία τῆς ψυχῆς; Διότι κι αὐτὴ ἔχει ἀσθένειες.

Καὶ ἔρχομαι τώρα νὰ σᾶς δείξω μία ἀ­σθένεια ψυχική, ποὺ τ᾽ ἀ­πο­τελέσματά της εἶνε τρα­γικά. Ποιά εἶνε αὐ­τὴ ἡ ἀσθένεια, ποιός εἶ­νε ὁ γιατρός, καὶ ποιό τὸ φάρμακο; 

Ἡ ἀσθένεια ὀνομάζεται μῖσος – ἔχθρα, ὁ γιατρὸς εἶνε ὁ Χριστός, καὶ τὸ φάρμακο θὰ τὸ δοῦμε στὸ τέλος. 
Ἀσθένεια λοιπὸν τὸ μῖσος.

* * *

―Ἐγώ, θὰ πῇ κάποιος, δὲν ἔχω στὴν καρδιά μου μῖσος, ἔχω ἀγάπη· ἐγὼ ἀγαπῶ.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ χρειάζεται νὰ δώσουμε μία ἐξή­γησι. Γιὰ ποιά ἀγάπη μιλᾶμε; Ποιά εἶνε ἡ ἀ­γάπη ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε, ὅπως τὴν θέλει τὸ σημερι­νὸ εὐαγγέλιο; Τὸν βλέπεις ἐκεῖνο τὸ νεαρὸ μὲ τὰ μακριὰ μαλλιά; Δὲν τὸν κατακρίνω· εἶνε θῦμα τῆς κοινωνίας. 

Ὅπως πάνω στὴν κοπριὰ φυτρώνουν μανιτάρια, ἔτσι ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία τῆς κοινωνίας αὐτῆς γεννιῶν­ται τὰ παιδιὰ αὐτά, ποὺ ἔχουν στὸ στόμα τὴ λέ­ξι «ἀγάπη». Ποιά ἀγάπη ἐννοοῦν; Μόνο τὴ σαρκική, τὸν αἰ­σχρὸ ἔρωτα. Τὸ λεξιλόγιό τους εἶνε τὸ λεξι­λόγιο τοῦ κινηματογράφου, τῆς τηλε­οράσεως, τῆς ἐλαφρᾶς λογοτεχνίας. Ὅταν λένε «ἀγάπη», ἐννοοῦν ἕνα μόνο εἶδος ἀγάπης, τὸ κατώ­τερο· ἐννοοῦν τὸν ἔρωτα τῶν σω­μάτων, τῆς ἐπιδερμίδος, ποὺ μόνο μέσα στὴ νό­μιμη συζυγία ἁγιάζεται. Ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν εὐλογημένο γάμο ἡ ἄθεσμη αὐτὴ «ἀγάπη» συχνὰ ποῦ καταλήγει; Στὸ βιτριόλι, στὸν πυροβολισμό, στὴν αὐτοκτονία, σ᾽ αὐτὰ μὲ τὰ ὁ­ποῖα ἀ­σχολεῖται ἡ ἀστυνομία καὶ τὰ δικαστήρια. Συνεπῶς, θὰ εἶσαι πολὺ ἀνόητη, ἐσὺ ἡ νέα, καὶ πολὺ ἀνόητος, ἐσὺ ὁ νέος, ἂν περι­ορί­σε­τε τὴν ἔννοια τῆς ἀγάπης στὸν αἰσχρὸ ἔρω­τα. Θὰ κλάψετε πολύ. Τὰ λόγια, ποὺ τώρα σὰν ζαχαρωτὰ τρέχουν ἀπὸ τὰ χείλη σας, θὰ μεταβληθοῦν σὲ ὕ­βρεις καὶ ἐκδίκησι. Δὲν ἐννοεῖ αὐτὸ τὸ πρᾶ­γμα τὸ εὐαγγέλιο ὅταν μιλάει περὶ ἀγάπης.
Κάποιος ἄλλος μιλάει καλύτερα, ἔχει ἀ­νε­βῆ μερικὲς βαθμῖδες στὴν κλίμακα τῆς ἀγάπης. Ἐ­γώ, λέει, ἀγαπῶ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παι­διά μου, ἀ­γα­πῶ τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους. Αὐ­τὸς ἐκ­φράζεται ὑψηλότερα. Εἶνε τίμιος οἰκογενειάρ­χης, ἐργα­τικός· κοπιάζει, ἱδρώνει, καὶ τὰ χρήματά του πηγαίνουν στὸ σπίτι του. Εἶνε ἄνθρω­πος ἀξιό­λογος. ―Μπορεῖς νὰ πῇς, ὅτι αὐτὸς δὲν ἔ­χει ἀ­γάπη; τί ἄλλο θέλεις; θὰ μοῦ πῆτε. Ἐγώ; Τί εἶμαι ἐγὼ νὰ θέλω; Κάποιος ἄλλος θέλει, κάποιος ἄλλος ζητάει ν᾽ ἀνεβοῦμε ὑ­ψη­λό­τερα. Ἂν μείνουμε στὸ ἐπίπεδο αὐτό, δὲν εἴ­μα­στε Χριστιανοί. Ἐμπρὸς μάρς, βαδίζετε, ἀ­νε­βαίνε­τε! Ἀφῆστε τὸ πρῶτο σκαλὶ τῆς σαρκι­­κῆς ἀ­γάπης, προχωρῆστε στὸ δεύτερο σκαλὶ τῆς ἀγάπης τῆς οἰκογενείας, τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πατρίδος. Μὴ μείνετε ὅμως ἐκεῖ. Πετάξτε ψηλότερα. Διότι καὶ ἡ ἀγάπη αὐτὴ εἶνε μικρή. Τὸ ν᾽ ἀγαπᾷς τοὺς δικούς σου εἶνε μιὰ ἀ­γάπη φυσική. Τέτοια ἀγάπη ἔχουν καὶ οἱ ἄλλοι ἄν­θρω­ποι· καὶ οἱ Τοῦρκοι, καὶ οἱ βουδδισταί, καὶ οἱ βραχμᾶ­νοι, καὶ οἱ Γιαπωνέζοι, καὶ οἱ ῾Ρῶσοι, καὶ οἱ Ἀ­μερικᾶνοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄγριοι στὴ ζούγ­κλα. Ἀλλὰ τί λέω; καὶ τὰ θηρία ἔχουν τέτοια ἀγάπη. Δὲν πᾷς στὸ λιοντάρι νὰ πειράξῃς τὸ λιονταράκι του; Σ᾽ ἔφαγε. Δὲν πᾷς στὰ ἀπόκρημνα ὄρη ὅπου ὁ ἀετὸς ἔχει τὴ φωλιά του; δὲν κάνεις τὸν κόπο νὰ πλησιάσῃς καὶ νὰ πειράξῃς τὰ παιδιά του, τὰ ἀετόπουλα; Στούκας θὰ γίνῃ καὶ θὰ πέσῃ πάνω σου.

Τέτοια ἀγάπη λοιπὸν εἶνε φυσικὴ καὶ συναν­τᾶται σὲ ὅλη τὴ ζῳολογικὴ κλίμακα. Ὑπάρ­χει ὅμως καὶ μιὰ ἀγάπη ἀνώτερη. Πῶς ν᾽ ἀνεβοῦ­με σ᾽ αὐτήν; Ὑπάρχει σκάλα; Ὑπάρχει. Ποιά εἶνε ἡ σκάλα; Ὁ σταυρός! Ἐκεῖ, στὸ σταυρό, εἶνε ἡ ἐσταυρωμένη Ἀγάπη.

Πάνω στὸ σταυρὸ ὁ Χριστός, μὲ τὸν ἀκάνθι­νο στέφανο στὸ μέτωπο, μὲ τὰ χείλη ξη­ρὰ ἀ­πὸ τὴ δίψα, πληγωμένος, καταδικασμένος εἰς θά­νατον, πικραμένος, ἀδικημένος ὅσο κανείς ἄλ­λος, τὸν ἀκοῦμε κάτι νὰ ψιθυρίζῃ πρὸς ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα αἰῶνες τώρα. Τί λέει; Ἀ­γα­πᾶτε! Ποιόν; Τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς γονεῖς, τὴ μάνα, τοὺς συγγενεῖς, τὸν κόσμο, τὴ φύσι, τὰ ζῷα, τὰ πάντα. Ἰδιαιτέρως ὅμως τοὺς ἐχθρούς σας! «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν…», λέει σήμερα στὸ εὐαγγέλιο (Λουκ. 6,35). Ἐκεῖνο τὸ «πλὴν» ξέρετε τί θὰ πῇ; Ὄχι ὅπως οἱ ἄλλοι, οἱ εἰδωλολάτρες κι ὁ ἄλλος κόσμος, ἀλλ᾽ ὅπως ἐγώ, ποὺ συγχώρησα τοὺς σταυρωτάς μου. Ἔτσι κ᾽ ἐσεῖς ἀγα­πῆ­στε τοὺς ἐχθρούς σας.

Τί λόγος εἶνε αὐτός, θὰ πῆτε, τί φάρμακο δυσάρεστο! Πῶς εἶνε δυνατόν, αὐτὸν ποὺ σκό­τωσε τὸν πατέρα μου, αὐτὸν ποὺ προσέβαλε τὴν τιμὴ τοῦ σπιτιοῦ μου, αὐτὸν ποὺ μοῦ πῆρε τὴ γυναῖκα μου, αὐτὸν ποὺ μὲ πῆγε στὰ δικαστήρια καὶ μ᾽ ἔρριξε στὶς φυλακὲς μὲ ψευδορ­κίες, αὐτὸν μοῦ λὲς νὰ ἀ­γαπῶ; Ὄχι, ὄχι! βγαίνει κραυγὴ ἀπ᾽ τὰ βάθη. Μ᾽ ἔκαψε, θὰ τὸν κάψω· ὁ θάνατός του ἡ ζωή μου! αὐτὸ εἶνε τὸ σύν­θημα. Ποιός τὸ λέει αὐτό, ὁ Χριστός; Ὄχι. Ὁ Χριστὸς λέει «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴ­δασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Ποιός τὸ φωνάζει; Ὁ σατανᾶς καὶ τὰ ὄργανά του· γιατὶ αὐτὸς «ἀν­θρωποκτόνος ἦν ἀπ᾽ ἀρχῆς» (Ἰωάν. 8,44) καὶ αὐ­τὸς σκορπίζει τὸ μῖσος στὴν ἀνθρωπότητα.

Τὸ μῖσος. Τί κερδίζει αὐτὸς ποὺ μισεῖ; Ὅ­ποιος ἐφαρμόζει τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ «Ἀ­γαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν», αἰσθάνεται παράδεισο στὴν καρδιά του. Ὅποιος μισεῖ, δὲν κοιμᾶται τὴ νύχτα, σκορπιοὶ καὶ φίδια τὸν κεν­τᾶνε, δὲν ἡσυχάζει ἕως ὅτου ἐκδικηθῇ τὸν ἄλ­λο. Τὸ μῖσος εἶνε φωτιά. Ἀλλ᾽ ὅταν πιάσῃ κάπου φωτιά, δὲ ῥίχνεις πετρέλαιο οὔτε βενζίνη· φέρνεις πυροσβεστικὴ ἀντλία καὶ ῥίχνεις νερό· ἔτσι σβήνει. Φωτιὰ τοῦ διαβόλου λοι­πὸν εἶνε τὸ μῖσος. Μὴ ῥίχνεις πετρέλαιο καὶ βενζί­νη· τὸ μῖσος δὲ νικᾶται μὲ τὸ μῖσος, αὐξάνει, γιγαντώνεται, καταστρέφει τὰ πάντα. Τὸ μῖ­σος σβήνει μόνο μὲ τὸ ἀθάνατο νερό, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν».

* * *

Ἀγαπητοί μου, κακὰ τὰ ψέματα· τὸ μικρόβιο τοῦ μίσους, καλλιεργούμενο ἀπὸ τὸ διάβο­λο, ἔχει μπῆ στὸ μεδούλλι τῶν ἀνθρώπων. 
Ἡ ἀ­γά­πη φυτοζωεῖ, τὸ μῖσος κυριαρχεῖ. Παντοῦ! 
Στὴν οἰκογένεια μισοῦν ἡ πεθερὰ τὴ νύφη, τὰ παιδιὰ τὸν πατέρα, ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα. 
Στὸ χωριὸ μὲ τὰ δέκα σπίτια ἡ μία οἰκογένεια μισεῖ τὴν ἄλλη. Στὶς πολιτεῖες οἱ ἔμποροι καὶ ἐπιχειρηματίες μισοῦν τοὺς ἀνταγωνιστάς. 
Στὸ κράτος τὰ κόμματα χτυποῦν τὸ ἕνα τ᾽ ἄλ­λο. 
Καὶ στὴν ἀνθρωπότητα τὸ μῖσος τῶν μεγάλων κρατῶν γέννησε τὸν πρῶτο καὶ τὸ δεύ­τερο παγκόσμιο πόλεμο μὲ τόσα ἑκατομμύρια νεκρούς, καὶ αὐτὸ ―ἀλλοίμονο― θὰ φέ­ρῃ τὸν Ἁρμαγεδῶνα τῆς Ἀποκαλύψεως (16,16).
Πάνω ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν θυμάτων καὶ τὰ ἐρείπια, ψηλά, ψηλά, ὡς ἄστρο καὶ μοναδι­κὴ ἐλπίδα τοῦ κόσμου εἶνε ὁ Ἐσταυρωμένος, ποὺ μᾶς φωνάζει· 

«Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. 15,12), «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στον ἱερό ναὸ της Ἁγίας Σκέπης Πτολεμαΐδος 30-9-1973)